Τα βιώματα της ψυχής εις τον φιλοσοφικόν στοχασμόν
του Soren Kierkegaard

ΣΤΑΥΡΟΣ Ι. ΜΠΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
Α' Νευρολογική Κλινική Αριοτοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

"Ο χρόνος και η ιστορία έχουν δικαιώσει εκείνους οι οποίοι
εβάδιζον αντιθέτως προς το ρεύμα και ήρχοντο εις
σύγκρουσιν προς τας δοξασίας της εποχής των
"
Soren Kierkegaard
Περίληψις
Ο φιλοσοφικός στοχασμός του Kierkegaard απετέλεσεν έν ισχυρόν κίνητρον διά την αναζήτησιν του απολύτου και την διείσδυσιν εις τα βάθη της ανθρωπίνης ψυχής. Ν σύνθετος και μεταφορική σκέyΙις του εκφράζει την εσωτερικήν αγωνίαν του διά τας απολύτους και αναλλοίώτους αξίας επενδυομένη υπό του συναισθηματικού περιγράμματος της καταθλίψεως και της ειρωνείας με την οποίαν συνήθως περηβάλλει την τραγιτότητα των ανθρωπίνων παθών διατηρούσα πάντοτε την αυθεντικότητα της. Ο Kierkegaard, αναζητεί το παράδοξον, αυτό το οποίον υπερβαίνει τα μέτρα της ανθρωπίνης λογικής. Η άνοδος εκ του αισθητικού εις το ηθικόν και τελικώς εις το θρησκευτικόν στάδιον, εκφράζει την συνεχή προσπάθειαν υπερβάσεως του χοϊκού ανθρώπου, της θλίψεως και της αναζητήσεως της οδού της υπαρξιακής αυτοτέλείας, εν τω πλαισίω της διανοίξεως των ορίων του εγώ και της βαθείας συνειδητοποιήσεως των μεταφυσικών προεκτάσεων του Είναι. Η εσωτερική εμπειρία της αγωνίας διά την αλήθειαν αποτελεί την κυρίον οδόν, την οποίον η ψυχή οφείλει να ακολουθήση διά την προσέγγισιν της αληθείας. Η αγάπη του αιωνίου και η επιδίωξις των απολύτων και αιωνίων αξιών αποτελεί το ωραιότερον στοιχείον της ανθρωπίνης ζωής ενώ η άρνησις του αιωνίου αποτελεί την άρνησιν του αληθούς Είναι Ο άνθρωπος διά μέσου της εσωτερικής προσπαθείας θα πρέπη εναγωνίως να διακρίνη τα στοιχεία τα συγκροτούντα την εσωτερικήν του ζωήν και να "μεταμορφώση" αυτήν. Ο στοχαστής και ιδίως ο υποκειμενικός στοχαστής προσπαθεί εκ παραλλήλου να γεφυρώση τας υποκειμενικάς σκέψεις του με τον κόσμον των απολύτων αξιών και τον κόσμον της παγκοσμιότητας και του αιωνίου. Ο Kieτkegaaτd αναλύει εν εκτάσει τα βιώματα της ανθρωπίνης ψυχής, τας βαθείας εσωτερικάς εμπειρίας, αι οποίοι ασκούν καθοριστικόν ρόλον επί της εσωτερικής ζωής του, αναγνωρίζων, ότι έκαστον των βιωμάτων έχει έν εσωτερικόυν αίτιον. H απελπισία, "η ασθένεια προς θάνατον" αποτελεί στοιχείον της ζωής του ανθρώπου, κορυφουμένη όταν αυτός αγωνιά να γνωρίση τον εαυτόν του, αλλά και ακόμη όταν προσπαθεί να αγνοήση τον εαυτόν του. Η απελπισία αποτελεί έν εκ των ουσιωδών βιωμάτων του Εγώ, το οποίον αποτελεί μία συνειδητήν και αυτοαναφερομένην σύνθεσιν του απείρόυ και του περατού. Εκ παραλλήλου, η απελπισία είναι απότοκος της στερήσεως του Εγώ εκ των δυνατοτήτων του και της υφισταμένης ασυμφωνίας μεταξύ αναγκαιοτήτων και δυνατοτήτων του Εγώ. Η ελευθερία αποτελεί έν κεντρικόν σημείου αναφοράς εις την φιλοσοφίαν του Kierkegaaτd Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος και υπεύθυνος διά την επιλογήν της ψυχικής του πορείας, του εν γένει τρόπου της ζωής και των ενεργειών του. Η έννοια του ανθρωπίνου Είναι και κατ' επέπκτασιν της ανθρωπίνης υπάρξεως, διαφοροποιείται ελευθέρως επί εκάστου ανθρώπου. H ελευθερία είναι η πηγή της αυτοδυναμίας και ως εκ τούτου καθίσταται αυτή η δύναμις δια της οποίας απελευθερώνονται όλαι αι εσωτερικαί πολύτιμο δυνάμεις της ψυχής. Η καθαρότης της καρδίας αποτελεί την βασικήν προϋπόθεσιν διά την κατανόησιν της ωραιότητας του Χριστιανικού βιώματος και τον πρωταρχικόν σκοπόν της πνευματικής ζωής. Μόνον διά της καθαρότητας της καρδίας είναι δυνατόν να βιωθή η χαρά, η οποία απορρέει από την υποταγήν του Θελήματος του ανθρώπου εις το θέλημα του Θεού. Μόνον η απλή και καθαρά καρδία δύναται να διατηρήση την εσωτερική της ενότητα και να ακολουθήση έν θέλημα και μίαν σκέψιν, την σκέψιν του αγαθού. Η αμαρτία αποτελεί ουσιώδες αίτιον αλλοιώσεως του ανθρωπίνου Είναι. Διά της αμαρτίας αλλοιώνεται ο αρχέτυπος αγαθός χαρακτήρ αυτής και εισέρχεται εντός της ψυχής ο φόβος ο θυμός, και η αλλοτρίωσις της εσωτερικής απλότητας. Η αμαρτία αυτοενισχύεται. Η θλίψις, η οποία απορρέει εκ της αμαρτίας έχει πολλάκις εγωκεντρικόν χαρακτήρα. Η ενοχή η απορρέουσα εξ εκάστης αμαρτίας εκδιώκει την αθωότητα και εισάγει σταδιακώς την αλλοτρίωσιν και την καθήλωσιν του ατόμου εις το αισθητικόν στάδιον. Η αγάπη προς τον Θεόν αποτελεί το λυτρωτικόν βίωμα του ανθρώπου εκ της καθηλώσεως εις την αμαρτίαν και την φθοράν. Διά την βίωσιν της αγάπης, το άτομον πρέπει να προβή εις την υπέρβασιν του ευατού του και εις την υπέρβασιν των πάντων. Η αγάπη είναι απόρροια της βαθείας εσωτερικής γνώσεως και της αδιαλείπτου αυτοκριτικής. Η απόλυτος έννοια της ανθρωπίνης ισότητος καθορίζεται από την απόλυτον έννοιαν της ίσης αγάπης του Θεού προς έκαστον των ανθρώπων. Εις την διαμόρφωσιν ενός ηθικού πλαισίου ζωής δεν απουσιάζει το άγχος και η αγωνία. Αι ηθικοί αρχαί καθοριζόμεναι υπό της ανθρωπίνης ηθικής δεν στερούνται της προσωρινότητος και ούτε χαρακτηρίζονται υπό της τελειότητος. Το άγχος είναι ενίοτε ο καρπός της αδυναμίας ενός λογικού συστήματος εις το οποίον η υλοποίησις των δυνατοτήτων δεν καθίσταται εφικτή. Αναλύων ο Kierkegaard τα βιώματα της ψυχής εντός του έργου του και κυρίως εντός των ημερολογίων του αφήνει να διακριθή, μέσα εις τος σελίδας του, η μάχη του προς την συνεχώς υπάρχουσαν καταθλιπτικήν διάθεσιν και το ψυχικόν άλγος.

Εισαγωγή

Η παρουσία του Kierkegaard εις τον χώρον της φιλοσοφίας επετέλεσεν έν ισχυρόν κίνητρον διά την αναζήτησιν του απολύτου και την διείσδυσιν εις τα βάθη της ανθρωπίνης ψυχής, προς εναμόχλευσιν αξιών και αληθειών, τος οποίας ο άνθρωπος καλείται να βιώση εις την ολότητα των, χωρίς οριοθετήσεις και εξαρτήσεις από εξωτερικούς παράγοντες:

Ο αλληγορικός και αρχικώς δυσπρόσιτος φιλοσοφικός στοχασμός του Kierkegaard καθίσταται απλούς εάν καταστή αντιληπτή η εσωτερική αγωνία του διά τας απολύτους και αναλλοίωτους αξίας, διά την αιωνιότητα και την εναρμόνισιν προς το θείον και εάν κατανοηθή η σταθερώς αυξανομένη αντίθεσις του προς το πνεύμα της εκκοσμικεύσεως και της σχετικότητας1.

Η κατάθλιψις2, η οποία αποτελεί το κύριον συναισθηματικόν περίγραμμα της ζωής και του έργου του3, επενδύει τας σκέψεις του και πολλάκις εγκρύπτεται εντός του εξωτερικού περιγράμματος της ειρωνείας4 με την οποίαν περιβάλλει την τραγικότητα των ανθρωπίνων παθών5.

Από της παιδικής ήδη ηλικίας, η ανατροφή του Kierkegaard εντός της πατρικής του οικογενείας, εις την οποίαν εδέσποζεν ο μελαγχολικός και εν πολλοίς αντιφατικός, ως προς τας αρχάς και τα αξιολογικά συστήματα, χαρακτήρ του πατρός του6, καλυπτομένης αισθητώς της μητρικής παρουσίας, συνέβαλεν εις την δημιουργίαν ιδιάζοντος κλίματος εσωστρεφείας εντός του οποίου διήλθεν τα έτη της σχολικής και τα πλείστα των ετών της νεανικής του ζωής, εις τα οποία επραγματοποιήθησαν αι αξιολογικαί αναμοχλεύσεις και αι στοχαστικαί ζυμώσεις, εκ των οποίων διεμορφώθησαν αι φιλοσοφικαί θέσεις του.

Εις το φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι, ο Kierkegaard, αναζητεί το παράδοξον7, αυτό το οποίον δεν συντάσσεται με τα μέτρα της ανθρωπίνης λογικής, υπερβαίνων αυτήν και μη δυνάμενον να κατανοηθή υπ' αυτής8, εκτεινόμενον εντός των πλαισίων της ψυχικής πλαστικότητας και της ελευθερίας. Η σκέψις, καθ' εαυτήν, είναι άμετρος και δεν εντάσσεται εις τα γεωμετρικά πλαίσια της συστηματικότητας, εάν θέλη να διατηρήση την αυθεντικότητα της, ως εκ τούτου το παράδοξον αποτελεί όντως το ουσιώδες στοιχείον της αυθεντικότητας της φιλοσοφικής σκέψεως.

Η εναγώνιος εσωτερική του ζωή υπήρξεν μία κάθοδος και μία ανάβασις Επώδυνος κάθοδος εις τα έγκατα της ψυχής του συνοδευμένη από άμετρον θλίψιν και εν συνεχεία σταδιακή ανάβασις προς τον ουρανόν, μετά από την οριστικήν υποταγήν του εις το θέλημα του Θεού9. Ο Κύριος υπήρξεν το άπαν διά τον Kirkegaard, η ζωή του, το νόημα της υπάρξεως του, η αιωνιότης του, το απόλυτον. Πάντοτε, η απολυτότης της πίστεως εις τον Θεόν συνεκλόνιζεν την ψυχήν του. Τόν έθετεν αντιμέτωπον με την τρέχουσαν επί της εποχής του προσέγγισιν της αληθείας διά της λογικής10. Η άνοδος εκ του αισθητικού εις το ηθικόν και τελικώς εις το θρησκευτικόν στάδιον, εκφράζει την συνεχή προσπάθειαν υπερβάσεως του χοϊκού ανθρώπου, του ανθρώπου της θλίψεως και της φθοράς και της αναζητήσεως της οδού της υπαρξιακής αυτοτελείας, εν τω πλαισίω της διανοίξεως των ορίων του εγώ και της βαθείας συνειδητοποιήσεως των μεταφυσικών προεκτάσεων του Είναι. Η αναζήτησις του απολύτου, ως ουσιώδους νοήματος της ανθρωπίνης πορείας, εκφράζει την εναγώνιον προσπάθειαν φυγής του φιλοσόφου από τον ζυγόν της ψυχικής καθηλώσεως εις το σχετικόν και πεπερασμένον, προς τον διαυγή χώρον των αναλλοιώτων αξιών Και Της αληθείας, εντός του οποίου εκπληρώνονται αι υπαρξιακαί προσδοκίαι και πρυτανεύει η ομοιοστατική αρμονία του Είναι.

Αι φιλοσοφικαί θέσεις

Ο Soren Kierkegaard από τα πρώτα ήδη στάδια της φιλοσοφικής του πορείας αντετάχθη εις το πνεύμα του ορθολογισμού, το οποίον μετά τον Καρτέσιον υπεγραμμίζετο εκδήλως υπό του Hegel11. Η αντίληψις, ότι η ανθρωπίνη λογική είναι δυνατόν να προσεγγίση την αλήθειαν και ότι η αλήθεια και το απόλυτον είναι τόσον προσιτά εις την ανθρωπίνην σκέψιν, απερίπτετο και απεκρούετο υπό του Δανού φιλοσόφου, ο οποίος επίστευεν ότι ο άνθρωπος δεν είναι απλώς ο αντικειμενικός παρατηρητής της αληθείας, την οποίαν δύναται να βιώση διά της λογικής του, αλλά η ζώσα ύπαρξις, η οποία διά μέσου του υποκειμενικού αγώνας και της διηνεκούς προσπαθείας δύναται να βιώση υπαρξιακώς την αλήθειαν.

Διά τον Kierkegaard υπάρχει η ιστορική αλήθεια, η οποία πρέπει πάντοτε να υποβάλλεται εις κριτικήν ανάλυσιν και η φιλοσοφική αλήθεια, η οποία διαφέρει εν μέσω των φιλοσοφικών συστημάτων, αναλόγως προς τας αρχάς επί των οποίων εδράζεται. Υπεράνω όμως αυτών υφίσταται η αιώνιος αλήθεια, την οποίαν καλείται ο άνθρωπος ελευθέρως και αυτοβούλως να αναζητήση. Η παρατήρησις των εξωτερικών φαινομένων και η διείσδυσις εις την ερμηνείαν των ιστορικών γεγονότων στερείται ιδιαιτέρας αξίας12. O άνθρωπος κατά τον Kierkegaard πρέπει να διεισδύη εις τα βάθη της ιδικής του ψυχής και να αναζητά την ερμηνείαν των εσωτερικών γεγονότων και φαινομένων. Πρέπει να ζή επί τη βάσει των ιδικών του εσωτερικών διαφερόντων και να ακολουθή μετά πάθους την πορείαν των εσωτερικών αληθειών του.

Η αντικειμενική σκέψις και η αντικειμενική παρατήρησις μεταθέτουν το κέντρον βάρους της ανθρωπίνης υπάρξεως από την ψυχήν και την καρδίαν του εις την νόησιν. Δια της επικεντρώσεως δε αυτού εις την νόησιν και την διαλεκτικήν εφ' όλων των αντικειμένων του επιστητού, αποκτά ούτος την αίσθησιν της απολύτου συνειδητότητος, γεγονός το οποίον εγκλείει την τραγικότητα, δεδομένου ότι ο άνθρωπος στερείται κατά βάσιν της βαθείας και αληθούς συνειδητότητος, ακόμη και αυτής της ιδίας του υπάρξεως.

Η ανθρωπίνη συνείδησις κατά τον Kierkegaard δεν είναι το προϊόν των ιστορικών ή κοινωνικών συνθηκών, εντός των οποίων αναπτύσσεται το άτομον, αλλά δομείται επί τη βάσει των εσωτερικών επιλογών αυτού, διά τας οποίας το ίδιο, κατά κύριον λόγον, είναι υπεύθυνον.

Η εσωτερική εμπειρία της αγωνίας διά την αλήθειαν αποτελεί την κυρίαν οδόν, την οποίαν η ψυχή οφείλει να ακολουθήση διά την προσέγγισιν της αληθείας13. Η λογική θεώρησις και η αντικειμενική σκέψις είναι αδύνατον να διακρίνουν τας εσωτερικάς διαστάσεις της αληθείας και να καθορίσουν το περιεχόμενον αυτής14.

Εν αντιθέσει προς τον Hegel15 και τον Descartes, ο Kierkegaard απορρίπτει την έννοιαν του δυισμού εις τον άνθρωπον. Ανάμεσα εις το ανθρώπινον σώμα, το οποίον υπόκειται εις τας συνεπείας του χρόνου και εις την ψυχήν, η οποία υπέρκειται του χρόνου, υπάρχει το πνεύμα, το οποίον ενώνει συγχρόνως και τας δύο αυτάς υποστάσεις και τας εναρμονίζει εις κοινήν λειτουργικότητα16. Το σώμα και η ψυχή διά του πνεύματος αποκτούν την έννοιαν της ενότητας και της ενιαίας λειτουργικότητας, εν αντιθέσει προς την αγεφύρωτον διάστασιν την οποίαν έχουν αμφότερα ταύτα εις τον φιλοσοφικόν στοχασμόν του Descartes17. Η σύνθεσις αύτη της ψυχής μετά του σώματος αποτελούν το μυστήριον της ψυχοσωματικής ενότητας του ανθρώπου, η οποία υπογραμμίζεται σαφώς υπό του Kierkegaard18. Εν τούτοις εις την οργάνωσιν αυτής της συνθέσεως υφίσταται αναμφισβήτητος ιεραρχία. Τόσον από χρονολογικής όσον και από πνευματικής απόψεως, η ψυχή υπέρκειται του σώματος και το πνεύμα της ψυχής19.

Κατ' αναλογίαν προς τας απόψεις του Καντίου, o Kierkegaard τοποθετεί την ανθρωπίνην ύπαρξιν τόσον εντός του χρόνου, όσον και εκτός αυτού. Καθημερινώς ο άνθρωπος εκφράζει την λειτουργικότητα του εντός του χρόνου καθιστάμενος πολλάκις δέσμιος αυτού, ενώ συγχρόνως το πνεύμα του δύναται να λειτουργήση εκτός του χρόνου. Μεταξύ του καθωρισμένου και παροδικού, το οποίον εκτυλίσσεται εντός των πλαισίων του μεταβλητού χρόνου και του αιωνίου και αμεταβλήτου δύναται να κινηθή η ανθρωπίνη ύπαρξις διά του πνεύματος, το οποίον γεφυρώνει, τον μεταβλητόν χρόνον της προσωρινότητος με την αμετάβλητον διάστασιν του αιωνίου. Το τίμημα της αληθούς και αποκλειστικής αγάπης του αιωνίου εντός της προσωρινότητος του παρόντος χρόνου είναι ενίοτε ο διαχωρισμός του ανθρώπου από το περιβάλλον του και η απόρριψις του εκ του κόσμου20. Εν τούτοις η αγάπη του αιωνίου και η επιδίωξις των απολύτων και αιωνίων αξιών αποτελεί το ωραιότερον στοιχείον της ανθρωπίνης ζωής.

Η άρνησις του αιωνίου αποτελεί την άρνησιν του Είναι ή σαφέστερον την άρνησιν του αληθούς Είναι του ανθρώπου21.

Ο εις το ηθικόν στάδιον ευρισκόμενος στοχαστής προεκτείνει την υπόστασιν του εκ του πραγματικού προς το ιδεατόν, εκ της γής προς τον ουρανόν και συνδέει τους δύο πόλους της χρονικής εκφράσεως, ήτοι τον μεταβλητόν και πεπερασμένον χρόνον του αισθητιού κόσμου μετά του αχρόνου και αιωνίου στοιχείου του κόσμου των ιδεών. Η τραγικότης όμως του εν λόγω σταδίου συνίσταται εις την επιλογήν των αξιών και εις την χρονικήν ιεράρχησιν της επιλογής ταύτης, καθ' όσον δεν υφίστανται απόλυτα κριτήρια διά την επιλογήν των ηθικών αξιών και αύτη υπόκειται μόνον εις τον εσωτερικόν γνώμωνα του ατόμου, το οποίον ως "Τραγικός Ηρως" μάχεται διά να θέση μία προτεραιότητα επιλογής εν μέσω των αξιών, αναζητών την απολυτότητα εις μίαν εκάστην εξ αυτών.

