Παρεγκεφαλιδικά ισχαιμικά αγγειακά επεισόδια
Π. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, Α. ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Α. ΚΑΡΛΟΒΑΣΙΤΟΥ, Ν. ΒΛΑΪΚΙΔΗΣ, Β. ΚΩΣΤΑ, Στ. ΜΠΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
Α' Νευρολογική Κλινική, Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Περίληψις
Η παρεγκεφαλίς λόγω της ευρείας αιματώσεως της υπόκειται σπανιώτερον εις ισχαιμικάς αλλοιώσεις εν σχέσει προς τας λοιπάς δοράς του κεντρικού νευρικού συστήματος. Εις ευρείαν αναδρομικήν μελέτην 866 ασθενών, οι οποίοι ενοσηλεύθησαν εις την Α ' Νευρολογικήν Κλινικήν του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κατά την δεκαετίαν 1990-1999, ως πάσχοντες εξ ισχαιμικών αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων, διεχωρήσθησαν 12 περιπτώσεις ισχαιμικών επεισοδίων της παρεγκεφαλίδος, ήτοι 1,15% επί του συνόλου, αι οποίαι εμελετήθησαν λεπτομερώς. Η μέση ηλικία των πασχόντων εξ ισχαιμικών επεισοδίων της παρεγκεφαλίδος ανήρχετο εις 59 έτη, ενώ το εύρος της ηλικίας αυτών εκυμαίνετο εκ των 43 έως των 70 ετών. Η συνηθεστέρα εντόπισις των εμφράκτων ήτο εις το κάτω μηνοειδές λόβιον των παρεγκεφαλιδικών ημισφαιρίων, το οποίον αντιστοιχεί εις την περιοχήν κατανομής των ημισφαιρικών κλάδων της οπισθίας κάτω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας. Εκ παραλλήλου διεπιστώθηκαν εμφράγματα εις την περιοχήν την αιματουμένην υπο της άνω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας και έμφρακτα αντιστοιχούντα εις την περιοχήν της κατανομής της προσθίας κάτω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας, καταλαμβάνοντα την κροκύδα και μέρος της περιφερείας της παρεγκεφαλίδος, ως τούτο κατέστη σαφές διά των νευροαπεικονιστικών μεθόδων. Ωρισμένα εκ των εμφράκτων ήσαν πολλαπλά, αναφερόμενα εις τον φλοιόν και την υποφλοιώδη λευκήν ουσίαν των παρεγκεφαλιδικών ημισφαιρίων, αφ' ενός μεν εις μεθορίους περιοχάς της κατανομής της οπισθίας κάτω και της προσθίας κάτω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας, αφ' ετέρου δε εις μεθορίους περιοχάς μεταξύ της άνω και οπισθίας κάτω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας. Η συμπτωματολογία των πασχόντων εκ παρεγκεφαλιδικών εμφράκτων απετέλει κυρίως συνάρτησιν της θέσεως και ουχί του μεγέθους και του αριθμού των ισχαιμικών εμφράκτων. Ιδιαιτέρως υπογραμμίζεται η ηπία κλινική φαινομενολογία και η ικανοποιητική πορεία των εμφράκτων του κάτω μηνοειδούς λοβίου και των πολλαπλών μεθορίων εμφράκτων μεταξύ των τελικών ημισφαιρικών κλάδων της άνω παρεγκεφαλιδικής και της οπίσθίας κάτω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας.

