|
Τα βιώματα της ψυχής εις τον φιλοσοφικόν στοχασμόν
του Soren Kierkegaard
ΣΤΑΥΡΟΣ Ι. ΜΠΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
Α' Νευρολογική Κλινική Αριοτοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
"Ο χρόνος και η ιστορία έχουν δικαιώσει εκείνους οι οποίοι εβάδιζον αντιθέτως προς το ρεύμα και ήρχοντο εις σύγκρουσιν προς τας δοξασίας της εποχής των" Soren Kierkegaard |
Εισαγωγή
Η παρουσία του Kierkegaard εις τον χώρον της φιλοσοφίας επετέλεσεν έν ισχυρόν κίνητρον διά την αναζήτησιν του απολύτου και την διείσδυσιν εις τα βάθη της ανθρωπίνης ψυχής, προς εναμόχλευσιν αξιών και αληθειών, τος οποίας ο άνθρωπος καλείται να βιώση εις την ολότητα των, χωρίς οριοθετήσεις και εξαρτήσεις από εξωτερικούς παράγοντες:
Ο αλληγορικός και αρχικώς δυσπρόσιτος φιλοσοφικός στοχασμός του Kierkegaard καθίσταται απλούς εάν καταστή αντιληπτή η εσωτερική αγωνία του διά τας απολύτους και αναλλοίωτους αξίας, διά την αιωνιότητα και την εναρμόνισιν προς το θείον και εάν κατανοηθή η σταθερώς αυξανομένη αντίθεσις του προς το πνεύμα της εκκοσμικεύσεως και της σχετικότητας1.
Η κατάθλιψις2, η οποία αποτελεί το κύριον συναισθηματικόν περίγραμμα της ζωής και του έργου του3, επενδύει τας σκέψεις του και πολλάκις εγκρύπτεται εντός του εξωτερικού περιγράμματος της ειρωνείας4 με την οποίαν περιβάλλει την τραγικότητα των ανθρωπίνων παθών5.
Από της παιδικής ήδη ηλικίας, η ανατροφή του Kierkegaard εντός της πατρικής του οικογενείας, εις την οποίαν εδέσποζεν ο μελαγχολικός και εν πολλοίς αντιφατικός, ως προς τας αρχάς και τα αξιολογικά συστήματα, χαρακτήρ του πατρός του6, καλυπτομένης αισθητώς της μητρικής παρουσίας, συνέβαλεν εις την δημιουργίαν ιδιάζοντος κλίματος εσωστρεφείας εντός του οποίου διήλθεν τα έτη της σχολικής και τα πλείστα των ετών της νεανικής του ζωής, εις τα οποία επραγματοποιήθησαν αι αξιολογικαί αναμοχλεύσεις και αι στοχαστικαί ζυμώσεις, εκ των οποίων διεμορφώθησαν αι φιλοσοφικαί θέσεις του.
Εις το φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι, ο Kierkegaard, αναζητεί το παράδοξον7, αυτό το οποίον δεν συντάσσεται με τα μέτρα της ανθρωπίνης λογικής, υπερβαίνων αυτήν και μη δυνάμενον να κατανοηθή υπ' αυτής8, εκτεινόμενον εντός των πλαισίων της ψυχικής πλαστικότητας και της ελευθερίας. Η σκέψις, καθ' εαυτήν, είναι άμετρος και δεν εντάσσεται εις τα γεωμετρικά πλαίσια της συστηματικότητας, εάν θέλη να διατηρήση την αυθεντικότητα της, ως εκ τούτου το παράδοξον αποτελεί όντως το ουσιώδες στοιχείον της αυθεντικότητας της φιλοσοφικής σκέψεως.
Η εναγώνιος εσωτερική του ζωή υπήρξεν μία κάθοδος και μία ανάβασις Επώδυνος κάθοδος εις τα έγκατα της ψυχής του συνοδευμένη από άμετρον θλίψιν και εν συνεχεία σταδιακή ανάβασις προς τον ουρανόν, μετά από την οριστικήν υποταγήν του εις το θέλημα του Θεού9. Ο Κύριος υπήρξεν το άπαν διά τον Kirkegaard, η ζωή του, το νόημα της υπάρξεως του, η αιωνιότης του, το απόλυτον. Πάντοτε, η απολυτότης της πίστεως εις τον Θεόν συνεκλόνιζεν την ψυχήν του. Τόν έθετεν αντιμέτωπον με την τρέχουσαν επί της εποχής του προσέγγισιν της αληθείας διά της λογικής10. Η άνοδος εκ του αισθητικού εις το ηθικόν και τελικώς εις το θρησκευτικόν στάδιον, εκφράζει την συνεχή προσπάθειαν υπερβάσεως του χοϊκού ανθρώπου, του ανθρώπου της θλίψεως και της φθοράς και της αναζητήσεως της οδού της υπαρξιακής αυτοτελείας, εν τω πλαισίω της διανοίξεως των ορίων του εγώ και της βαθείας συνειδητοποιήσεως των μεταφυσικών προεκτάσεων του Είναι. Η αναζήτησις του απολύτου, ως ουσιώδους νοήματος της ανθρωπίνης πορείας, εκφράζει την εναγώνιον προσπάθειαν φυγής του φιλοσόφου από τον ζυγόν της ψυχικής καθηλώσεως εις το σχετικόν και πεπερασμένον, προς τον διαυγή χώρον των αναλλοιώτων αξιών Και Της αληθείας, εντός του οποίου εκπληρώνονται αι υπαρξιακαί προσδοκίαι και πρυτανεύει η ομοιοστατική αρμονία του Είναι.
Αι φιλοσοφικαί θέσεις
Ο Soren Kierkegaard από τα πρώτα ήδη στάδια της φιλοσοφικής του πορείας αντετάχθη εις το πνεύμα του ορθολογισμού, το οποίον μετά τον Καρτέσιον υπεγραμμίζετο εκδήλως υπό του Hegel11. Η αντίληψις, ότι η ανθρωπίνη λογική είναι δυνατόν να προσεγγίση την αλήθειαν και ότι η αλήθεια και το απόλυτον είναι τόσον προσιτά εις την ανθρωπίνην σκέψιν, απερίπτετο και απεκρούετο υπό του Δανού φιλοσόφου, ο οποίος επίστευεν ότι ο άνθρωπος δεν είναι απλώς ο αντικειμενικός παρατηρητής της αληθείας, την οποίαν δύναται να βιώση διά της λογικής του, αλλά η ζώσα ύπαρξις, η οποία διά μέσου του υποκειμενικού αγώνας και της διηνεκούς προσπαθείας δύναται να βιώση υπαρξιακώς την αλήθειαν.
Διά τον Kierkegaard υπάρχει η ιστορική αλήθεια, η οποία πρέπει πάντοτε να υποβάλλεται εις κριτικήν ανάλυσιν και η φιλοσοφική αλήθεια, η οποία διαφέρει εν μέσω των φιλοσοφικών συστημάτων, αναλόγως προς τας αρχάς επί των οποίων εδράζεται. Υπεράνω όμως αυτών υφίσταται η αιώνιος αλήθεια, την οποίαν καλείται ο άνθρωπος ελευθέρως και αυτοβούλως να αναζητήση. Η παρατήρησις των εξωτερικών φαινομένων και η διείσδυσις εις την ερμηνείαν των ιστορικών γεγονότων στερείται ιδιαιτέρας αξίας12. O άνθρωπος κατά τον Kierkegaard πρέπει να διεισδύη εις τα βάθη της ιδικής του ψυχής και να αναζητά την ερμηνείαν των εσωτερικών γεγονότων και φαινομένων. Πρέπει να ζή επί τη βάσει των ιδικών του εσωτερικών διαφερόντων και να ακολουθή μετά πάθους την πορείαν των εσωτερικών αληθειών του.
Η αντικειμενική σκέψις και η αντικειμενική παρατήρησις μεταθέτουν το κέντρον βάρους της ανθρωπίνης υπάρξεως από την ψυχήν και την καρδίαν του εις την νόησιν. Δια της επικεντρώσεως δε αυτού εις την νόησιν και την διαλεκτικήν εφ' όλων των αντικειμένων του επιστητού, αποκτά ούτος την αίσθησιν της απολύτου συνειδητότητος, γεγονός το οποίον εγκλείει την τραγικότητα, δεδομένου ότι ο άνθρωπος στερείται κατά βάσιν της βαθείας και αληθούς συνειδητότητος, ακόμη και αυτής της ιδίας του υπάρξεως.
Η ανθρωπίνη συνείδησις κατά τον Kierkegaard δεν είναι το προϊόν των ιστορικών ή κοινωνικών συνθηκών, εντός των οποίων αναπτύσσεται το άτομον, αλλά δομείται επί τη βάσει των εσωτερικών επιλογών αυτού, διά τας οποίας το ίδιο, κατά κύριον λόγον, είναι υπεύθυνον.
Η εσωτερική εμπειρία της αγωνίας διά την αλήθειαν αποτελεί την κυρίαν οδόν, την οποίαν η ψυχή οφείλει να ακολουθήση διά την προσέγγισιν της αληθείας13. Η λογική θεώρησις και η αντικειμενική σκέψις είναι αδύνατον να διακρίνουν τας εσωτερικάς διαστάσεις της αληθείας και να καθορίσουν το περιεχόμενον αυτής14.
Εν αντιθέσει προς τον Hegel15 και τον Descartes, ο Kierkegaard απορρίπτει την έννοιαν του δυισμού εις τον άνθρωπον. Ανάμεσα εις το ανθρώπινον σώμα, το οποίον υπόκειται εις τας συνεπείας του χρόνου και εις την ψυχήν, η οποία υπέρκειται του χρόνου, υπάρχει το πνεύμα, το οποίον ενώνει συγχρόνως και τας δύο αυτάς υποστάσεις και τας εναρμονίζει εις κοινήν λειτουργικότητα16. Το σώμα και η ψυχή διά του πνεύματος αποκτούν την έννοιαν της ενότητας και της ενιαίας λειτουργικότητας, εν αντιθέσει προς την αγεφύρωτον διάστασιν την οποίαν έχουν αμφότερα ταύτα εις τον φιλοσοφικόν στοχασμόν του Descartes17. Η σύνθεσις αύτη της ψυχής μετά του σώματος αποτελούν το μυστήριον της ψυχοσωματικής ενότητας του ανθρώπου, η οποία υπογραμμίζεται σαφώς υπό του Kierkegaard18. Εν τούτοις εις την οργάνωσιν αυτής της συνθέσεως υφίσταται αναμφισβήτητος ιεραρχία. Τόσον από χρονολογικής όσον και από πνευματικής απόψεως, η ψυχή υπέρκειται του σώματος και το πνεύμα της ψυχής19.
