Αλκοολισμός και αίσθημα απελπισίας σε άνδρες με διαγνωσμένο καρκίνο πνεύμονα
Θ. ΚΩΣΤΑΡΑΣ*, ΑΘ. ΤΣΕΛΕΜΠΗΣ*, Δ. ΜΠΡΑΤΗΣ*, Δ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ*, Α. ΜΠΟΤΣΗΣ**, Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ*, Α. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗ*, Α. ΠΑΧΗ*, ΑΘ. ΚΑΡΚΑΝΙΑΣ*, Γ. ΜΟΥΣΣΑΣ*
*Ψυχιατρικός Τομέας, Γενικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος Αθηνών «Η Σωτηρία», Αθήνα
**Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας, Αθήνα
Περίληψη
Η σχέση της κατανάλωσης αλκοόλ και του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου έχει διερευνηθεί σε διάφορες επιδημιολογικές μελέτες, οι οποίες προτείνουν την ύπαρξη συσχέτισης μεταξύ του αλκοολισμού και της ανάπτυξης καρκίνου του πνεύμονα. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να διερευνηθεί η παρουσία της εξάρτησης και της κατάχρησης αλκοόλ αλλά και της απελπισίας που βιώνουν άνδρες ασθενείς με διαγνωσμένο καρκίνο πνεύμονα. Όλοι οι συμμετέχοντες αξιολογήθηκαν με τα ερωτηματολόγια Brief Michigan Alcoholism Screening Test (B-MAST), Cage test και Beck Hopelessness Scale (BHS). Παρουσία αλκοολισμού διαπιστώθηκε στο 18% του συνόλου του δείγματος, ενώ δεν παρουσιάσθηκε συσχέτιση μεταξύ της κλίμακας απελπισίας και της κατάχρησης αλκοόλ. Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν την υψηλή παρουσία κατάχρησης-εξάρτησης αλκοόλ στους άνδρες ασθενείς με διαγνωσμένο καρκίνο πνεύμονα. Επιπρόσθετα, φαίνεται ότι η συννοσηρότητα αυτή είναι υψηλότερη σε νεότερους ηλικιακά ασθενείς, εύρημα που είναι συμβατό με άλλες σχετικές εργασίες. Εγκέφαλος 2011, 48(3):103-107.
Λέξεις κλειδιά: Αλκοολισμός, αίσθημα απελπισίας, καρκνίνος πνεύμονα.
Εισαγωγή
Το ποσοστό εξάρτησης από το αλκοόλ, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), κυμαίνεται από 1-5% για τις αναπτυσσόμενες και αναπτυγμένες χώρες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η Ελλάδα1. Έχει αποδειχθεί, μάλιστα, ότι η εξάρτηση αυτή αυξάνει τον κίνδυνο θνησιμότητας έως και 50%, ανεξάρτητα από την ποσότητα κατανάλωσης οινοπνεύματος2.
Ταυτόχρονα, οι διαταραχές που σχετίζονται με την κατανάλωση αλκοόλ περιγράφονται από τον ΠΟΥ σαν ένα μεγάλο πρόβλημα δημόσιας υγείας, το οποίο, σύμφωνα με τελευταίες εκτιμήσεις, αναλογεί στο 1,4% της συνολικής παγκόσμιας επιβάρυνσης από νοσήματα3.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, τα στοιχεία δείχνουν ότι η κατανάλωση αλκοόλ είναι μια πολύ διαδεδομένη συνήθεια ακόμη και σε νεαρές ηλικίες, με υπερίσχυση πάντα των ανδρών4-5.
Η σχέση μεταξύ κατανάλωσης αλκοόλ και κίνδυνου ανάπτυξης καρκίνου έχει διερευνηθεί σε αρκετές μελέτες, οι οποίες προτείνουν μια ιδιαίτερη σύνδεση μεταξύ αλκοολισμού και ανάπτυξης καρκίνου του πνεύμονα6-7, ιδιαίτερα όταν ο αλκοολισμός συνυπάρχει με ταυτόχρονη χρήση καπνού.8-9
Στον ελληνικό χώρο ένας μεγάλος αριθμός μελετών έχουν αναδείξει την ύπαρξη καταθλιπτικής συμπτωματολογίας σε ασθενείς με αναπνευστική νόσο10. Ωστόσο, είναι περιορισμένες οι μελέτες που επιχειρούν να ανιχνεύσουν την απελπισία που μπορεί να βιώνουν οι ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα.Σκοπός της μελέτης είναι να διερευνήσει την ύπαρξη κατάχρησης-εξάρτησης από το αλκοόλ σε άνδρες ασθενείς με καρκίνο πνεύμονα και να καταγράψει την αίσθηση απελπισίας που διακατέχει τους ασθενείς αυτούς.
