Η Μαγνητική Μυελογραφία ως εξεταστική Μέθοδος της ΟΜΣΣ
ΧΟΝΔΡΟΣ Δ1, και ΡΟΒΛΙΑΣ Α2
1Ακτινολόγος. Διευθυντής Τμήματος Υπολογιστικής Τομογραφίας, ΓΠ Νοσοκομείου Ευαγγελισμός
2Νευροχειρουργός, Επιμελητής Νευροχειρουργικής Κλινικής, ΓΠ Νοσοκομείου Ασκληπιείο Βούλας

Περίληψη
Η συμβατική (κλασσική) μυελογραφία, ως διαγνωστική και εξεταστική μέθοδος της Οσφυϊκής Μοίρας της Σπονδυλικής Στήλης (ΟΜΣΣ), περιλαμβάνει διάφορες ανεπιθύμητες ενέργειες και επιπλοκές, οι οποίες οφείλονται είτε στην οσφυονωτιαία παρακέντηση είτε στην ενδορραχιαία έγχυση του σκιαγραφικού μέσου. Η Μαγνητική Μυελογραφία είναι μία μοντέρνα, μη αιματηρή μέθοδος, η οποία δεν απαιτεί παρακέντηση του οσφυϊκού υπαραχνοειδούς χώρου, ούτε έκθεση σε ακτινοβολία, και δεν συνοδεύεται από ιδιαίτερες ανεπιθύμητες ενέργειες.

Η μέθοδος της Μαγνητικής Μυελογραφίας βασίζεται σε μία ταχείας λήψεως εικόνα και ηχούς του spin με Τ2 παλμική ακολουθία, με εξάλειψη του σήματος του λίπους διά τεχνικής αποκτήσεως κορεσμού. Οι λαμβανόμενες εικόνες συμπιέζονται κατάλληλα σε πλέον σύνθετες, χρησιμοποιώντας έναν ειδικό αλγόριθμο προβολών μεγίστης εντάσεως, και μέσω ειδικού video ενισχύεται η απεικόνιση του οσφυϊκού νωτιαίου σάκκου και των νευρικών ριζών. Ο μέσος εξεταστικός χρόνος της Μαγνητικής Μυελογραφίας είναι περίπου 15 min, ενώ ο αντίστοιχος μέσος εξεταστικός χρόνος της συμβατικής μυελογραφίας είναι περίπου 29 min. Η εξέταση αποθηκεύεται σε μαγνητική ταινία και μπορεί να επανεκτιμηθεί από διαφορετική κάθε φορά οπτική γωνία, ως και από διαφορετικούς εξεταστές.

Οι εικόνες της ΟΜΣΣ που λαμβάνονται με αυτή την τεχνική είναι εξαιρετικής ποιότητας. Η Μαγνητική Μυελογραφία της ΟΜΣΣ αναδεικνύει εξαιρετική σκιαγραφική αντίθεση και διακριτική ικανότητα. Οι νευρικές ρίζες διατρέχουν ωραιότατα διάμέσου του ΕΝΥ και η απεικόνιση του ΕΝΥ που εκτείνεται στα νευρικά έλυτρα είναι ικανοποιητική. Οι εγκάρσιες τομές του νωτιαίου σάκκου δείχνουν εξαιρετικά υψηλή σκιαγραφική αντίθεση με τις περιβάλλουσες δομές και έξοχη απεικόνιση των νευρικών ριζών.

Η διαγνωστική ακρίβεια και αξία της Μαγνητικής Μυελογραφίας είναι παρόμοια μ ε της κλασσικής μυελογραφίας, αλλά δεν απαιτεί οσφυονωτιαία παρακέντηση, έγχυση σκιαγραφικού μέσου, ούτε έκθεση σε ακτινοβολία. Η Μαγνητική Μυελογραφία υπόσχεται πολλά, και πιθανώς σύντομα θα μπορεί να υποκαταστήσει την συμβατική οσφυϊκή μυελογραφία και την μετά από μυελογραφία Υπολογιστική Τομογραφία (CT - myelography), στην καθημερινή κλινική πράξη, για τον έλεγχο των παθήσεων της ΟΜΣΣ .