Κατ' αναλογίαν προς τας απόψεις του Καντίου, o Kierkegaard τοποθετεί την ανθρωπίνην ύπαρξιν τόσον εντός του χρόνου, όσον και εκτός αυτού. Καθημερινώς ο άνθρωπος εκφράζει την λειτουργικότητα του εντός του χρόνου καθιστάμενος πολλάκις δέσμιος αυτού, ενώ συγχρόνως το πνεύμα του δύναται να λειτουργήση εκτός του χρόνου. Μεταξύ του καθωρισμένου και παροδικού, το οποίον εκτυλίσσεται εντός των πλαισίων του μεταβλητού χρόνου και του αιωνίου και αμεταβλήτου δύναται να κινηθή η ανθρωπίνη ύπαρξις διά του πνεύματος, το οποίον γεφυρώνει, τον μεταβλητόν χρόνον της προσωρινότητος με την αμετάβλητον διάστασιν του αιωνίου. Το τίμημα της αληθούς και αποκλειστικής αγάπης του αιωνίου εντός της προσωρινότητος του παρόντος χρόνου είναι ενίοτε ο διαχωρισμός του ανθρώπου από το περιβάλλον του και η απόρριψις του εκ του κόσμου20. Εν τούτοις η αγάπη του αιωνίου και η επιδίωξις των απολύτων και αιωνίων αξιών αποτελεί το ωραιότερον στοιχείον της ανθρωπίνης ζωής.
Η άρνησις του αιωνίου αποτελεί την άρνησιν του Είναι ή σαφέστερον την άρνησιν του αληθούς Είναι του ανθρώπου21.
Ο εις το ηθικόν στάδιον ευρισκόμενος στοχαστής προεκτείνει την υπόστασιν του εκ του πραγματικού προς το ιδεατόν, εκ της γής προς τον ουρανόν και συνδέει τους δύο πόλους της χρονικής εκφράσεως, ήτοι τον μεταβλητόν και πεπερασμένον χρόνον του αισθητιού κόσμου μετά του αχρόνου και αιωνίου στοιχείου του κόσμου των ιδεών. Η τραγικότης όμως του εν λόγω σταδίου συνίσταται εις την επιλογήν των αξιών και εις την χρονικήν ιεράρχησιν της επιλογής ταύτης, καθ' όσον δεν υφίστανται απόλυτα κριτήρια διά την επιλογήν των ηθικών αξιών και αύτη υπόκειται μόνον εις τον εσωτερικόν γνώμωνα του ατόμου, το οποίον ως "Τραγικός Ηρως" μάχεται διά να θέση μία προτεραιότητα επιλογής εν μέσω των αξιών, αναζητών την απολυτότητα εις μίαν εκάστην εξ αυτών.
Η πραγματικότης, την οποίαν ζή ο στοχαστής, είναι κατ' ουσίαν η πραγματικότης της ιδικής του υπάρξεως, εντός της οποίας και διά μέσου της οποίας ούτος λειτουργεί22. Ούτως η βάσις της ανθρωπίνης ηθικής είναι η πραγματικότης της υπάρξεως και της υποστάσεως ενός εκάστου, εντός της οποίας διαδραματίζεται ο αγών μεταξύ του χρόνου και της αιωνιότητας.
Ο στοχαστής κατά τον Kierkegaard, όπως και κατά τον Σωκράτην23,24, ζή αυτό το οποίον σκέπτεται και η ζωή και η ύπαρξις του ταυτίζονται με τον κόσμον των ιδεών, τας οποίας μελετά και αναλύει. Κινείται συνεχώς εκ του πραγματικού προς το ιδεατόν, χωρίς να αφίσταται του πραγματικού, αλλά επιδιώκων να εναρμονίση αυτό προς το ιδεατόν. Ούτως η έννοια του πραγματικού στερείται της στατικότητας, την οποίαν έχει υπό το βλέμμα του αντικειμενικού στοχαστού, αλλά αποκτά την δυνατότητα της αναβαθμίσεως του και της εναρμονίσεως του προς το ιδεατόν και αιώνιον.
Εις τον φιλοσοφικόν στοχασμόν του Kierkegaard25 υφίσταται σαφής διαφορά μεταξύ αυθεντικού κόσμου, ο οποίος είναι ο κόσμος της εσωτερικής πραγματικότητας του ανθρώπου, ήτοι ο κόσμος του έσω ανθρώπου, και του μη αυθεντικού κόσμου, o οποίος είναι ο εξωτερικός κόσμος, εντός του οποίου ο άνθρωπος χάνει την ταυτότητα και την αυθεντικότητα του. Εν αντιθέσει προς τον Σωκράτην, διά τον οποίον ο διάλογος απετέλει τον τρόπον της αληθούς επικοινωνίας μεταξύ του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου και του κοινωνικού χώρου και κατ' επέκτασιν την μέθοδον, διά της οποίας επιτυγχάνεται η εναρμόνισις των διεργασιών του έσω ανθρώπου με την κοινωνικήν πραγματικότητα, εντός της οποίας ούτος διαβιοί και λειτουργεί και πραγματοποιείται σταδιακώς η αρμονική συνύπαρξις αυτού μετά του πλησίον26, ο Kierkegaard αισθάνεται, ότι οι άνθρωποι είναι πολύ μακράν του υποκειμένου και ιδίως της εσωτερικής πραγματικότητας αυτού και ο διάλογος μετ' αυτών απομακρύνει από την αυθεντικότητα της εσωτερικής ζωής27.
Η εσωτερική ζωή του ανθρώπου είναι γνωστή μόνον εις τον Θεόν. Ο άνθρωπος διά μέσου της εσωτερικής προσπαθείας θα πρέπη εναγωνίως να διακρίνη τα στοιχεία τα συγκροτούντα την εσωτερικήν του ζωήν και να "μεταμορφώση" αυτήν αναβαθμίζων αυτήν διά της αγάπης του Θεού και της συνεχούς προσευχής28.
Ο στοχαστής και ιδίως ο υποκειμενικός στοχαστής προσπαθεί εκ παραλλήλου να γεφυρώση τας υποκειμενικάς σκέψεις του με τον κόσμον των απολύτων αξιών και τον κόσμον της παγκοσμιότητας και του αιωνίου. Λόγω της προσπαθείας αυτής της εναρμονίσεως του υποκειμενικού προς το αιώνιον θα υφίσταται πάντοτε το πρόβλημα της επιλογής. Ούτως η έννοια της ηθικής επιλογής εκφραζομένη διά του "είτε...είτε" αποτελεί συνεχές πρόβλημα και συνεχή αγωνίαν,29 διά τον στοχαστήν, ο οποίος προσπαθεί να θέση τας σκέψεις του υπό το φως του αιωνίου και της πραγματικότητος30.
Τα βιώματα της ψυχής
Εις το έργον του ο Kierkegaard αναλύει εν εκτάσει τα βιώματα της ανθρωπίνης ψυχής, τας βαθείας εσωτερικάς εμπειρίας, αι οποίαι ασκούν καθοριστικόν ρόλον επί της λειτουργικότητας αυτής και επί της διαμορφώσεως τόσον της εσωτερικής ζωής όσον και της κοινωνικής συμπεριφοράς του ατόμου. Συναισθήματα, τα οποία εισέρχονται ισχυρώς εντός του συνειδητού χώρου του ανθρώπου επηρεάζοντα την εσωτερικήν του ομοιόστασιν31, εναλλάσονται μετά σταθερών ή σταθερώς επαναλαμβανομένων βιωμάτων, τα οποία ασκούν ουσιαστικήν επίδρασιν επί της ψυχικής πορείας.
Βαθύς γνώστης του εαυτού του ο Kierkegaard προέβαλεν εις τα έργα του πληθώρα ψυχικών βιωμάτων, υπό των οποίων ο ίδιος διακατείχετο και πολλάκις ηγωνίζετο διά την αντιρρόπησιν των 32. Εν μέσω παραλληλισμών και αλληγορικών περιγραφών φέρει εις το φως τα ευρήματα του εκ της βαθείας ανατομικής διεισδύσεως εις τον δαιδαλώδη και δυσπροσπέλαστον χώρον της ανθρωπίνης ψυχής, τα οποία υποβάλλει εις κριτικήν ανάλυσιν, προσπαθών να ανεύρη τα βαθύτερα και ουσιωδέστερα κίνητρα διά την διαμόρφωσιν του συναισθηματικού υποβάθρου και του βιωματικού περιεχομένου της ψυχής, αμφότερα των οποίων διαδραματίζουν ουσιώδη ρόλον εις τον καθορισμόν του υπαρξιακού περιγράμματος αυτής. Ο Kierkegaard αναγνωρίζει, ότι έκαστον των βιωμάτων έχει έν εσωτερικόν αίτιον. Δεν είναι αι εξωτερικαί συνθήκαι αυταί αι οποίαι καθορίζουν τα βιώματα της ψυχής και διαμορφώνουν τον συναισθηματικόν τόνον αυτής. Είναι το ίδιο το άτομον, ως υποκειμενικός στοχαστής, το οποίον διά μέσου συνθέτων διεργασιών επιλέγει τα αξιολογικά του συστήματα, διαμορφώνει τον χαρακτήρα των εσωτερικών βιωμάτων του και καθορίζει το λειτουργικόν περίγραμμα της προσωπικότητας του33.
Η απελπισία
Η απελπισία, "η ασθένεια προς θάνατον"34 αποτελεί στοιχείον της ζωής του ανθρώπου, κορυφουμένη όταν αυτός αγωνιά να γνωρίση τον εαυτόν του αλλά και ακόμη όταν προσπαθεί να αγνοήση τον εαυτόν του35. Είναι μία ασυμφωνία εντός μίας αυτοαναφερομένης συνθέσεως. Κορυφουμένης δε της ασυμφωνίας κορυφούται και το αίσθημα της απελπισίας. Η απελπισία επιδιώκει την αυτοανάλωσιν του ατόμου, αλλά αδυνατεί να την επιτύχη. Το μαρτύριον του εν απελπισία διατελούντος ατόμου είναι ότι η απελπισία δεν υφίεται διά της αυτοαναλώσεως αλλά διαιωνίζεται, αναζητώσα συνεχώς αίτια επανατροφοδοτήσεως αυτής.
Η απελπισία δεν συνδέεται μετά του θανάτου. Παρά το γεγονός ότι είναι "ασθένεια προς θάνατον", ενώ εισάγει την αναμονήν του θανάτου, εν τούτοις ούτος δεν αποτελεί το τέλος της ασθενείας, δεδομένου ότι το τραγικόν στοιχείον της απελπισίας συνίσταται εις την αδυναμίαν του θνήσκειν 36.
Η απελπισία αποτελεί έν εκ των ουσιωδών βιωμάτων του Εγώ, το οποίον αποτελεί μία συνειδητήν και αυτοαναφερομένην σύνθεσιν του απείρου και του περατού. Εν αντιθέσει η απελπισία διά την μη επίτευξιν του επιδιωκομένου περατού και προσωρινού συνεπάγεται την απώλειαν του απείρου. Ως εκ τούτου η απελπισία προκύπτει πολλάκις από την προσπάθειαν μείζονος προσεγγίσεως του απείρου και απωλείας του περατού και πλασματικού. Η απελπισία εις το νέον άτομον οφείλεται πολλάκις εις την προσπάθειαν του να βιώση το μέλλον ως παρόν, προβάλλων το παρόν εντός του μέλλοντος, εν αντιθέσει η απελπισία ενός ενήλικος οφείλεται εις την προσπάθειαν του να βιώση το παρόν ως παρελθόν, προβάλλον το παρελθόν εντός του παρόντος. Αμφότεραι όμως αι ανωτέρω καταστάσεις εκφράζουν την δέσμευσιν του ατόμου εντός των πεπερασμένων διαστάσεων του χρόνου, αι οποίαι επανακυκλώνονται και επαναπροβάλλονται εις το συνειδησιακόν του πεδίον, χωρίς να διανοίγωνται προς το άπειρον και αιώνιον.