Η πραγματικότης, την οποίαν ζή ο στοχαστής, είναι κατ' ουσίαν η πραγματικότης της ιδικής του υπάρξεως, εντός της οποίας και διά μέσου της οποίας ούτος λειτουργεί22. Ούτως η βάσις της ανθρωπίνης ηθικής είναι η πραγματικότης της υπάρξεως και της υποστάσεως ενός εκάστου, εντός της οποίας διαδραματίζεται ο αγών μεταξύ του χρόνου και της αιωνιότητας.

Ο στοχαστής κατά τον Kierkegaard, όπως και κατά τον Σωκράτην23,24, ζή αυτό το οποίον σκέπτεται και η ζωή και η ύπαρξις του ταυτίζονται με τον κόσμον των ιδεών, τας οποίας μελετά και αναλύει. Κινείται συνεχώς εκ του πραγματικού προς το ιδεατόν, χωρίς να αφίσταται του πραγματικού, αλλά επιδιώκων να εναρμονίση αυτό προς το ιδεατόν. Ούτως η έννοια του πραγματικού στερείται της στατικότητας, την οποίαν έχει υπό το βλέμμα του αντικειμενικού στοχαστού, αλλά αποκτά την δυνατότητα της αναβαθμίσεως του και της εναρμονίσεως του προς το ιδεατόν και αιώνιον.

Εις τον φιλοσοφικόν στοχασμόν του Kierkegaard25 υφίσταται σαφής διαφορά μεταξύ αυθεντικού κόσμου, ο οποίος είναι ο κόσμος της εσωτερικής πραγματικότητας του ανθρώπου, ήτοι ο κόσμος του έσω ανθρώπου, και του μη αυθεντικού κόσμου, o οποίος είναι ο εξωτερικός κόσμος, εντός του οποίου ο άνθρωπος χάνει την ταυτότητα και την αυθεντικότητα του. Εν αντιθέσει προς τον Σωκράτην, διά τον οποίον ο διάλογος απετέλει τον τρόπον της αληθούς επικοινωνίας μεταξύ του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου και του κοινωνικού χώρου και κατ' επέκτασιν την μέθοδον, διά της οποίας επιτυγχάνεται η εναρμόνισις των διεργασιών του έσω ανθρώπου με την κοινωνικήν πραγματικότητα, εντός της οποίας ούτος διαβιοί και λειτουργεί και πραγματοποιείται σταδιακώς η αρμονική συνύπαρξις αυτού μετά του πλησίον26, ο Kierkegaard αισθάνεται, ότι οι άνθρωποι είναι πολύ μακράν του υποκειμένου και ιδίως της εσωτερικής πραγματικότητας αυτού και ο διάλογος μετ' αυτών απομακρύνει από την αυθεντικότητα της εσωτερικής ζωής27.

Η εσωτερική ζωή του ανθρώπου είναι γνωστή μόνον εις τον Θεόν. Ο άνθρωπος διά μέσου της εσωτερικής προσπαθείας θα πρέπη εναγωνίως να διακρίνη τα στοιχεία τα συγκροτούντα την εσωτερικήν του ζωήν και να "μεταμορφώση" αυτήν αναβαθμίζων αυτήν διά της αγάπης του Θεού και της συνεχούς προσευχής28.

Ο στοχαστής και ιδίως ο υποκειμενικός στοχαστής προσπαθεί εκ παραλλήλου να γεφυρώση τας υποκειμενικάς σκέψεις του με τον κόσμον των απολύτων αξιών και τον κόσμον της παγκοσμιότητας και του αιωνίου. Λόγω της προσπαθείας αυτής της εναρμονίσεως του υποκειμενικού προς το αιώνιον θα υφίσταται πάντοτε το πρόβλημα της επιλογής. Ούτως η έννοια της ηθικής επιλογής εκφραζομένη διά του "είτε...είτε" αποτελεί συνεχές πρόβλημα και συνεχή αγωνίαν,29 διά τον στοχαστήν, ο οποίος προσπαθεί να θέση τας σκέψεις του υπό το φως του αιωνίου και της πραγματικότητος30.

Τα βιώματα της ψυχής

Εις το έργον του ο Kierkegaard αναλύει εν εκτάσει τα βιώματα της ανθρωπίνης ψυχής, τας βαθείας εσωτερικάς εμπειρίας, αι οποίαι ασκούν καθοριστικόν ρόλον επί της λειτουργικότητας αυτής και επί της διαμορφώσεως τόσον της εσωτερικής ζωής όσον και της κοινωνικής συμπεριφοράς του ατόμου. Συναισθήματα, τα οποία εισέρχονται ισχυρώς εντός του συνειδητού χώρου του ανθρώπου επηρεάζοντα την εσωτερικήν του ομοιόστασιν31, εναλλάσονται μετά σταθερών ή σταθερώς επαναλαμβανομένων βιωμάτων, τα οποία ασκούν ουσιαστικήν επίδρασιν επί της ψυχικής πορείας.

Βαθύς γνώστης του εαυτού του ο Kierkegaard προέβαλεν εις τα έργα του πληθώρα ψυχικών βιωμάτων, υπό των οποίων ο ίδιος διακατείχετο και πολλάκις ηγωνίζετο διά την αντιρρόπησιν των 32. Εν μέσω παραλληλισμών και αλληγορικών περιγραφών φέρει εις το φως τα ευρήματα του εκ της βαθείας ανατομικής διεισδύσεως εις τον δαιδαλώδη και δυσπροσπέλαστον χώρον της ανθρωπίνης ψυχής, τα οποία υποβάλλει εις κριτικήν ανάλυσιν, προσπαθών να ανεύρη τα βαθύτερα και ουσιωδέστερα κίνητρα διά την διαμόρφωσιν του συναισθηματικού υποβάθρου και του βιωματικού περιεχομένου της ψυχής, αμφότερα των οποίων διαδραματίζουν ουσιώδη ρόλον εις τον καθορισμόν του υπαρξιακού περιγράμματος αυτής. Ο Kierkegaard αναγνωρίζει, ότι έκαστον των βιωμάτων έχει έν εσωτερικόν αίτιον. Δεν είναι αι εξωτερικαί συνθήκαι αυταί αι οποίαι καθορίζουν τα βιώματα της ψυχής και διαμορφώνουν τον συναισθηματικόν τόνον αυτής. Είναι το ίδιο το άτομον, ως υποκειμενικός στοχαστής, το οποίον διά μέσου συνθέτων διεργασιών επιλέγει τα αξιολογικά του συστήματα, διαμορφώνει τον χαρακτήρα των εσωτερικών βιωμάτων του και καθορίζει το λειτουργικόν περίγραμμα της προσωπικότητας του33.

Η απελπισία

Η απελπισία, "η ασθένεια προς θάνατον"34 αποτελεί στοιχείον της ζωής του ανθρώπου, κορυφουμένη όταν αυτός αγωνιά να γνωρίση τον εαυτόν του αλλά και ακόμη όταν προσπαθεί να αγνοήση τον εαυτόν του35. Είναι μία ασυμφωνία εντός μίας αυτοαναφερομένης συνθέσεως. Κορυφουμένης δε της ασυμφωνίας κορυφούται και το αίσθημα της απελπισίας. Η απελπισία επιδιώκει την αυτοανάλωσιν του ατόμου, αλλά αδυνατεί να την επιτύχη. Το μαρτύριον του εν απελπισία διατελούντος ατόμου είναι ότι η απελπισία δεν υφίεται διά της αυτοαναλώσεως αλλά διαιωνίζεται, αναζητώσα συνεχώς αίτια επανατροφοδοτήσεως αυτής.

Η απελπισία δεν συνδέεται μετά του θανάτου. Παρά το γεγονός ότι είναι "ασθένεια προς θάνατον", ενώ εισάγει την αναμονήν του θανάτου, εν τούτοις ούτος δεν αποτελεί το τέλος της ασθενείας, δεδομένου ότι το τραγικόν στοιχείον της απελπισίας συνίσταται εις την αδυναμίαν του θνήσκειν 36.

Η απελπισία αποτελεί έν εκ των ουσιωδών βιωμάτων του Εγώ, το οποίον αποτελεί μία συνειδητήν και αυτοαναφερομένην σύνθεσιν του απείρου και του περατού. Εν αντιθέσει η απελπισία διά την μη επίτευξιν του επιδιωκομένου περατού και προσωρινού συνεπάγεται την απώλειαν του απείρου. Ως εκ τούτου η απελπισία προκύπτει πολλάκις από την προσπάθειαν μείζονος προσεγγίσεως του απείρου και απωλείας του περατού και πλασματικού. Η απελπισία εις το νέον άτομον οφείλεται πολλάκις εις την προσπάθειαν του να βιώση το μέλλον ως παρόν, προβάλλων το παρόν εντός του μέλλοντος, εν αντιθέσει η απελπισία ενός ενήλικος οφείλεται εις την προσπάθειαν του να βιώση το παρόν ως παρελθόν, προβάλλον το παρελθόν εντός του παρόντος. Αμφότεραι όμως αι ανωτέρω καταστάσεις εκφράζουν την δέσμευσιν του ατόμου εντός των πεπερασμένων διαστάσεων του χρόνου, αι οποίαι επανακυκλώνονται και επαναπροβάλλονται εις το συνειδησιακόν του πεδίον, χωρίς να διανοίγωνται προς το άπειρον και αιώνιον.

Η απελπισία από την καθήλωσιν του ατόμου εις τα εγκόσμια είναι έν απλούν πάθος. Η διαλεκτική αυτής της απελπισίας είναι η αναπτυσσομένη μεταξύ των εννοιών του ευχαρίστου και του δυσαρέστου, είναι η απελπισία της αμεσότητας, της μη επιτεύξεως της αμέσου επιθυμίας, της απωλείας ενός εγκοσμίου αγαθού, η διάστασις του οποίου είναι σχετική και η αξία πεπερασμένη. Ακόμη και η εκπλήρωσις της επιθυμίας, παρά το γεγονός ότι προκαλεί σχετικήν ύφεσιν του αισθήματος της απελπισίας, εν τούτοις κατ' ουσίαν ενισχύει αυτό, δεδομένου ότι η μία επιθυμία διαδέχεται την άλλην και εκάστη εκπλήρωσις ενΙσχύει την απελπισίαν από την παραμονήν των ετέρων ανεκπληρώτων επιθυμιών. Η απελπισία αύτη ταυτίζεται με την άρνησιν του πνευματικού χαρακτήρας της ανθρωπίνης υπάρξεως.

Η αναγνώρισις του αιωνίου και η εστίασις εις το πνευματικόν στοιχείον του ανθρωπίνου Είναι συνεπάγεται ρήξιν μετά της αμεσότητας και στροφήν προς την οδόν της εσωτερικότητας. Εις το βάθος όμως, εξεταζομένη η απελπισία της αμεσότητας διαπιστούται, ότι αύτη οφείλεται εις την άρνησιν του αιωνίου ή εις την κεκαλυμένην αίσθησιν του αιωνίου εις το βάθος της ανθρωπίνης ψυχής. Η συνειδητοποίησις του αιωνίου συνεπάγεται την βαθείαν επιθυμίαν συνειδητοποιήσεως του "αιωνίου Εγώ" του ατόμου, εκ της οποίας απορρέει η απελπισία της ανευρέσεως του Εγώ και της ταυτοποιήσεως του ατόμου προς το ίδιον Εγώ του. Η απελπισία αύτη συνίσταται εις την δυσχέρειαν του καθορισμού των διαστάσεων εκείνου του Εγώ, το οποίον επιθυμεί το άτομον να διαμορφώση διά να ανεύρη το ομοιοστατικόν ισοζύγιον του.

Ενίοτε το Εγώ, εις την εναγώνιον προσπάθειαν να γίνη ο εαυτός του, καταλήγει εις το εκ διαμέτρου αντίθετον σημείον, απομακρυνόμενον όλον και περισσότερον εκ του εαυτού του , γεγονός το οποίον ενισχύει την απελπισίαν του ατόμου, το οποίον εντείνει τας προσπαθείας αυτοδιαμορφώσεως, και υποφέρει απελπιζόμενον από την αδυναμίαν ανευρέσεως της ταυτότητας του.

Εκ παραλλήλου, η απελπισία είναι απότοκος της στερήσεως του Εγώ εκ των δυνατοτήτων του και της υφισταμένης ασυμφωνίας μεταξύ αναγκαιοτήτων και δυνατοτήτων του Εγώ. Αντί ο άνθρωπος να φέρη την δυνατότητα εντός του χώρου της αναγκαιότητας, περιπλανάται εις την αναζήτησιν των δυνατοτήτων του και χάνει την ατραπό του εαυτού του37. Ο αιτιοκράτης και ο μοιρολάτρης απελπίζονται πάντοτε και χάνουν την πορείαν των, διότι θεωρούν τα πάντα ως αναγκαία.

Η απελπισία εκφράζει καθήλωσιν εις το Εγώ, του οποίου σκοπός και μέτρον είναι ο άνθρωπος. Το εν λόγω Εγώ είναι έν γήινον και ανθρωπιστικόν Εγώ καθηλωμένον εις την προσωρινότητα, και την ανθρωπίνην συμβατικότητα38. Η απελπισία αύτη ταυτίζεται προς την απελπισίαν της δουλείας, δεδομένου ότι o άνθρωπος υποδουλώνει εαυτόν εις το ανθρώπινον και χοϊκόν Εγώ, εις το οποίον προσδίδει ιδιαιτέραν αξίαν και κύρος, καθιστών αυτό μέτρον και σημείον αναφοράς όλων των επιδιώξεων του.

Η απελπισία είναι βαρύτερον και πλέον συγκεκριμένον βίωμα από την αμφιβολίαν. Εκφράζεται δι' όλης της προσωπικότητας του ατόμου, ενώ η αμφιβολία εκφράζεται μόνον διά της σκέψεως. Η αμφιβολία εκφράζει την αδυναμίαν αποδοχής των ιδεών ή των προσώπων, λόγω του φόβου της ατελείας και της προσωρινότητος.

Η απελπισία επαυξάνεται με την συνείδησιν του Εγώ. Οσον ανυψούται το Εγώ και απελευθερώνεται από τα ανθρώπινα μέτρα τόσον περισσότερον υφίεται η απελπισία εις την ψυχήν του ατόμου. Μόνον όταν το Εγώ, ως επί μέρους και συγκεκριμένη υπόστασις αποκτήσει συνείδησιν, ότι ευρίσκεται ενώπιον του Θεού, τότε μόνον αντιλαμβάνεται την έννοιαν του απείρου και αποσπάται εκ της προσωρινότητος και της αμεσότητας.

Εν τούτοις, η απελπισία προκύπτει και από την αφύπνισιν του εαυτού μας, από την συνειδητοποίησιν του Εγώ μας, το οποίον μετέχει του αιωνίου. O πιστός κατέχει το αναμφισβητήτως αιωνίως αλάνθαστον αντίδοτον της απελπισίας. Η υγεία της πίστεως είναι η δύναμις, η οποία αίρει άλας τα εσωτερικάς αντιφάσεις του ατόμου εκ των οποίων εκπηγάζει η απελπισία39. Ο Θεός δύναται τα πάντα, ανά πάσαν στιγμήν. Εκείνος αποτελεί την μόνην λυτρωτικήν δύναμιν εκ της απελπισίας. Διά του Kuρίou, η απελπισία δεν είναι πλέον "η ασθένεια προς θάνατον" αλλά διά του "ευγενούς σθένους", αγνώστου εις τον φυσικόν άνθρωπον, αντιμετωπίζονται όλαι αι εσωτερικαί και εξωτερικαί αιτίαι, αι οποίαι καλλιεργούν και τροφοδοτούν την απελπισίαν, με αποτέλεσμα να δύναται ο άνθρωπος να βιώση την χαράν της αναστάσεως.

Η απελπισία εκφράζει όλην την αδυναμίαν αποδοχής του απολύτου40. Αντιθέτως, έν Εγώ φερόμενον

πρό του Κυρίου, ανυψούται και ενδυναμούται, λόγω της τεραστίας αξίας την οποίαν προσλαμβάνει, εκ του γεγονότος ότι ο Θεός εδέχθη να ενανθρωπισθή, να υποφέρη και να υποστή τον σταυρικόν θάνατον41 διά την σωτηρίαν του ανθρώπου42. Ποιοτικώς έν Εγώ είναι ό,τι το μέτρον του. Εάν το μέτρον της ανθρωπίνης υποστάσεως είναι ο Κύριος43, τότε το Εγώ του ατόμου ανυψούται εις την αιωνιότητα και παρ' όλην την απελπισίαν και την αγωνίαν ο άνθρωπος χαίρει της αισθήσεως της ελευθερίας του44.

Η ελευθερία

Η ελευθερία αποτελεί έν κεντρικόν σημείον αναφοράς εις την φιλοσοφίαν του Kierkeggard45. O άνθρωπος είναι ελεύθερος και υπεύθυνος διά την επιλογήν της ψυχικής του πορείας, του εν γένει τρόπου της ζωής και των ενεργειών του. Η ύπαρξις και η ελευθερία δεν είναι δυνατόν να διαχωρισθούν, καθ' όσον αποτελούν ταυτοσήμους εννοίας. O άνθρωπος δεν υπάρχει πρώτον και εν συνεχεία καθίσταται ελεύθερος. Διά να είναι άνθρωπος, εξ ορισμού πρέπει να είναι εξ αρχής ελεύθερος46.

Η έννοια του ανθρωπίνου Είναι και κατ' επέκτασιν της ανθρωπίνης υπάρξεως, διαφοροποιείται ελευθέρως επί εκάστου ανθρώπου κατά ιδιαιτέρως εξατομικευμένον τρόπον και το άτομον καλείται να αποκτήση την αναισθησίαν της ιδικής του υπάρξεως και την ευθύνην των βαθυτέρων ψυχικών διεργασιών και συναισθημάτων του47.

Η ελευθερία είναι η πηγή της αυτοδυναμίας και ως εκ τούτου καθίσταται αύτη η δύναμις, διά της οποίας απελευθερώνονται όλαι αι εσωτερικαί πολύτιμοι δυνάμεις της ψυχής48.

Η έννοια της ελευθερίας του ανθρώπου είναι ευρυτέρα της εννοίας της ελευθέρας βουλήσεως αυτού (liberum arbitrium). Η ελευθερία δεν σταματά εις την επιλογήν του αγαθού ή του κακού. Εάν εξαντλήτο εις την επιλογήν των δύο αυτών εννοιών, τότε τα όρια της θα ήσαν πεπερασμένα, όπως πεπερασμένα θα καθίσταντο και τα αίτια του αγαθού και του κακού. Εκ παραλλήλου το αγαθόν και το κακόν δεν υφίστανται εκτός ελευθερίας, δεδομένου ότι αποκτούν υπόστασιν και δύνανται να διαφοροποιηθούν μόνον επί τη βάσει της ελευθερίας49.

Εν τούτοις, ο Kierkegaard δίδει μεγάλην βαρύτητα εις την αξίαν της επιλογής και εις την προσωπικότητα του επιλέγοντας (den Enkelte), ο οποίος ελευθέρως επιλέγει την αγάπην και την πίστιν εις τον Θεόν και διά μέσου της πίστεως εις τον Θεόν επιλέγει την ανεύρεσιν του πραγματικού εαυτού του. Διά μέσου της οδού προς τον Κύριον, ο άνθρωπος θα ανεύρη το αιώνιον Είναι του. Η ελευθερία και η ενθουσιώδης βούλησις του επιλέγοντας αποτελεί την μόνην δυνατήν, αλλά και την μόνην εύλογον οδόν προς τον Κύριον και προς την ανεύρεσιν του αληθούς Είναι του ανθρωπίνου προσώπου. Εάν η ελευθερία της βουλήσεως δεν επιλέξη την οδόν του ουρανού, τότε καθίσταται έν εγωϊστικόν βίωμα, το οποίον οδηγεί εις την απώλειαν της αληθούς ελευθερίας.

Η ελευθερία είναι απέραντος και εξ ορισμού ανάριος. Μόνον η καθήλωσις εις την αμαρτίαν οριοθετεί την διάστασιν της ελευθερίας και καθιστά κατιούσαν την γραμμικήν πορείαν αυτής εις την ανθρωπίνην ύπαρξιν50.