Εισαγωγή

Η ευρεία παρεγκεφαλιδική μάζα και το πολυπληθές νευρωνικόν υπόβαθρον αυτής, το οποίον καλύπτει πλειάδα λειτουργιών (Μπαλογιάννης 1977), δύνανται να ανταποκριθούν εις τας συνήθεις λειτουργικάς ανάγκας του ατόμου ακόμη και επί σημαντικής μειώσεως αυτών, υπό την προϋπόθεσιν να διατηρήται η συνέχεια των προσαγωγών και απαγωγών οδών της παρεγκεφαλίδας και η ανατομική και λειτουργική ακεραιότης των πυρήνων αυτής. Ούτως εις την εγκατάστασιν των αγγειακών επεισοδίων της παρεγκεφαλίδας παρατηρείται ευρεία κλινική φαινομενολογία, κυμαινομένη από της εμφανίσεως ελαφρών ιλίγγων και τάσεως προς έμετον, έως της εγκαταστάσεως εντόνων παρεγκεφαλιδικών φαινομένων, ως είναι η αταξία, η αβασία και αστασία, η δυσμετρία, οι έντονοι ίλιγγοι και η ευρεία υποτονία, επί των οποίων συνήθως προστίθενται φαινόμενα εκ των επερχομένων υδροδυναμικών διαταραχών, τα οποία έχουν άμεσον επίπτωσιν επί της συνειδησιακής εναργείας του ατόμου. Ως εκ τούτου τα ισχαιμικά κυρίως επεισόδια της παρεγκεφαλίδας ήτο δυνατόν εις παλαιοτέρας εποχάς, εις τας οποίας ήσαν άγνωστοι αι σύγχρονοι νευροαπεικονιστικαί δυνατότητες, να παραμείνουν πλήρως αδιάγνωστα ή να καταστούν αντιληπτά μόνον όταν ο πάσχων κατέληγεν επί της μοργκανίου τραπέζης (Amarenco 1991 ), εν αντιθέσει προς τα σύνδρομα του εγκεφαλιδικού στελέχους, τα οποία κατά κανόνα ευστόχως διεγιγνώσκοντο ήδη από της εγκαταστάσεως των (Fisher και Caplan 1971, Menzis 1983) λόγω της πλουσίας και εντόνου συμπτωματολογίας των.

Σήμερον αι δυνατότητες της νευροαπεικονίσεως και ιδίως της επιτυγχανομένης διά της μαγνητικής τομογραφίας, επιτρέπουν την έγκαιρον διάγνωσιν των ισχαιμικών αγγειακών επεισοδίων της παρεγκεφαλίδας εκ των πρώτων ήδη ωρών από της εγκαταστάσεων των (Simmons και συνεργ. 1986), καθιστούν αντιληπτή την συχνότητα των, η οποία εξετιμήθη ως ανερχομένη εις τα 15% εφ' όλων των ισχαιμικών εγκεφαλικών επεισοδίων (Hinshaw και συνεργ. 1980), ανατρέπουσαι τας παλαιοτέρας αντιλήψεις επί της σπανιότητας των, και εκ παραλλήλου παρέχουν την δυνατότητα ευρείας κλινικο-μορφολογικής συσχετίσεως, καθ' όλα τα στάδια της εξελίξεως αυτών (Tohgi 1993).

Εις την παρούσαν μελέτην περιγράφομεν και αναλύομεν τα κλινικά και νευροαπεικονιστικά δεδομένα 12 περιπτώσεων ασθενών, οι οποίοι εγκατέστησαν ισχαιμικάς βλάβας εις την παρεγκεφαλίδα, σκοπόν έχοντας (α) την περαιτέρω εμβάθυνσιν εις την κατά θέσεις κλινικήν φαινομενολογίαν της παρεγκεφαλίδας και (β) την μελέτην της βαρύτητας και της εκτάσεως των ευρυτέρων αιμοδυναμικών και υδροδυναμικών φαινομένων, τα οποία επέρχονται συναρτήσει των ισχαιμικών επεισοδίων της παρεγκεφαλίδας.

Υλικόν και μέθοδοι

Εις αναδρομικήν μελέτην εξητάσθησαν τα ιστορικά 866 ασθενών, οι οποίοι ενοσηλεύθησαν εις την Α' Νευρολογικήν Κλινικήν του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από του Ιανουαρίου του 1990 έως του Ιανουαρίου του 1999, ως πάσχοντος εξ ισχαιμικών αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων. Εξ αυτών διεχωρήσθησαν 12 περιπτώσεις ισχαιμικών επεισοδίων της παρεγκεφαλίδας, αι οποίαι εμελετήθησαν λεπτομερώς.