Η απελπισία από την καθήλωσιν του ατόμου εις τα εγκόσμια είναι έν απλούν πάθος. Η διαλεκτική αυτής της απελπισίας είναι η αναπτυσσομένη μεταξύ των εννοιών του ευχαρίστου και του δυσαρέστου, είναι η απελπισία της αμεσότητας, της μη επιτεύξεως της αμέσου επιθυμίας, της απωλείας ενός εγκοσμίου αγαθού, η διάστασις του οποίου είναι σχετική και η αξία πεπερασμένη. Ακόμη και η εκπλήρωσις της επιθυμίας, παρά το γεγονός ότι προκαλεί σχετικήν ύφεσιν του αισθήματος της απελπισίας, εν τούτοις κατ' ουσίαν ενισχύει αυτό, δεδομένου ότι η μία επιθυμία διαδέχεται την άλλην και εκάστη εκπλήρωσις ενΙσχύει την απελπισίαν από την παραμονήν των ετέρων ανεκπληρώτων επιθυμιών. Η απελπισία αύτη ταυτίζεται με την άρνησιν του πνευματικού χαρακτήρας της ανθρωπίνης υπάρξεως.
Η αναγνώρισις του αιωνίου και η εστίασις εις το πνευματικόν στοιχείον του ανθρωπίνου Είναι συνεπάγεται ρήξιν μετά της αμεσότητας και στροφήν προς την οδόν της εσωτερικότητας. Εις το βάθος όμως, εξεταζομένη η απελπισία της αμεσότητας διαπιστούται, ότι αύτη οφείλεται εις την άρνησιν του αιωνίου ή εις την κεκαλυμένην αίσθησιν του αιωνίου εις το βάθος της ανθρωπίνης ψυχής. Η συνειδητοποίησις του αιωνίου συνεπάγεται την βαθείαν επιθυμίαν συνειδητοποιήσεως του "αιωνίου Εγώ" του ατόμου, εκ της οποίας απορρέει η απελπισία της ανευρέσεως του Εγώ και της ταυτοποιήσεως του ατόμου προς το ίδιον Εγώ του. Η απελπισία αύτη συνίσταται εις την δυσχέρειαν του καθορισμού των διαστάσεων εκείνου του Εγώ, το οποίον επιθυμεί το άτομον να διαμορφώση διά να ανεύρη το ομοιοστατικόν ισοζύγιον του.
Ενίοτε το Εγώ, εις την εναγώνιον προσπάθειαν να γίνη ο εαυτός του, καταλήγει εις το εκ διαμέτρου αντίθετον σημείον, απομακρυνόμενον όλον και περισσότερον εκ του εαυτού του , γεγονός το οποίον ενισχύει την απελπισίαν του ατόμου, το οποίον εντείνει τας προσπαθείας αυτοδιαμορφώσεως, και υποφέρει απελπιζόμενον από την αδυναμίαν ανευρέσεως της ταυτότητας του.
Εκ παραλλήλου, η απελπισία είναι απότοκος της στερήσεως του Εγώ εκ των δυνατοτήτων του και της υφισταμένης ασυμφωνίας μεταξύ αναγκαιοτήτων και δυνατοτήτων του Εγώ. Αντί ο άνθρωπος να φέρη την δυνατότητα εντός του χώρου της αναγκαιότητας, περιπλανάται εις την αναζήτησιν των δυνατοτήτων του και χάνει την ατραπό του εαυτού του37. Ο αιτιοκράτης και ο μοιρολάτρης απελπίζονται πάντοτε και χάνουν την πορείαν των, διότι θεωρούν τα πάντα ως αναγκαία.
Η απελπισία εκφράζει καθήλωσιν εις το Εγώ, του οποίου σκοπός και μέτρον είναι ο άνθρωπος. Το εν λόγω Εγώ είναι έν γήινον και ανθρωπιστικόν Εγώ καθηλωμένον εις την προσωρινότητα, και την ανθρωπίνην συμβατικότητα38. Η απελπισία αύτη ταυτίζεται προς την απελπισίαν της δουλείας, δεδομένου ότι o άνθρωπος υποδουλώνει εαυτόν εις το ανθρώπινον και χοϊκόν Εγώ, εις το οποίον προσδίδει ιδιαιτέραν αξίαν και κύρος, καθιστών αυτό μέτρον και σημείον αναφοράς όλων των επιδιώξεων του.
Η απελπισία είναι βαρύτερον και πλέον συγκεκριμένον βίωμα από την αμφιβολίαν. Εκφράζεται δι' όλης της προσωπικότητας του ατόμου, ενώ η αμφιβολία εκφράζεται μόνον διά της σκέψεως. Η αμφιβολία εκφράζει την αδυναμίαν αποδοχής των ιδεών ή των προσώπων, λόγω του φόβου της ατελείας και της προσωρινότητος.
Η απελπισία επαυξάνεται με την συνείδησιν του Εγώ. Οσον ανυψούται το Εγώ και απελευθερώνεται από τα ανθρώπινα μέτρα τόσον περισσότερον υφίεται η απελπισία εις την ψυχήν του ατόμου. Μόνον όταν το Εγώ, ως επί μέρους και συγκεκριμένη υπόστασις αποκτήσει συνείδησιν, ότι ευρίσκεται ενώπιον του Θεού, τότε μόνον αντιλαμβάνεται την έννοιαν του απείρου και αποσπάται εκ της προσωρινότητος και της αμεσότητας.
Εν τούτοις, η απελπισία προκύπτει και από την αφύπνισιν του εαυτού μας, από την συνειδητοποίησιν του Εγώ μας, το οποίον μετέχει του αιωνίου. O πιστός κατέχει το αναμφισβητήτως αιωνίως αλάνθαστον αντίδοτον της απελπισίας. Η υγεία της πίστεως είναι η δύναμις, η οποία αίρει άλας τα εσωτερικάς αντιφάσεις του ατόμου εκ των οποίων εκπηγάζει η απελπισία39. Ο Θεός δύναται τα πάντα, ανά πάσαν στιγμήν. Εκείνος αποτελεί την μόνην λυτρωτικήν δύναμιν εκ της απελπισίας. Διά του Kuρίou, η απελπισία δεν είναι πλέον "η ασθένεια προς θάνατον" αλλά διά του "ευγενούς σθένους", αγνώστου εις τον φυσικόν άνθρωπον, αντιμετωπίζονται όλαι αι εσωτερικαί και εξωτερικαί αιτίαι, αι οποίαι καλλιεργούν και τροφοδοτούν την απελπισίαν, με αποτέλεσμα να δύναται ο άνθρωπος να βιώση την χαράν της αναστάσεως.
Η απελπισία εκφράζει όλην την αδυναμίαν αποδοχής του απολύτου40. Αντιθέτως, έν Εγώ φερόμενον
πρό του Κυρίου, ανυψούται και ενδυναμούται, λόγω της τεραστίας αξίας την οποίαν προσλαμβάνει, εκ του γεγονότος ότι ο Θεός εδέχθη να ενανθρωπισθή, να υποφέρη και να υποστή τον σταυρικόν θάνατον41 διά την σωτηρίαν του ανθρώπου42. Ποιοτικώς έν Εγώ είναι ό,τι το μέτρον του. Εάν το μέτρον της ανθρωπίνης υποστάσεως είναι ο Κύριος43, τότε το Εγώ του ατόμου ανυψούται εις την αιωνιότητα και παρ' όλην την απελπισίαν και την αγωνίαν ο άνθρωπος χαίρει της αισθήσεως της ελευθερίας του44.
Η ελευθερία
Η ελευθερία αποτελεί έν κεντρικόν σημείον αναφοράς εις την φιλοσοφίαν του Kierkeggard45. O άνθρωπος είναι ελεύθερος και υπεύθυνος διά την επιλογήν της ψυχικής του πορείας, του εν γένει τρόπου της ζωής και των ενεργειών του. Η ύπαρξις και η ελευθερία δεν είναι δυνατόν να διαχωρισθούν, καθ' όσον αποτελούν ταυτοσήμους εννοίας. O άνθρωπος δεν υπάρχει πρώτον και εν συνεχεία καθίσταται ελεύθερος. Διά να είναι άνθρωπος, εξ ορισμού πρέπει να είναι εξ αρχής ελεύθερος46.
Η έννοια του ανθρωπίνου Είναι και κατ' επέκτασιν της ανθρωπίνης υπάρξεως, διαφοροποιείται ελευθέρως επί εκάστου ανθρώπου κατά ιδιαιτέρως εξατομικευμένον τρόπον και το άτομον καλείται να αποκτήση την αναισθησίαν της ιδικής του υπάρξεως και την ευθύνην των βαθυτέρων ψυχικών διεργασιών και συναισθημάτων του47.
Η ελευθερία είναι η πηγή της αυτοδυναμίας και ως εκ τούτου καθίσταται αύτη η δύναμις, διά της οποίας απελευθερώνονται όλαι αι εσωτερικαί πολύτιμοι δυνάμεις της ψυχής48.
Η έννοια της ελευθερίας του ανθρώπου είναι ευρυτέρα της εννοίας της ελευθέρας βουλήσεως αυτού (liberum arbitrium). Η ελευθερία δεν σταματά εις την επιλογήν του αγαθού ή του κακού. Εάν εξαντλήτο εις την επιλογήν των δύο αυτών εννοιών, τότε τα όρια της θα ήσαν πεπερασμένα, όπως πεπερασμένα θα καθίσταντο και τα αίτια του αγαθού και του κακού. Εκ παραλλήλου το αγαθόν και το κακόν δεν υφίστανται εκτός ελευθερίας, δεδομένου ότι αποκτούν υπόστασιν και δύνανται να διαφοροποιηθούν μόνον επί τη βάσει της ελευθερίας49.
Εν τούτοις, ο Kierkegaard δίδει μεγάλην βαρύτητα εις την αξίαν της επιλογής και εις την προσωπικότητα του επιλέγοντας (den Enkelte), ο οποίος ελευθέρως επιλέγει την αγάπην και την πίστιν εις τον Θεόν και διά μέσου της πίστεως εις τον Θεόν επιλέγει την ανεύρεσιν του πραγματικού εαυτού του. Διά μέσου της οδού προς τον Κύριον, ο άνθρωπος θα ανεύρη το αιώνιον Είναι του. Η ελευθερία και η ενθουσιώδης βούλησις του επιλέγοντας αποτελεί την μόνην δυνατήν, αλλά και την μόνην εύλογον οδόν προς τον Κύριον και προς την ανεύρεσιν του αληθούς Είναι του ανθρωπίνου προσώπου. Εάν η ελευθερία της βουλήσεως δεν επιλέξη την οδόν του ουρανού, τότε καθίσταται έν εγωϊστικόν βίωμα, το οποίον οδηγεί εις την απώλειαν της αληθούς ελευθερίας.