Η προσωρινότης της χαράς

Ενώ η αγωνία51 και η απελπισία αποτελούν τους σταθερούς συντρόφους του σκεπτομένου ανθρώπου, η χαρά, εξαιρουμένης της χαράς, η οποία απορρέει από την αγάπην του Θεού, αποτελεί παροδικόν και ασταθές φαινόμενον52. Είναι όπως η ζωή των εφημέρων εντόμων, τα οποία όταν φθάσουν εις την πλήρη μεταμόρφωσιν των εις ψυχάς υπόκεινται αυθημερόν εις τον θάνατον53
Ο Kierkegaard, καθ' όλην την ζωήν του, είχεν την αίσθησιν της προσωρινότητος της χαράς. Ούτε η ανθρωπίνη σοφία και η ποίησις54, ούτε η γνώσις, την οποίαν μετά τοσαύτης επιθυμίας επεδίωκεν ήσαν εις θέσιν να χαροποιήσουν κατά τρόπον βαθύτερον και ουσιαστικότερον την ψυχήν του. Εις το ημερολόγιον του ανέγραφεν εις στιγμάς εσωτερικού διαλόγου: "Εγεύθην τους καρπούς από το δένδρού της γνώσεως κατ' επανάληψιν. Εχαιρόμην την στιγμήν της γνώσεως, αλλά αυτό ήτο όλον, κανένα ίχνος χαράς δεν έμενεν μετά. Φαίνεται ότι κρατών το ποτήριον της σοφίας δεν πίνω αλλά πνίγομαι εντός αυτού. Ματαίως προσπαθώ να ανεύρω έν αγκυροβόλιού, ουχί μέσα εις τα βάθη του ωκεανού της γνώσεως, αλλά εις τον αχανή βυθόν της χαράς. 'Εχω γνωρίσει απλώς μόνον μίαν μη αυθεντικήν έννοιαν ενθουσιασμού, η οποία εν τούτοις μου έδωσεν κίνητρα διά να εργάζωμαι και να προσφέρω... Θα πρέπη τώρα να ίδω με γαλήνην εντός εμού και να ενεργήσω με βαθείαν συνειδητότητα και επαγρύπνησιν επί του εαυτού μου.' 'Οπως το παιδίον μόνον μετά την πρώτην συνειδητήν του ενέργειαν δύναται να είπη "εγώ", ούτω και εγώ μόνον υπό την ιδίαν έννοιαν θα δυνηθώ να αποκαλέσω τον εαυτόν μου "Εγώ", υπό την βαθείαν αίσθησιν του όρου αυτού"55.

Μέσα εις τα πλαίσια της καταθλιπτικής διαθέσεως του ο Kierkegaard προσεπάθη να καλύψη το εσωτερικόν του άλγος διά της αποδοχής ενός σχήματος καινωνικής συμπεριφοράς, το οποίον εξωτερικώς παρείχεν την εντύπωσιν της χαράς και της γαλήνης, εν τούτοις άφηνεν αναπαντήτους τας προσδοκίας της αληθούς χαράς56. Μετά από εναγωνίους προσπαθείας και επερχομένης της πνευματικής του ωριμάνσεως κατέληξεν εις το συμπέρασμα, ότι η μόνη χαρά, η οποία δύναται να ανθέξη εις τον χρόνον είναι η απορρέουσα από την αγάπην και την λατρείαν του Θεού. Παρ' όλην την προσωρινότητα του ανθρώπου, παρ' όλην την ελαχίστην διάστασιν του παρόντος, παρ' όλην την συνεχή μεταβλητότητα των πάντων, η χαρά από την λατρείαν του Θεού, η οποία υπάρχει σήμερον θα υπάρχη και αύριον, όταν τα πουλιά θα αποθάνουν και τα κρίνα57 θα μαραθούν και αυτή η αγάπη θα υπερβή την φθοράν και την μεταβλητότητα58.

Η καθαρότης της καρδίας

Η καθαρότης της καρδίας αποτελεί την βασικήν προϋπόθεσιν διά την κατανόησιν της ωραιότητας του Χριστιανικού βιώματος και τον πρωταρχικόν σκοπόν της πνευματικής ζωής. Μόνον διά της καθαρότητας της καρδίας είναι δυνατόν να βιωθή η χαρά, η οποία απορρέει από την υποταγήν του θελήματος του ανθρώπου εις το θέλημα του Θεού. Διά της καθαρότητας της καρδίας, ο άνθρωπος οδηγείται εις την απόρριψιν όλων των γηίνων και επιθυμεί απολύτως να ανήκη εις τον Κύριον, να ζη και να έχη τον Κύριον ως το κέντρον της υπάρξεως του. Παρά το γεγονός ότι η φύσις του ανθρώπου είναι σύνθετος εν τούτοις, θα πρέπη να αγωνισθή διά την καθαρότητα της καρδίας του, διά της οποίας μόνον είναι δυνατόν να αναζητήση και να ζήση την αμετάβλητον αιωνιότητα.

Η μετάνοια δύναται να επαναφέρη την καθαρότητα της καρδίας, καθ' όσον δι' αυτής ο άνθρωπος απορρίπτει το παρελθόν του και ευθυγραμμίζει το παρόν και το μέλλον του προς το θέλημα του Θεού. Διά της καθαρότητας της καρδίας όλη η βούλησις του ανθρώπου συνοψίζεται εις μίαν θέλησιν, εις την θέλησιν του θελήματος του Θεού, το οποίον αποτελεί τον τελικόν στόχον όλων των επιδιώξεων και αναζητήσεων αυτού59.

Διά της καθαρότητας της καρδίας, εκ παραλλήλου, ο άνθρωπος δύναται να κατανοήση το αιώνιον, το οποίον εγκρύπτει εντός της ψυχής του και να αναζητήση το αιώνιον εις έκαστον στοιχείον της πνευματικής πορείας του60.

'Οταν ο άνθρωπος δεν αγαπά το αιώνιον και το απόλυτον αγαθόν, δεν αγαπά κατ' ουσίαν τίποτε. Μακράν του αιωνίου και του απολύτου η ζωή καθίσται μία ψευδαισθησία και η αξία της εκμηδενίζεται. Μόνον διά της καθαρότητας της καρδίας και της εστιάσεως της ψυχής εις το απόλυτον αγαθόν ο άνθρωπος καθίσταται ικανός να αντιληφθή την ωραιότητα της υπάρξεως του61. Μόνον διά της καθαρότητας της καρδίας ο άνθρωπος δύναται να βιώση το θέλημα του Θεού, να κατανοήση την ωραιότητα του θελήματος του Θεού, να έλθη εις αληθή κοινωνίαν μετά του Θεού και εις ενότητα με όλην την ανθρωπότητα62.

Ο εσωτερικός διχασμός αποτελεί συνέπειαν της ελλείψεως της καθαρότητας της καρδιάς. Μόνον η απλή και καθαρά καρδία δύναται να διατηρήση την εσωτερικήν της ενότητα και να ακολουθήση έν θέλημα και μίαν σκέψιν, την σκέψιν του αγαθού. Δια της καθαρότητας της καρδίας ο άνθρωπος διατηρεί την αγάπην του Θεού εντός αυτού αμετάβλητον και η θέλησις του στρέφεται μετά απολυτότητας προς τον Κύριον, ο οποίος αποτελεί το μόνον νόημα της υπάρξεως του63. Ο ουρανός είναι Ουρανός μόνον δι' εκείνον ο οποίος αγαπά βαθέως και επιθυμεί τον Κύριον του ουρανού, ο οποίος αποτελεί την αιώνιον και τη απόλυτον Αλήθειαν.

Αι έτεραι επιθυμίαι του ανθρώπου χαρακτηρίζονται από την προσωρινότητα των. Οσον εξευγενίζον

ται αύται τόσον τείνουν να προσεγγίσουν την αιωνιότητα64. 'Οταν αι επιθυμίαι του ανθρώπου αναφέρονται εις το αισθητικόν στάδιον στερούνται δυνατότητας επιλογής, όταν αίρονται εκ του αισθητικού σταδίου και εισάγονται αξιολογικά κριτήρια, τότε η δυνατότης επιλογής, η οποία είναι τόσον ορθοτέρα όσον υψηλοτέρα είναι η στάθμη των αξιολογικών κριτηρίων65.

Η αμαρτία

Η αμαρτία αποτελεί ουσιώδες αίτιον αλλοιώσεως του ανθρωπίνου Είναι. Η πρώτη ήδη αμαρτία εισάγει το άτομον εις τον χώρον της αλλοτριώσεως. Η πρώτη αμαρτία και η ποιότης της πρώτης αμαρτίας είναι καθοριστικής βαρύτητας διά την περαιτέρω ψυχικήν πορείαν του ατόμου66.

Ο Kierkegaard αισθάνεται ότι το προπατορικόν αμάρτημα, η πρώτη αμαρτία εκάστου ατόμου, η οποία έχει ως εκ τούτου την βαρύτητα του προπατορικού αμαρτήματος 67. 'Οπως διά της πρώτης αμαρτίας εισήλθεν η αμαρτία εις τον κόσμον, ούτω και διά της αμαρτίας εκάστου ατόμου εισέρχεται η αμαρτία εις τον κόσμον της ψυχής αυτού και επέρχεται απώλεια της αθωότητος και της εσωτερικής καθαρότητας. Εκάστη νέα αμαρτία ενισχύει και ανανεώνει την αμαρτωλότητα του ανθρώπου, Εκάστη νέα αμαρτία, η οποία δεν ακολουθείται υπό της μετανοίας έχει την βαρύτητα της πρώτης αμαρτίας 68.

Την αμαρτίαν, ως τον κύριον πρόξενον της θλίψεως την αντιμετώπισεν από της παιδικής του ηλικίας ο Kierkegaard εις την προσωπικότητα του πατρός του, ο οποίος διά του ιδιαιτέρως αυστηρού και εν πολλοίς αντιφατικού χαρακτήρας του και των φιλοσοφικών προβληματισμών του διαμόρφωσεν έν ιδιάζον καινωνικόν περίγραμμα, εντός του οποίου ανεπτύχθη

ο Soren69. Ενωρίς αντελήφθη, ότι η αμαρτία οδηγεί ουχί μόνον εις την καθήλωσιν και την αδυναμίαν αποδοχής πνευματικών αξιών, αλλά και εις την απέκδυσιν των ήδη υπαρχουσών αξιών, με αποτέλεσμα εκάστη αμαρτία να οδηγή εις παλινδρόμησιν και περαιτέρω αλλοίωσιν του όλου περιγράμματος της προσωπικότητος του ατόμου, επιφέρουσα εσωτερικήν διάσπασιν και αντίφασιν. Εκ παραλλήλου δε εκάστη αμαρτία καθίσταται πρόξενος ενοχής και αδυναμίας επικαινωνίας του ανθρώπου μετά του Θεού70.

Η αμαρτία κατά τον Kierkegaard δεν είναι άρνησις, ως η άρνησις της αρετής αλλά αποτελεί θέσιν, αποτελεί βουλητικήν τοποθέτησιν του ανθρώπου71, δεν είναι η έλλειψις του αγαθού αλλά είναι η βουλητική απόρριψις του αγαθού. Η αμαρτία είναι μία θέσις ζωής, η οποία αντιτίθεται προς το θέλημα του Θεού. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να μη αμαρτήση και ελεύθερος να αμαρτήση. Η πτώσις εις την αμαρτίαν δεν είναι προδιαγεγραμμένη διά τον άνθρωπον, αλλά είναι αποτέλεσμα την ιδικής του επιλογής. Αναμφισβητήτως η αμαρτία δεν είναι η επιλογή του κακού, δεδομένου ότι το κακόν καθ' εαυτό δεν έχει υπόστασιν ουδέ δύναται να υπάρξη ανεξαρτήτως του αγαθού. Η αμαρτία είναι η επιλογή της οδού, η οποία αντιτίθεται εις το θέλημα του Θεού, της οδού η οποία απομακρύνει εκ του Ουρανού, καθ' όσον ο ουρανός είναι Ουρανός μόνον δι' εκείνον, ο οποίος αγαπά τον Θεόν του Ουρανού και υποτάσσει το θέλημα του εις το θέλημα Εκείνου72.

Η ανθρωπίνη υπόστασις είναι αγαθή και μόνον διά της αμαρτίας αποκτά την αμαρτωλότητα. Διά της αμαρτίας αλλοιώνεται ο αρχέτυπος αγαθός χαρακτήρ αυτής και εισέρχεται εντός της ψυχής ο φόβος, ο θυμός και η αλλοτρίωσις της εσωτερικής απλότητος73.

Η αποφυγή της αμαρτίας είναι το ίδιον εφικτή όπως και η πτώσις εις αυτήν. Η αμαρτία όμως δεσμεύει την ανθρωπίνην ελευθερίαν, αλλοιώνει τον ποιοτικόν χαρακτήρα αυτής και γεννά το άγχος της δουλείας, την απόγνωσιν, την απελπισίαν. Το άγχος εκ της αμαρτίας είναι δυνατόν να αποβή σωτήριον δια την ανθρωπίνην ύπαρξιν, μόνον εάν αυτό οδηγήση

το άτομον εις την επιστροφήν του εις τον Θεόν, εάν καταστή κίνητρον μετανοίας και αυτοσυντριβής, διά μέσου της οποίας θα καθορισθή η οδός της αποκαταστάσεως της προγενεστέρας επικοινωνίας του μετά του Θεού74. Αντιθέτως εάν το άγχος σταματά μόνον εις την καθήλωσιν εις την σκέψιν της αμαρτίας και εις την αίσθησιν της αμαρτωλότητος του ατόμου, τότε συνθλίβει ψυχικώς αυτό και το οδηγεί εις την απόγνωσιν και την εκμηδένισιν. Οσον το άγχος εκ της αμαρτίας δύναται να έχη λυτρωτικόν χαρακτήρα διά τον άνθρωπον, τόσον ο φόβος διά την τιμωρίαν του Θεού, είναι στεγνός, χωρίς εσωτερικότητα75.

Η αμαρτία κατά τον Kierkegaard δεν αποτελεί την εκ διαμέτρου αντίθετον έννοιαν της αρετής, ως θα εθεωρείτο υπό την φιλοσοφικήν έποψιν, δεν αποτελεί παράβασιν ηθικών εντολών, όπως θα επίστευαν ο φιλόσοσφος και ο ηθικιστής, δεν αποτελεί άρνησιν ανθρωπίνων διατάξεων δεν είναι καρπός της αγνοίας κατά τον σωκρατικόν ορισμόν76, αλλά αποτελεί αύτη την αντίθετον έννοιαν της πίστεως77,78.

Δια τον Kierkegaard η έννοια της πίστεως συνεδέεται κατά απόλυτον τρόπον προς την πίστιν εις τον Θεόν. Πέραν της πίστεως εις τον Θεόν, η πίστις στερείται υποστάσεως. Διά της πίστεως εις την Θεανδρικήν μορφήν του Κυρίου, η οπτική γωνία θεωρήσεως όλων των εννοιών διευρύνεται και η οπτική εμβέλεια της κατανοήσεως αυτών οξύνεται. Παρά δε το γεγονός, ότι η πίστις διά την λογικήν θεώρησιν, φαίνεται τυφλή, εν τούτοις διά της πίστεως η πνευματική ισχύς θεωρήσεως των πάντων προσλαμβάνει μίαν πρωτοφανώς ευρείαν διάστασιν79. Πρέπει να υπάρχη η πίστις και η εκ Θεού αποκάλυψις διά να διαλάμψη η φύσις της αμαρτίας και να καταστή αντιληπτόν το μέγεθος αυτής. Εφ' όσον η αμαρτία αντιτίθεται προς την πίστιν εύλογον είναι να αντιτίθεται και προς το θέλημα του Θεού, καθ' όσον μόνον διά της πίστεως καθίσταται αποδεκτόν και βιούται το θέλημα του Θεού. Ο Κύριος είναι ο Διδάσκαλος και πάσα απόκλισις εκ της διδασκαλίας του αποτελεί αμαρτίαν, καρπός της οποίας είναι η ενοχή80.

Η αμαρτία εκτυλίσσεται εις μίαν αλληλουχίαν σκέψεων και ενεργειών, των οποίων ο θετικός χαρακτήρ βαίνει διαρκώς αυξανόμενος81. Ο Θεός έρχεται εις τον κόσμον διά τον άνθρωπον. Γεννάται, υποφέρει και θυσιάζεται διά τον άνθρωπον. Ο Θεός της οδύνης προκαλεί, σχεδόν ικετεύει να δεχθή την βοήθειαν, την οποίαν του προσφέρει και να ακολουθήση την οδόν του, η οποία οδηγεί εις την λύτρωσιν και την αιωνιότητα. Στενόκαρδος ο φυσικός άνθρωπος δεν δύναται να δεχθή το υπέρογκον, το οποίον του προσφέρει ο Θεός και ακολουθή το ιδικόν του θέλημα, το οποίον κατά τρόπον σκανδαλώδη απορρίπτει το υπέρογκον της Αγάπης και της Θυσίας του Θεού. Η αμαρτία αυτοενισχύεται. Εκάστη αμαρτία ενισχύει την αμαρτωλότητα του ανθρώπου και τον καθιστά επιρρεπέστερον διά την επομένην αμαρτίαν, καθ' όσον εκάστη αμαρτία επιφέρει μείζονα ψυχικήν αδυναμίαν και εκ παραλλήλου σκληρύνει την ανθρωπίνην καρδίαν και την απευαισθητοποιεί εις την αντίληψιν της αμαρτίας. 'Οταν η αμαρτία εξελιχθή εις κατάστασιν, τότε αποτελεί πλέον μίαν ισχυράν εσωτερικήν δύναμιν, η οποία ωθεί το άτομον εις την συνειδητήν αμαρτίαν82. Ως εκ τούτου η ενοχή εκ του αμαρτήματος δεν δύναται να παραλληλισθή προς την ενοχήν εκ της αγνοίας, κατά την σωκρατικήν άποψιν.

Αύτη είναι σαφώς μεγαλυτέρα, διότι δεν είναι απότοκος ελλείψεως γνώσεως, διά την οποίαν το άτομον δεν έχει πάντοτε απόλυτον ευθύνην83, αλλά αποτελεί εκουσίαν θέσιν αντίθετον προς το θέλημα του Θεού και προς την αποκαλυφθείσαν αλήθειαν.

Η αμαρτία είναι θέσις αντίθετος προς την πίστην. Ο άνθρωπος κατά τον Kierkegaard έχει την δυνατότητα της πίστεως εντός αυτού84. Εκ της βουλήσεως του εξαρτάται η δυνατότης ενεργοποιήσεως της εγκρυπτομένης ταύτης πίστεως και εκ της βουλήσεως, κατά συνέπειαν, εξαρτάται η αποκοπή του ανθρώπου εκ του θελήματος του Θεού και η πτώσις του εις την αμαρτίαν.

Η θλίψις, η οποία απορρέει εκ της αμαρτίας έχει πολλάκις εγωκεντρικόν χαρακτήρα. Συνδέεται με την έννοιαν του εναρέτου ανθρώπου, ήτοι του ανθρώπου, ο οποίος είναι κατ' ουσίαν ο εαυτός του και υποφέρει διότι παρέβη τας αρχάς του και υπέπεσεν εις την αμαρτίαν, αποδεικνύων ούτω την αδυναμίαν της βουλήσεως του και την αστάθειαν του χαρακτήρος του85. Το όλον αίσθημα της θλίψεως και η συνοδεύουσα αυτό απελπισία, έχουν επιφανειακόν χαρακτήρα και εκφράζουν το δράμα του ανθρώπου, ο οποίος θέτει το Εγώ του προ του εαυτού του86. Κατ' ουσίαν η θλίψις αύτη δεν προέρχεται από το αμάρτημα καθ' εαυτό αλλά από τας κοινωνικάς συνεπείας του αμαρτήματος. δεδομένου ότι ουδείς δύναται να αντιληφθή και να κατανοήση εις βάθος την φύσιν και την έκτασιν του αμαρτήματος του, όσον παραμένει περιχαρακωμένος εντός του εαυτού του. Χρειάζεται η αναφορά εις το θέλημα του Θεού διά να διαλάμψη η αλήθεια και να ίδη το άτομον εις όλην την έκτασιν του το αμάρτημα και κατ' επέκτασιν την αμαρτωλότητα του.

Εν αντιθέσει, η θλίψις εκ της αμαρτίας, η οποία απορρέει εκ της θέσεως του ανθρώπου ενώπιον του Θεού είναι βαθυτέρα μεν, αλλά δεν οδηγεί εις την απελπισίαν και την ψυχικήν αποδυνάμωσιν.

Η ενοχή

Η ενοχή, η απορρέουσα εξ εκάστης αμαρτίας εκδιώκει την αθωότητα και εισάγει σταδιακώς την αλλοτρίωσιν και την καθήλωσιν του ατόμου εις το αισθητικόν στάδιον87. Καρπός της αμαρτίας και της καθηλώσεως του ατόμου εις το αισθητικόν στάδιον είναι η μελαγχολία88. Η μελαγχολία κορυφούται όταν το άτομον διά της ωριμότητας του αναγνωρίζει, ότι υπάρχει η πνευματική ζωή, η οποία απέχει της αισθητικής επιθυμίας, και διά της οποίας καθίσταται εφικτή η ανεύρεσις της πραγματικής ταυτότητας αυτού και η αναζήτησις της αιωνιότητας και των αιωνίων αξιών89.