Ανελύθησαν αρχικώς οι κλινικοί χαρακτήρες του επεισοδίου, άμα τη εγκαταστάσει αυτού. Εμελετήθη εν συνεχεία η κλινική πορεία αυτών και αι υπολειμματικαί λειτουργικαί επιπτώσεις των επεισοδίων. Εκ παραλλήλου, εμελετήθησαν εν σειρά τα νευροακτινολογικά διαγνωστικά δεδομένα των ασθενών, ήτοι η αξονική τομογραφία, η μαγνητική τομογραφία και η παναγγειογραφία, οσάκις αύτη εγένετο και συνεσχετίσθησαν αυτά προς την κλινικήν φαινομενολογίαν και την πορείαν ενός εκάστου των επεισοδίων.

Τα έμφρακτα της παρεγκεφαλίδας διεκρίθησαν (α) εις έμφρακτα της άνω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας, (β( εις έμφρακτα της προσθίας κάτω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας, (γ) εις έμφρακτα της οπισθίας κάτω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας (δ) εις μεθόρια έμφρακτα αναπτυχθέντα μεταξύ των χώρων αιματώσεως των ανωτέρω παρεγκεφαλιδικών αρτηριών. Επί πλέον της ανωτέρω διακρίσεως, τα ανωτέρω έμφρακτα διεκρίθησαν εις (α) φλοιικά, (β) εις υποφλοιώδη, εις τα οποία περιελαμβάνοντο και τα αναφερόμενα εις τους παρεγκεφαλιδικούς πυρήνας. (γ) εις μονήρη και (δ) εις πολλαπλά.

Εις τας ανωτέρω περιπτώσεις ηλέγθηκαν το κληρονομικόν υπόβαθρον των πασχόντων, οι παράγοντες κινδύνου, ως είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπερλιπιδαιμία, η χρήσις αιθυλικής αλκοόλης και καπνού, η αρτηριακή υπέρτασις, η ύπαρξης καρδιακής νόσου, αγγειοπαθείας ή νόσου του κολλαγόνου.

Αποτέλεσμα

Επί του συνόλου των 866 ιστορικών τα οποία εξητάσθησαν, αι 12 περιπτώσεις ισχαιμικών επεισοδίων της παρεγκεφαλίδας αποτελούν έν ποσοστόν 1,15% Εκ των περιπτώσεων αυτών 7 ανεφέροντο εις άνδρας και 5 εις γυναίκας. Η μέση ηλικία των πασχόντων ανήρχετο εις 59 έτη, ενώ το εύρος της ηλικίας εκυμαίνετο εκ των 43 έως των 70 ετών.

Εκ των προδιαθεσικών παραγόντων διεπιστώθη υπέρτασις εις 5 εκ των ασθενών, σακχαρώδης διαβήτης εις 2, κολπική μαρμαρυγή εις 1 και ανεύρυσμα του μεσοκολπικού διαφράγματος εις 1.

Το συνηθέστερον σύμπτωμα των ασθενών ήτο η αιφνιδία εγκατάστασις ιλίγγου και εμέτων, εμφανισθέν εις 8 εκ των ασθενών. Τρείς εκ των ασθενών ενεφάνισαν μόνον ελαφράν αστάθειαν βαδίσεως. Εις εκ των ασθενών ενεφάνισεν μυϊκήν υποτονίαν. Δύο εκ των ασθενών ενεφάνισαν έκπτωσιν των ανωτέρων νοητικών λειτουργιών, αναφερομένην κυρίως εις την πρόσφατον μνήμην, την κριτικήν ικανότητα αυτών και την προσοχήν. Εις εκ των ασθενών πάσχων εκ υπερτασικής καρδιοπαθείας από διετίας προ της εγκαταστάσεως του ισχαιμικού επεισοδίου της παρεγκεφαλίδας είχεν αναπτύξει εξωπυραμιδικήν συνδρομήν.

Ο μέσος όρος νοσηλείας των ασθενών ,ήταν 12,25 ημέρες. Δεν υπήρχε θανατηφόρος έκβασις, ούτε μόνιμος αναπηρία. Η εν γένει πορεία των ασθενών ήτο ικανοποιητική. Τα φαινόμενα αυτών κυρίως τα αναφερόμενα εις το αιθουσαίον σύστημα παρέμεναν επί δέκα έξ έως είκοσι ημέρας και εν συνεχεία σταδιακώς υφίεντο.