Η ελευθερία είναι απέραντος και εξ ορισμού ανάριος. Μόνον η καθήλωσις εις την αμαρτίαν οριοθετεί την διάστασιν της ελευθερίας και καθιστά κατιούσαν την γραμμικήν πορείαν αυτής εις την ανθρωπίνην ύπαρξιν50.
Η προσωρινότης της χαράς
Ενώ η αγωνία51 και η απελπισία αποτελούν τους σταθερούς συντρόφους του σκεπτομένου ανθρώπου, η χαρά, εξαιρουμένης της χαράς, η οποία απορρέει από την αγάπην του Θεού, αποτελεί παροδικόν και ασταθές φαινόμενον52. Είναι όπως η ζωή των εφημέρων εντόμων, τα οποία όταν φθάσουν εις την πλήρη μεταμόρφωσιν των εις ψυχάς υπόκεινται αυθημερόν εις τον θάνατον53
Ο Kierkegaard, καθ' όλην την ζωήν του, είχεν την αίσθησιν της προσωρινότητος της χαράς. Ούτε η ανθρωπίνη σοφία και η ποίησις54, ούτε η γνώσις, την οποίαν μετά τοσαύτης επιθυμίας επεδίωκεν ήσαν εις θέσιν να χαροποιήσουν κατά τρόπον βαθύτερον και ουσιαστικότερον την ψυχήν του. Εις το ημερολόγιον του ανέγραφεν εις στιγμάς εσωτερικού διαλόγου: "Εγεύθην τους καρπούς από το δένδρού της γνώσεως κατ' επανάληψιν. Εχαιρόμην την στιγμήν της γνώσεως, αλλά αυτό ήτο όλον, κανένα ίχνος χαράς δεν έμενεν μετά. Φαίνεται ότι κρατών το ποτήριον της σοφίας δεν πίνω αλλά πνίγομαι εντός αυτού. Ματαίως προσπαθώ να ανεύρω έν αγκυροβόλιού, ουχί μέσα εις τα βάθη του ωκεανού της γνώσεως, αλλά εις τον αχανή βυθόν της χαράς. 'Εχω γνωρίσει απλώς μόνον μίαν μη αυθεντικήν έννοιαν ενθουσιασμού, η οποία εν τούτοις μου έδωσεν κίνητρα διά να εργάζωμαι και να προσφέρω... Θα πρέπη τώρα να ίδω με γαλήνην εντός εμού και να ενεργήσω με βαθείαν συνειδητότητα και επαγρύπνησιν επί του εαυτού μου.' 'Οπως το παιδίον μόνον μετά την πρώτην συνειδητήν του ενέργειαν δύναται να είπη "εγώ", ούτω και εγώ μόνον υπό την ιδίαν έννοιαν θα δυνηθώ να αποκαλέσω τον εαυτόν μου "Εγώ", υπό την βαθείαν αίσθησιν του όρου αυτού"55.
Μέσα εις τα πλαίσια της καταθλιπτικής διαθέσεως του ο Kierkegaard προσεπάθη να καλύψη το εσωτερικόν του άλγος διά της αποδοχής ενός σχήματος καινωνικής συμπεριφοράς, το οποίον εξωτερικώς παρείχεν την εντύπωσιν της χαράς και της γαλήνης, εν τούτοις άφηνεν αναπαντήτους τας προσδοκίας της αληθούς χαράς56. Μετά από εναγωνίους προσπαθείας και επερχομένης της πνευματικής του ωριμάνσεως κατέληξεν εις το συμπέρασμα, ότι η μόνη χαρά, η οποία δύναται να ανθέξη εις τον χρόνον είναι η απορρέουσα από την αγάπην και την λατρείαν του Θεού. Παρ' όλην την προσωρινότητα του ανθρώπου, παρ' όλην την ελαχίστην διάστασιν του παρόντος, παρ' όλην την συνεχή μεταβλητότητα των πάντων, η χαρά από την λατρείαν του Θεού, η οποία υπάρχει σήμερον θα υπάρχη και αύριον, όταν τα πουλιά θα αποθάνουν και τα κρίνα57 θα μαραθούν και αυτή η αγάπη θα υπερβή την φθοράν και την μεταβλητότητα58.
Η καθαρότης της καρδίας
Η καθαρότης της καρδίας αποτελεί την βασικήν προϋπόθεσιν διά την κατανόησιν της ωραιότητας του Χριστιανικού βιώματος και τον πρωταρχικόν σκοπόν της πνευματικής ζωής. Μόνον διά της καθαρότητας της καρδίας είναι δυνατόν να βιωθή η χαρά, η οποία απορρέει από την υποταγήν του θελήματος του ανθρώπου εις το θέλημα του Θεού. Διά της καθαρότητας της καρδίας, ο άνθρωπος οδηγείται εις την απόρριψιν όλων των γηίνων και επιθυμεί απολύτως να ανήκη εις τον Κύριον, να ζη και να έχη τον Κύριον ως το κέντρον της υπάρξεως του. Παρά το γεγονός ότι η φύσις του ανθρώπου είναι σύνθετος εν τούτοις, θα πρέπη να αγωνισθή διά την καθαρότητα της καρδίας του, διά της οποίας μόνον είναι δυνατόν να αναζητήση και να ζήση την αμετάβλητον αιωνιότητα.
Η μετάνοια δύναται να επαναφέρη την καθαρότητα της καρδίας, καθ' όσον δι' αυτής ο άνθρωπος απορρίπτει το παρελθόν του και ευθυγραμμίζει το παρόν και το μέλλον του προς το θέλημα του Θεού. Διά της καθαρότητας της καρδίας όλη η βούλησις του ανθρώπου συνοψίζεται εις μίαν θέλησιν, εις την θέλησιν του θελήματος του Θεού, το οποίον αποτελεί τον τελικόν στόχον όλων των επιδιώξεων και αναζητήσεων αυτού59.
Διά της καθαρότητας της καρδίας, εκ παραλλήλου, ο άνθρωπος δύναται να κατανοήση το αιώνιον, το οποίον εγκρύπτει εντός της ψυχής του και να αναζητήση το αιώνιον εις έκαστον στοιχείον της πνευματικής πορείας του60.
'Οταν ο άνθρωπος δεν αγαπά το αιώνιον και το απόλυτον αγαθόν, δεν αγαπά κατ' ουσίαν τίποτε. Μακράν του αιωνίου και του απολύτου η ζωή καθίσται μία ψευδαισθησία και η αξία της εκμηδενίζεται. Μόνον διά της καθαρότητας της καρδίας και της εστιάσεως της ψυχής εις το απόλυτον αγαθόν ο άνθρωπος καθίσταται ικανός να αντιληφθή την ωραιότητα της υπάρξεως του61. Μόνον διά της καθαρότητας της καρδίας ο άνθρωπος δύναται να βιώση το θέλημα του Θεού, να κατανοήση την ωραιότητα του θελήματος του Θεού, να έλθη εις αληθή κοινωνίαν μετά του Θεού και εις ενότητα με όλην την ανθρωπότητα62.
Ο εσωτερικός διχασμός αποτελεί συνέπειαν της ελλείψεως της καθαρότητας της καρδιάς. Μόνον η απλή και καθαρά καρδία δύναται να διατηρήση την εσωτερικήν της ενότητα και να ακολουθήση έν θέλημα και μίαν σκέψιν, την σκέψιν του αγαθού. Δια της καθαρότητας της καρδίας ο άνθρωπος διατηρεί την αγάπην του Θεού εντός αυτού αμετάβλητον και η θέλησις του στρέφεται μετά απολυτότητας προς τον Κύριον, ο οποίος αποτελεί το μόνον νόημα της υπάρξεως του63. Ο ουρανός είναι Ουρανός μόνον δι' εκείνον ο οποίος αγαπά βαθέως και επιθυμεί τον Κύριον του ουρανού, ο οποίος αποτελεί την αιώνιον και τη απόλυτον Αλήθειαν.
Αι έτεραι επιθυμίαι του ανθρώπου χαρακτηρίζονται από την προσωρινότητα των. Οσον εξευγενίζον
ται αύται τόσον τείνουν να προσεγγίσουν την αιωνιότητα64. 'Οταν αι επιθυμίαι του ανθρώπου αναφέρονται εις το αισθητικόν στάδιον στερούνται δυνατότητας επιλογής, όταν αίρονται εκ του αισθητικού σταδίου και εισάγονται αξιολογικά κριτήρια, τότε η δυνατότης επιλογής, η οποία είναι τόσον ορθοτέρα όσον υψηλοτέρα είναι η στάθμη των αξιολογικών κριτηρίων65.
Η αμαρτία
Η αμαρτία αποτελεί ουσιώδες αίτιον αλλοιώσεως του ανθρωπίνου Είναι. Η πρώτη ήδη αμαρτία εισάγει το άτομον εις τον χώρον της αλλοτριώσεως. Η πρώτη αμαρτία και η ποιότης της πρώτης αμαρτίας είναι καθοριστικής βαρύτητας διά την περαιτέρω ψυχικήν πορείαν του ατόμου66.
Ο Kierkegaard αισθάνεται ότι το προπατορικόν αμάρτημα, η πρώτη αμαρτία εκάστου ατόμου, η οποία έχει ως εκ τούτου την βαρύτητα του προπατορικού αμαρτήματος 67. 'Οπως διά της πρώτης αμαρτίας εισήλθεν η αμαρτία εις τον κόσμον, ούτω και διά της αμαρτίας εκάστου ατόμου εισέρχεται η αμαρτία εις τον κόσμον της ψυχής αυτού και επέρχεται απώλεια της αθωότητος και της εσωτερικής καθαρότητας. Εκάστη νέα αμαρτία ενισχύει και ανανεώνει την αμαρτωλότητα του ανθρώπου, Εκάστη νέα αμαρτία, η οποία δεν ακολουθείται υπό της μετανοίας έχει την βαρύτητα της πρώτης αμαρτίας 68.
Την αμαρτίαν, ως τον κύριον πρόξενον της θλίψεως την αντιμετώπισεν από της παιδικής του ηλικίας ο Kierkegaard εις την προσωπικότητα του πατρός του, ο οποίος διά του ιδιαιτέρως αυστηρού και εν πολλοίς αντιφατικού χαρακτήρας του και των φιλοσοφικών προβληματισμών του διαμόρφωσεν έν ιδιάζον καινωνικόν περίγραμμα, εντός του οποίου ανεπτύχθη
ο Soren69. Ενωρίς αντελήφθη, ότι η αμαρτία οδηγεί ουχί μόνον εις την καθήλωσιν και την αδυναμίαν αποδοχής πνευματικών αξιών, αλλά και εις την απέκδυσιν των ήδη υπαρχουσών αξιών, με αποτέλεσμα εκάστη αμαρτία να οδηγή εις παλινδρόμησιν και περαιτέρω αλλοίωσιν του όλου περιγράμματος της προσωπικότητος του ατόμου, επιφέρουσα εσωτερικήν διάσπασιν και αντίφασιν. Εκ παραλλήλου δε εκάστη αμαρτία καθίσταται πρόξενος ενοχής και αδυναμίας επικαινωνίας του ανθρώπου μετά του Θεού70.