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

Ιστορικά, από την εισαγωγή της μυελογραφίας στην διαγνωστική των παθήσεων του νωτιαίου μυελού (ΝΜ), έχουν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς διάφορα χημικά μέσα ως σκιαγραφικοί παράγοντες, για την δυναμική εξέταση, του νωτιαίου υπαραχνοειδούς χώρου

Η πρώτη σκιαγραφική, ουσία, η οποία χρησιμοποιήθηκε από τον Jacobaeus12 το 1921, ήταν ο αέρας (αερομυελογραφία). Το 1926, οι Sicard και Forestier18 ανακοίνωσαν τις πρώτες προσπάθειες για την ακτινολογική διερεύνηση του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος με μία σκιερά ιωδιούχο λιποδιαλυτή ουσία, που στην συνέχει ακολουθήθηκαν από την χρησιμοποίηση και άλλων ιωδιούχων ελαιοδιαλυτών σκιαγραφικών μέσων (Lipiodol, Pantopaque, Myodil), τα οποία και εχρησιμοποιούντο μέχρι τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας15. Οι Steinhausen et al19 εισήγαγαν το 1944 τον εστεροποιημένο σκιαγραφικό παράγοντα ιωδοφενδυλάτη (Pantopaque), και οι Guerbet et al8 το 1965 το μονο - ιωδοστεατικό αιθύλιο. Πρακτικώς, όλα αυτά τα ιωδιούχα ελαιώδη σκιαγραφικά δεν απορροφούντο από τον νωτιαίο υπαραχνοειδή χώρο και - μετά την μυελογραφία - απαιτείτο επανάληψη της οσφυονωτιαίας παρακεντήσεως για την αφαίρεση ολόκληρης - κατά το δυνατόν - της ποσότητας του σκιαστικού, η οποία και δεν ήταν πάντοτε επιτυχής. Για παράδειγμα, το Pantopaque απορροφάτο από τον υπαραχνοειδή χώρο με ρυθμό περίπου 1 ml/έτος. Τα υπολείμματα των ιωδιούχων λιποδιαλυτών σκιαγραφικών οδηγούσαν συχνά σε βαριά αραχνοειδίτιδα, ιδίως όταν το σκιαγραφικό αναμιγνυόταν με αίμα (αιματηρό εγκεφαλονωτιαίο υγρό ΕΝΥ)15.

Αναζητώντας το "ιδεώδες" σκιαγραφικό, οι Arnell και Lidstrom2 εισήγαγαν το πρώτο υδατοδιαλυτού τύπου σκιαγραφικό (Abrodil)2 το 1931. Ωστόσο, αυτό προκαλούσε έντονο ριζιτικό ερεθισμό και ως εκ τούτόυ δεν ήταν κατάλληλο για εφαρμογή ρουτίνας στην καθημερινή κλινική πράξη. Οι Campbell et αΙ3 (1964) χρησιμοποίησαν την meglumine iothalamate, και ο Gonsette7 (1977) χρησιμοποίησε την Dimer - Χ, αλλά και αυτοί οι σκιαγραφικοί παράγοντες είχαν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες και έτσι, δεν έτυχαν γενικής αποδοχής. Ο Shapir17 (1969) διατύπωσε τις ακόλουθες ιδιότητες τις οποίες θα όφειλε να διαθέτει "ιδεώδες" αδρανές σκιαγραφικό μέσο την ικανότητα να αναμιγνύεται με το ΕΝΥ, να απορροφάται πλήρως, να μην συνοδεύεται από τοπική ή συστηματική τοξικότητα, να προσλαμβάνεται ικανοποιητικά και να προκαλεί επαρκή σκιαγραφική ενίσχυση, και να απεκκρίνεται από το ανθρώπινο σώμα σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Μόνο η εισαγωγή της μετριζαμίδης (Amipaque) το 1973 πληρούσε εν μέρει αυτές τις προδιαγραφές11. Αυτό το μη ιονιζόμενο σταθερό μοριακό υδατοδιαλυτό σκιαγραφικό μέσο χρησίμευσε σαν βάση για την ανάπτυξη και άλλων σκιαγραφικών παραγόντων, όπως είναι η ιοεξόλη (Omnipaque), η ιοπαμιδόλη (lopamiro), η ιοτρολάνη (Isovist) κλπ, τα οποία χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα. Αν και γενικώς γίνονται καλά ανεκτοί, και αυτοί -οι νεώτερης γενιάς- σκιαγραφικοί παράγοντες μπορούν σε ορισμένες περιπτώσεις να προκαλέσουν σοβαρά συνοδά συμπτώματα15. Οι οξείες ανεπιθύμητες παρενέργειες περιλαμβάνουν κεφαλαλγία και αυχεναλγία (στο 50% περίπου των ασθενών), καθώς επίσης και ίλιγγο, ζάλη, εμέτους, ναυτία ή αλλεργία (στο 15% περίπου των περιπτώσεων). Αυτά είναι συμπτώματα συνήθως μετά από την οσφυονωτιαία παρακέντηση και μπορεί να διαρκέσουν για λίγες ώρες έως αρκετές ημέρες. Επιπλέον, υπάρχει και κάποιος κίνδυνος αιμορραγίας (παρακέντηση αγγειώματος ΝΜ) ή φλεγμονής ή διασποράς μίας βλάβης (παρακέντηση εχινοκόκκου κύστεως).