Εάν η προσπάθεια ανυψώσεως του ατόμου εκ του αισθητικού σταδίου προς το πνευματικόν αποτύχη, τότε το άτομον πληρούται καταθλίψεως, η οποία είναι δυνατόν να οδηγήση εις το αίσθημα της απελπισίας. Εμπειρίαν αυτής της καταθλίψεως είχεν από της νεανικής του ηλικίας ο Kierkegaard, ο οποίος συνεχώς ηγωνίζετο να εξέλθη εκ του αισθητικού σταδίου και να αναχθή εις το ηθικόν και το θεολογικόν, διά να βιώση μακράν των εξωτερικών επιδράσεων τας αναλλοίώτους πνευματικάς αξίας90. Αναφερόμενος εις τον ποιητήν, διά του οποίου εκφράζει τον εαυτόν του γράφει: "Εις το βάθος της ζωής του ποιητού υπάρχει η απελπισία και η αγωνία διά να πραγματοποιήση αυτά, τα οποία επιθυμεί. Μέσα από την απελπισίαν γεννάται η επιθυμία. Αλλά η επιθυμία γεννά την θλίψην, καθ όσον είναι αληθές ότι η επιθυμία παρηγορεί μόνον προσωρινώς και εάν προσέξωμεν καλλίτερον θα ίδωμεν ότι κατ' ουσίαν δεν παρηγορεί καθ' όλου. Ως εκ τούτου η επιθυμία είναι η παρηγορία, η οποία δημιουργεί την θλίψιν. Παράδοξος αντίφασις! Ναί, αλλά ο ίδιος ο ποιητής είναι μία αντίφασις. Ο ποιητής είναι το τέκνού του πόνου, παρά το γεγονός ότι ο πατήρ του τον αποκαλεί τέκνού της χαράς. Από τον πόνού μέσα γεννάται η επιθυμία του ποιητού, η έντονος και επιτακτική επιθυμία, η οποία ευφραίνει την καρδίαν του ανθρώπου περισσότερον από τον οίνον"91.

Ανυψούμενον εις έν πλέον πνευματικόν στάδιον, το υποκείμενον συνδέεται διά σταθερών και αμεταβλήτων δεσμών προς τον Θεόν. Οι δεσμοί αύται, παρ' όλας τας εσωτερικάς επιδράσεις παραμένουν αρραγείς. Εις το στάδιον αυτό, το βαθύ αίσθημα της ενοχής και της επικειμένης τιμωρίας δίδει την θέσιν του εις την θλίψιν διά τας αμαρτίας, αι οποίαι διαχωρίζουν το λειτουργικόν Είναι του ανθρώπου από το ιδεατόν Είναι, το παροδικόν Είναι από το αιώνιον. Εις το στάδιον αυτό δύναται να φθάση το άτομον διά της υπερβάσεως του εαυτού του, διά της βιώσεως της αγάπης και της συγνώμης, διά της υποταγής του εις το θέλημα του Θεού, διά της Χριστοκεντρικής ζωής και της Χριστοκεντρικής σκέψεως του. Θα πρέπη εκ του σταδίου αυτού να είναι έτοιμού να αντιμετωπίση όλον τον ονειδισμόν του κόσμου και όλους τους εμπαιγμούς και τας διώξεις και να βαδίση εις την θυσίαν μέχρι τέλους92.
Η αγάπη του Θεού
Η αγάπη προς τον Θεόν αποτελεί το λυτρωτικόν βίωμα του ανθρώπου εκ της καθηλώσεως εις την αμαρτίαν και την φθοράν93. Η χριστιανική ζωή σημαίνει πραγματικήν και απέραντον αγάπην προς τον Θεόν, από την οποίαν εκπηγάζει και η αληθής αγάπη προς τον πλησίον. Η αγάπη προς τον πλησίον έχει τον χαρακτήρα της ισότητας, η οποία απορρέει από την ισότητα της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπον. Η χριστιανική ζωή σημαίνει θυσία, διότι αγωνιζόμενος διά την πρυτάνευσιν της αγάπης, αγωνίζεται o άνθρωπος κατ' ουσίαν να πλησιάση τον πλησίον του εις την αντίληψιν της όντως αγάπης94, η οποία είναι η αγάπη του Θεού, απαρνούμενος πλήρως τον εαυτόν του95.

Διά την βίωσιν της αγάπης96 το άτομον πρέπει να προβή εις την υπέρβασιν του εαυτού του και εις την υπέρβασιν των πάντων. Πρέπει να δομήση μίαν διαφορετικήν καρδίαν εντός αυτού και πρέπει τα λόγια της αγάπης να απορρέουν από τα έργα της αγάπης, διαφορετικώς θα είναι όπως τα φύλλα των δένδρων, τα οποία όταν πέσουν, το δένδρού αδυνατεί να φέρη καρπούς97-98. Η αγάπη είναι ανεξάντλητος και συνεχώς επανατροφοδοτουμένη. Η αγάπη επιπροσθέτει αγάπην και όσον περισσότερον αύτη βιούται εντός της Ψυχής τόσον ισχυροτέρα καθίσταται και τόσον περισσότερον ανυΨούται δι' αυτής η Ψυχή. Η αγάπη αποτελεί μίαν ιδιαιτέραν γλώσσαν της Ψυχής, η οποία κατανοείται και κατανοεί μόνον αυτήν. Οπως o άγγελος ομιλεί και γνωρίζει μόνον την γλώσσαν των αγγέλων, ούτω και η αγάπη γνωρίζει μόνον την νικηφόρού γλώσσαν της αγάπης.

Η αγάπη είναι δυνατόν να υπάρχη υπό την ολότητα της πάντοτε, εις όλα τα έργα των ανθρώπων και εις όλος τας εποχάς. Και το μικρότερού έργον της αγάπης συμμετέχει εις την αιωνιότητα. Δεν υπάρχουν λέξεις διά να περιγράΨουν την υπόστασιν της αγάπης.

Η αγάπη είναι απόρροια της βαθείας εσωτερικής γνώσεως και της αδιαλείπτου αυτοκριτικής99. Η χριστιανική αγάπη απευθύνεται προς όλους τους ανθρώπους, αδιακρίτως του χαρακτήρας των ή των αρετών των. Δεν εξαρτάται από το αγαπώμενον πρόσωπον αλλά από τον αγαπώντα. Ο Kierkegaard παρουσιάζει επ' αυτού την ωραιοτάτην παραβολήν των δύο ζωγράφων. Ο είς εταξίδευεν εις όλον τον κόσμον αναζητών κάποιαν ιδιαιτέρως ωραίον μορφήν διά να ζωγραφίση και ουδέποτε εύρισκεν ανάλογού των προσδοκιών και των κριτηρίων του. Ο έτερος έμενεν εις τον τόπού του και εζωγράφιζεν όλους τους ανθρώπους, διότι ανεύρισκεν την ωραιότητα εις την μορφήν όλων των ανθρώπων τους οποίους συναντούσεν.

Η έννοια του Θεού κατά τον Kierkegaard, δεν συμφωνεί με την έννοιαν υπό την οποίαν αναφέρεται ο Θεός εις πολλούς εκ των προγενεστέρων και συγχρόνων του φιλοσόφων. Απομακρυνόμενος από την εκλογικευθείσαν θρησκευτικότητα του Hegel, o Kierkegaard στηρίζει την πίστιν εις τον Θεόν, ουχί πλέον επί λογικών επιχειρημάτων, αλλά επί της αξίας της απολύτου πίστεως και επί της εναγωνίου επιθυμίας του ανθρώπου να αναζητήση την υπερβατικήν αλήθειαν.

Ο Θεός διά τον Kierkegaard είναι "Ο Θεός του Αβραάμ του Ισαάκ και του Ιακώβ"100 Ο Δημιουργός, o Θεός της αγάπης και της θυσίας, ο Θεός των πατέρων, ο Θεός της πίστεως και όχι του φιλοσοφικού στοχασμού. Παρά δε το γεγονός, ότι η αισθητική και αι ηθικοί αξίαι είναι δυνατόν να συμβάλλουν εις την ανοδικήν πορείαν του ανθρωπίνου Είναι, εν τούτοις μόνον η επικοινωνία μετά του Θείου δύναται να απελευθερώση τον άνθρωπον, από τον φόβού και την θλίψιν'°'. Η αγάπη του Θεού είναι η πηγή της ανθρωπίνης ελευθερίας και της ισότητας. Η απόλυτος έννοια της ανθρωπίνης ισότητας καθορίζεται από την απόλυτον έννοιαν της ίσης αγάπης του Θεού προς έκαστον των ανθρώπων102. Ενώ η επιστήμη και η τέχνη διακρίνουν τους ανθρώπους εις ταλαντούχους και μή, επί τη βάσει των ικανοτήτων και των επιδόσεων των, η αγάπη εξισώνει αυτούς εις την επικοινωνίαν των μετά του Υψίστου103.

Η χριστιανική αγάπη διαφέρει της ανθρωπίνης αγάπης. Δεν έχει όρια, ούτε υπόκειται εις την προσωρινότητα. Εις την ανθρωπίνην αγάπην υπάρχει το άγχος και ο φόβος της μεταβλητότητας, εις την αγάπην του Θεού υπάρχει η ασφάλεια και η βεβαιότης της αιωνιότητας104.

Ο Kierkegaard επίστευεν βαθέως, ότι ο άνθρωπος μόνος του είναι αδύνατον να βιώση την αγάπην και να ακολουθήση αυτήν ως γνώμωνα της ζωής του. Μόνον διά της ενοικήσεως του Θεού εντός της καρδίας του ανθρώπου καθίσταται εφικτή η βίωσις της αληθούς αγάπης105. Η αγάπη δεν βιούται ούτε εις το αισθητικόν ούτε εις το ηθικόν στάδιον της υπάρξεως. Η βίωσις της άρχεται από της στιγμής της πλήρους εγκαταλείψεως του ανθρώπου εις το θέλημα του Θεού. Θα πρέπη να νεκρωθή η εγωκεντρικότης και συγχρόνως όλη η έννοια του κόσμου εντός της ανθρωπίνης συνειδήσεως, διά να δυνηθή ο άνθρωπος να βιώση την αγάπην και να αγαπήση τον πλησίον. Μόνον διά μέσου της απαρνήσεως του Εγώ106 καθίσταται εφικτή η βίωσις της αγάπης του Θεού και η μέθεξις του Εγώ εις το μυστήριον της αγάπης107.

Η αγάπη βιούται διά μέσου της απολύτου υποταγής εις το θέλημα του Θεού108. Τα πετεινά του ουρανού και τα κρίνα του αγρού υποτάσσονται εις το θέλημα του Θεού και καθίστανται ανυπέρβλητοι διδάσκαλοι της υπακοής και της αγάπης109. Η αγάπη βιουμένη νικά την αγωνίαν την ανησυχίαν και την θλίψιν, νικά τον χρόνον και γίνεται καθ' εαυτήν φορεύς της αιωνιότητας 110.

Η αξία της ζωής συνίσταται εις την βίωσιν του απολύτου και του αιωνίου. Η αγάπη του Θεού περικλείει το απόλυτον και το αιώνιον. Αξίζει ο άνθρωπος να δεχθή τον εμπαιγμόν όλου του κόσμου διά την αγάπην του Κυρίου, όπως ο Κύριος εδέχθη τον εμπαιγμόν του πλήθους, σταυρούμενος από αγάπην διά τον άνθρωπον.

Μέσα από την βίωσιν της αγάπης ο Kierkegaard έβλεπεν την ελπίδα διά την αντιμετώπισιν και του ιδίου του εσωτερικού δράματος της καταθλίψεως και της απελπισίας111. Η πίστις και η αγάπη ήσαν αι ακτίνες, αι οποίαι διεισδύουσαι εις την Ψυχήν του έδιδαν την προσδοκίαν της ζωής, εκεί όπου επλανάτο η σκιά του θανάτου112. Μέσα από τας σελίδας του ημερολογίου του ιδίως των τελευταίων ετών, καθίσταται εμφανής η κατά Χριστόν αλλοίωσις του χαρακτήρας και της προσωπικότητας του. Το κύριον πρόβλημα του δεν ήτο πλέον η απόκρυψις των επωδύνων καταθλιπτικών βιωμάτων του, ούτε αι φιλοσοφικαί αναβάσεις και η εύστοχος κριτική, αλλά η απόλυτος ευθυγράμμισις του με το θέλημα του Θεού και η άνευ ορίων βίωσις της διηνεκώς αυξανομένης αγάπης του προς τον Κύριον του πάθους, της ταπεινώσεως 113, της Σταυρώσεως και της Αναστάσεως, o οποίος αδιαλείπτως καλεί τον άνθρωπον.

Το άγχος και η αγωνία

Εις την διαμόρφωσιν ενός ηθικού πλαισίου ζωής δεν απουσιάζει το άγχος και η αγωνία. Αι ηθικαί αρχαί καθοριζόμεναι υπό της ανθρωπίνης ηθικής δεν στερούνται της προσωρινότητος και ούτε χαρακτηρίζονται υπό της τελειότητας. Μόνον εντός των πλαισίων της αληθούς και συνεπούς χριστιανικής ζωής υπάρχει η αληθής χαρά και η ειρήνη. Η αλλαγή όλης της οδού της ζωής εντός της χριστιανικής πίστεως μεταμορφώνει υπαρξιακώς το άτομον και του δίδει έν νέον νόημα και ένα νέον προσανατολισμόν, μακράν της θλίψεως και της φθοράς114.

Το άγχος είναι καρπός της αμφιβολίας και της αμφισβητήσεως και ενισχύεται όσον ο άνθρωπος παραμένει μόνος υποκείμενος εις την αμαρτίαν. H αμαρτία είναι έννοια συνδεδεμένη σταθερώς και αναποσπάστως με την σχέσιν του ανθρώπου μετά του Θεού. Είναι έννοια, η οποία αποκτά υπόστασιν μόνον "ενώπιον του Θεού", καθ' όσον η επικοινωνία του ανθρώπου μετά του Θεού αποτελεί τον άξονα της υπάρξεως της ανθρωπίνης υποστάσεως.

Το άγχος είναι ενίοτε ο καρπός της αδυναμίας ενός λογικού συστήματος εις το οποίον η υλοποίησις των δυνατοτήτων δεν καθίσταται εφικτή. Ως εκ τούτου το άγχος δεν είναι στοιχείον της αναγκαιότητας ούτε της ελευθερίας, αλλά είναι απότοκον της δεσμευμένης ελευθερίας115. Το άγχος άλλοτε είναι αποτέλεσμα της θεωρήσεως της εκτάσεως της ελευθερίας. Οταν ο άνθρωπος βλέπει την άβυσσον καταλαμβάνεται από ίλιγγού. Κατ' αντίστοιχού τρόπον το άγχος είναι ο ίλιγγος της σκέψεως, όταν αύτη προσπαθεί να θεωρήση την άβυσσον της ελευθερίας 116.

Το άγχος της αμαρτίας, όταν αντιμετωπίζει την αιωνιότητα, εξελίσσεται εις απελπισίαν. Υφίσταται η απελπιστική άγνοια της αιωνιότητας, κατά την οποίαν το άτομον δεν συνειδητοποίησεν ότι έχει αιώνιον ψυχήν και αιώνιον υπόστασιν και η απελπισία του συνίσταται εις την αδυναμίαν του να βιώση αρμονικώς το γήινον και το προσωρινό. Είναι η άμεσος απελπισία της καθηλώσεως εις το παροδικόν και την παροδικότητα των ανθρωπίνων επιθυμιών, η συνεχής αναζήτησις των οποίων οδηγεί το ανθρώπινον Είναι εις τον δαίδαλον της απελπισίας 117. Εκ παραλλήλου υφίσταται η κυρίως απελπισία, η οποία εγκαθίσταται εις την συνείδησιν από της στιγμής κατά την οποίαν το ανθρώπινον Είναι αντιλαμβάνεται την αιώνιον υπαρκτότητα του118. Κάθε οδός είναι δυνατόν να οδηγήση εις την απελπισίαν, εκτός από την οδόν της ταπεινώσεως και της ειρηνικής αποδοχής του θελήματος του Θεού, διά της οποίας μετά απαθείας βιοί ο άνθρωπος την επικοινωνίαν του μετά του Θεού119. Η αμαρτία γεννά το άγχος. Το άγχος εκ παραλλήλου είναι φυσική συνέπεια της ελευθερίας. H ανθρωπίνη ψυχή προ της αβύσσου της ελευθερίας αισθάνεται το άγχος, το άγχος της επιλογής, το άγχος της πορείας, το άγχος του χρόνου, της προσωρινότητος και του αιωνίου.

Συμπεράσματα

Ο στοχασμός του Soren Kierkegaard, ήτο ο στοχασμός του φιλοσόφου, του θεολόγου, του ανατόμου της ανθρωπίνης ψυχής, διά του οποίου τα φαινόμενα χάνουν την αντικειμενικήν αξίαν του, ως έχουν, αλλά αποκτούν αξίαν όταν καταστή εφικτή η εσωτερική ερμηνεία αυτών. Ο Kierkegaard κινείται μέσα εις την απολυτότητα του χώρου της νοήσεως και της γνώσεως υπό την συνειδητοτέραν της μορφήν120. Βαθύς γνώστης της Ελληνικής φιλοσοφίας, χρησιμοποιεί την διαλεκτικήν κατά πλατωνικόν τρόπον και εκ παραλλήλου δέχεται το νέκταρ της στωϊκής φιλοσοφίας. Βαθύς γνώστης της Γερμανικής φιλοσοφίας, άλλοτε την επικαλείται και άλλοτε την μάχεται και την απορρίπτει, διά να διατηρήση την ελευθερίαν του φιλοσοφικού στοχασμού του121, καθ' όσον ο φιλόσοφος είναι ελεύθερος, υπερβαίνει τον χρόνον και τα όρια της συστηματικής σκέψεως.

Η εσωτερική διάστασις, το βαθύτερον κίνητρον, η άδηλος διεργασία της ψυχής, η αναζήτησις, η αγωνία της αναζητήσεως, ο εσωτερικός διάλογος, η εσωτερική ειλικρίνεια, η συνειδητή αποδοχή ή απόρριψις, η σχέσις προς το Εγώ, η αναζήτησις του αιωνίου και απολύτου και κυρίως η αγάπη εις τον Θεόν και η αποδοχή του θελήματος Του αποτελούν τα αντικείμενα το φιλοσοφικού στοχασμού του Kierkegaard, τα αντικείμενα της ζωής του, αι έννοιαι διά τας οποίας έζησεν και διά τας οποίας ανηλώθη κατά τα τελευταία ιδίως έτη της ζωής του.

Η ζωή του, η οποία εθεμελιώθη βαθέως επί της πίστεως είς τον Κύριον αντικατοπτρίζεται εις το έργον του, το οποίον διαποτίζεται και τροφοδοτείται από την ωραιότητα της Χριστιανικής αληθείας. Το έργον του έχει εσωτερικήν διάστασιν, η οποία είναι πολύ μεγαλυτέρα της εκτάσεως του. Είναι καρπός βαθείας εσωτερικής καλλιεργείας, διά της οποίας o άνθρωπος βλέπει πλέον το βαθύτερον Εγώ του, διά των πνευματικών οφθαλμών του.