Η αμαρτία κατά τον Kierkegaard δεν είναι άρνησις, ως η άρνησις της αρετής αλλά αποτελεί θέσιν, αποτελεί βουλητικήν τοποθέτησιν του ανθρώπου71, δεν είναι η έλλειψις του αγαθού αλλά είναι η βουλητική απόρριψις του αγαθού. Η αμαρτία είναι μία θέσις ζωής, η οποία αντιτίθεται προς το θέλημα του Θεού. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να μη αμαρτήση και ελεύθερος να αμαρτήση. Η πτώσις εις την αμαρτίαν δεν είναι προδιαγεγραμμένη διά τον άνθρωπον, αλλά είναι αποτέλεσμα την ιδικής του επιλογής. Αναμφισβητήτως η αμαρτία δεν είναι η επιλογή του κακού, δεδομένου ότι το κακόν καθ' εαυτό δεν έχει υπόστασιν ουδέ δύναται να υπάρξη ανεξαρτήτως του αγαθού. Η αμαρτία είναι η επιλογή της οδού, η οποία αντιτίθεται εις το θέλημα του Θεού, της οδού η οποία απομακρύνει εκ του Ουρανού, καθ' όσον ο ουρανός είναι Ουρανός μόνον δι' εκείνον, ο οποίος αγαπά τον Θεόν του Ουρανού και υποτάσσει το θέλημα του εις το θέλημα Εκείνου72.
Η ανθρωπίνη υπόστασις είναι αγαθή και μόνον διά της αμαρτίας αποκτά την αμαρτωλότητα. Διά της αμαρτίας αλλοιώνεται ο αρχέτυπος αγαθός χαρακτήρ αυτής και εισέρχεται εντός της ψυχής ο φόβος, ο θυμός και η αλλοτρίωσις της εσωτερικής απλότητος73.
Η αποφυγή της αμαρτίας είναι το ίδιον εφικτή όπως και η πτώσις εις αυτήν. Η αμαρτία όμως δεσμεύει την ανθρωπίνην ελευθερίαν, αλλοιώνει τον ποιοτικόν χαρακτήρα αυτής και γεννά το άγχος της δουλείας, την απόγνωσιν, την απελπισίαν. Το άγχος εκ της αμαρτίας είναι δυνατόν να αποβή σωτήριον δια την ανθρωπίνην ύπαρξιν, μόνον εάν αυτό οδηγήση
το άτομον εις την επιστροφήν του εις τον Θεόν, εάν καταστή κίνητρον μετανοίας και αυτοσυντριβής, διά μέσου της οποίας θα καθορισθή η οδός της αποκαταστάσεως της προγενεστέρας επικοινωνίας του μετά του Θεού74. Αντιθέτως εάν το άγχος σταματά μόνον εις την καθήλωσιν εις την σκέψιν της αμαρτίας και εις την αίσθησιν της αμαρτωλότητος του ατόμου, τότε συνθλίβει ψυχικώς αυτό και το οδηγεί εις την απόγνωσιν και την εκμηδένισιν. Οσον το άγχος εκ της αμαρτίας δύναται να έχη λυτρωτικόν χαρακτήρα διά τον άνθρωπον, τόσον ο φόβος διά την τιμωρίαν του Θεού, είναι στεγνός, χωρίς εσωτερικότητα75.
Η αμαρτία κατά τον Kierkegaard δεν αποτελεί την εκ διαμέτρου αντίθετον έννοιαν της αρετής, ως θα εθεωρείτο υπό την φιλοσοφικήν έποψιν, δεν αποτελεί παράβασιν ηθικών εντολών, όπως θα επίστευαν ο φιλόσοσφος και ο ηθικιστής, δεν αποτελεί άρνησιν ανθρωπίνων διατάξεων δεν είναι καρπός της αγνοίας κατά τον σωκρατικόν ορισμόν76, αλλά αποτελεί αύτη την αντίθετον έννοιαν της πίστεως77,78.
Δια τον Kierkegaard η έννοια της πίστεως συνεδέεται κατά απόλυτον τρόπον προς την πίστιν εις τον Θεόν. Πέραν της πίστεως εις τον Θεόν, η πίστις στερείται υποστάσεως. Διά της πίστεως εις την Θεανδρικήν μορφήν του Κυρίου, η οπτική γωνία θεωρήσεως όλων των εννοιών διευρύνεται και η οπτική εμβέλεια της κατανοήσεως αυτών οξύνεται. Παρά δε το γεγονός, ότι η πίστις διά την λογικήν θεώρησιν, φαίνεται τυφλή, εν τούτοις διά της πίστεως η πνευματική ισχύς θεωρήσεως των πάντων προσλαμβάνει μίαν πρωτοφανώς ευρείαν διάστασιν79. Πρέπει να υπάρχη η πίστις και η εκ Θεού αποκάλυψις διά να διαλάμψη η φύσις της αμαρτίας και να καταστή αντιληπτόν το μέγεθος αυτής. Εφ' όσον η αμαρτία αντιτίθεται προς την πίστιν εύλογον είναι να αντιτίθεται και προς το θέλημα του Θεού, καθ' όσον μόνον διά της πίστεως καθίσταται αποδεκτόν και βιούται το θέλημα του Θεού. Ο Κύριος είναι ο Διδάσκαλος και πάσα απόκλισις εκ της διδασκαλίας του αποτελεί αμαρτίαν, καρπός της οποίας είναι η ενοχή80.
Η αμαρτία εκτυλίσσεται εις μίαν αλληλουχίαν σκέψεων και ενεργειών, των οποίων ο θετικός χαρακτήρ βαίνει διαρκώς αυξανόμενος81. Ο Θεός έρχεται εις τον κόσμον διά τον άνθρωπον. Γεννάται, υποφέρει και θυσιάζεται διά τον άνθρωπον. Ο Θεός της οδύνης προκαλεί, σχεδόν ικετεύει να δεχθή την βοήθειαν, την οποίαν του προσφέρει και να ακολουθήση την οδόν του, η οποία οδηγεί εις την λύτρωσιν και την αιωνιότητα. Στενόκαρδος ο φυσικός άνθρωπος δεν δύναται να δεχθή το υπέρογκον, το οποίον του προσφέρει ο Θεός και ακολουθή το ιδικόν του θέλημα, το οποίον κατά τρόπον σκανδαλώδη απορρίπτει το υπέρογκον της Αγάπης και της Θυσίας του Θεού. Η αμαρτία αυτοενισχύεται. Εκάστη αμαρτία ενισχύει την αμαρτωλότητα του ανθρώπου και τον καθιστά επιρρεπέστερον διά την επομένην αμαρτίαν, καθ' όσον εκάστη αμαρτία επιφέρει μείζονα ψυχικήν αδυναμίαν και εκ παραλλήλου σκληρύνει την ανθρωπίνην καρδίαν και την απευαισθητοποιεί εις την αντίληψιν της αμαρτίας. 'Οταν η αμαρτία εξελιχθή εις κατάστασιν, τότε αποτελεί πλέον μίαν ισχυράν εσωτερικήν δύναμιν, η οποία ωθεί το άτομον εις την συνειδητήν αμαρτίαν82. Ως εκ τούτου η ενοχή εκ του αμαρτήματος δεν δύναται να παραλληλισθή προς την ενοχήν εκ της αγνοίας, κατά την σωκρατικήν άποψιν.
Αύτη είναι σαφώς μεγαλυτέρα, διότι δεν είναι απότοκος ελλείψεως γνώσεως, διά την οποίαν το άτομον δεν έχει πάντοτε απόλυτον ευθύνην83, αλλά αποτελεί εκουσίαν θέσιν αντίθετον προς το θέλημα του Θεού και προς την αποκαλυφθείσαν αλήθειαν.
Η αμαρτία είναι θέσις αντίθετος προς την πίστην. Ο άνθρωπος κατά τον Kierkegaard έχει την δυνατότητα της πίστεως εντός αυτού84. Εκ της βουλήσεως του εξαρτάται η δυνατότης ενεργοποιήσεως της εγκρυπτομένης ταύτης πίστεως και εκ της βουλήσεως, κατά συνέπειαν, εξαρτάται η αποκοπή του ανθρώπου εκ του θελήματος του Θεού και η πτώσις του εις την αμαρτίαν.
Η θλίψις, η οποία απορρέει εκ της αμαρτίας έχει πολλάκις εγωκεντρικόν χαρακτήρα. Συνδέεται με την έννοιαν του εναρέτου ανθρώπου, ήτοι του ανθρώπου, ο οποίος είναι κατ' ουσίαν ο εαυτός του και υποφέρει διότι παρέβη τας αρχάς του και υπέπεσεν εις την αμαρτίαν, αποδεικνύων ούτω την αδυναμίαν της βουλήσεως του και την αστάθειαν του χαρακτήρος του85. Το όλον αίσθημα της θλίψεως και η συνοδεύουσα αυτό απελπισία, έχουν επιφανειακόν χαρακτήρα και εκφράζουν το δράμα του ανθρώπου, ο οποίος θέτει το Εγώ του προ του εαυτού του86. Κατ' ουσίαν η θλίψις αύτη δεν προέρχεται από το αμάρτημα καθ' εαυτό αλλά από τας κοινωνικάς συνεπείας του αμαρτήματος. δεδομένου ότι ουδείς δύναται να αντιληφθή και να κατανοήση εις βάθος την φύσιν και την έκτασιν του αμαρτήματος του, όσον παραμένει περιχαρακωμένος εντός του εαυτού του. Χρειάζεται η αναφορά εις το θέλημα του Θεού διά να διαλάμψη η αλήθεια και να ίδη το άτομον εις όλην την έκτασιν του το αμάρτημα και κατ' επέκτασιν την αμαρτωλότητα του.
Εν αντιθέσει, η θλίψις εκ της αμαρτίας, η οποία απορρέει εκ της θέσεως του ανθρώπου ενώπιον του Θεού είναι βαθυτέρα μεν, αλλά δεν οδηγεί εις την απελπισίαν και την ψυχικήν αποδυνάμωσιν.
Η ενοχή
Η ενοχή, η απορρέουσα εξ εκάστης αμαρτίας εκδιώκει την αθωότητα και εισάγει σταδιακώς την αλλοτρίωσιν και την καθήλωσιν του ατόμου εις το αισθητικόν στάδιον87. Καρπός της αμαρτίας και της καθηλώσεως του ατόμου εις το αισθητικόν στάδιον είναι η μελαγχολία88. Η μελαγχολία κορυφούται όταν το άτομον διά της ωριμότητας του αναγνωρίζει, ότι υπάρχει η πνευματική ζωή, η οποία απέχει της αισθητικής επιθυμίας, και διά της οποίας καθίσταται εφικτή η ανεύρεσις της πραγματικής ταυτότητας αυτού και η αναζήτησις της αιωνιότητας και των αιωνίων αξιών89.