Η συνηθεστέρα εντόπισις των εμφράκτων ήτο το κάτω μηνοειδές λόβιον των παρεγκεφαλιδικών ημισφαιρίων, το οποίον αντιστοιχεί εις την περιοχήν κατανομής των ημισφαιρικών κλάδων της οπισθίας κάτω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας, κλάδου της σπονδυλικής αρτηρίας. Ούτω εκ των 12 περιπτώσεων εις τας εννέα παρετηρήθησαν διά της νευροαπεικονίσεως έμφρακτα εγκατεσταθέντα εις τα παρεγκεφαλιδικά ημισφαίρια, εκ των οποίων τα τρία ενετοπίζοντο εις το κάτω μηνοειδές λόβιον. Εν εξ αυτών πεξετείνετο πέραν των opiωv της παρεγκεφαλίδας καταλαμβάνον την σύστοιχον πλαγίαν επιφάνειαν του προμήκους.

Εις μίαν εκ των περιπτώσεων το έμφρακτον κατελάμβανεν την κροκύδα και το σύστοιχον πρόσθιον έσω ημιμόριον της περιφερείας της παρεγκεφαλίδας εις περιοχήν αντιστοιχούσαν προς τον χώρον κατανομής των κλάδων της προσθίας κάτω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας, κλάδου της βασικής αρτηρίας. Τρείς εκ των περιπτώσεων παρουσίαζαν έμφρακτο της άνω επιφανείας της παρεγκεφαλίδας, αναφερόμενον κυρίως εις το άνω μηνοειδές λόβιον των παρεγκεφαλιδικών ημισφαιρίων, εις περιοχήν η οποία αιματούται υπό της άνω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας, κλάδου της βασικής αρτηρίας εκφυομένου προ του διχασμού αυτής εις τας οπισθίας εγκεφαλιδικάς αρτηρίας. Τα λοιπά έμφρακτα ήσαν πολλαπλά, αναφερόμενα εις τον φλοιόν και την υποφλοιώδη λευκήν ουσίαν των παρεγκεφαλιδικών ημισφαιρίων, κυρίως εις μεθορίους περιοχάς της κατανομής της οπισθίας κάτω και της προσθίας κάτω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας.

Πολλαπλά έμφρακτα της λευκής ουσίας. εις μεθόριον περιοχήν κατανομής των κλάδων της προσθίας κάτω και της άνω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας, περιεγράφησαν εις μίαν εκ των περιπτώσεων.

Τα κλινικά στοιχεία των πασχόντων και η εν γένει κατανομή των ισχαιμικών εμφράκτων της παρεγκεφαλίδας επί των ημετέρων περιπτώσεων αναλύονται εις τον κατωτέρω παρατιθέμενον πίνακα 1.

Τα νευροακτινολογικά ευρήματα των περισσοτέρων παρατίθενται συγκεντρωτικώς εις την εικόνα 1.



Προδιαθεσικοί παράγοντες ή παράγοντες κινδύνου παρατηρούνται εις τας πλείστας των περιπτώσεων. Ούτως επί των ημετέρων περιπτώσεων εκτός από τρείς ασθενείς, οι οποίοι δεν είχαν εμφανές προδιαθεσικόν υπόβαθρον, οι υπόλοιποι ενεφάνιζον προδιαθεσικούς παράγοντας, προεξαρχούσης της υπερτάσεως. Η καρδιογενής προέλευσις εμβόλων δεν ήτο σαφής εις τας ημετέρας περιπτώσεις παρά την ευρείαν και εν πολλοίς αντιφατικήν αναφοράν επί του εν λόγω αντικειμένου, εις ετέρας μελέτας (Bogouslavsky και συνεργ. 1991 Kase και συνεργ. 1993).