Αναλύων τα βιώματα της ψυχής, διασπάρτως εντός του έργου του και κυρίως εντός των ημερολογίων του, αφήνει να διακριθή, μέσα εις τας σελίδας του, η μάχη του προς την συνεχώς υπάρχουσαν καταθλιπτικήν διάθεσιν και το ψυχικόν άλγος. Αναφερόμενος εις τον ποιητήν, διά του οποίου εκφράζει τον εαυτόν του υπογραμμίζει, ότι ο λόγος του ποιητού είναι διαφορετικός από τον λόγον των ανθρώπων. Είναι τόσον σεπτός, ώστε εν σχέσει πρός τον λόγον των ανθρώπων ομοιάζει με την σιωπήν, αλλά συγχρόνως δεν είναι σιωπή. Ούτε η σιωπή του ποιητού είναι βωβή, αλλά αντιθέτως θέλει και εκείνη να εκφρασθή με τον λόγον του ποιητού, εις τον οποίον μόνον ο πόνος δίδει την δυνατότητα της εκφράσεως. Ο λόγος του Kierkeggard, παρά το γεγονός ότι είναι χειμαρρώδης, μελίρρητος, περίκαλής, εν τούτοις εξεταζόμενος προσεκτικώς υπό την εσωτερικήν διάστασιν είναι μία σιωπή. Εχει την σοβαρότητα και την ιεροπρέπειαν της σιωπής. Είναι ως η γλώσσα των κρίνων, τα οποία διδάσκουν με την σιωπήν των. "Ιστανται σιωπηλά ενώπιον του Θεού και διδάσκουν την περισυλλογήν του Θεού"122. "Η απλότης της σιωπής διά τα κρίνα στηρίζεται εις την απλότητα της πίστεως. Και όλη η κατανόησις του μεγαλείου και της αγάπης του Θεού στηρίζεται εις την απολυτότητα της πίστεως123". Η αναφορά του εις τα βιώματα της ψυχής πραγματοποιείται εν μέσω πολλών περιγραφών, ευγλώττων παραδειγμάτων, παραλληλισμών, επεξηγήσεων, αναλύσεων, σχολίων διαλόγων, εις το βάθος όμως ο μελετών τα έργα του έχει Την αίσθησιν, ότι υπάρχει μία βαθεία σιωπή, η οποία περιβάλλει τον εσωτερικότερού χώρον της ψυχής. H σιωπή αύτη δεν είναι η σιωπή προ του αγνώστου. Ηδη ο Kierkegaard δίδει εις το έργον του πολυάριθμα τεκμήρια της ικανότητας του να ρίπτη φως και να διαλευκαίνη δυσπροσίτους πτυχάς της ψυχής. Είναι η σιωπή προ της ιερότητας της ψυχής, προ του μυστηρίου της αγάπης του Θεού διά την ανθρωπίνην ψυχήν, προ της εννοίας του αιωνίου, το οποίον συνυφαίνεται μετά της υποστάσεως της ψυχής124. Αύτη η βαθεία σχέσις του προς τον Κύριον, αποτελεί το ενδότερού και πολυτιμότερον βίωμα της καρδίας του. Ενώ μεν αυτό διαγράφεται εις όλας τα σελίδας των έργων του και ιδιαιτέρως εις το ημερολόγιον του, εν τούτοις το βάθος και την έκτασιν του υπερόχου αυτού βιώματος προσπαθεί να το διατηρήση μακράν του βλέμματος των ανθρώπων και το αφήνει να εκφρασθή κατά τρόπον απλούν και πηγαίού μέσα εις την αρμονίαν της σιωπής.

Αναφερόμενος εις την αγωνίαν και την απελπισίαν, τον φόβού και το δέος, την αμαρτίαν και την μετάνοιαν, την προσωρινότητα της χαράς και το μεγαλείον της αγάπης του Θεού, αφήνει να εκφράζεται, μέσα από τας θέσεις του και μέσα από την σιωπήν του, το αιωνίως διενεργούμενον μυστήριον της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπον και το μυστήριον της σωτηρίας του ανθρώπου από την φθοράν και την προσωρινότητα. Το δέος προ της θυσίας του Θεανθρώπου εκ της απολυτότητας της αγάπης αποτελεί και το μυστικόν της ιδικής του ζωής, το πνευματικόν ύδωρ της ψυχής του, το οποίον εν σιωπή διαποτίζει άλας τας σκέψεις του125. Το δέος του και η σιωπή της ανεκλαλήτου χαράς προ του τελικού σταθμού των αναζητήσεων του, προ του Κυρίου της θυσίας και της αγάπης, της ταπεινώσεως και της Δόξης126.

Παραμένων ο Kierkegaard μετά μοναδικής συνεπείας μακράν της "ακαδημαϊκής φιλοσοφίας", χωρίς να το επιδίώξη, χωρίς να επιθυμήση ποτέ να εισαγάγη έν νέον σύστημα, εθεμελίωσεν το βάθρον της υπαρξιακής φιλοσοφίας127, η οποία απέχει πολύ αφ' ενός μεν εκ του ατομικισμού (solipsismus), αφ' ετέρου δε εκ του επιστημολογικού ιδεαλισμού128, παρ' όλην την έμφασιν την οποίαν δίδει αύτη εις την αξίαν του προσώπου.

Επί των φιλοσοφικών αρχών του Kierkegaard οικοδόμησαν εν συνεχεία τας θέσεις των διά του στοχασμού των, ο οποίος υπέστη ικανάς διαφοροποιήσεις, οι Martin Heidegger, Karl Jaspers, Jean-PauΙ Sartre, Gabriel Marcel, Maurice Merleau-Ponty, Jose Ortega y Gassset, Nicola Abbgnano και Nikolay Berdyayev.




