ΦΑΡΜΑΚΑ

Φ1. ΜΟΡΙΑΚΗ ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΝΟΣΟΥ ALZHEIMER
Β.Α. ΚΟΚΚΑΣ
Αναπληρωτής καθηγητής Α.Π.Θ.

Τα αίτια της νόσου Alzheimer δεν είναι γνωστά. Ως εκ τούτου, η φαρμακολογική παρέμβαση σε μοριακό επίπεδο δεν είναι αιτιολογική αλλά αποσκοπεί στην βελτίωση ή και στην αποκατάσταση των μεταβολών που παρατηρούνται κατά την νόσο αυτή και στο επίπεδο αυτό. Η αύξηση των επιπέδων ορισμένων νευρομεταβιβαστικών ουσιών και κυρίως της ακετυλοχολίνης στον εγκεφαλικό ιστό και ιδιαίτερα στις περιοχές τον ιπποκάμπου και του φλοιού είναι στρατηγική επιλογή σήμερα. Για το σκοπό αυτό σε ευρεία χρήση είναι η δεύτερη γενιά των εκλεκτικών αναστολέων της ακετυλχολινεστεράσης. Παράγοντες που θα ενισχύουν τη δράση τον αδρενεργικού και του γλουμινεργικού συστήματος ευρίσκονται σήμερα υπό έρευνα ή σε φάση κλινικών δοκιμασιών και θα μπορούσαν να βοηθήσουν επικουρικά στην όλη θεραπευτική προσπάθεια. Μεταξύ των μελλοντικών στόχων είναι η εκλεκτική ενίσχυση της οιστρογονικής δράσης σε επίπεδο υποδοχέων και η φαρμακολογική τροποποίηση τον μεταβολισμού της προδρόμου πρωτεΐνης τον β-αμυλοειδούς με στόχο την ελαττωμένη σύνθεση του τελευταίου. Παράγοντες που επηρεάζουν σε μοριακό επίπεδο την απόπτωση όπως οι κασπάσες και η οικογένεια των πρωτεϊνών Βcl-2 αποτελούν στόχους για μελλοντική εκλεκτική φαρμακολογική παρέμβαση με αντιαποπτωτικές ουσίες.

Φ2. Νέα δεδομένα της ριβαστιγμίνης στην αντιμετώπιση όλων των συμπτωμάτων της άνοιας τύπου Alzlheimer
Μ. Τσολάκη
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Α.Π.Θ.

Οι αναστολείς της χολινεστεράσης σήμερα αποτελούν τη μοναδική εγκεκριμένη συμπτωματική θεραπεία της νόσου Alzheimer (ΝΑ) . Ενώ δε ανήκουν σε μία κατηγορία φαρμάκων, διαφέρουν χημικά και ως εκ τούτου παρουσιάζουν διαφορές στις φαρμακολογικές τους και φαρμακοκινητικές ιδιότητες καθώς και στον τρόπο δράσης τους και έχει γίνει πολύς λόγος στην πιθανή επίδραση αυτών των διαφορών στην κλινική βελτίωση των ασθενών. Όλοι οι αναστολείς δρουν εκλεκτικά στον εγκέφαλο, ωστόσο η ριβαστιγμίνη δρα εκλεκτικά και στις διάφορες περιοχές τον εγκεφάλου με ιδιαίτερη προτίμηση τον ιππόκαμπο και το φλοιό. Είναι δε το μόνο φάρμακο που αποβάλλεται εξ ολοκλήρου από τους νεφρούς και ως εκ τούτου εκμηδενίζονται οι ανεπιθύμητες ενέργειες από την αλληλεπίδραση με άλλα φάρμακα. Όλα τα φάρμακα αναστέλλουν τη δράση της ακετυλοχολινεστεράσης και μόνο η ριβαστιγμίνη αναστέλλει και τη βουτυρυλοχολινεστεράση. Είναι γνωστό ότι όσο εξελίσσεται η νόσος τόσο ελαττώνεται η δραστηριότητα και η ποσότητα της ακετυλοχολινεστεράσης και αυξάνεται η δραστηριότητα και η ποσότητα της βουτυρυλοχολινεστεράσης. Η αναστολή της δεύτερης σε ζώα και ανθρώπους έδειξε ότι σχετίζεται με βελτίωση των νοητικών λειτουργιών. Αποδείχθηκε επίσης ότι έχοντας η ριβαστιγμίνη το διπλό αυτό μηχανισμό δράσεως ελαττώνει τα επίπεδα του τοξικού β-αμυλοειδούς με αποτέλεσμα την τροποποίηση της πορείας της νόσου. Το αποτέλεσμα στις νοητικές, λειτουργικές και συμπεριφορικές διαταραχές είναι δοσοεξαρτώμενο. Οι ασθενείς με σοβαρή άνοια βελτιώνονται περισσότερο, ωστόσο η άποψη που επικρατεί είναι η έναρξη της θεραπείας να γίνεται όσο δυνατόν πιο πρώιμα. Η βελτίωση ή σταθεροποίηση των νοητικών, λειτουργικών ή συμπεριφορικών διαταραχών τουλάχιστον για ένα χρόνο επιβεβαιώθηκε και εργαστηριακά με μελέτη με ΡΕΤ η οποία έδειξε αύξηση του μεταβολισμού της γλυκόζης στον δεξιό προμετωπιαίο φλοιό (Nordberg, 2001). Οι συνήθεις ανεπιθύμητες ενέργειες είναι η ναυτία και ο έμετος, είναι παροδικές, ήπιας ή μέσης βαρύτητας και συνήθως εμφανίζονται με την αύξηση της δόσης. Ελαχιστοποιούνται όταν το φάρμακο χορηγείται με το φαγητό και η αύξηση της δόσης γίνεται κάθε μήνα.