Η οπισθία κάτω παρεγκεφαλιδική αρτηρία είναι εκ των ευενδότων αγγείων εις την ανάπτυξιν ευρειών ισχαιμικών βλαβών επί της παρεγκεφαλίδας και του προμήκους, όπως και εις την ανάπτυξιν αφ' ενός μεν πολλαπλών μικρών ισχαιμικών εμφράκτων κατά το κάτω μηνοειδές λόβιον, αφ' ετέρου δε μεθορίων εμφράκτων μεταξύ των ακρεμόνων αυτής και των ακρεμόνων των ετέρων παρεγκεφαλιδικών αρτηριών καr ιδίως της άνω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας, λόγω ίσως της επιμήκους και ελικοειδούς πορείας των περισσοτέρων κλάδων αυτής (Barth και συνεργ. 1994). Επί των ημετέρων περιπτώσεων τα 25% των εμφράκτων εγκατεστάθησαν εις το κάτω μηνοειδές λόβιον, ενώ εκ παραλλήλου τόσον τα μεθόρια όσον και τα πολλαπλά έμφρακτα συνεδέοντο προς την κατανομήν των κλάδων της οπισθίας κάτω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας. Επίσης εις δύο ασθενείς παρατηρήθησαν εκτός του πρόσφατου και παλαιά (ασυμπτωματικά) έμφρακτα εις την παρεγκεφαλίδα. Εις ένα ασθενή διαπιστώθη αγγειογραφικώς ως αιτία εμφράκτου εις το αριστερόν ημισφαίριον της παρεγκεφαλίδας, η απόφραξις της αριστεράς σπονδυλικής αρτηρίας .

Εις τα έμφρακτα της άνω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας συνυπήρχε διεύρυνισις του κοιλιακού συστήματος και εις το έν εξ αυτών παρετηρήθη ευμεγέθης μεγάλη δεξαμενή. Το έτερον έμφρακτον της άνω 'παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας είχεν βαρυτέραν πορείαν και λόγω της εκπτώσεως του επιπέδου της συνειδήσεως και της συνυπαρχούσης ανισοκορίας κατέστη αναγκαία η προσωρινή εξωτερική παροχέτευσις, ως ενίοτε συμβαίνει επί εμφράκτων της εν λόγω αρτηρίας (Amarenco και συνεργ. 1991 ), τα οποία σημειωτέον ότι εις αναλογίαν 21% παρέχουν την κλινικήν εικόνα χωροκατακτητικής εξεργασίας του οπισθίου κρανιακού βόθρου (Amarenko και Ηauw 1990), δεδομένου ότι η εν τω βάθει κατανομή του εν λόγω αγγείου είναι ευρυτέρα της των άλλων, συμβάλλουσα εις την αιμάτωσιν του οδοντωτού πυρήνος και του μεγαλυτέρου μέρους της λευκής ουσίας των παρεγκεφαλιδικών ημισφαιρίων (Davison και συνεργ. 1935), και ως εκ τούτου αι αποφράξεις αυτής συνοδεύονται υπό ευρέος οιδήματος της λευκής ουσίας της παρεγκεφαλίδας.

Το έμφρακτον της προσθίας κάτω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας αναφερόμενον εις μίαν εκ των ημετέρων περιπτώσεων αποτελεί σπάνιον μάλλον σύμβαμα (Adams 1943), το οποίον παρέμεινεν εις το παρελθόν, προ της ευρείας εφαρμογής των νευροαπεικονιστικών διαγνωστικών μεθόδων, δυσδιάγνωστον, συγχεόμενον μετά της συνδρομής της γεφυροπαρεγκεφαλιδικής γωνίας (Amarenco και Ηauw 1990).

Επί των ημετέρων περιπτώσεων παρετηρήθησαν συν τοις άλλοις και πολλαπλά έμφρακτα κατά την περιοχήν κατανομής της οπισθίας κάτω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας και εις μεθορίους ζώνας μεταξύ αυτής και των κλάδων της άνω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας, ως περιγράφεται και εις ετέρας μελέτας (Amarenco και Ηauw 1990, Cample και Bogouslavsky 1999).

Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι η συμπτωματολογία των πασχόντων εκ παρεγκεφαλιδικών εμφράκτων απετέλει κυρίως συνάρτησιν της θέσεως και ουχί του μεγέθους και του αριθμού των ισχαιμικών εμφράκτων. Ετερόπλευρα ευμεγέθη έμφρακτα καταλαμβάνοντα το κάτω μηνοειδές λόβιον παρουσιάζουν συνήθως, ως καταφαίνεται εκ των ημετέρων περιπτώσεων, ήπια συμπτώματα, ουχί καθοριστικά της θέσεως και της εκτάσεως της βλάβης, ενώ περιγεγραμμένα έμφρακτα της προσθίας κάτω και των κεντρικών κλάδων της άνω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας δίδουν εμφανεστέραν και πλέον εντοπιστικήν κλινικήν φαινομενολογίαν. Ούτως εις οκτώ από τους δώδεκα ασθενείς, οι οποίοι είχαν μεθόρια έμφρακτα και έμφρακτα του κάτω μηνοειδούς λοβίου, η εγκατάστασις των επεισοδίων εγένετο δι' ιλίγγου και εμέτων βραχείας διαρκείας. Εξ αυτών οι δύο δεν είχαν εστιακήν νευρολογικήν σημειολογίαν, εκτός από νυσταγμόν και τάσιν προς πτώσιν κατά την όρθιαν θέσιν, συμπτώματα τα οποία δύναται να παρατηρηθούν και επί ιλίγγου περιφερικής αιτιολογίας.

Επίσης πρέπει να υπογραμμισθή ότι δύο από τους ασθενείς ανέφεραν ιστορικόν αυχενικού συνδρόμου. Ούτως είχαν ήδη παρόμοια επεισόδια τα οποία εθεωρήθησαν ως περιφερικής αιτιολογίας. Παρά την κοινήν αντίληψιν, ότι τα οξέως εγκαθιστάμενα προαναφερθέντα συμπτώματα μεγάλης διάρκειας είναι περιφερικής αιτιολογίας, ενώ ο κεντρικής αιτιολογίας ίλιγγος είναι ηπίου χαρακτήρας και διάρκειας ολίγων λεπτών, τα αποτελέσματά μας συνηγορούν υπέρ της απόψεως, ότι πρέπει να υπάρχη μεγάλη επιφύλαξις εις την κλινικήν διάγνωσιν των περιστατικών, τα οποία ενθυμίζουν περιφερικής αιτιολογίας ίλιγγον, όταν υπάρχει ιστορικόν αρτηριακής υπερτάσεως, αλλά και άλλοι προδιαθεσικοί παράγοντες διά αγγειακόν εγκεφαλικόν επεισόδιον (Baloh 1995, 1998, Duclos και συνεργ. 1997).

Η πορεία των ασθενών και η διάρκεια νοσηλείας, ακόμη και εις την περίπτωσιν του υδροκέφαλου, ήταν καλή, ως συνήθως συμβαίνει επί εμφράκτων της παρεγκεφαλίδας, τα οποία δεν κατέστησαν δευτερογενώς αιμορραγικά (Onnient και συνεργ. 1994). Από τους ασθενείς εις τους οποίους παρετηρήθη έκπτωσις των νοητικών λειτουργιών, ο είς είχε σακχαρώδη διαβήτην και συγχρόνως προς το επεισόδιον παρουσίασεν υδροκέφαλον, ο δεύτερος είχεν υπέρτασιν, λευκοεγκεφαλοπάθειαν και ακτινολογικώς διαγνωσθέντα έμφρακτα εις την γέφυραν και τον προμήκην. Παρά την ύπαρξιν και άλλων προδιαθεσικών παραγόντων, αμφότεροι παρουσίασαν την έκπτωσιν των νοητικών λειτουργειών από της εγκαταστάσεως των αγγειακών επεισοδίων, γεγονός το οποίον μας δίνει την δυνατότητα να αποδώσωμεν εν μέρει εις την παρεγκεφαλίδα την νοητικήν έκπτωσιν, δεδομένου ότι αύτη συνδέεται προς τας ανωτέρας ψυχικάς και νοητικάς λειτουργίας [Κουτσουράκη και Μπαλογιάννης 1997, Malm και συνεργ. 1998].

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Adams RD: Occlusion of anterior inferior cerebellar artery. Arch. Neurol. Psychiatry. 1943; 49: 765-770.