  1. Διά την κατανόησιν της φιλοσοφίας του Kierkegaard, έχομεν την αίσθησιν, ότι απαραίτητος είναι αρχικώς η μελέτη όλων των έργων του, διά να υπάρξη μία σφαιρική αντίληψις τόσον της προσωπικότητας του συγγραφέως, όσον και των φιλοσοφικών δοξασιών αυτού. Εν συνεχεία ουσιώδους σημασίας είναι η προσεκτική κατ' επανάληψιν μελέτη ενός εκάστου των έργων του και o παραλληλισμός των διατυπουμένων, απόψεων, εις όλα τα έργα αυτού. Ιδιαιτέραν αξίαν έχει η προσεκτική μελέτη του ημερολογίου αυτού και η επί τη βάσει αυτού ερμηνεία των διατυπουμένων απόψεων εις τα επί μέρους έργα του.
  2. Επί της καταθλίψεως του Kierkegaard βλέπε σχετικώς το πόνημα υπό τον τίτλού: "Η μελαγχολία του Kierkeggard εις την ζωήν και το έργον του" υπό Σ. Μπαλογιάννη, Γρηγόριος Παλαμάς 773: 303-351, 1998.
  3. Η ζωή του Kierkeggard υπήρξεν τραγική. Η μοναξιά η αγωνίa η θλίψις, ο πόνος, ο ονειδισμός των ανθρώπων τον ηκολούθουν, ως πιστοί σύντροφοι, από τα έτη της παιδικής του ηλικίας καθ' όλην την ζωήν του.
  4. 0 Kierkegaard εθαύμαζεν την λεπτήν αίσθησιν της σωκρατικής ειρωνείας και ανεγνώριζεν την αξίαν αυτής, ως χαρακτηριστικώς αναφέρει εις την διδακτορικήν διατριβήν του: "Το γεγονός ότι η ειρωνεία και η διαλεκτική αποτελούν τας δύο ισχυράς δυνάμεις εις το έργον του Πλάτωνος είναι δυνατόν να το αναγνω-ρίση έκαστος εκ των μελετητών των συγγραμμάτων του αλλά εκ παραλλήλου δεν δύναται τις να αρνηθή, ότι αμφότεροι αι μέθοδοι αποτελούν μίαν διττήν έκφρασιν διαλεκτικής. Υπάρχει όθεν η ειρωνεία, η οποία αποτελεί το ερέθισμα διά την σκέψιν, η οποία την επιταχύνει όταν αυτή επιβραδύνεται και την συγκροτεί όταν αυτή αποδυναμώνεται. Υπάρχει και η ειρωνεία, η οποία είναι σ ενεργοποιητής και εκ παραλλήλου ο κατευθυντής της σκέψεως". The conscpt of Irony, σελ. 121.
  5. Εις στιγμάς ειλικρίνείας εξέφραζεν εις το ημερολόγιού του την τραγικότητα του καταθλιπτικού βιώματος του, το οποίον παρέμενεν ως σταθερόν υπόβαθρού, παρ' όλην την επένδυσιν της ειρωνείας και της διακωμωδήσεως: "Αισθάνομαι την κεφαλήν μου να είναι άδεια και νεκρή, όπως μία αίθουσα θεάτρου μετά από το πέρας της παραστάσεως" Ημερολόγια ΙΙΙΑ 224.
  6. 0 πατήρ του Kierkegaard απεβίωσεν εις τας 9 Αυγούστου του 1838, εις ηλικίαν ογδοήκοντα τριών ετών, αφήνων εις τον υιόν του ένα βαθύτατον πένθος ανάμεικτον με τύψεις και κληροδοτών εις αυτόν σεβαστήν περιουσίαν, η οποία του επέτρεψεν να ασχολήται καθ' όλην την ζωήν του με την γνώσιν και την φιλοσοφίαν, απηλλαγμένος από τας βιωτικάς μέρίμνας. Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία έτη είχαν απομακρυνθή ολίγον μεταξύ των, εν τούτοις η αγάπη και η εξάρτησις, την οποίαν είχεν από τον πατέρα του ο Kierkegaard καταφαίνεται εις τας σελίδας του ημερολογίου του. Την 11 Αυγούστου, δύο ημέρες μετά τον θάνατον του πατρός του έγραφεν: "Ο πατήρ μου απεβίωσεν την Τετάρτην εις τας δύο μετά το μεσονύκτιον. Πόσον βαθέως επιθυμώ να έζη ακόμη ολίγα έτη! Θεωρώ τον θάνατον του ως την τελευταίν θυσίαν εις την οποίαν προέβη δι' εμέ, διότι δεν απέθανεν από εμέ αλλά απέθανεν άι' εμέ, ούτως ώστε ακόμη και από τον θάνατον του απορρέουν ευεργετήματα εις εμέ. Τα πολυτιμότερα, τα οποία εκληρονόμησα από εκείνον είναι η μνήμη του, η πολύμορφη εικόνα του, πολύμορφη όχι λόγω της ποιητικής φαντασίας μου, διότι δεν την χρειάζεται εκείνος αλλά λόγω των πολύ ολίγων μοναδικών στοιχείων, τα οποία συνεδύαζεν. Τώρα αρχίζω και τον αντιλαμβάνομαι καλώς και ότι βαθέως γνωρίσω θα το κρατήσω μακράν της αντιλήψεως του κόσμου". Ημερολόγια ΙΙΑ, 244.
  7. "Το παράδοξον είναι το πάθος της αυθεντικής διανοήσεως. Οπως όλοι αι μεγάλοι ψυχαί έλκονται από το πάθος ούτω και οι μεγάλοι στοχασταί τείνουν εις το παράδοξον, το οποίον δεν είναι τίποτε έτερον, αλλά μεγάλοι σκέψεις και ιδέαι, αι οποίοι αναμένουν την δικαίωσιν των". Ημερολόγιον ΙΙ Α,755 (1838).
  8. Είναι αληθές, ότι ενώ ο Kierkegaard μελετάται όλον και περισσότερον εις την εποχήν μας, εν τούτοις πάντοτε παραμένει το πρόβλημα της κατανοήσεως του. Παρά το γεγονός ότι ο λόγος του είναι μελίρρητος, πλουσιώτατος, ποιητικός, περιγραφικότατος, αναλυτικός, πλήρης συμβολισμών και πλήρης επεξηγήσεων, ανθίζων όλον και περισσότερον υπό το βλέμμα του αναγνώστου και τέρπων αισθητικώς, ενώ εκ παραλλήλου συγκινεί ηθικώς και αναβιβάζει πνευματικώς, η θαθυτέρα κατανόησις του και το βαθύτερον μήνυμα του παραμένουν μέσα εις τον αχανή χώρον της υποκειμενικότητας.
  9. Την υποταγήν του εις το θέλημα του Θεού και την λειτουργικότητα εντός του χώρου της πίστεως, αναφέρει χαρακτηριστικώς εις το ημερολόγιον του ο Kierkegaard ως ακολούθως. "Δεν είμαι απόστολος, ο οποίος φέρει κάποιον μήνυμα από τον Θεόν προς τους ανθρώπους μετά κύρους. Ουχί. Υπηρετώ τον Θεόν, χωρίς να φέρω ουδέν ίχνος αυθεντίας. Το καθήκον μου είναι να ετοιμάζω χώρον εις τος καρδίας των ανθρώπων διά τον Κύριον. Ως εκ τούτου είναι εύκολον να καταστή αντιληπτόν ότι πρέπει να μένω μόνος και να φέρω μεθ' εαυτού την σδυναμίαν και την ευπάθειαν μου... Το καθήκον μου είναι να ετοιμάζω τον χώρον διά τον Κύριον. Είμαι ως ένας χωροθέτης, εάν θα θέλατε. Αλλά εις τον σύγχρονον κόσμον ο χωροθέτης έχει ισχύν και επιβάλλει την ισχύν του... Το καθήκον μου είναι να ετοιμάζω τον χώρον, χωρίς να δίδω εντολάς δι' αυτό, αλλά υποφέρων και θυσιαζόμενος" Ημερολόγιον ΧΙ Α 250.
  10. Βλέπε Hegel GWF: Phaenomenologie des Geistes. Werke ΙΙ, ρp. 64-65.
  11. Εις το έργον "Είτε-είτε", το οποίον εξεδόθη το πρώτον τον Φεβρουάριον του 1943, εκφράζονται εν εκτάσει αι αντιθέσεις του Kierkegaard προς την φιλοσοφίαν του Hegel. Εις το έργον αναλύονται εν εκτάσει το αισθητικόν και το ηθικόν στάδιον της ζωής. Εις το πρώτον "Είτε" περιλαμβάνονται επί μέρους έργα, εις τα οποία εκτίθενται οι διάφοροι τύποι της αισθητικής αντιλήψεως. Εις το δεύτερον "Είτε" αναφέρεται εν εκτάσει η ηθική και η φιλοσοφία του γάμου, ως υποδείγματος βιώσεως του ηθικού σταδίου. Soren Kierkegaard Either/Or 2νοls. Tranl. Η.V. Ηοng and Ε. Η. Ηοng. Ν. Jersey, Princeton Univ. Press, 1987.
  12. Η μεθοδολογία, η οποία ακολουθείται από όλους τους οπαδούς της υπαρξιακής φιλοσοφίας στηρίζεται εις την απόλυτον και άμεσον σχέσιν μεταξύ του ερμηνευτού και του ερμηνευομένου, του ερευνητού και του ερευνομένου, μεταξύ του προβλήματος του τιθεμένου υπό του Είναι και του Είναι καθ' εαυτό. Υποκείμενον και αντικείμενον μελέτης ευρίσκονται εις άμεσον και απόλυτον συσχέτισιν, αναφυομένων εσωτερικών δεσμών μεταξύ αυτών και ισχυρών και ευλόγων σχέσεων αλληλοερμηνείας. H κατανόησις της εσωτερικής διαστάσεως υπερέχει πολύ της ερμηνείας των φαινομενολογικών στοιχείων. Βλέπε, μεταξύ των άλλων, επί της υποκειμενικότητας της υπαρξιακής θεωρήσεως και της αμέσου σχέσεως του υποκειμένου προς την αποδοχήν των φιλοσοφικών αξιών, την μελέτην του Pojman L: The Logic of Supjectivity. University of Alabama Press, 1984.
  13. Η αξία της εμπειρίας εις την αναζήτησιν της αληθείας υπογραμμίζεται παραστατικώς υπό του Kierkegaard εις την αλληγορικήν περιγραφήν της θυέλλης "Ας θεωρήσωμεν ένα πλοίαρχον, ο οποίος διεκρίθη εις όλας τος εξετάσεις, τας οποίας έδωσεν εις την σχολήν του διά να λάβη το πτυχίον του, αλλά ουδέποτε αντιμετώπισεν μέχρι τότε την θάλσσσαν. φαντασθείτε αυτόν εις την ώραν της θυέλλης. Γνωρίζει όλα όσα θα πρέπη να πράξη. Αλλά δεν εγνώριζεν προηγουμένως πόσον φοβερά είναι τα κύματα και πόσον βαρύς ο σκοτεινός ουρανός της νυκτός χωρίς τους αστέρας. Δεν εγνώριζεν πόσον αδύναμος θα αισθάνεται όταν το πηδάλιον του πλοίου φεύγει από τας χείρας του και το πλοίον γίνεται παίγνιον των κυμάτων. Δεν εγνώριζεν πόσον τα αίμα θα σφύζη εις την κεφαλήν του όταν θα προσεπάθη να υπολογίση την πορείαν του πλοίου μέσα εις αυτάς τας συνθήκας. Εν κατακλείδι δεν θα εγνώριζεν διά όλας τας διεργασίας, αι οποίαι θα εγένοντο εις την σκέψιν του, όταν θα προσεπάθη να κινητοποιήση τας γνώσεις του εις μίαν τόσον δύσκολον στιγμήν" (Από τας σκέψεις εις τας κρισίμους καταστάσεις της ανθρωπίνης ζωής).
  14. Διά τον Hegel έγραφεν εις το ημερολόγιον του "Εάν σ Hegel είχεν συγγράψει ολόκληρον την Λογικήν του και ανέφερεν εις τον πρόλογον, ότι το όλον έργον ήτο απλώς μία προσπάθεια του σκεπτομένου ανθρώπου, αποφεύγων εκ παραλλήλου ωρισμένα στοιχεία εις διαφόρους θέσεις του έργου του. θα ήτο αναμφιβόλως ο μεγαλύτερος στοχαστής των αιώνων. Αλλά όπως είναι σήμερον κσθίσταται κωμικός" Ημερολόγιον 44 V Α 44.
  15. Ο Hegel προσεπάθησεν να εισαγάγη φιλοσοφικόν σύστημα, διά του οποίου θα ηδύνατο να αντικειμενοποιηθή το φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι. Διά της τρίτής του θέσεως, ήτοι θέσις-αντίθεσις- σύνθεσις, προσεπάθη να δημιουργήση μίαν ενότητα μεταξύ θέσεως και αντιθέσεως διά της δημιουργίας μίας νέας θέσεως, η οποία προκύπτει εκ της συνθέσεως. Κατά τον Hegel, η αλήθεια προέρχεται εκ της λογικής. Ο Kierkegaard ήτο εκ δεδομένου αντίθετος προς την συστηματικότητα της σκέψεως του Hegel, διισχυριζόμενος, ότι διά της ανωτέρω τρίτής θέσεως ουδέποτε είναι δυνατόν να ανευρεθή η αλήθεια, αλλά θα κατασκευάζεται ένα σχήμα αληθοφανές το οποίον όμως στερείται της όντως αληθείας. Εκ παραλλήλου διά τον Κierkeggard ήτο αδιανόητον να μη μετέχη λειτουργικώς ο φιλόσοφος εις το φιλοσοφικόν του σύστημα, παραμένων όμως ο ίδιος εκτός αυτού, προσπαθών να αντικειμενοποίήση τον φιλοσοφικόν στοχασμόν. Αρχικώς ο Kierkegaard επίστευεν ότι η αλήθεια είχεν υποκειμενικόν χαρακτήρα λέγων, ότι η αλήθεια είναι η ιδιαιτέρα αλήθεια διά έκαστον πρόσωπον, εν συνεχεία όμως ανεύρεν την αλήθειαν, ως όντως αλήθειαν μόνον εν τω προσώπω του Κυρίου. Εις την βίωσιν της χριστιανικής πίστεως, ο Hegel δίδει ιδιαιτέραν έμφασιν εις την έννοιαν της κοινότητας και ουχί των επί μέρους προσώπων. Διά τον Kierkegaard τούτο ήτο ακατανόητον, διότι εις την σκέψιν του είχεν τεραστίαν διάστασιν η έννοια του προσώπου και επίστευεν βαθέως, ότι κεφαλαιώδη ρόλον διαδραματίζει εις την εσωτερικήν ζωήν του ατόμου, η προσωπική θέσις αυτού ενώπιον του Θεού.
  16. "Ο άνθρωπος αποτελεί την σύνθεσιν της ψυχής και του σώματος. Αλλά η σύνθεσις αύτη δεν θα ήτο κατανοητή εάν δεν επιτυγχάνετο διά μέσου ενός τρίτου παράγοντος. Ο παράγων αυτός είναι το πνεύμα" S Kierkegaard: The sickness unto death. W. Lowry. New Jersey 1974, pp. 163-164.
  17. " ...Κατέληξα, ότι είμαι ουσία, της οποίας όλον το ουσιώδες περιεχόμενον και όλη η φύσις συνίστανται εις το σκέπτεσθαι. Δια να υπάρξη η ουσία αύτη δεν χρειάζεται ουδέν υλικόν στοιχείον" και εν συνεχεία αναφέρει "Ο νους διά του οποίου είμαι. είναι αυτό το οποίον είμαι και είναι τελείως διεχωρισμένος εκ του σώματος" Descanrtes R: Discourses οn method and the meditation. Middlesex 1979, p. 59.
  18. Η υπαρξιακή ανθρωπολογία συνδέεται αρρήκτως μετά της οντολογίας. Το σώμα είναι έν αναπόσπαστον μέρος της ανθρωπίνης υπάρξεως, το οποίον μετέχει εις την επικοινωνίαν του Είναι μετά του κόσμου.
  19. Η υπαρξιακή ανθρωπολογία απομακρύνεται σαφώς από τας τάσεις διαχωρισμού της ψυχής εκ του σώματος, καθ' όσον το σώμα κατ' αυτήν αποτελεί έν άρρηκτον και αναπόσπαστον στοιχείον του ανθρωπίνου Είναι, εν τω πλαισίω της απολύτου ψυχοσωματικής ενότητας της ανθρωπίνης υπάρξεως. Το άτομον, ως συγκεκριμένον πρόσωπον, είναι ελεύθερον να προβή εις τας καταλλήλους δι' αυτό επιλογάς των επί μέρους αξιών και παραμέτρων της ζωής του, χωρίς να υπόκειται εις τους νόμους και τας αρχάς της αναγκαιότητας. Βλέπε σχετικώς το έργον του Gordon Μ. Kierkegaard s Anthropology, Marquette University Press, 1996.
  20. Soren Kierkegaard: Upbyggelige Taler i forskelling Aand (Ελεύθεροι διατριβαί επί διαφόρων πνευματικών θεμάτων 1847 KW15, SV8. 135 f.
  21. Soren Kierkegaard: Sygdommen til Doden, (Ασθένεια προς τον θάνατον). 1949, p. 140.
  22. Εις το ημερολόγιον του αναφέρει: "Σκέπτομαι ότι καταναώ τον εαυτόν μου. ότι ανευρίσκω την αλήθειαν, η οποία είναι αλήθεια δι ' εμέ... ότι ανευρίσκω Τας ιδέας, διά τας οποίας δύναμαι να ζήσω και να αποθάνω. Ποία θα ήτο η χρησιμότης της αναζητή-σεως της καλουμένης αντικειμενικής αλήθειας και της εργασίας εντός όλων των φιλοσοφικών συστημάτων, όταν ο ίδιος θα αγνοώ τον εαυτόν μου. Ποία θα ήτο η χρησιμότης της αναμοχλεύ-σεως όλων των φιλοσοφικών συστημάτων, της συσχετίσεως αυτών, της ανευρέσεως της ασυμβατότητος μεταξύ αυτών, της διατυπώσεως μίας θεωρίας, η οποία θα ηδύνατο να εναρμονίση όλα τα φιλοσοφικά συστήματα και να δομήσω ούτω ένα κόσμον εις τον οποίον δεν θα ζω εγώ, αλλά θα συγκρατούμαι μόνον από τας απόψεις των άλλων". Ημερολόγιον, Ι Αυγούστου 1835.
  23. Διά την υφισταμένην σχέσιν μεταξύ του φιλοσοφικού στοχασμού του Kierkegaard και των σωκρατικών απόψεων, βλέπε συν τοις άλλοις και το πόνημα υπό τον τίτλον "Ο Σωκράτης κατά τον Kierkegaard" Σ.Ι.Μπαλογιάννης, Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής 1994; 11: 349-259.
  24. Ο Σωκράτης υπήρξεν έν εκ των προτύπων του Kierkegaard. Ο δίκαιος ανήρ της αρχαιότητας, ο γνήσιος φιλόσοφος, o καινοτόμος, ο δεινός εις την διαλεκτικήν, ο πιστός εις τας αρχάς του, ο αληθής στοχαστής, πεθαίνει διά να μη αλλοίώση την γνησιότητα και την απολυτότητα των αρχών του. Βεβαίως ς o Σωκράτης δεν παρέμεινεν το σταθερόν πρότυπον, δεδομένου ότι τα πρότυπα του Kierkegaard μεταβάλλονται συν τω χρόνω, αναλόγως προς τα στάδια της πνευματικής του ωριμάνσεως.
  25. 'Ολος ο φιλοσοφικός στοχασμός και ο ψυχικός κόσμος του Kierkegaard εκπτύσσονται με μοναδικήν διαύγειαν και ειλικρίνειαν και έκδηλον προσπάθειαν αντικειμενικότητας εις όλα τα έργα του. Ίσως μόνον αι εξομολογήσεις του Ιερού Αυγουστίνου είναι δυνατόν να συγκριθούν προς τα ημερολόγια του, ως προς την ειλικρίνειαν, την συνειδητότητα και το βάθος της αυτοκριτικής. 'Ολον το έργον του Kierkegaard και ιδίως αι φιλοσοφικαί θέσεις του είναι δυνατόν να κατανοηθούν διά της μελέτης των ημερολογίων του, εις τα οποία αποκαλύπτεται η εσωτερική διάστασις των θέσεων του. Μέσα από τας σελίδας των ημερολογίων του, ιδίως των τελευταίων ετών, καθίσταται εμφανής η κατά Χριστόν αλλοίωσις του χαρακτήρας και της προσωπικότητας του.
  26. Επί του ανωτέρω βλέπε συν τοις άλλοις και την εργασίαν υπό τον τίτλον: "Η Ψυχοθεραπεία κατά τήν αρχοιότητα" Σ.Ι. Μπαλογιάννης. Τόμος Ι. Καλογήρου. Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 713.
  27. Εν τούτοις η επικοινωνία των ανθρώπων είναι δυνατόν να επιτευχθή μόνον διά της αγάπης όπως υποστηρίζει μετά πολλής εμφάσεως εις τα "'Εργα της Αγάπης" ο Kiekegaard. Tα " 'Εργα της αγάπης" είναι κατ' ουσίαν το βιβλίον της κοινωνικότητας. Εις μίαν αναλαμπήν εκ της καταθλίψεως και εντός της γαλήνης, την οποίαν ησθάνετο ο Kierkegaard από την πληρότητα, την οποίαν του παρείχεν η Χριστιανική πίστις, απευθύνεται προς το κοινωνικόν περιβάλλον και υμνών την αγάπην προβαίνει εις την έκκλησιν της συμφιλιώσεως και της κατανοήσεως των ανθρώπων, των οποίων η επικοινωνία διά των έργων της αγάπης θα δώση βαθείαν διάστασιν και υπαρξιακήν προέκτασιν εις την ανθρωπίνην ζωήν.
  28. Η προσευχή απετέλει την μεγαλυτέραν πηγήν χαράς και εσωτερικής πληρότητας διά τον Kierkegaard. Εις το ημερολόγιον του αναφέρει "Η πνευματική μου εργασία με πληροί απολύτως και με κσθιστά ευτυχή, εις σημείον ώστε απορροφούμαι εξ ολοκλήρου εξ αυτής. Ούτω βλέπω την ζωήν μου υπό μίαν νέαν οπτικήν γωνίαν. Θέλω να προσφέρω εις τους άλλους την ανάπαυσιν και την χαράν, ενώ εγώ παραμένω εις τον πόνον, παρηγορούμενας μόνον από την πνευματικήν μου ζωήν. Δεν παραπονούμαι διά την ζωήν μου. Αντιθέτως ευχαρισΤώ τον Θεόν καθ' εκάστην ημέραν διότι μου προσφέρει περισσότερα από όσα θα ανέμεναν. Προσεύχομαι καθημερινώς και τον ευχαριστώ. Εκείνος γνωρίζει". Ημερολόγιον VIII 1 Α 645.
  29. Βλέπε επί της αγωνίας και του άγχους εις την φιλοσοφίαν του Kierkegaard μεταξύ των άλλων και την εργασίαν υπό τον τίτλον. "Το άγχος εις την φιλοσοφίαν του Kierkegaard" Σ.Ι. Μπαλογιάννης. Γρηγόριος Παλαμάς 721: 8-13, 1988.
  30. Ο Kierkegaard και ευρύτερον η υπαρξιακή φιλοσοφία επέδρασεν ισχυρώς επί της θεολογίας, ως καταφαίνεται εκ των έργων των Karl Barth, Rudolf Bultmann, Paul Tillich και Nikolay Berdyayev, ενώ εκ παραλλήλου ετροφοδότησεν τον αθεϊσμόν διά των έργων κυρίως των Heidegger και Sartre. Αι προεκτάσεις της εις τον χώρον της λογοτεχνίας είναι καταφανείς εις τα έργα των Franz Kafka, Jean Paul Sartre, Albert Camus, Simone de Beauvoir. Εις τον χώρον της τέχνης, αι αρχαί της υπαρξιακής φιλοσοφίας εξεφράσθησαν κυρίως δια του εξπρεσσιονισμού και του υπερρεαλισμού, διά των οποίων καταβάλλεται η προσπάθεια αντικατοπτρίσεως διά της τέχνης των εσωτερικών βιωμάτων της ανθρωπίνης ψυχής ακόμη και υπό την ακραίαν των μορφήν.
  31. Εις τον χώρον της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής, αι απόψεις του Soren Kierkegaard και ευρύτερον αι αρχαί της υπαρξιακής φιλοσοφίας εξεφράσθησαν σαφώς διά των έργων του Karl Jaspers και του Ελβετού Ψυχιάτρου Ludwing Binswanger.
  32. Η μελαγχολία τον επεσκέπτετο περιοδικώς και ενεφώλευεν εις την ψυχήν του κατά μεγάλα διαστήματα. Τότε ησθάνετο την σκιάν του θανάτου να τον καλύπτει. Ησθάνετο την νέκρωσιν και την ερήμωσιν. "Η ψυχή μου είναι σαν την νεκράν θάλασσαν, επάνω από την οποίον δεν δύναται να πετάξη κανένα πουλί. 'Οταν θα φθάση εις το μέσον πέφτει νεκρόν και εξαφσνίζεται", γράφει εκφράζων παραστατικώς το βάθος των καταθλιπτικών βιωμάτων του. Ημερολόγιον ΙΙ Α 59 (1837).
  33. Soren Kierkegaard: Aflusttende Unidenskabelig Efferskrift til de philosophiske (1846) KW 12 (2vols) SV 7.
  34. "Η απελπισία είναι ασθένεια του πνεύματος, ασθένεια του Εγώ, δυναμένη να λάβη τρείς μορφάς (α) απελπισία κατά την οποίαν δεν συνειδητοποιούμε το Εγώ μας, (β) απελπισία κατά την οποίαν δεν θα επιθυμούσαμε να είμεθα ο εαυτός μας και (γ) απελπισία κατά την οποίαν θα επιθυμούσαμε εκδήλως να είμεθα o εαυτός μας". Soren Kirkegaard: Sygdommen til Doden, (Ασθένεια προς θάνατον), 1949.
  35. "Η απελπισία είναι μία ασυμφωνία εντός μίας συνθέσεως, η οποία αυτοαναφέρεται... Εις εκάστην στιγμήν απελπισίας το άτομον προβάλλει εντός του ψυχικού κόσμου του το παρελθόν ως παρόν. Τούτο συμβαίνει διότι η απελπισία δομείται εντός του ανθρωπίνου πνεύματος και το πνεύμα αναφέρεται πάντοτε εις την αιωνιότητα, από την αίσθησιν της οποίας το άτομον ουδέποτε δύναται να απαλλαγή... και ο άνθρωπος κατά συνέπειαν δεν δύναται να απαλλαγή από την σχέσιν προς τον εαυτόν του και το Εγώ του". Soren Kierkegaard.: Sygdommen til Doden, (Ασθένεια προς θάνατον), 1949.
