|
Αντιμετώπιση υπερπρολακτιναιμίας από νευροληπτικά με χορήγηση
καμπεργολίνης
Παρουσίαση περίπτωσης
ΠΑΤΕΛΑΡΟΣ ΕMM.
Kέντρο Ψυχικής Υγείας Καβάλας
Η υπερπρολακτιναιμία είναι μία αρκετά συχνή παρενέργεια των νευροληπτικών, με βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στον οργανισμό. Εκτιμάται ότι ποσοστό από 17% μέχρι και 78% των γυναικών που λαμβάνουν νευροληπτικά παρουσιάζουν αμηνόρροια, ή και γαλακτόρροια, σαν άμεση συνέπεια της υπερπρολακτιναιμίας1. Οι μακροχρόνιες επιπτώσεις των αυξημένων επιπέδων προλακτίνης περιλαμβάνουν οστεοπόρωση, αυξημένο κίνδυνο καρκίνου μαστού, και σεξουαλικές διαταραχές και κατάθλιψη2,3,4. Επιπλέον, όπως και για κάθε επιμένουσα παρενέργεια, δημιουργείται ο κίνδυνος διακοπής της αντιψυχωτικής αγωγής.
Η πιο συνηθισμένη πρακτική αντιμετώπισης του προβλήματος είναι η αλλαγή νευροληπτικού. Έχει παρατηρηθεί όμως ότι και τα νέα ''άτυπα'' νευροληπτικά είναι δυνατό να έχουν αυτή την παρενέργεια. Σε αυτές τις περιπτώσεις έχει δοκιμαστεί η χορήγηση αγωνιστών ντοπαμίνης και συγκεκριμένα βρωμοκρυπτίνης και καμπεργολίνης5,6. Από τα μέχρι τώρα στοιχεία φαίνεται ότι η καμπεργολίνη έχει ηπιότερο προφίλ παρενεργειών και δεν συνοδεύεται από ανάδυση ψυχωτικών συμπτωμάτων7.
Η περίπτωση που παρουσιάζουμε είναι γυναίκα 22 ετών με σχιζοφρένεια, με ηλικία έναρξης της νόσου τα 15 και έναρξη εμμήνου ρύσεως στα 13. Ετέθη για πρώτη φορά σε αγωγή με ρισπεριδόνη 2 mg και υδροξυζίνη 100mg ημερησίως, σε ηλικία 18 ετών. Από τον επόμενο μήνα εμφάνισε αμηνόρροια, ενώ ποτέ μέχρι τότε δεν είχε διαταραχές εμμήνου ρύσεως. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος διέκοψε την αγωγή λίγους μήνες μετά και, ενώ είχε αρχίσει να βελτιώνεται, υποτροπίασε. Η έμμηνος ρύση επανήλθε, μαζί όμως με τα ψυχωτικά συμπτώματα.
Σε ηλικία 21 ετών ετέθη σε αγωγή με ολανζαπίνη, η οποία προοδευτικά αυξήθηκε στα 15mg ημερησίως, ενώ παράλληλα ελάμβανε ζοπικλόνη 7,5 mg. Μετά πάροδο 2 μηνών με αυτή την δόση άρχισε να έχει αραιομηνόρροια η οποία, σε συνδυασμό με την αύξηση βάρους που παρατηρήθηκε, οδήγησε στην μείωση της ολανζαπίνης σε 5mg, σε πρόσθεση 5mg αλοπεριδόλης και 3mg βρωμαζεπάμης, και διακοπή της ζοπικλόνης. Παρά την αλλαγή αυτή και ενώ δεν είχε σεξουαλική ζωή, η έμμηνος ρύση δεν εμφανίστηκε ξανά. Υπεβλήθη σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου, με επικέντρωση στην περιοχή της υπόφυσης, η οποία ήταν αρνητική, και σε έλεγχο ορμονών υπόφυσης του οποίου τα αποτελέσματα ήταν φυσιολογικά (TSH 3,7 mlu/ml FSH 8 mlu/ml LH 6mlu/ml GH 5 ng/ml) εκτός από την προλακτίνη 52 ng/ml (φ.τ. 0,3 έως 24). Ο υπόλοιπος βιοχημικός έλεγχος ήταν φυσιολογικός. Έτσι αποφασίστηκε να τεθεί υπό αγωγή με καμπεργολίνη (Dostinex) αρχικά 0,5mg την εβδομάδα και μετά 2 εβδομάδες στην συστηνόμενη δόση 1 mg την εβδομάδα, χωρίς να μεταβληθεί η δόση των νευροληπτικών. Μία εβδομάδα μετά την δόση του 1 mg επανήλθε η έμμηνος ρύση η οποία έκτοτε διατηρείται κανονική επί τετράμηνο προς μεγάλη ανακούφιση της ασθενούς και του συγγενικού περιβάλλοντος. H νέα μέτρηση προλακτίνης ήταν 10ng/ml, και μέχρι τώρα δεν έχουν παρατηρηθεί παρενέργειες από την λήψη της καμπεργολίνης η οποία θα συνεχίσει να χορηγείται για όσο διάστημα χορηγείται και η αντιψυχωτική αγωγή.
Το περιστατικό αυτό δείχνει ότι η επαγόμενη από νευροληπτικά υπερπρολακτιναιμία, μια παρενέργεια που συνήθως υποτιμάται στην κλινική πράξη, μπορεί να αντιμετωπιστεί επιτυχώς με καμπεργολίνη. Έτσι, αποφεύγεται τόσο η πιθανότητα διακοπής της αγωγής λόγω μη ανοχής της αμηνόρροιας, όσο και οι μακροπρόθεσμες δυσμενείς επιπτώσεις της υπερπρολακτιναιμίας, η αντιμετώπιση των οποίων θα είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Λέξεις κλειδιά: Υπερπρολακτιναιμία, νευροληπτικά, αμηνόρροια, καμπεργολίνη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