Εάν η προσπάθεια ανυψώσεως του ατόμου εκ του αισθητικού σταδίου προς το πνευματικόν αποτύχη, τότε το άτομον πληρούται καταθλίψεως, η οποία είναι δυνατόν να οδηγήση εις το αίσθημα της απελπισίας. Εμπειρίαν αυτής της καταθλίψεως είχεν από της νεανικής του ηλικίας ο Kierkegaard, ο οποίος συνεχώς ηγωνίζετο να εξέλθη εκ του αισθητικού σταδίου και να αναχθή εις το ηθικόν και το θεολογικόν, διά να βιώση μακράν των εξωτερικών επιδράσεων τας αναλλοίώτους πνευματικάς αξίας90. Αναφερόμενος εις τον ποιητήν, διά του οποίου εκφράζει τον εαυτόν του γράφει: "Εις το βάθος της ζωής του ποιητού υπάρχει η απελπισία και η αγωνία διά να πραγματοποιήση αυτά, τα οποία επιθυμεί. Μέσα από την απελπισίαν γεννάται η επιθυμία. Αλλά η επιθυμία γεννά την θλίψην, καθ όσον είναι αληθές ότι η επιθυμία παρηγορεί μόνον προσωρινώς και εάν προσέξωμεν καλλίτερον θα ίδωμεν ότι κατ' ουσίαν δεν παρηγορεί καθ' όλου. Ως εκ τούτου η επιθυμία είναι η παρηγορία, η οποία δημιουργεί την θλίψιν. Παράδοξος αντίφασις! Ναί, αλλά ο ίδιος ο ποιητής είναι μία αντίφασις. Ο ποιητής είναι το τέκνού του πόνου, παρά το γεγονός ότι ο πατήρ του τον αποκαλεί τέκνού της χαράς. Από τον πόνού μέσα γεννάται η επιθυμία του ποιητού, η έντονος και επιτακτική επιθυμία, η οποία ευφραίνει την καρδίαν του ανθρώπου περισσότερον από τον οίνον"91.
Ανυψούμενον εις έν πλέον πνευματικόν στάδιον, το υποκείμενον συνδέεται διά σταθερών και αμεταβλήτων δεσμών προς τον Θεόν. Οι δεσμοί αύται, παρ' όλας τας εσωτερικάς επιδράσεις παραμένουν αρραγείς. Εις το στάδιον αυτό, το βαθύ αίσθημα της ενοχής και της επικειμένης τιμωρίας δίδει την θέσιν του εις την θλίψιν διά τας αμαρτίας, αι οποίαι διαχωρίζουν το λειτουργικόν Είναι του ανθρώπου από το ιδεατόν Είναι, το παροδικόν Είναι από το αιώνιον. Εις το στάδιον αυτό δύναται να φθάση το άτομον διά της υπερβάσεως του εαυτού του, διά της βιώσεως της αγάπης και της συγνώμης, διά της υποταγής του εις το θέλημα του Θεού, διά της Χριστοκεντρικής ζωής και της Χριστοκεντρικής σκέψεως του. Θα πρέπη εκ του σταδίου αυτού να είναι έτοιμού να αντιμετωπίση όλον τον ονειδισμόν του κόσμου και όλους τους εμπαιγμούς και τας διώξεις και να βαδίση εις την θυσίαν μέχρι τέλους92.
Η αγάπη του Θεού
Η αγάπη προς τον Θεόν αποτελεί το λυτρωτικόν βίωμα του ανθρώπου εκ της καθηλώσεως εις την αμαρτίαν και την φθοράν93. Η χριστιανική ζωή σημαίνει πραγματικήν και απέραντον αγάπην προς τον Θεόν, από την οποίαν εκπηγάζει και η αληθής αγάπη προς τον πλησίον. Η αγάπη προς τον πλησίον έχει τον χαρακτήρα της ισότητας, η οποία απορρέει από την ισότητα της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπον. Η χριστιανική ζωή σημαίνει θυσία, διότι αγωνιζόμενος διά την πρυτάνευσιν της αγάπης, αγωνίζεται o άνθρωπος κατ' ουσίαν να πλησιάση τον πλησίον του εις την αντίληψιν της όντως αγάπης94, η οποία είναι η αγάπη του Θεού, απαρνούμενος πλήρως τον εαυτόν του95.
Διά την βίωσιν της αγάπης96 το άτομον πρέπει να προβή εις την υπέρβασιν του εαυτού του και εις την υπέρβασιν των πάντων. Πρέπει να δομήση μίαν διαφορετικήν καρδίαν εντός αυτού και πρέπει τα λόγια της αγάπης να απορρέουν από τα έργα της αγάπης, διαφορετικώς θα είναι όπως τα φύλλα των δένδρων, τα οποία όταν πέσουν, το δένδρού αδυνατεί να φέρη καρπούς97-98. Η αγάπη είναι ανεξάντλητος και συνεχώς επανατροφοδοτουμένη. Η αγάπη επιπροσθέτει αγάπην και όσον περισσότερον αύτη βιούται εντός της Ψυχής τόσον ισχυροτέρα καθίσταται και τόσον περισσότερον ανυΨούται δι' αυτής η Ψυχή. Η αγάπη αποτελεί μίαν ιδιαιτέραν γλώσσαν της Ψυχής, η οποία κατανοείται και κατανοεί μόνον αυτήν. Οπως o άγγελος ομιλεί και γνωρίζει μόνον την γλώσσαν των αγγέλων, ούτω και η αγάπη γνωρίζει μόνον την νικηφόρού γλώσσαν της αγάπης.
Η αγάπη είναι δυνατόν να υπάρχη υπό την ολότητα της πάντοτε, εις όλα τα έργα των ανθρώπων και εις όλος τας εποχάς. Και το μικρότερού έργον της αγάπης συμμετέχει εις την αιωνιότητα. Δεν υπάρχουν λέξεις διά να περιγράΨουν την υπόστασιν της αγάπης.
Η αγάπη είναι απόρροια της βαθείας εσωτερικής γνώσεως και της αδιαλείπτου αυτοκριτικής99. Η χριστιανική αγάπη απευθύνεται προς όλους τους ανθρώπους, αδιακρίτως του χαρακτήρας των ή των αρετών των. Δεν εξαρτάται από το αγαπώμενον πρόσωπον αλλά από τον αγαπώντα. Ο Kierkegaard παρουσιάζει επ' αυτού την ωραιοτάτην παραβολήν των δύο ζωγράφων. Ο είς εταξίδευεν εις όλον τον κόσμον αναζητών κάποιαν ιδιαιτέρως ωραίον μορφήν διά να ζωγραφίση και ουδέποτε εύρισκεν ανάλογού των προσδοκιών και των κριτηρίων του. Ο έτερος έμενεν εις τον τόπού του και εζωγράφιζεν όλους τους ανθρώπους, διότι ανεύρισκεν την ωραιότητα εις την μορφήν όλων των ανθρώπων τους οποίους συναντούσεν.
Η έννοια του Θεού κατά τον Kierkegaard, δεν συμφωνεί με την έννοιαν υπό την οποίαν αναφέρεται ο Θεός εις πολλούς εκ των προγενεστέρων και συγχρόνων του φιλοσόφων. Απομακρυνόμενος από την εκλογικευθείσαν θρησκευτικότητα του Hegel, o Kierkegaard στηρίζει την πίστιν εις τον Θεόν, ουχί πλέον επί λογικών επιχειρημάτων, αλλά επί της αξίας της απολύτου πίστεως και επί της εναγωνίου επιθυμίας του ανθρώπου να αναζητήση την υπερβατικήν αλήθειαν.
Ο Θεός διά τον Kierkegaard είναι "Ο Θεός του Αβραάμ του Ισαάκ και του Ιακώβ"100 Ο Δημιουργός, o Θεός της αγάπης και της θυσίας, ο Θεός των πατέρων, ο Θεός της πίστεως και όχι του φιλοσοφικού στοχασμού. Παρά δε το γεγονός, ότι η αισθητική και αι ηθικοί αξίαι είναι δυνατόν να συμβάλλουν εις την ανοδικήν πορείαν του ανθρωπίνου Είναι, εν τούτοις μόνον η επικοινωνία μετά του Θείου δύναται να απελευθερώση τον άνθρωπον, από τον φόβού και την θλίψιν'°'. Η αγάπη του Θεού είναι η πηγή της ανθρωπίνης ελευθερίας και της ισότητας. Η απόλυτος έννοια της ανθρωπίνης ισότητας καθορίζεται από την απόλυτον έννοιαν της ίσης αγάπης του Θεού προς έκαστον των ανθρώπων102. Ενώ η επιστήμη και η τέχνη διακρίνουν τους ανθρώπους εις ταλαντούχους και μή, επί τη βάσει των ικανοτήτων και των επιδόσεων των, η αγάπη εξισώνει αυτούς εις την επικοινωνίαν των μετά του Υψίστου103.
Η χριστιανική αγάπη διαφέρει της ανθρωπίνης αγάπης. Δεν έχει όρια, ούτε υπόκειται εις την προσωρινότητα. Εις την ανθρωπίνην αγάπην υπάρχει το άγχος και ο φόβος της μεταβλητότητας, εις την αγάπην του Θεού υπάρχει η ασφάλεια και η βεβαιότης της αιωνιότητας104.
Ο Kierkegaard επίστευεν βαθέως, ότι ο άνθρωπος μόνος του είναι αδύνατον να βιώση την αγάπην και να ακολουθήση αυτήν ως γνώμωνα της ζωής του. Μόνον διά της ενοικήσεως του Θεού εντός της καρδίας του ανθρώπου καθίσταται εφικτή η βίωσις της αληθούς αγάπης105. Η αγάπη δεν βιούται ούτε εις το αισθητικόν ούτε εις το ηθικόν στάδιον της υπάρξεως. Η βίωσις της άρχεται από της στιγμής της πλήρους εγκαταλείψεως του ανθρώπου εις το θέλημα του Θεού. Θα πρέπη να νεκρωθή η εγωκεντρικότης και συγχρόνως όλη η έννοια του κόσμου εντός της ανθρωπίνης συνειδήσεως, διά να δυνηθή ο άνθρωπος να βιώση την αγάπην και να αγαπήση τον πλησίον. Μόνον διά μέσου της απαρνήσεως του Εγώ106 καθίσταται εφικτή η βίωσις της αγάπης του Θεού και η μέθεξις του Εγώ εις το μυστήριον της αγάπης107.
Η αγάπη βιούται διά μέσου της απολύτου υποταγής εις το θέλημα του Θεού108. Τα πετεινά του ουρανού και τα κρίνα του αγρού υποτάσσονται εις το θέλημα του Θεού και καθίστανται ανυπέρβλητοι διδάσκαλοι της υπακοής και της αγάπης109. Η αγάπη βιουμένη νικά την αγωνίαν την ανησυχίαν και την θλίψιν, νικά τον χρόνον και γίνεται καθ' εαυτήν φορεύς της αιωνιότητας 110.
Η αξία της ζωής συνίσταται εις την βίωσιν του απολύτου και του αιωνίου. Η αγάπη του Θεού περικλείει το απόλυτον και το αιώνιον. Αξίζει ο άνθρωπος να δεχθή τον εμπαιγμόν όλου του κόσμου διά την αγάπην του Κυρίου, όπως ο Κύριος εδέχθη τον εμπαιγμόν του πλήθους, σταυρούμενος από αγάπην διά τον άνθρωπον.