  36. Εις τα έτη της πνευματικής ωριμότητας το φάσμα του θανάτου, έχασε την τραγικότητα του διά τον Kierkegaard. O θάνατος εγένετο ζωή και πύλη εισόδου προς την αιωνιότητα. Γράφει εις το ημερολόγιον του "Η ζωή αποτελεί φυσικήν χαράν και o θάνατος ενέχει της τραγικότητας. Αλλσ όταν απαιτείται να ζή o άνθρωπος ως νεκρός. τότε η ζωή είναι το πλέον τρομερόν βίωμα, το πλέον τρομερόν μαμτύριον. Εν αντιθέσει ο θάνατος είναι ευλογία, απερίγραπτος ευλογία, όταν δι' αυτού οδηγείται ο άνθρωπος εις τον πραγματικόν του στόχον.". Ημερολόγιον ΧΙ Α 86.
  37. "Οι μύθοι και οι θρύλοι πολλάκις αναφέρουν διά ένα ιππότην. ο οποίος βλέπει έν σπάνιον πουλίον και το κυνηγά ακαταπαύστως, αλλά αυτό φεύγει από τας χείρας του και αυτό συνεχίζεται όλην την ημέραν. Την νύχταν όμως ο ήρως ευρίσκεται μακράν της οικίας του και δεν έχει επιτύχει τον σκοπόν του, ζεί την αγωνίαν και την απελπισίαν διότι έχει χάσει τον δρόμον της επιστροφής, πλανόμενος μέσα εις αγνώστους τόπους" Soren Kierkeggard: Sygdommen til Doden, (Ασθένεια προς θάνατον), 1949, p. 66.
  38. "Εις το ημίφως και εις την άγνοιαν λαμβάνει χώραν μία διαλεκτική σύμπραξις βουλήσεως και γνώσεως και ως εκ τούτου εις την ψυχολογικήν εξέτασιν ενός ατόμου κινδυνεύομεν να εκτραπώμεν από την ορθότητα υπογραμμίζοντες αποκλειστικώς το νοητικόν ή το βουλητικόν στοιχείον". Soren Kierkegaard: Sygdommen til Doden, (Ασθένεια προς θάνατον), 1949, p. 88.
  39. "Η ανθρωπίνη ύπαρξις, η οποία αγνοεί ότι είναι πνεύμα, η οποία δεν έχει προσωπικήν συνείδησιν ενώπιον του Θεού, ως πνεύμα, η οποία δεν στηρίζεται εις τον Θεόν με διαφάνειαν, αλλά θεμελιώνεται και διαλύεται συγχεομένη με κάποιαν αφηρημένην και ασυγκεκριμενοποίητον γενικότητα... έστω και εάν αύτη επιτυγχάνει τους πλέον εκπληκτικούς άθλους, έστω και εάν εξηγή όλην την πραγματικότητα... είναι απελπισία" Soren Kierkegaard: Sygdommen til Doden, (Ασθένεια προς θάνατον), 1949, p. 83.
  40. Soren Kierkegaard.: Either/or Trans. W. Lowry, Princeton University Press 1974.
  41. Η άκρα ταπείνωσις του Κυρίου συνεκλόνιζεν τον Kierkegaard,. Εις το ημερολόγιον του έγραφεν:" Από μικρόν παιδίον ήκουον με πολλήν σοβαρότητα, ότι ενέπτυον εις το πρόσωπον του Κυρίου και οι παροπορευόμενοι εβλασφήμουν. Αυτό το εκράτησα βαθέως εις την καρδίαν μου. Αυτή η σκέψις ήτο η ζωή μου". Επίστευεν βαθέως, ότι ο ακολουθών τον Κύριον πρέπει να δέχεται με χαράν την περιφρόνησιν και τον ονειδισμόν του κόσμου.
  42. Soren Kierkegaard: Sygdommen til Doden, (Ασθένεια προς θάνατον), 1949, p. 217.
  43. "Ο Θεάνθρωπος είναι το πρότυπον. Ούτως ο χριστιανισμός είναι ο έλεγχος της υπάρξεως, ο οποίος ερωτά κατά πόσον θα είσαι αληθής μαθητής Εκείνου ή τουλάχιστον θα ευρίσκεσαι εις ειλικρινή και αληθή επικοινωνία με Εκείνον". Ημερολόγια ΧΙ Α 22.
  44. "Το Είναι συνίσταται εκ του πεπερασμένου και του αιωνίου. Η σύνθεσις αμφοτέρων αποτελεί συσχέτισιν αμφοτέρων, η οποίο συνδέει το έν μετά του ετέρου. γεγονός το οποίον κατ' ουσίαν εκφράζει την ελευθερίαν. Το Είναι είναι ελευθερία. " Soren Kierkegaard: Sygdommen til Doden, (Ασθένεια προς θάνατον), 1949, p. 169.
  45. Βλέπε σχετικώς την μελέτην του G. Μalantschuk: Frihedens Problem/Kierkegaards Begreben Angest (Το πρόβλημα της ελευθερίας εις την Έννοιαν του φόβου, του Kierkegaard) Kobenhvn, 1971.
  46. Soren Kierkegaard.: The concept of dread. Tranl. W Lowry, Ν. Jersey, Princeton Univ. Press, 1973, p. 19.
  47. Βλέπε σχετικώς την εργασίαν του Collins J: The Mind of Kierkegaard, Princeton University Press, 1953.
  48. "Mία χρυσή κλείς προσαρμόζεται εις άλας τας κλειδαριάς. Αλλά και η αποφοσιστικότης και η αυτοδυναμία ανοίγουν τας θύρας. Δι' αυτόν τον λόγον και οι αρεταί αύται δίδουν την λύσιν και δι' αυτής της λύσεως αι θύραι διανοίγονται προ των ευγενεστέρων δυνάμεων της ψυχής". Ημερολόγιον 828 (1848).
  49. Ημερολόγιον 44 V Β 56: 2.
  50. Soren Kierkegaard: "Η έννοια του άγχους", σελ. 112.
  51. "Η αγωνία είναι καρπός της ελλείψεως υπομονής. Συνεπώς αποτελεί καθήλωσιν του ατόμου εις τα στενά όρια της προσωρινότητος". Pap. Χ,2,Α,384. "Εκ παραλλήλου όμως η αγωνία αποτελεί και το προανάκρουσμα του δυνατού, του επιτευκτού, δι' ό και ασκεί ενίοτε τρομεράν επίδρασιν επί του ατόμου". Pap. Χ, 2,Α.22.
  52. "Tί είναι η χαρά ή τι είναι αυτό, το οποίον δύναται να χαρακτηρισθή ως χαρά; Είναι έν προσωρινόν βίωμα, προσωρινόν καθ' εαυτό, αναφερόμενον εις το σήμερον υπό την αυστηράν έννοιαν του σήμερον. Μετέχεις εις αυτό μόνον μέσα εις τον χρόνον του σήμερον, τον χρόνον του παρόντος και εντός της χαράς κατανοείς την παροδικότητα σου. Η χαρά είναι διά το παρόν με όλην την έμφασιν εις την έννοιαν του παρόντος". Soren Kierkegaard: Lilen paa Marken οg Fluglen under Himlen. σελ. 355.
  53. Ημερολόγια ΙΙΙ, Α 96.
  54. "Ησθάνθην χαράν πολλάκις όταν εδιάβαζα έν ωραίον ποίημα ή έν έργον, το οποίον αντικατόπτριζεν την ιδιοφυίαν του συγγραφέως. Επεκράτει όμως εντός μου η σκέψις ότι εάν ήμην o συγγραφεύς των η χαρά θα υπεχώρη υπό το κράτος της ματαιοδοξίας". Ημερολόγιον Ι Α 118.
  55. Ημερολόγιον Ι Α,89 (9 Οκτωβρίου του 1835).
  56. "Μόλις επέστρεψα από μίαν συγκέντρωσιν, όπου ήμουν η ζωή και η ψυχή της συντροφίας. Ευφυολογίαι έρρεον από τα χείλη μου. 'Ολοι με εθαύμαζον και εγέλουν- αλλά εγώ έφυγα. Ναι. Ας βάλω τόσο αποσιωπητικά όσοι είναι σι ακτίνες της γης..... 'Ηθελα να αυτοκτονήσω". Ημερολόγιον Ι Α,161..
  57. "'Οταν είσαι έξω με το κρίνα και τα πουλιά έχεις την αίσθησιν ότι είσαι ενώπιον του Θεού, γεγονός τα οποίον τόσον συχνά λησμονείται όταν συζητάς με τους ανθρώπους. Διότι όταν είμεθα δύο, διά να μη είπω δέκα ή περισσότεροι, λησμονούμε τόσον ευκόλως ότι είμεθα όλοι ενώπιον του Θεού. Αλλά το κρίνα, τα οποίο είναι πραγματικοί διδάσκαλοι σε διδάσκουν εις βάθος. Δεν συζητούν μαζί σου, αλλά ποραμένουν εν σιωπή και διά της σιγής των σου υπενθυμίζουν ότι είσαι ενώπιον του Θεού και ότι με όλην την σοβαρότητα και το πνεύμα της αληθείας θα ηδύνατο να είσαι εν σιωπή ενώπιον του Θεού" Soren Kierkegaard: Lilien paa Marken og Fluglen under Ηimlen: Tre gudelige Taler, σελ. 328.
  58. Soren Kierkegaard: Lilien paa Marken og Fluglen under Himlen. σελ. 355.
  59. Soren Kierkegaard: Opbyggelige Taler i forskilling Aand 1847, ΚW 15, SV 8.
  60. Soren Kierkegaard: Η καθαρότης της καρδίας συνίσταται εις την επιθυμίαν ενός μόνον πράγματος. Μεταφp. εκ της Δανικής εις την Αγγλικήν υπό του Douglas Steere. Harper Torchbooks.
  61. Soren Kierkegaard: Upbyggelige Taler Ι forskcelling Aand (Ελεύθεροι διατριβαί επί διαφόρων πνευματικών θεμάτων) 1847 KW 15, SV8.
  62. "Επιθυμών μόνον έν πράγμα, γνησίως και αληθώς μόνον το θέλημα του Θεού, θα έλθης εις αληθή επικοινωνίαν μετά του Θεού. Τότε έαν είσαι μόνος εις την φυλακήν. μακράν όλων των ανθρώπων, εάν ευρίσκεσαι εις την έρημον, εις μίαν έρημον νήσον, εάν γνησίως επιθυμής το θέλημα του Θεού, θα είσαι εις επικοινωvίαν μετά του Θεού και εις ενότητα με όλην την ανθρωπότητα". Soren Kierkegaard: Upbyggelige Taler Ι forskelling Aand (Ελεύθεροι διατριβαί επί διαφόρων πνευματικών θεμάτων) 1847 KW 15, SV8. ρ, 206.
  63. Soren Kierkegaard: Upbyggelige Taler Ι forskelling Aand (Ελεύθεροι διατριβαί επί διαφόρων πνευματικών θεμάτων) 1847 KW 15, SV8.
  64. Soren Kierkeggard: "Είτε...είτε" σελ. 171.
  65. Εις το έργον του 'Είτε.. είτε' αναφέρει χαρακτηριστικώς: "Οποτεδήποτε αναφύεται η ερώτησις είτε.. είτε υπό την αυστηράν έννοιαν, είναι βέβαιον ότι εισέρχεται η ηθική σκέψις και αξιολόγησις. Το μόνον απόλυτον στοιχείον εις την ερώτησιν είτε.. είτε είναι το οναφερόμενον εις την επιλογήν του αγαθού ή του κακού, το οποίον εξ ολοκλήρου ανήκει εις τον χώρον της ηθικής. H αισθητική επιλογή είτε είναι άμεσος είται χάνεται εντός της πολλαπλότητας της. Ν ηθική επιλογή είναι υπό μίαν έποψιν πολύ απλουστέρα αλλά υπό ετέραν έποψιν πολύ δυσκσλωτέρα. Εκείνος, o οποίος καθαρίζει τα πλαίσια της ζωής του εντός του ηθικού σταδίου δεν έχει αρχικώς πολλάς επιλογάς, αλλά η απόφασις της επιλογής του έχει μεγίστην βαρύτητα". Soren Kierkegaard: ;;Either/ Or 2. Tranl. W. Lowry, Ν. Jersey, Princton Univ. Press, 1974.
  66. "Αυτό είναι το μυστικόν της πρώτης αμαρτίας η ποιότης αυτής ασκεί καθοριστικόν ρόλον εις την πορείαν του Είναι Η αφηρημένη σκέψις θεωρεί πολλάκις ότι το πρώτον δεν είναι τίποτε, κατ' ουσίαν όμως είναι πολλάς φοράς κοθοριστικόν στοιχείον". Βλέπε Soren Kierkeggard: The concept of dread. Tranl. W. Lowry, Ν. Jersey, Princton Univ. Press, 1973, pp. 27-28. Και εν συνεχεία "Συμφώνως προς τα παραδεκτά, η διαφορά μεταξύ της πρώτης αμαρτίας του Αδάμ και της πρώτης αμαρτίας εκάστου ανθρώπου είναι η ακόλουθος: Η αμαρτία του Αδάμ εισάγει την αμαρτωλότητα, ως συνέπειαν, ενώ η πρώτη αμαρτία εκάστου ανθρώπου είναι απότοκος αυτής της αμαρτωλότητας". The concept of dread. Tranl. W Lowry, Ν. Jersey, Princton Univ. Press, 1973, p. 27.
  67. Βλέπε Soren Kierkegaard: The concept of dread. Tranl. W. Lowry, Ν. Jersey, Princton Univ. Press, 1973,ρ28.
  68. Soren Kierkegaard: Sygdommen til Doden, (Ασθένεια προς θάνατον). 1949, p. 199.
  69. Το γεγονός ότι κατά την παιδικήν του ηλικίαν ο πατήρ του, υπό το κράτος της πενίας και της απελπισίας, κατεφέρθη εναντίον του Θεού, συνεκλόνισεν τον Kierkegaard και παρέμεινεν αλησμόνητον καθ' όλην την ζωήν του. Το 1848 έγραφεν ακόμη επ' αυτού. "'Ητο τρομερόν το γεγονός. ότι ο άνθρωπος αυτός (o πατήρ του), όταν ήτο μικρόν παιδίον και έβοσκεν τα πρόβατα του εις τους λειμώνας της Ιουτλάνδης, υποφέρων από την πείναν και την σνέχειαν. ετόλμησεν να αναβή εις ένα λόφον, να υψώση τας χείρας εις τον ουρανόν και να καταφερθή κατά του Θεού. Αυτός o άνθρωπος δεν το ελησμόνησεν ποτέ αυτό το γεγονός σκόνη και όταν έφθασεν εις την ηλικίαν των ογδοήκοντα δύο ετών". Ημερολόγιον VII, Α5.
  70. Παράβαλε επ' αυτού τας σχετικάς αντιλήψεις του Rudolf Οtto και το παράδειγμα του προφήτου Ησαϊα λέγοντος "Ω τάλας εγώ, ότι κατανένυγμαι, ότι άνθρωπος ών και ακάθαρτα χείλη έχων εν μέσω λαού ακάθαρτα χείλη έχοντος εγώ οικώ και τον βασιλέα κύριον σαβαώθ είδον τοίς οφθαλμοίς μου (Hσ.6,5). Εκ παραλλήλου βλέπε την συμβολήν του Rudolf Otto: The idea of the Ηoly. Trasl. J. Harvey, New York 1976, p. 50.
  71. Τόσον κατά τον Soren Kierkegaard όσον και ευρύτερον εντός των πλαισίων της υπαρξιακής φιλοσοφίας η έννοια της βουλήσεως διαδραματίζει καθοριστικόν ρόλον εις την πορείαν του ατόμου, καθ' όσον επικρατεί η άποψις ότι εν μέσω των υπαρχουσών δυνατοτήτων η ύπαρξις εκάστου προσώπου δύναται να προβή ελευθέρως και ακωλύτως εις την επιλογήν των εναρμονιζομένων προς τας βαθυτέρας αυτού προσδοκίας αρχών. Επί της θεμελιώσεως του υπαρξιακού στοχασμού βλέπε και το εξαίρετον έργον εις την Δανικήν γλώσσαν του Μalantschuk G: Frihed og Eksistens, Studier i Soren Kierkegaards taekning. Kobenhavn, CA Reitzels Forlang, 1980.
  72. Soren Kierkegaard: Upbyggelige Taler Ι forskelling Aand (Ελεύθεροι διατριβαί επί διαφόρων πνευματικών θεμάτων) 1847 KW 15,SV8. σελ. 87.
  73. Εν τω ιδίω σελ. 97.
  74. Εις μίαν εκ των προσευχών του ο Kierkegaard λέγει "Κύριε του Ουρανού! Μη καταλογήσης τας αμαρτίας μας εναντίον ημών, αλλά ενδυνάμωσε μας διά να ταχθώμεν εναντίον των αμαρτιών μας, ούτως όταν η σκέψις Σου εξασθενή εντός της ψυχής μας και κάθε φοράν κατά την οποίαν εξασθενεί, να μη ενθυμούμεθα τα σφάλματα, τα οποία διεπράξαμεν, αλλά τα σφάλματα τα οποίο Εσύ μας συνεχώρησας, να μη ενθυμούμεθα πόσον ημείς αποκλίναμεν εκ της οδού Σου, αλλά πόσον Εσύ μας έσωσας".
  75. "Ο φοβούμενος την τιμωρίαν δεν επιθυμεί τον Κύριον, επιθυμεί μόνον της αποφυγήν της τιμωρίας" γράφει εις το έργον του υπό τον τίτλον" Η καθαρότης της καρδίας συνίσταται εις την επιθυμίαν ενός μόνον πράγματος", σελ. 83. Εις το ίδιον έργον αναφέρει εν συνεχεία, ότι ο φόβος της αμαρτίας διά την ανθρωπίνην ψυχήν είναι όπως μία τροφός χωρίς γάλα διά το βρέφος.
  76. Παρ' όλον τον βαθύν θαυμασμόν, τον οποίον έτρεφεν o Soren Kierkegaard διά τον Σωκράτην, τον οποίον εθεώρει υπόδειγμα φιλοσόφου, ο οποίος εθυσιάσθη δια τας αρχάς του, εν τούτοις εις το θέμα της αμαρτίας απομακρύνεται του σωκρατικού ορισμού, καθ' όσον θεωρεί ότι η αμαρτία δεν συνδέεται μετά της γνώσεως αλλά κυρίως μετά της βουλήσεως. Η σωκρατική άποψις εδραιώνει μία διανοητικήν κατηγορηματικήν προσταγήν, εν αντιθέσει προς τον Χριστιανισμόν, εις τον οποίον η εκ Θεού αποκάλυψις καθίσταται ο κύριος γνώμων πάσης αξιολογήσεως και πάσης βουλητικής κατευθύνσεως. Βλέπε σχετικώς "Ο Σωκράτης κατά τον Kierkegaard" Σ.Ι. Μπαλογιάννης Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής 1994; 11: 349-259.
  77. Βλέπε σχετικώς εις την Ασθένειαν προς Θάνατον "Τόσον συχνά παρανοείται, ότι το αντίθετον της αμαρτίας δεν είναι, κατ' ουδένα τρόπον. η αρετή. Η άποψις αύτη έχει εξωχριστιανικήν προέλευσιν, διά τούτο εκφράζεται διά καθαρώς ανθρωπίνων μέτρων και δεν δύναται να κατανοήση, ότι η έννοια της αμαρτίας συνδέεται αρρήκτως προς την πίστιν εις τον Θεόν. Ούτω το αντίθετον της αμαρτίας είναι η πίστις, όπως διατυπούται και υπό του Αποστόλου Παύλου εις την προς Ρωμαίους επιστολήν 14,23' παν δε ουκ πίστεως αμαρτία εστίν. Διά όλην την χριστιανοσύνην αποτελεί αποφασιστικής σημασίας ορισμόν, ότι το αντίθετον της αμαρτίας δεν είναι η αρετή αλλά η πίστις". Sickness unto Death, μ. 213.
  78. Παράβαλε επ' αυτού και τας απόψεις του Aulen, ο οποίος βαθέως επηρεασθείς από τον Kierkegaard δηλοί ότι η αμαρτία είναι η δύναμις, η οποία αντιτίθεται προς την δύναμιν της αγάπης του Θεού. Gustav Aulen: Den Allmanneliga Kristnatron. Stockholm 1965, p. 235 ff.
  79. Soren Kierkegaard: Τρείς ομιλίαι επί της Θείας Μεταλήψεως της Παρασκευής. σελ. 374f.
  80. Soren Kierkegaard: Philosophical Fragments. Transl. by D. Swenson. New Jersey, Princton University Press 1946, p. 10.
  81. Soren Kierkegaard. Sygdommen til Doden, (Ασθένεια προς θάνατον). 1949, p. 201.
  82. Soren Kierkegaard: Sygdommen til Doden, (Ασθένεια προς θάνατον). 1949, p. 207.
  83. "Η αμαρτία δι ' ένα παγανιστήν δεν έχει υπόστασιν, διότι o παγανιστής δεν έχει μέτρον αναφοράς εις τας εννοίας του αγαθού και του κακού. Ως εκ τούτου και ο Σωκράτης καθορίζει την αμαρτίαν απλώς ως άγνοιαν, χωρίς να δύναται να εξειδικεύση τους χαροκτήρας αυτής. Εάν όμως η αμαρτία είναι απλώς η άγνοια του ορθού και το ορθόν δεν έχει καθορισθή, τότε δεν υφίσταται η αμαρτία". Soren Kierkegaard: Sygdommen til Doden, (Ασθένεια προς θάνατον). 1949.
  84. O Kierkegaard διά της ευφυίας του, η οποία φύσει τον ωδήγει εις την διά της κατανοήσεως αποδοχήν όλων των εννοιών, συμπεριλαμβανομένων και των εχουσών μεταφυσικήν προέκτασιν, αντιμετώπιζεν ως ουσιώδες εσωτερικόν πρόβλημα την πλήρη αποδοχήν της πίστεως και την απόλυτον εδραίωσιν του επ' αυτής. Γράφει χαρακτηριστικώς. "Αυτό το οποίον ζητά η πίστις είναι η υπέβασις της κατανοήσεως. Ως εκ τούτου η πίστις είναι τόσον δύσκολος διά τα άτομα με υψηλήν ευφυίαν, όσον και διά τα έτερα. Αλλά διά τα έχοντα υψηλήν ευφυίαν είναι καταφανώς δυσκολωτέρα". Soren Kierkegaard. Concluding Unscientific Postscript. Trans. DF Sweenson and W. Lowry NJ, Princton University Press 1941, p. 337.
    s
  85. Soren Kierkegaard: Syndrommen til Doden, (Ασθένεια προς θάνατον). 1949, p. 217.
  86. Εν αντιθέσει προς τον Kierkegaard εις πολλούς εκ των εκπροσώπων της υπαρξιακής σχολής διακρίνονται σαφείς ανθρωπιστικοί τάσεις, καθ' όσον αποδίδεται ιδιαιτέρα βαρύτης εις τας προσπαθείας και τα κίνητρα του ανθρώπου και εις την μακράν του υπερβατικού όντος αυτοδυναμίαν του. Ως εκ τούτου η θλίψις και η ενοχή αποτελούν όλως ανθρωπίνας καταστάσεις, αι οποίαι απορρέουν από την μείωσιν του αισθήματος αυτοεκτιμήσεως. Αι ανθρωπιστικοί τάσεις του υπαρξισμού αναλύονται καλώς μεταξύ των άλλων έργων και εις το πόνημα του Olson RG: Αn introduction to Existentialism, New York 1962.
  87. Ο Bohlin συμφωνεί με τας απόψεις του Soren Kierkegaard επί της καθηλώσεως διά της αμαρτίας εις το αισθητικόν στάδιον και υπογραμμίζει επί πλέον, ότι αι αντιδράσεις του ατόμου, συνεπεία της αμαρτίας, δεν αποτελούν συνάρτησιν της ελευθέρας επιλογής αυτού, αλλά κατά κανόνα λαμβάνουν χώρον παρορμητικώς και υπό το κράτος του εξωγενούς κινήτρου. Βλέπε σχετικώς: Bohlin Τ: Soren Kierkegaards Etiksa Askandning med sarskild hansyn till bergepet "den enskilde" Uppsala: Αlmqvist och Wiksells Boktryckeri ΑΒ, 1918: ρ, 141 ff
  88. Ο ίδιος ο Kierkegaard διακατείχετο από έντονα αισθήματα ενοχής, κυρίως διά την διάλυσιν της μνηστείας του μετά της Regina Olsen, την απόφασιν της οποίας έλαβεν υπό το κράτος της μελαγχολίας και του φόβου της επιδεινώσεως της σωματικής και ψυχικής του υγείας. Εις τας 11 Αυγούστου του 1841 επέστρεψεν εις την μνηστήν του τον δακτύλιον των αρραβώνων, συνοδεύων αυτό με την ακόλουθον βραχείαν επιστολήν, η οποία είναι εκφραστική των συναισθημάτων του και της αγωνίας του: "Διά να μη θέσω εις πολλοστήν δοκιμασίαν έν γεγονός το οποίον επιβάλλεται να γίνη και το οποίον διά να πραγματοποιηθή χρειάζεται αρκετήν δύναμιν ας γίνη εν τέλει. Προ πάντων να λησμονήσης αυτόν, ο οποίος σου γράφει την επιστολήν, ο οποίος παρά την αξίαν του εις ωρισμένους τομείς εν τούτοις δεν δύναται να σε καταστήση ευτυχή. Εις την ανατολήν όταν κάποιος στέλλει ένα μετάξινον νήμα, αυτό συμβολίζη την θανατικήν καταδίκην του λαμβάνοντας, εδώ η αποστολή ενός δακτυλίου συμβολίζει την θανατικήν καταδίκην του στέλλοντος".
  89. Βλέπε Soren Kierkegaard: Either/Or 2. Tranl. W.Lowry, Ν. Jersey, Princeton Univ. Press, 1974, ρ. 263.
  90. O Harris και έτεροι εκ των σχολιαστών του Kierkegaard υποστηρίζουν, ότι παρά τας προσπαθείας του παρέμεινεν ούτος καθηλωμένος διηνεκός εις το αισθητικόν στάδιον, εξ ού και το συνεχές αίσθημα της απογνώσεως και της απελπισίας, το οποίον καθίσταται καταφανές εις αποσπάσματα του ημερολογίου του. Βλέπε σχετικώς την εργασίαν του Harris Ε: Man s Ontological Predicament: Α detaιled analysis of Soren Kierkeggard s concept of sin with special reference to The Concept of Dread. Uppsala 1984.