Φ3. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΣΤΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΝΟΣΟΥ ALZHEIMER
Κίτσιος Γ., Τσολάκη Μ., Κάζης Α.
Γ' Νευρολογική Κλινική Α.Π.Θ.

Η Νόσος Alzheimer είναι η πιο κοινή αιτία άνοιας στους ηλικιωμένους. Η έρευνα στην υποκείμενη παθοφυσιολογική δυσλειτουργία έχει εστιαστεί σε εξειδικευμένες διαδικασίες της νόσου (όπως o μεταβολισμός του β-αμυλοειδούς, των πρωτεϊνών tau, της απολιποπρωτεΐνης Ε) και σε πιο γενικευμένες εκφυλιστικές διεργασίες όπως η φλεγμονή και η οξείδωση. Οι παραπάνω παράγοντες προκαλούν μεταβολές στο σύστημα των νευροδιαβιβαστών. Μέχρι στιγμής, τα μόνα εγκεκριμένα φάρμακα για τη θεραπεία της νόσου είναι μια ομάδα αναστολέων της ακετυλοχολινεστεράσης. Οι προσπάθειες για αιτιολογική θεραπεία εστιάζονται στην παρεμπόδιση του σχηματισμού και της συγκέντρωσης του β-αμυλοειδούς είτε με αναστολή ενζύμων είτε με εμβολιασμό. Άλλες έρευνες στοχεύουν στον περιορισμό της ικανότητας της πρωτεΐνης tau να φωσφορυλιώνεται για να αποτραπεί ο σχηματισμός των νευροϊνιδικών πλακών. Εξάλλου, φαρμακευτικοί παράγοντες όπως οιστρογόνα, αντιφλεγμονώδη, αντιοξειδωτικά, υποδοχείς ινσουλίνης, στατίνες κ.α. ανοίγουν νέα μονοπάτια έρευνας στην προσπάθεια για μια θεραπεία που θα ανατρέπει τους παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς της νόσου.

Φ4. Η Ολανζαπίνη σε ασθενείς με νόσο Alzheimer και σε ασθενείς με κατάθλιψη και νόσο Alzheimer
Β. Καπινά, Μ. Τσολάκη, Ε. Θωμαϊ..δου, Α. Κάζης
Γ' Νευρολογική κλινική Α.Π.Θ. Γ.Π.Ν. « Γ' Παπανικολάου»

Η αντιμετώπιση των διαταραχών συμπεριφοράς σε ηλικιωμένους ασθενείς με τα κλασικά αντιψυχωσικά φάρμακα οδηγεί συχνά σε σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες.

Σήμερα υπάρχει η δυνατότητα στροφής σε άλλα αντιψυχωσικά φάρμακα , απαλλαγμένα από αυτές. H Ολανζαπίνη (Zyprexa) έχει ήδη χρησιμοποιηθεί στις διαταραχές της συμπεριφοράς στα πλαίσια της άνοιας, ιδιαίτερα μάλιστα της νόσου Alzheimer (ΝΑ). Οι μελέτες όμως για την αποτελεσματικότητά της στη νόσο αυτή είναι περιορισμένες σε αριθμό και έτσι ο στόχος αυτής της μελέτης είναι να διερευνήσει τη θετική ή αρνητική δράση της Ολανζαπίνης σε ασθενείς με ΝΑ, σε ασθενείς με κατάθλιψη και ΝΑ και σε ασθενείς με ανθεκτική κατάθλιψη.

Μέθοδος: Μελετήθηκαν 52 ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε Ολανζαπίνη 5 mg. Από αυτούς 36 έπασχαν από διαταραχές συμπεριφοράς στα πλαίσια της ΝΑ, 8 έπασχαν από ΝΑ και κατάθλιψη και 8 από ανθεκτική κατάθλιψη.

Συνολικά από τους 52 ασθενείς που μελετήθηκαν, βελτιώθηκαν 24. Από τους υπόλοιπους 28 ασθενείς, 10 διέκοψαν την αγωγή λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών ή μη ανταπόκρισης στη θεραπεία και 9 ασθενείς εξαιρέθηκαν της μελέτης επειδή δεν ακολούθησαν το πρωτόκολλο για διάφορους λόγους. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που παρουσιάστηκαν ήταν εξωπυραμιδικά συμπτώματα σε τέσσερις ασθενείς, δυσανεξία σε δύο, ένας ασθενής παρουσίασε ερύθημα, ένας οπτικές ψευδαισθήσεις, ένας υπνηλία και ένας μεγάλη αύξηση βάρους.

Συμπέρασμα: Η ολανζαπίνη αποτελεί ένα φάρμακο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην αντιμετώπιση των διαταραχών συμπεριφοράς στην άνοια με πιθανότητα αποτελεσματικότητας 50% περίπου, 25% μη ανταπόκριση και 25% ανεπιθύμητες ενέργειες. Χρειάζονται και άλλες μελέτες που θα επιβεβαιώσουν αυτά τα αποτελέσματα.


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