Μέθοδος
Στο δείγμα της μελέτης περιλήφθησαν όλοι οι άνδρες ασθενείς που νοσηλεύτηκαν με διάγνωση καρκίνου του πνεύμονα, ανεξαρτήτως τύπου και σταδιοποίησης, στις πνευμονολογικές κλινικές ενός νοσοκομείου νοσημάτων θώρακος, για χρονικό διάστημα τριών μηνών.
Προκειμένου να εκτιμηθεί η κατάχρηση-εξάρτηση από το αλκοόλ, όλοι οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να συμπληρώσουν τα ερωτηματολόγια Cage test και Brief Michigan Alcoholism Screening Test (B-MAST). Αντίστοιχα, για την εκτίμηση της παρουσίας αισθημάτων απελπισίας χορηγήθηκε η Beck Hopelessness Scale (BHS).
Το Cage test είναι ειδικό στην ανίχνευση προβλημάτων αλκοολισμού και περιλαμβάνει 4 ερωτήματα. Θετικό για την παρουσία προβλημάτων κατάχρησης/εξάρτησης θεωρείται όταν οι θετικές απαντήσεις είναι >= 211.
Το B-MAST περιλαμβάνει 10 ερωτήματα και θετικό θεωρείται όταν η συνολική βαθμολογία στην κλίμακα είναι μεγαλύτερη του 512.
Η αξιοπιστία των παραπάνω ερωτηματολογίων για την ανίχνευση συγκεκαλυμμένων μορφών αλκοολισμού είναι συγκρίσιμη με αυτή των βιολογικών και κλινικών παραμέτρων12,13. Για τους σκοπούς της παρούσας μελέτης χρησιμοποιήθηκε η ελληνική προσαρμογή των ερωτηματολογίων14.
Η BHS περιλαμβάνει 20 ερωτήσεις και έχει σχεδιαστεί προκειμένου να μετρά τρεις σημαντικές παραμέτρους της έλλειψης ελπίδας: τις σκέψεις για το μέλλον, την απώλεια κινήτρων και τις προσδοκίες του εξεταζόμενου για το μέλλον15. Τιμές 9 και άνω υπαινίσσονται παρουσία σημαντικού βαθμού απελπισίας και πιθανά κίνδυνο εκδήλωσης αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς16. Η κλίμακα χρησιμοποιήθηκε στην ελληνική προσαρμογή της17.
Τα ερωτηματολόγια χορηγήθηκαν από ειδικευόμενους ιατρούς και ψυχολόγους του Ψυχιατρικού Τομέα, που είχαν εξοικειωθεί με την χρήση τους. Ο χρόνος που απαιτήθηκε για την χορήγησή τους δεν ξεπερνούσε τα 15 λεπτά. Επιπρόσθετα, καταγράφηκαν τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων ασθενών (ηλικία, εκπαιδευτικό επίπεδο και οικογενειακή κατάσταση). Όλοι οι συμμετέχοντες ενημερώθηκαν για το σκοπό της μελέτης και δήλωσαν την συγκατάθεσή τους.
Η επεξεργασία των δεδομένων έγινε με το στατιστικό πρόγραμμα SPSS-15.
Αποτελέσματα
Το δείγμα περιλάμβανε 150 νοσηλευόμενους άνδρες ασθενείς, διαγνωσμένους με καρκίνο του πνεύμονα. Η μέση ηλικία του δείγματος ήταν 63.5 (SD: 9.43, πίνακας 1) έτη και η μέση διάρκεια εκπαίδευσής τους τα 6.65 (SD: 2.19, πίνακας 1) έτη. Ως προς την οικογενειακή κατάσταση, το μεγαλύτερο ποσοστό του δείγματος (84%) ήταν έγγαμο, το 4,7% άγαμο, το 8% διαζευγμένοι και το 3,3% σε χηρεία. Από το σύνολο του δείγματος, μόλις 18 ασθενείς (12%) γνώριζαν την ακριβή διάγνωση, ενώ η πλειονότητα των ασθενών (132 ασθενείς, 88%) αγνοούσαν την διάγνωση που τους είχε τεθεί.
Η μέση τιμή για το Cage test ήταν 0.75 ±1.15, για το B-MAST 2.34 ± 3.63 και για την BHS 6.21±4.77 (πίνακας 1). Οι θετικές απαντήσεις στο Cage test με τιμή 2 και άνω ήταν 18% (πίνακας 2), ενώ ίδιο ποσο-στό παρουσίασαν θετικές τιμές (τιμή μεγαλύτερη του 5) και στο B-MAST (πίνακας 3).