Μέσα από την βίωσιν της αγάπης ο Kierkegaard έβλεπεν την ελπίδα διά την αντιμετώπισιν και του ιδίου του εσωτερικού δράματος της καταθλίψεως και της απελπισίας111. Η πίστις και η αγάπη ήσαν αι ακτίνες, αι οποίαι διεισδύουσαι εις την Ψυχήν του έδιδαν την προσδοκίαν της ζωής, εκεί όπου επλανάτο η σκιά του θανάτου112. Μέσα από τας σελίδας του ημερολογίου του ιδίως των τελευταίων ετών, καθίσταται εμφανής η κατά Χριστόν αλλοίωσις του χαρακτήρας και της προσωπικότητας του. Το κύριον πρόβλημα του δεν ήτο πλέον η απόκρυψις των επωδύνων καταθλιπτικών βιωμάτων του, ούτε αι φιλοσοφικαί αναβάσεις και η εύστοχος κριτική, αλλά η απόλυτος ευθυγράμμισις του με το θέλημα του Θεού και η άνευ ορίων βίωσις της διηνεκώς αυξανομένης αγάπης του προς τον Κύριον του πάθους, της ταπεινώσεως 113, της Σταυρώσεως και της Αναστάσεως, o οποίος αδιαλείπτως καλεί τον άνθρωπον.
Το άγχος και η αγωνία
Εις την διαμόρφωσιν ενός ηθικού πλαισίου ζωής δεν απουσιάζει το άγχος και η αγωνία. Αι ηθικαί αρχαί καθοριζόμεναι υπό της ανθρωπίνης ηθικής δεν στερούνται της προσωρινότητος και ούτε χαρακτηρίζονται υπό της τελειότητας. Μόνον εντός των πλαισίων της αληθούς και συνεπούς χριστιανικής ζωής υπάρχει η αληθής χαρά και η ειρήνη. Η αλλαγή όλης της οδού της ζωής εντός της χριστιανικής πίστεως μεταμορφώνει υπαρξιακώς το άτομον και του δίδει έν νέον νόημα και ένα νέον προσανατολισμόν, μακράν της θλίψεως και της φθοράς114.
Το άγχος είναι καρπός της αμφιβολίας και της αμφισβητήσεως και ενισχύεται όσον ο άνθρωπος παραμένει μόνος υποκείμενος εις την αμαρτίαν. H αμαρτία είναι έννοια συνδεδεμένη σταθερώς και αναποσπάστως με την σχέσιν του ανθρώπου μετά του Θεού. Είναι έννοια, η οποία αποκτά υπόστασιν μόνον "ενώπιον του Θεού", καθ' όσον η επικοινωνία του ανθρώπου μετά του Θεού αποτελεί τον άξονα της υπάρξεως της ανθρωπίνης υποστάσεως.
Το άγχος είναι ενίοτε ο καρπός της αδυναμίας ενός λογικού συστήματος εις το οποίον η υλοποίησις των δυνατοτήτων δεν καθίσταται εφικτή. Ως εκ τούτου το άγχος δεν είναι στοιχείον της αναγκαιότητας ούτε της ελευθερίας, αλλά είναι απότοκον της δεσμευμένης ελευθερίας115. Το άγχος άλλοτε είναι αποτέλεσμα της θεωρήσεως της εκτάσεως της ελευθερίας. Οταν ο άνθρωπος βλέπει την άβυσσον καταλαμβάνεται από ίλιγγού. Κατ' αντίστοιχού τρόπον το άγχος είναι ο ίλιγγος της σκέψεως, όταν αύτη προσπαθεί να θεωρήση την άβυσσον της ελευθερίας 116.
Το άγχος της αμαρτίας, όταν αντιμετωπίζει την αιωνιότητα, εξελίσσεται εις απελπισίαν. Υφίσταται η απελπιστική άγνοια της αιωνιότητας, κατά την οποίαν το άτομον δεν συνειδητοποίησεν ότι έχει αιώνιον ψυχήν και αιώνιον υπόστασιν και η απελπισία του συνίσταται εις την αδυναμίαν του να βιώση αρμονικώς το γήινον και το προσωρινό. Είναι η άμεσος απελπισία της καθηλώσεως εις το παροδικόν και την παροδικότητα των ανθρωπίνων επιθυμιών, η συνεχής αναζήτησις των οποίων οδηγεί το ανθρώπινον Είναι εις τον δαίδαλον της απελπισίας 117. Εκ παραλλήλου υφίσταται η κυρίως απελπισία, η οποία εγκαθίσταται εις την συνείδησιν από της στιγμής κατά την οποίαν το ανθρώπινον Είναι αντιλαμβάνεται την αιώνιον υπαρκτότητα του118. Κάθε οδός είναι δυνατόν να οδηγήση εις την απελπισίαν, εκτός από την οδόν της ταπεινώσεως και της ειρηνικής αποδοχής του θελήματος του Θεού, διά της οποίας μετά απαθείας βιοί ο άνθρωπος την επικοινωνίαν του μετά του Θεού119. Η αμαρτία γεννά το άγχος. Το άγχος εκ παραλλήλου είναι φυσική συνέπεια της ελευθερίας. H ανθρωπίνη ψυχή προ της αβύσσου της ελευθερίας αισθάνεται το άγχος, το άγχος της επιλογής, το άγχος της πορείας, το άγχος του χρόνου, της προσωρινότητος και του αιωνίου.
Συμπεράσματα
Ο στοχασμός του Soren Kierkegaard, ήτο ο στοχασμός του φιλοσόφου, του θεολόγου, του ανατόμου της ανθρωπίνης ψυχής, διά του οποίου τα φαινόμενα χάνουν την αντικειμενικήν αξίαν του, ως έχουν, αλλά αποκτούν αξίαν όταν καταστή εφικτή η εσωτερική ερμηνεία αυτών. Ο Kierkegaard κινείται μέσα εις την απολυτότητα του χώρου της νοήσεως και της γνώσεως υπό την συνειδητοτέραν της μορφήν120. Βαθύς γνώστης της Ελληνικής φιλοσοφίας, χρησιμοποιεί την διαλεκτικήν κατά πλατωνικόν τρόπον και εκ παραλλήλου δέχεται το νέκταρ της στωϊκής φιλοσοφίας. Βαθύς γνώστης της Γερμανικής φιλοσοφίας, άλλοτε την επικαλείται και άλλοτε την μάχεται και την απορρίπτει, διά να διατηρήση την ελευθερίαν του φιλοσοφικού στοχασμού του121, καθ' όσον ο φιλόσοφος είναι ελεύθερος, υπερβαίνει τον χρόνον και τα όρια της συστηματικής σκέψεως.
Η εσωτερική διάστασις, το βαθύτερον κίνητρον, η άδηλος διεργασία της ψυχής, η αναζήτησις, η αγωνία της αναζητήσεως, ο εσωτερικός διάλογος, η εσωτερική ειλικρίνεια, η συνειδητή αποδοχή ή απόρριψις, η σχέσις προς το Εγώ, η αναζήτησις του αιωνίου και απολύτου και κυρίως η αγάπη εις τον Θεόν και η αποδοχή του θελήματος Του αποτελούν τα αντικείμενα το φιλοσοφικού στοχασμού του Kierkegaard, τα αντικείμενα της ζωής του, αι έννοιαι διά τας οποίας έζησεν και διά τας οποίας ανηλώθη κατά τα τελευταία ιδίως έτη της ζωής του.
Η ζωή του, η οποία εθεμελιώθη βαθέως επί της πίστεως είς τον Κύριον αντικατοπτρίζεται εις το έργον του, το οποίον διαποτίζεται και τροφοδοτείται από την ωραιότητα της Χριστιανικής αληθείας. Το έργον του έχει εσωτερικήν διάστασιν, η οποία είναι πολύ μεγαλυτέρα της εκτάσεως του. Είναι καρπός βαθείας εσωτερικής καλλιεργείας, διά της οποίας o άνθρωπος βλέπει πλέον το βαθύτερον Εγώ του, διά των πνευματικών οφθαλμών του.
Αναλύων τα βιώματα της ψυχής, διασπάρτως εντός του έργου του και κυρίως εντός των ημερολογίων του, αφήνει να διακριθή, μέσα εις τας σελίδας του, η μάχη του προς την συνεχώς υπάρχουσαν καταθλιπτικήν διάθεσιν και το ψυχικόν άλγος. Αναφερόμενος εις τον ποιητήν, διά του οποίου εκφράζει τον εαυτόν του υπογραμμίζει, ότι ο λόγος του ποιητού είναι διαφορετικός από τον λόγον των ανθρώπων. Είναι τόσον σεπτός, ώστε εν σχέσει πρός τον λόγον των ανθρώπων ομοιάζει με την σιωπήν, αλλά συγχρόνως δεν είναι σιωπή. Ούτε η σιωπή του ποιητού είναι βωβή, αλλά αντιθέτως θέλει και εκείνη να εκφρασθή με τον λόγον του ποιητού, εις τον οποίον μόνον ο πόνος δίδει την δυνατότητα της εκφράσεως. Ο λόγος του Kierkeggard, παρά το γεγονός ότι είναι χειμαρρώδης, μελίρρητος, περίκαλής, εν τούτοις εξεταζόμενος προσεκτικώς υπό την εσωτερικήν διάστασιν είναι μία σιωπή. Εχει την σοβαρότητα και την ιεροπρέπειαν της σιωπής. Είναι ως η γλώσσα των κρίνων, τα οποία διδάσκουν με την σιωπήν των. "Ιστανται σιωπηλά ενώπιον του Θεού και διδάσκουν την περισυλλογήν του Θεού"122. "Η απλότης της σιωπής διά τα κρίνα στηρίζεται εις την απλότητα της πίστεως. Και όλη η κατανόησις του μεγαλείου και της αγάπης του Θεού στηρίζεται εις την απολυτότητα της πίστεως123". Η αναφορά του εις τα βιώματα της ψυχής πραγματοποιείται εν μέσω πολλών περιγραφών, ευγλώττων παραδειγμάτων, παραλληλισμών, επεξηγήσεων, αναλύσεων, σχολίων διαλόγων, εις το βάθος όμως ο μελετών τα έργα του έχει Την αίσθησιν, ότι υπάρχει μία βαθεία σιωπή, η οποία περιβάλλει τον εσωτερικότερού χώρον της ψυχής. H σιωπή αύτη δεν είναι η σιωπή προ του αγνώστου. Ηδη ο Kierkegaard δίδει εις το έργον του πολυάριθμα τεκμήρια της ικανότητας του να ρίπτη φως και να διαλευκαίνη δυσπροσίτους πτυχάς της ψυχής. Είναι η σιωπή προ της ιερότητας της ψυχής, προ του μυστηρίου της αγάπης του Θεού διά την ανθρωπίνην ψυχήν, προ της εννοίας του αιωνίου, το οποίον συνυφαίνεται μετά της υποστάσεως της ψυχής124. Αύτη η βαθεία σχέσις του προς τον Κύριον, αποτελεί το ενδότερού και πολυτιμότερον βίωμα της καρδίας του. Ενώ μεν αυτό διαγράφεται εις όλας τα σελίδας των έργων του και ιδιαιτέρως εις το ημερολόγιον του, εν τούτοις το βάθος και την έκτασιν του υπερόχου αυτού βιώματος προσπαθεί να το διατηρήση μακράν του βλέμματος των ανθρώπων και το αφήνει να εκφρασθή κατά τρόπον απλούν και πηγαίού μέσα εις την αρμονίαν της σιωπής.