  91. "Τα κρίνα του αγρού και τα πετεινά του ουρανού'' σελ. 320.
  92. Διά τον ονειδισμόν και τους εμπαιγμούς των ζώντων αποκλειστικώς διά την αγάπην και την δόξαν του Κυρίου βλέπε μεταξύ των άλλων και την ημετέραν μελέτην "Το μαρτύριον της σαλότητος: αναφορά εις τον Αγιον Συμεώνα τον διά Χριστόν σαλόν" εις τον τόμον "Η μήτηρ Εκκλησία'' Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 321-460.
  93. O Kierkeggard διήλθεν από πολλά στάδια εσωτερικών συγκρούσεων, αμφισβητήσεων, απορρίψεων και πνευματικών ταλαντώσεων έως ότου το 1838, εις τας 19 Maίου την πρωίαν ησθάνθη να τον εγγίζη η αγάπη του Θεού και η ψυχή του επληρώθη από ανεκλάλητον χαράν. Pap. ΙΙ Α, 228.
  94. Βλέπε επ' αυτού τον 'Αγιον Ισαάκ τον Σύρον λέγοντα "... η δε προς τον Θεόν σχέσις (γίνεται) διά της ψυχικής ενθυμήσεως, και της προσευχής, των δεήσεων και της ολοκαυτώσεως του εαυτού σου, εάν δε επιμείνης επί πολύ εις την ενθύμησιν αυτού, φθάνεις μετά καιρόν εις έκπληξιν και θαυμασμόν, διότι ευφραίνεται η καρδία των ζητούντων τον Κύριον". Ασκητικά. Εκδ. Ρηγοπούλου Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 34.
  95. Εις το ίδιον έργον, 119.
  96. Η αγάπη είναι η γλώσσα του ουρανού. Τα έργα της αγάπης συνθέτουν μίαν ιδιαιτέραν γλώσσαν, η οποία αποτελεί την μόνην οδόν επικοινωνίας εις την αιωνιότητα. Χαρακτηριστική είναι η προσευχή του Kierkegaard εις τα "'Εργα της Αγάπης": "Υπάρχουν εις την πραγματικότητα μόνον λίγα έργα, τα οποία η ανθρωπίνη γλώσσα θα ηδύνατο υπό την αληθή έννοιαν να χαρακτηρίση ως έργα της αγάπης, αλλά εις τον ουρανόν ουδέν έργον είναι δυνατόν να γίνη αποδεκτόν, παρά μόνον εάν είναι έργον της αγάπης, υπό την πλέον ειλικρινή και διαυγή έννοιαν... "Soren Kierkegaard: Works of Love. Transl. D. and L. Swenson. New Jersey, Princeton University Press, ρ. 4.
  97. Εις το έργον, 11.
  98. "Με τι είναι καλλίτερον να συγκρίνωμεν την αγάπην, η οποία εκφράζεται διά των λόγων παρά μόνον με τα φύλλα των δένδρων. Αι λέξεις και αι φράσεις και αι προθέσεις της αγάπης, εκφράζουν εμμέσως την αγάπην, αλλά δεν είναι αυτή αύτη η αγάπη". Εις το αυτό έργον, ΙΙ.
  99. Εις το αυτό έργον, 228.
  100. Soren Kierkegaard: Christian Discourses. Transl. W Lowry, Ν. Jersey, Princeton Univ. Press. 1974, p 149.
  101. Βλέπε σχετικώς την εργασίαν του Gouwens D: Kierkegaard as Religious Thinker: Ραssions, νirtues and Praxis, Cambridge University Press, Cambridge 1996.
  102. Ας θέσω εις προτεραιότητα αυτό το οποίον αποτελεί την βαθυτέρον έννοιαν της ζωής μου, το περιεχόμενον της ζωής μου, την πληρότητα, την ευτυχίαν, την ειρήνην, την ικανοποίησιν της ζωής μου. Υπάρχουν πολλοί φιλόσοφοι, οι οποίοι αναφέρονται εις την ανθρωπίνην αξίοπρέπειαν και την ανθρωπίνην ισότητα. Υπό την Χριστιανικήν έποψιν, έκαστος των ανθρώπων, απολύτως έκαστος των ανθρώπων και διά μίαν ακόμην φοράν απολύτως έκαστος των ανθρώπων είναι ίσος ενώπιον του Θεού. Και πώς είναι ίσος ενώπιον; Καθ ' όσον αγαπάται υπό Εκείνου. Ούτως επέρχεται η ισότης, μία απέραντος ισότης μεταξύ των ανθρώπων" The Journals of Kierkeggard. Dru, Alexander ed. Oxford University Press 1936, ρ. 551.
  103. Soren Kierkeggard: Either/Or Trans. W. Lowry, New Jersey, Princeton University Press 1974, 1: 1 16,2: 77,2: 280,2: 297.
  104. Βλέπε σχετικώς: Soren Kierkegaard: Works of Lowe. Transl. D. and L. Swenson. New Jersey, Princton University Press, ρρ. 27-28.
  105. Soren Kierkeggard: Training in Christianity. Trans. W.Lowry, New Jersey, Princeton University Press 1972, ρ. 12.
  106. Εις το ημερολόγιον του αναφέρει: " Η οπτική γωνία υπό την οποίαν πρέπει να θεωρήσωμεν τον Χριστιανισμόν είναι η πραγματικότης της πλήρους ποιοτικής μεταβολής του ανΘρώπου, μίας μεταβολής, η οποία αναφέρεται σταδιακώς εις όλον τον χαρακτήρα του. Η μεταβολή αύτη είναι τόσον μεγάλης ποιοτικής βαρύτητας, όσον είναι η μετάπτωσις του ανθρώπου από το μή Είναι εις το Είναι, γεγονός το οποίον ισοδυναμεί προς πλήρη αναγέννησιν". Ημερολόγιον ΧΙ Α 81.
  107. Soren Kierkegaard: For Self-Examination Trans. W. Lowry, New Jersey, Princeton University Press 1968, ρρ. 102-103.
  108. Εν εκ των προτύπων του Kierkegaard ήτο και ο Αβραάμ, o εκλεκτός του Θεού. Η πίστις του και η υποταγή του εις το Θέλημα του Θεού, δονούν βαΘέως την ψυχήν του. Βαδίζει σταθερώς να θυσιάση τον μονάκριβον υιόν του εις τον βωμόν της αγάπης και της υπακοής του εις τον Θεόν. Ο Kierkegaard εκφράζει τον θαυμασμόν του διά το μέτρον της αγάπης του Αβραάμ προς τον Θεόν. "Δεν είμαι εγώ Αβραάμ, δεν έχω την πίστιν του Αβραάμ, δεν δύναμαι να εκπληρώσω τα έργα της πίστεως, όπως o Αβραάμ", λέγει με πικρίαν, αλλά επιΘυμεί να κατανοήση εις βάθος τον Αβραάμ, να περιγράψη τον άνΘρωπον, ο οποίος εθυσίασεν την πολυτιμοτέραν ανθρωπίνην αγάπην, την αγάπην του υιού του υποτασσόμενος, χωρίς δισταγμούς, εις το Θέλημα του Θεού. Soren Kierkegaard: Johannes Climacus or De Omnibus Dubitandum est. IV, ΒΙ, 123.
  109. Soren Kierkegaard: Lilen ραα Marken of Fluglen under Himlen. σελ. 336f.
  110. Εις μίαν προσευχήν του ο Kierkegaard έλεγεν: "Κύριε του Ουρανού! Σύ μας ηγάπησας πρώτος. Βοήθησαν μας ουδέποτε να λησμονήσωμεν ότι Συ είσαι η Αγάπη και η βεβαιότης αύτη να θρυαμβεύη εις τας ψυχάς μας έναντι της πλάνης του κόσμου, έναντι της ανησυχίας της καρδίας μας, έναντι της αγωνίας διά το μέλλον, έναντι του φόβου διά το παρελθόν, έναντι της δυσπραγίας εκάστης στιγμής. Επί πλέον αξίωσαν μας η αγάπη να παιδαγωγήση την ψυχήν μας, ούτως ώστε η καρδία μας να παραμείνη ειλικρινής και πιστή εις την αγάπην προς όλους τους ανθρώπους τους οποίους μας εζήτησας να αγαπώμεν όπως τον εαυτόν μας".
  111. Η αγάπη "οικοδομεί" τον αδύνατον και πεπερασμένον άνθρωπον, τον απελευθερώνει εκ της θλίψεως, τον ανυψοί πνευματικώς και τον καθιστά "Ιππότην της Πίστεως". Soren Kierkegaard: Works of Love. Transl. D. and L. Swenson. New Jersey, Princton University Press, ρ. 210, ef FT, 39.
  112. Επί της μελαγχολίας του Kierkegaard διετυπώθησαν πολλαί απόψεις, στηριζόμενοι κυρίως εις τον τρόπον της ζωής του και εις το ημερολόγιον του και ουχί εις την ουσίαν του φιλοσοφικού στοχασμού του. Ούτως ο Heilberg, εντός των πολλών έργων του, τα οποία αναφέρονται εις τον Kierkegaard, αφήνει να υπογραμμισθή, ότι η μελαγχολία του είχεν κληρονομικήν ή κληρονομικο-οικογενή χαρακτήρα. Ο Helweg εκ παραλλήλου Θέτων προ οφθαλμών την μελαγχολίαν του Kierkegaard υπό αμιγώς ψυχιατρικήν οπτικήν γωνίαν ισχυρίζεται., ότι ούτος ήτο μανιοκαταθλιπτικός, φερόμενος περιοδικώς εκ της υπομανίας εις την μελαγχολίαν. Βλέπε σχετικώς τα έργα. Heiberg ΡΑ: Soren Kierkegaard religiose udvikting. Psykologisk microskopi, Kobenhavn, 1925 και Heiweg Η: Soren Kierkegaard, et psykiatrisk, psychologisk Studie, Kobenhavn, Hageruρ, 1933. Εν τούτοις η προσεκτική μελέτη όλων των έργων του Kierkegaard καθιστά εμφανή την έλλειψιν ενδογενών στοιχείων εις την κατάθλιψιν αυτού και προβάλλει διαυγώς την σύνδεσιν αυτής με τας περιόδους της ζωής του, κατά τας οποίας παρετηρείτο απομάκρυνσις του εκ του χώρου της αγάπης του Θεού και κάμψις του εις την προσπάθειαν διά συνεχείς πνευματικάς αναβάσεις,
  113. "Εις μάτην ο Χριστός ( ο Ταπεινωμένος, ο Πτωχός, ο Δεδιωγμένος, ο Εσταυρωμένος) λέγει εις τον άνθρωπον ακολούθει μοι". Ημερολόγιον ΧΙ Α 104.
  114. Βλέπε σχετικώς Soren Kierkegaard: Christian Discurses. Trans. W. Lowry, New Jersey, 1974, ρ. l8ff.
  115. Soren Kierkegaard: Η έννοια του άγχους (1844).
  116. Soren Kierkegaard: Either/or: Α fragment of life ( 1843).
  117. "Η απελπισία διά τα εγκόσμια είναι η πλέον διαδεδομένη, φερομένη κυρίως ως απελπισία της αμεσότητας. Οσον η απελπισία διαποτίζεται από στοχασμόν τόσον καΘίσταται σπανιοτέρα". Soren Kierkegaard: Sygdommen til Doden, (ΑσΘένεια προς Θάνατον). 1949, ρ. 104.
  118. Ο άνθρωπος απελπίζεται διά το αιώνιον, διότι η αιτία δία την οποίαν αποδίδει τόση μεγάλην αξίαν εις τα εγκόσμια, ακόμη και η αιτία η οποία τον οδηγή να ίδη έν εγκόσμιον ως ολότητα και να αποδώση εις αυτό τόσην αξίαν είναι αυτή αύτη η απελπισία του διά το αιώνιον". Soren Kierkegaard: Sygdommen til Doden, (ΑσΘένεια προς Θάνατον). 1949, ρ. 212.
  119. Επί των απόψεων αυτών του Kierkegaard καταφανώς διακρίνεται η επίδρασις των ορθοδόξων Πατέρων της Εκκλησίας επί της ταπεινώσεως και της απαθείας, ως οδών, διά των οποίων δύναται ο άνθρωπος να προσεγγίση την αληΘή πίστιν και να βιώση την αγάπην του Θεού. Πρβλ. Μαξίμου του Ομολογητού: "Οδός επί την γνώσιν εστίν απάΘεια καί ταπείνωσις, ών χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον" (Περί Αγάπης Δ 57-58, PG 9ο, 1061 Α).
  120. "Ο Φιλόσοφος ως πρόσωπον πρέπει να έχη βαθέως συνειδητοποίήση τον εαυτόν του και την σημασίαν εκάστης στιγμής". Ημερολόγιον ΙΙΙ, 2739-44.
  121. Ο Kierkegaard επραγματοποίησεν τέσσερα συνολικώς ταξείδια εις την Γερμανίαν και ειδικότερον εις το Βερολίνον. Εις το πρώτον ταξείδιον παρέμεινεν εις το Βερολίνον από τας 25 Οκτωβρίου του 1841 έως τας 6 Μαρτίου του 1842, παρακολουθήσας διαλέξεις του Schelling. Τα έτερα ταξείδια του ήσαν βραχύτερα. Η τελευταία παραμονή του εις το Βερολίνον διήρκεσεν από τας 2 έως και 16 Μαϊου του 1846. Παρά τον αρχικόν του ενθουσιασμόν, η επίδρασις του Schelling επί των φιλοσοφικών Θέσεων του υπήρξεν ελαχίστη.
  122. Εις το ίδιον έργον σελ. 328.
  123. "Μόνον ο άνθρωπος, ο οποίος έφθασεν εις το σημείον να αρνήται την ζωήν του και να κρατά σταθεράν διά της Χάριτος του Θεού την πίστιν του και την αγάπην του εις τον Κύριον και να μή αμφιβάλλη μέχρι της βαθυτέρας πτυχής της ψυχής του ότι ο Θεός Αγάπη εστι μόνον τότε είναι ώριμος διά την αιωνιότητα". Ημερολόγιον ΧΙ Α 439 (25 Σεπτεμβρίου 1855).
  124. "Μόνον ο άνθρωπος, ο οποίος έφθασεν εις το σημείον να αρνήται την ζωήν του και να κρατά σταθεράν διά της Χάριτος του Θεού την πίστιν του και την αγάπην του εις τον Κύριον και να μή αμφιβάλλη μέχρι της βαθυτέρας πτυχής της ψυχής του ότι ο Θεός Αγάπη εστί μόνον τότε είναι ώριμος διά την αιωνιότητα'. Ημερολόγιον ΙΧ Α 439 (25 Σεπτεμβρίου 1855).
  125. Εγραφεν ο Kierkegaard εις το ημερολόγιόυ του. "Μετά τον θάνατον μου, ουδείς θα είναι δυνατόν να ανεύρη εις τα γραπτά μου (και αυτό με παρηγορεί) την παραμικρόν πληροφορίαν δι' αυτό, το οποίον απετέλει το περιεχόμενον της ζωής μου, ουδείς θα γνωρίση τι ήτο χαραγμένον εις το βαθύτερον Είναι μου και τι απετέλει το στοιχείον της μεγίστης αξίας και σημασίας δι' εμέ. Ουδείς θα γνωρίση τι είναι αυτό, το οποίον ωδήγη τους ανθρώπους να μη με κατανοούν και να με παρερμηνεύουν, γεγονός το οποίον δεν έχει πλέον σημασία δι' εμέ, καθ' όσον παίρνω μαζί μου το μυστικό ν, το οποίον θα ερμήνευεν όλην την ζωήν μου". Ημερολόγιον IV Α 85.
  126. Βλέπε διά περισσότερες πληροφορίες το έργον του Barret W: Irrational Man: Α study in Existential Philosophy Double Day Anchor, 1962.
  127. Βλέπε σχετικώς το έργον του Macquarrie J: Existentialism, New York, Penguin 1972.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ammundsen V: Soren Kierkegaards Ungdomhans Slaeg og hans religiose Udviklink. Kopenhavn 1912.
Auslen Gustav: Den Allmainneliga Kristma tron. Stocholm 1965. Barret W: Irrational Man: A study in Existential Philosophy. Double Daγ Anchor, 1962.
Billeskov Jamsen FJ: Studier i Soren Kierkegaards litterateraere Kunst, Kobenhabn 1951.
Bohlin Torsten: Soren Kierkegaards dogmatiska askadming. Stockholm 1925.
Bohlin T: Soren Kierkeggards Etiksa Askandning med Sarskild hansγn till begrepet "den enskilde" Uppsala: Almqvist och Wiksells, Boktrγckeri 1918.
Brandes Georg: Soren Kierkegaard. En kritisk Fremstilling I Grundrids, Kobenhavn, Gyldendal 1877.
Christensen V: Soren Kierkegaard Vej til Kristendommen. Kobenhavn 1955.
Clair A: Pseudonymie et Paradoxes La pans~ee Dialectique de Kierkegaard. J. Vrin, Paris 1953.
Collins J: The Mind of Kierkegaard, Princeton University Press, 1953.
Croxall TH: Kierkegaard Studies. London 1948.
Descartes R: Discourses on method and the meditation. Middlesex 1979, p. 59.
Eller V: Kierkegaard and radical Discipleship: A New Perspective. Princeton University Press, Princeton 1968.
Gordon M: Kierkegaards Anthropology, Marquette University Press, 1996.
Gouwens D: Kierkegaard as Religious Thinker: Passions, Virtues and Praxis, Cambridge University Press, Cambridge 1996. Hall RL: Word and Spirit: A Kirkegaardian Critique of the modern
Age. Bloomington. Indiana University Press 1993. Hamsen K: Soren Kierkegaard 1. Kobenhavn 1954.
Harris E: Manes Ontological Predicament. A detailed analysis os Soren Kierkegaard s concept of sin with special reference to The Concept of Dread. Uppsala 1984.
Hegel GWF: Vorlesungen uber die Geschichte der Philosophie, III, Werke XV, ed. Philipp Marheineke. Berlin 1832-1845. Hegel GWF: Phaenomenologie des Geistes, Werke Il, Berlin 183?-1845
Heiberg PA: Soren Kierkegaards religiose udvikting. Psykologisk Microskopi. Kobenhavn, 1925.
Heiweg H: Soren Kierkegaard, et psykiatrisk, psychologisk Studie, Kobenhavn, Hagerup, 1933.
Hermann D: Kierkegaard's Dialectic of Existence. Edinburgh, Oliver and Boyd, 1959.
Himmelstrup J: Soren Kierkegaard International Bibliografi. Kobenhavn. Nyt Nordisk Forlag, Amold Busck. 1962. Himmelstrup J: Soren Kierkegaards Pofattelse of Sokrates. Kobenhavn 1924.
Hohlenberg J: Soren Kierkegaard I. Kobenhavn 1948. Hoffding H: Soren Kierkegaard som Filosof. Kobenhavn 1892. Kierkegaard Soren: Breve og Aktstykker vedrorende Soren Kier
kegaard. Thulstrup ed Munksgaard Kobenhavn 1953-1954. Kierkegaard Soren: Vaeker i Udvalds. Vol.l-IV. Ugd. of FJ Bileskov Jansen. Gyldendalske Boghandel, Noedisk Folrlag, Kobenhavn 1950.
Kierkegaard Soren: Lilien paa Larken of Flugen under Himlen. Tre gudelige Taler. Kobenhavn 1849.
Kierkegaard Soren: Christian Discourses. Transl. Walter Lowrie. Oxford 1940.
Kierkegaard Soren: Concluding Unscientific Postescript. Princeton University Press 1944.
Kierkegaar Soren: T he concept of tread. Tranl. W. Lowry, N. Jersey, Princeton Univ. Press, 1973.
Kierkegaard Soren: The concept of Irony, with constant reference to Socrates. Trans. L.M.Capel, Bloomington, Indiana University Press.
Kierkegaard Soren: Journals and Papers. 6 vol. Transl. Howard V. Hong and Edna H. Hong assisted by Gregor Malantschuk. Bloomington, Indiana University Press, 1967.
Kierkeggard Soren: Diario 1-3. A cura di Cornelio Fabro. Brescia 1948-1951.
Kierkegaard Soren: The Journals. Transl and Ed. Alexander Dru. Oxford University Press 1938.
Kierkegaard Soren: The last years. Journals 1853-1855. Edited and Transl. by Ronald Gregor Smith. Harper & Row, New York 1964.
Kierkegaard Soren: Crainte et Treblement. Traduit du danois par PH. Tisseau. Fernard Aubier, Paris 1946.
Kierkegaard Soren: Philosophical Fragments,lohannes Climacus. Ed. and transl Howwward V. Hong and Edna H. Hong. Princeton University Press, Princeton N.J. 1985.
Kierkegaard Soren: Etapes sur de chemin de Ια vie. Tradui de danois par F. Prior et ΜΗ Guignof. Sere ed. Paris 1948. Kierkegaard Soren: Mindeudstilling, Det Kongelige Bibliotek, ΚοbeAhavn 1955.
Kierkeggard Soren: Training in Christianity and The Edifying Discourses. Transl. Lowrie W. Princeton, Princeton University Press 1941.
Kierkeggard Soren: Works of Love. Transl. Lίllian Marvin Swenson, Princeton, Princeton University Press 1946. Kierkeggard Soren: Rurity of Heart is to Will one Thing. Transl. By
Douglas V Steere. Harper~'s 1938.
Kierkeggard Soren: The difficulty of Being Christian. Ed. Jacque Colette. Transl. Ρ. Μ. Mclnerny, L. Turcotte. University of Notre Dame Press, London 1968.
Kierkeggard Soren: Either/Or 2vols. Tranl. H.V. Hong and Ε.Η. Ηοηg, Ν. Jersey, Princeton Univ. Press, 1987.
Kierkeggard Soren: The sickness unto death. W. Lowry. New Jersey 1974.
Kierkeggard Soren: Upbyggelige Taler i forskelling Aand Kobenhavn 1847.
Kirmmse Β: Kierkeggard in Golden Age Denmark, Bloomington, Indiana University Press, 1990.
Kuhle Sejer: Soren Kierkegaards Barndom og Ungtom. Kobenhavn 1950.
Lowrie W: Kierkeggard. 2νοΙ. London, New York, Torondo, Oxford University Press 1938.
Macquarrie J: Existentialism, New York, Penguin 1972. Malantschuk G: Frihed og Eksistens, Studier i Soren Kierkegaards Begreben Angest, Kobenhvn 1971.
Mesnard Ρ: Le vrai visage de Kierkeggard. Paris. 1948. Μπαλογιάννης Σ: Διάβασις διά της Ψυχολογίας. Οεσσαλονίκη 1982, Εκδ. Πουρναρά. Σελ. 207-236.
Μπαλογιάννης Σ: Το άγχος εις την φιλοσοφίαν του Kierkeggard. Γρηγόριος Παλαμάς, 1988; 721: 8-13.
Μπαλογιάννης Σ: Ο Σωκράτης κατά τον Kierkegaard. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής 1994; 11: 349-359.
Μπαλογιάννης Σ.Ι: Η Ψυχοθεραπεία κατά την αρχαιότητα Τόμος I Καλογήρου. Οεσσαλονίκη 1990.
Μπαλογιάννης Σ: Η διά Χριστόν σαλότης: Μαρτυρία και Μαρτύριον. Γρηγόριος ο Παλαμάς 1992; 75: 959-965.
Μπαλογιάννης Σ: Το μαρτύριον της σαλότης: αναφορά εις τον Αγιον Συμεώνα τον διά Χριστόν σαλόν" εις τον τόμον "H μήτηρ ημών Εκκλησία" Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 321-460. Μπαλογιάννης Σ: Η μελαγχολία του Kierkeggard εις την ζωήν και το έργον του. Γρηγόριος Παλαμάς 773: 303-351, 1998.
Oden TC: Parables of Kierkeggard. Princeton University Press. Princeton 1989.
ΟΙson RG: Απ introductiοn to Existentialism, New York 1962. Otto Rudolf: The idea of the ΗοΙγ. Transl. J. Harvey, New York 1976.
Pojman L: The Logic of Subjectivity. Universitγ of Alabama Press, 1984.
Rosenberg ΡΑ: Soren Kierkeggard, hans Personalighed og hans Forfatterskab. Kobenhavn.
Ruttenberg W: Soren Kierkeggard. Berlin 1929.
Swenson DF: Something about Kierkeggard. Minneapolis 1941. Thulstrup Ν: Kierkeggard and the Church in Denmark, Copenhagen, Reitzel, 1984.
Thust Μ: Soren Kierkeggard, der Dichter des Religoesen. Μϋηchen 1931.
Vardy Ρ: Kierkeggard. Fount, London 1996.
Wahl Jean: Etudes Kierkegaardiennes. Paris 1938. Wittgenstein L: Lectures and Conversations οη Aesthetics, Psychology and Religious Belief. ed. Cyril Barkley, University of California Press, 1966.