Η οικογενειακή κατάσταση των συμμετεχόντων δεν φάνηκε να διαφοροποιεί την βαθμολογία σε καμία από τις χορηγούμενες κλίμακες (ANOVA test p>0.05). Ωστόσο, οι ασθενείς που παρουσίασαν θετικό σκορ στο Cage test και στο B-MAST είχαν μικρότερη ηλικία έναντι των ασθενών με αρνητικό σκορ (60.04± 9.53 VS 64.26±9.27, t-test p<0.05 και 58.48±8.67 VS 64.44±9.30 t-test p<0.05). Η ηλικία παρουσίασε ισχυρή θετική συσχέτιση με την BHS (Pearson Correlation Sig. 2-tailed, p<0.01, r=0.24, πίνακας 4).
Τόσο το Cage test, όσο και το B-MAST δεν παρουσίασαν συσχέτιση με το επίπεδο εκπαίδευσης (Pearson Correlation Sig. 2-tailed, p>0.05) στο σύνολο των ασθενών, αλλά ούτε και με την BHS (Pearson Correlation Sig. 2-tailed, p>0.05). Παρομοίως, δεν παρουσιάστηκε συσχέτιση μεταξύ του επίπεδου εκπαίδευσης και της βαθμολογίας στην BHS (Pearson Correlation Sig. 2-tailed, p>0.05).
Η επίγνωση ή μη της διάγνωσης δεν διαφοροποιούσε την τιμή στην BHS (6.1±4.6 VS 7.2±5.7, t-test p>0.05). Ωστόσο, ένα σημαντικό ποσοστό 28.6% παρουσίασε μέτρια έως σοβαρά συμπτώματα απελπισίας (πίνακας 5). Οι ασθενείς με σοβαρά συμπτώματα απελπισίας παρουσίασαν υψηλότερες τιμές στο B-MAST έναντι όλων των άλλων ασθενών (6.89±2.18 vs 2.14±3.237, t-test p<0.05).
Τέλος, ισχυρή θετική συσχέτιση παρατηρήθηκε μεταξύ της βαθμολογίας στο Cage test και στο B-MAST (Pearson Correlation Sig. 2-tailed, p<0.01, r=0.54, πίνακας 4).
Συζήτηση
Όπως ήδη έχει αναφερθεί, τα επίπεδα κατάχρησης-εξάρτησης από το αλκοόλ στον Ελληνικό πληθυσμό κυμαίνονται από 1-5%1. Ωστόσο, σε περιπτώσεις συννοσηρότητας κατάχρησης-εξάρτησης αλκοόλ και άλλων ασθενειών το ποσοστό εμφανίζεται πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο που παρατηρείται στο γενικό πληθυσμό18-19.
Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αυξημένης συχνότητας προβλημάτων κατάχρησης-εξάρτησης από το αλκοόλ σε ασθενείς με διαγνωσμένο καρκίνο του πνεύμονα. Παράλληλα, φαίνεται ότι η συννοσηρότητα αυτή εμφανίζεται υψηλότερη στις νεαρότερες ηλικίες, συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν και σχετικές επιδημιολογικές μελέτες20-21.
Αν και στο σύνολο του δείγματος της μελέτης μας δεν προέκυψε συσχέτιση ανάμεσα στα προβλήματα κατάχρησης-εξάρτησης από το αλκοόλ και του υποκειμενικού βιώματος απελπισίας, φαίνεται ότι οι ασθενείς εκείνοι που αναφέρουν σε μεγαλύτερο βαθμό αρνητικές πεποιθήσεις και στάσεις αναφορικά με το μέλλον τους, ταυτόχρονα, εμφανίζουν με μεγαλύτερη συχνότητα προβλήματα αλκοολισμού. Ωστόσο, το εύρημα αυτό απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση, προκειμένου να αποσαφηνιστεί η πιθανότητα να ερμηνεύεται ως προσπάθεια ανακούφισης ή «αυτοθεραπείας» των ασθενών αυτών από τα επώδυνα ψυχικά συμπτώματα που συχνά συνοδεύουν τη διάγνωση του καρκίνου22.
Ταυτόχρονα, τα υψηλά ποσοστά συναισθημάτων απελπισίας που παρατηρούνται στον πληθυσμό του δείγματος είναι συμβατά με το αρνητικό συναισθηματικό φορτίο που αποδίδεται σε μια διάγνωση, όπως ο καρκίνος του πνεύμονα23-24. Το γεγονός ότι τα επίπεδα απελπισίας δεν διαφοροποιούνται ανάμεσα στις δυο υποομάδες ασθενών (γνωρίζοντες και μη την διάγνωση) πιθανά να σχετίζεται με την ανασφάλεια και τις υποψίες ή υποθέσεις των μη γνωριζόντων την διάγνωσή τους ασθενών. Οπωσδήποτε, κρίνεται σκόπιμο σε μελλοντικές έρευνες να διερευνηθεί η ύπαρξη σχέσης μεταξύ της βαθμολογίας στην BHS και των στάσεων και αντιλήψεων των ασθενών απέναντι στον καρκίνο. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι τα «άσχημα νέα» διαδίδονται πολλές φορές με πλάγιους τρόπους25.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