Αναφερόμενος εις την αγωνίαν και την απελπισίαν, τον φόβού και το δέος, την αμαρτίαν και την μετάνοιαν, την προσωρινότητα της χαράς και το μεγαλείον της αγάπης του Θεού, αφήνει να εκφράζεται, μέσα από τας θέσεις του και μέσα από την σιωπήν του, το αιωνίως διενεργούμενον μυστήριον της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπον και το μυστήριον της σωτηρίας του ανθρώπου από την φθοράν και την προσωρινότητα. Το δέος προ της θυσίας του Θεανθρώπου εκ της απολυτότητας της αγάπης αποτελεί και το μυστικόν της ιδικής του ζωής, το πνευματικόν ύδωρ της ψυχής του, το οποίον εν σιωπή διαποτίζει άλας τας σκέψεις του125. Το δέος του και η σιωπή της ανεκλαλήτου χαράς προ του τελικού σταθμού των αναζητήσεων του, προ του Κυρίου της θυσίας και της αγάπης, της ταπεινώσεως και της Δόξης126.
Παραμένων ο Kierkegaard μετά μοναδικής συνεπείας μακράν της "ακαδημαϊκής φιλοσοφίας", χωρίς να το επιδίώξη, χωρίς να επιθυμήση ποτέ να εισαγάγη έν νέον σύστημα, εθεμελίωσεν το βάθρον της υπαρξιακής φιλοσοφίας127, η οποία απέχει πολύ αφ' ενός μεν εκ του ατομικισμού (solipsismus), αφ' ετέρου δε εκ του επιστημολογικού ιδεαλισμού128, παρ' όλην την έμφασιν την οποίαν δίδει αύτη εις την αξίαν του προσώπου.
Επί των φιλοσοφικών αρχών του Kierkegaard οικοδόμησαν εν συνεχεία τας θέσεις των διά του στοχασμού των, ο οποίος υπέστη ικανάς διαφοροποιήσεις, οι Martin Heidegger, Karl Jaspers, Jean-PauΙ Sartre, Gabriel Marcel, Maurice Merleau-Ponty, Jose Ortega y Gassset, Nicola Abbgnano και Nikolay Berdyayev.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ammundsen V: Soren Kierkegaards Ungdomhans Slaeg og hans religiose Udviklink. Kopenhavn 1912.
Auslen Gustav: Den Allmainneliga Kristma tron. Stocholm 1965. Barret W: Irrational Man: A study in Existential Philosophy. Double Daγ Anchor, 1962.
Billeskov Jamsen FJ: Studier i Soren Kierkegaards litterateraere Kunst, Kobenhabn 1951.
Bohlin Torsten: Soren Kierkegaards dogmatiska askadming. Stockholm 1925.
Bohlin T: Soren Kierkeggards Etiksa Askandning med Sarskild hansγn till begrepet "den enskilde" Uppsala: Almqvist och Wiksells, Boktrγckeri 1918.
Brandes Georg: Soren Kierkegaard. En kritisk Fremstilling I Grundrids, Kobenhavn, Gyldendal 1877.
Christensen V: Soren Kierkegaard Vej til Kristendommen. Kobenhavn 1955.
Clair A: Pseudonymie et Paradoxes La pans~ee Dialectique de Kierkegaard. J. Vrin, Paris 1953.
Collins J: The Mind of Kierkegaard, Princeton University Press, 1953.
Croxall TH: Kierkegaard Studies. London 1948.
Descartes R: Discourses on method and the meditation. Middlesex 1979, p. 59.
Eller V: Kierkegaard and radical Discipleship: A New Perspective. Princeton University Press, Princeton 1968.
Gordon M: Kierkegaards Anthropology, Marquette University Press, 1996.
Gouwens D: Kierkegaard as Religious Thinker: Passions, Virtues and Praxis, Cambridge University Press, Cambridge 1996. Hall RL: Word and Spirit: A Kirkegaardian Critique of the modern
Age. Bloomington. Indiana University Press 1993. Hamsen K: Soren Kierkegaard 1. Kobenhavn 1954.
Harris E: Manes Ontological Predicament. A detailed analysis os Soren Kierkegaard s concept of sin with special reference to The Concept of Dread. Uppsala 1984.
Hegel GWF: Vorlesungen uber die Geschichte der Philosophie, III, Werke XV, ed. Philipp Marheineke. Berlin 1832-1845. Hegel GWF: Phaenomenologie des Geistes, Werke Il, Berlin 183?-1845
Heiberg PA: Soren Kierkegaards religiose udvikting. Psykologisk Microskopi. Kobenhavn, 1925.
Heiweg H: Soren Kierkegaard, et psykiatrisk, psychologisk Studie, Kobenhavn, Hagerup, 1933.
Hermann D: Kierkegaard's Dialectic of Existence. Edinburgh, Oliver and Boyd, 1959.
Himmelstrup J: Soren Kierkegaard International Bibliografi. Kobenhavn. Nyt Nordisk Forlag, Amold Busck. 1962. Himmelstrup J: Soren Kierkegaards Pofattelse of Sokrates. Kobenhavn 1924.
Hohlenberg J: Soren Kierkegaard I. Kobenhavn 1948. Hoffding H: Soren Kierkegaard som Filosof. Kobenhavn 1892. Kierkegaard Soren: Breve og Aktstykker vedrorende Soren Kier
kegaard. Thulstrup ed Munksgaard Kobenhavn 1953-1954. Kierkegaard Soren: Vaeker i Udvalds. Vol.l-IV. Ugd. of FJ Bileskov Jansen. Gyldendalske Boghandel, Noedisk Folrlag, Kobenhavn 1950.
Kierkegaard Soren: Lilien paa Larken of Flugen under Himlen. Tre gudelige Taler. Kobenhavn 1849.
Kierkegaard Soren: Christian Discourses. Transl. Walter Lowrie. Oxford 1940.
Kierkegaard Soren: Concluding Unscientific Postescript. Princeton University Press 1944.
Kierkegaar Soren: T he concept of tread. Tranl. W. Lowry, N. Jersey, Princeton Univ. Press, 1973.
Kierkegaard Soren: The concept of Irony, with constant reference to Socrates. Trans. L.M.Capel, Bloomington, Indiana University Press.
Kierkegaard Soren: Journals and Papers. 6 vol. Transl. Howard V. Hong and Edna H. Hong assisted by Gregor Malantschuk. Bloomington, Indiana University Press, 1967.
Kierkeggard Soren: Diario 1-3. A cura di Cornelio Fabro. Brescia 1948-1951.
Kierkegaard Soren: The Journals. Transl and Ed. Alexander Dru. Oxford University Press 1938.
Kierkegaard Soren: The last years. Journals 1853-1855. Edited and Transl. by Ronald Gregor Smith. Harper & Row, New York 1964.
Kierkegaard Soren: Crainte et Treblement. Traduit du danois par PH. Tisseau. Fernard Aubier, Paris 1946.
Kierkegaard Soren: Philosophical Fragments,lohannes Climacus. Ed. and transl Howwward V. Hong and Edna H. Hong. Princeton University Press, Princeton N.J. 1985.
Kierkegaard Soren: Etapes sur de chemin de Ια vie. Tradui de danois par F. Prior et ΜΗ Guignof. Sere ed. Paris 1948. Kierkegaard Soren: Mindeudstilling, Det Kongelige Bibliotek, ΚοbeAhavn 1955.
Kierkeggard Soren: Training in Christianity and The Edifying Discourses. Transl. Lowrie W. Princeton, Princeton University Press 1941.
Kierkeggard Soren: Works of Love. Transl. Lίllian Marvin Swenson, Princeton, Princeton University Press 1946. Kierkeggard Soren: Rurity of Heart is to Will one Thing. Transl. By
Douglas V Steere. Harper~'s 1938.
Kierkeggard Soren: The difficulty of Being Christian. Ed. Jacque Colette. Transl. Ρ. Μ. Mclnerny, L. Turcotte. University of Notre Dame Press, London 1968.
Kierkeggard Soren: Either/Or 2vols. Tranl. H.V. Hong and Ε.Η. Ηοηg, Ν. Jersey, Princeton Univ. Press, 1987.
Kierkeggard Soren: The sickness unto death. W. Lowry. New Jersey 1974.
Kierkeggard Soren: Upbyggelige Taler i forskelling Aand Kobenhavn 1847.
Kirmmse Β: Kierkeggard in Golden Age Denmark, Bloomington, Indiana University Press, 1990.
Kuhle Sejer: Soren Kierkegaards Barndom og Ungtom. Kobenhavn 1950.
Lowrie W: Kierkeggard. 2νοΙ. London, New York, Torondo, Oxford University Press 1938.
Macquarrie J: Existentialism, New York, Penguin 1972. Malantschuk G: Frihed og Eksistens, Studier i Soren Kierkegaards Begreben Angest, Kobenhvn 1971.
Mesnard Ρ: Le vrai visage de Kierkeggard. Paris. 1948. Μπαλογιάννης Σ: Διάβασις διά της Ψυχολογίας. Οεσσαλονίκη 1982, Εκδ. Πουρναρά. Σελ. 207-236.
Μπαλογιάννης Σ: Το άγχος εις την φιλοσοφίαν του Kierkeggard. Γρηγόριος Παλαμάς, 1988; 721: 8-13.
Μπαλογιάννης Σ: Ο Σωκράτης κατά τον Kierkegaard. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής 1994; 11: 349-359.
Μπαλογιάννης Σ.Ι: Η Ψυχοθεραπεία κατά την αρχαιότητα Τόμος I Καλογήρου. Οεσσαλονίκη 1990.
Μπαλογιάννης Σ: Η διά Χριστόν σαλότης: Μαρτυρία και Μαρτύριον. Γρηγόριος ο Παλαμάς 1992; 75: 959-965.
Μπαλογιάννης Σ: Το μαρτύριον της σαλότης: αναφορά εις τον Αγιον Συμεώνα τον διά Χριστόν σαλόν" εις τον τόμον "H μήτηρ ημών Εκκλησία" Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 321-460. Μπαλογιάννης Σ: Η μελαγχολία του Kierkeggard εις την ζωήν και το έργον του. Γρηγόριος Παλαμάς 773: 303-351, 1998.
Oden TC: Parables of Kierkeggard. Princeton University Press. Princeton 1989.
ΟΙson RG: Απ introductiοn to Existentialism, New York 1962. Otto Rudolf: The idea of the ΗοΙγ. Transl. J. Harvey, New York 1976.
Pojman L: The Logic of Subjectivity. Universitγ of Alabama Press, 1984.
Rosenberg ΡΑ: Soren Kierkeggard, hans Personalighed og hans Forfatterskab. Kobenhavn.
Ruttenberg W: Soren Kierkeggard. Berlin 1929.
Swenson DF: Something about Kierkeggard. Minneapolis 1941. Thulstrup Ν: Kierkeggard and the Church in Denmark, Copenhagen, Reitzel, 1984.
Thust Μ: Soren Kierkeggard, der Dichter des Religoesen. Μϋηchen 1931.
Vardy Ρ: Kierkeggard. Fount, London 1996.
Wahl Jean: Etudes Kierkegaardiennes. Paris 1938. Wittgenstein L: Lectures and Conversations οη Aesthetics, Psychology and Religious Belief. ed. Cyril Barkley, University of California Press, 1966.