Amarenco P, Hauw JJ: Cerebellar infarction in the territory of the anterior and inferior cerebellar artery. A clinicopathological study of 20 cases, Brain 1990; 113: 139-155.

Amarenco P, Hauw JJ: Cerebellar infarction in the territory of the superior cerebellar artery: A clinicopathological study of 33 cases. Neurology 1990; 40: 1383-1390.

Amarenco P: The spectrum of cerebellar Infarctions. Neurology 1991; 41: 973-979.

Amarenco P, Roullet E, Goujon C, Cheron F, Hauw JJ, Bousser MG, Infarction in the anterior rostral cerebellum (the territory of the lateral branch of the superior cerebellar artery), Neurology 1991; 41: 253-258.

Baloh RW. Vertebrobasilar insufficiency and stroke. Otolaryngol Head Neck Surg 1995; 112(1): 114-117.

Baloh RW. Differentiating between peripheral and central causes of vertigo, Otolaryngol Head Neck Surg 1998; 119: 55-59.

Barth A, Bogousslavsky J, Regli F: Infarcts in the territory of the medical branch of the posterior inferior cerebellar artery. J Neurol. Neurosurg. 1994; 57: 1073-1076.

Bogouslavsky J, Van Melle G, Regli F: Cardiac sources of empolism and cerebral infarction, clinical consequences and vascular concomitants: the Lausanne Stroke Registry. Neurology 1991; 41: 855-859.

Canaple S, Bogousslacsky J: Multiple large and small cerebellar infarcts. J. Neurol. Neurosurg. Psych. 1999; 66: 739-745.

Davison C, Goodhart SP, Savisky N: The syndrome of the superior cerebellar artery and its branches. Arch. Neurol. Psychiatr. 1935; 33: 1143-1174).

Duclos JY, Darrouzet V, Loiseau H, Chambrin A, Boussens J, Bebear JP, Acute vertigo caused by ischemia of the posteroinferior cerebellar artery or PICA. Apropos of 2 cases, Rev Laryngol Otol Rhinol (Bord) 1997; 119-124.

Fisher CM, Caplan LR Basilar artery branches occlusion: a case of pontine Infarctions Neurology 1971; 21: 900-905.

Hinshaw DB, Thomson JR, Hasso AN, Casseleman ES: Infarctions of the brainstein and cerebellum: a correlation of computed tomography and angiography. Radiology 1980; 137: 105-112.

Kase CS, Norrving B, Levine SR, Babikian VL, Chodosh EH, Wolf PA, Welch KM, Cerebellar infarction. Clinical and anatomic observations in 66 cases, Stroke 1993; 24(1): 76-83.

Κουτσουράκη Ε, Μπαλογιάννης Σ. Παρεγκεφαλίδα και ανώτεραι νοητικαί λειτουργίαι: Ο ρόλος της παρεγκεφαλίδας εις την νόσον του Alzheimer. Εγκέφαλο 1997; 34: 76-61.

Malm J, Kristensen B, Karlsson T, Fagerlund M, Olsson T, Cognitive impairment in young adilds with infratentorial infarcts, Neurology 1998; 51: 433-40.

Menus WF: Thrombosis of inferior cerebellar artery. Brain 1983; 15: 436-439.

Μπαλογιάννης Σ. Η παρεγκεφαλίς ως πρότυπον κινητικού μηχανισμού. Νευροψυχιατρικά Χρονικά 1977; 2: 24-34.

Onnient Y, Mihout B, Guegan-Massardier E, Sanson M, Clinical and evolutive aspects of cerebellar infarction, Rev Neurol 1994; 150: 209-215.

Simmons Z, Biller J, Adams HP, Dunn V, Jacoby CG: Cerebellar infarction: comparison of computed tomography and magnetic resonance imaging. Ann Neurol. 1986; 19: 291-293.

Tohgi H, Takahashi S, Chiba K, Hirata Y, Cerebellar infarction. Clinical and neuroomaging analysis in 293 patients. The Tohoku Cerebellar Infarctions Study Group, Stroke 1993; 24: 1697-1701.

Toole J, Cerebrovascular Disorders. Raven Press, fourth edition. New York 1990.