Η μυελογραφία15 για τον έλεγχο της ΟΜΣΣ απαιτεί οσφυονωτιαία παρακέντηση και ενδορραχιαία έγχυση 10 - 14 ml σκιαγραφικού, και περιλαμβάνει μία δόση ακτινοβολίας της τάξεως των 1200 cGy x cm2.

Παρά την αλματώδη ανάπτυξη και εφαρμογή της Υπολογιστικής Τομογραφίας και της Μαγνητικής Τομογραφίας, η μυελογραφία (συχνά σε συνδυασμό με Υπολογιστική Τομογραφία) εξακολουθεί να αποτελεί μία σημαντική νευροακτινολογική εξέταση που συχνά χρησιμεύει για την ανάδειξη ή τον αποκλεισμό μιάς παθολογικής οντότητας η οποία πιέζει τον ΝΜ ή τις νευρικές ρίζες.

ΤΕΧΝΙΚΗ

Η Μαγνητική Μυελογραφία1,5,10,13 (Magnetic Resonanse Myelography, MRM) χρησιμοποιεί το ΕΝΥ ως ένα "ενδογενές σκιαγραφικό μέσο" και δεν έχει σχεδόν κανένα από τα προαναφερθέντα μειονεκτήματα της συμβατικής μυελογραφίας.

Ωστόσο, στα αρχικά στάδια της εφαρμογής της, η διακριτική ικανότητα της MRM αποδείχθηκε ανεπαρκής, και γι' αυτό το λόγο αναπτύχθηκε ένα ειδικό λογισμικό πρόγραμμα του Ηλεκτρονικού Υπολογιστή (software), ώστε η Μαγνητική Μυελογραφία να μπορεί να περιληφθεί στις παρακλινικές εξετάσεις καθημερινής ρουτίνας. Κατά καιρούς εφαρμόσθηκαν διάφορες μέθοδοι MRM οι οποίες όμως σύντομα εγκαταλείφθηκαν14, όπως η τριών διαστάσεων ταχεία βαθμιδωμένης ηχούς ακολουθία (η οποία είναι επιρρεπής σε artifacts), και οι στροβιλώδους ηχούς του spin ακολουθίες (οι οποίες χαρακτηρίζονται από λίαν βραδεία σκιαγραφική σαφήνεια).

Αυτές οι μέθοδοι αντικαταστήθηκαν από την Μαγνητική Μυελογραφία με ταχείας λήψεως εικόνα και ηχούς του spin σε Τ2 παλμική ακολουθία και με εξάλειψη του σήματος του λίπους διά της τεχνικής αποκτήσεως κορεσμού, η τεχνική της οποίας αναλύεται παρακάτω5,14.

Η Μαγνητική Μυελογραφία απαιτεί Μαγνητικό Τομογράφο στατικού μαγνητικού πεδίου εντάσεως 1,5 - Tesla και ειδικό πηνίο. Αρχικά, λαμβάνονται τομές σε Τ1, παλμική ακολουθία στο οβελιαίο και εγκάρσιο επίπεδο για τον εντοπισμό του επιπέδου της υπό διερεύνηση ανατομικής περιοχής της ΟΜΣΣ. Η Μαγνητική Μυελογραφία γίνεται με τομές πάχόυς 3 - 5 mm, σε οβελιαίες, στεφανιαίες και λοξές λήψεις (όπως και στην Μαγνητική Αγγειογραφία). Ο χρόνος επαναλήψεως (TR) προσδιορίζεται στα 55 - 100 msec, ο χρόνος ηχούς (ΤΕ) στα 20 - 25 msec και η μεταπτωτική γωνία του πεδίου στις 7°, σε ορθογώνιο 150 x 300 mm πεδίο, με 2 ή 4 ερεθιστικές οδώσεις, και 512 x 192 μονάδες επιφανείας της μαγνητικής εικόνας της μήτρας (matrix). Εφαρμόζεται επιπρόσθετη εξάλειψη του σήματος του λίπους με μία εκλεκτική, τεχνική παλμού απόκτησης κορεσμού. H επιπλέον εφαρμογή της τεχνικής απόκτησης κορεσμού στο κοιλιακό τοίχωμα ελαττώνει τα artifacts κινήσεως. Τυπικά, μπορεί να ληφθούν 14 - 17 λήψεις εντός 2,5 - 8 min. Αυτές συμπιέζονται κατάλληλα σε πλέον σύνθετες εικόνες χρησιμοποιώντας έναν ειδικό αλγόριθμο προβολών μεγίστης εντάσεως (Μαximum Intensity Projections, ΜΙΡ), και μέσω ειδικού video (μαύρο σε άσπρο φόντο) ενισχύεται η απεικόνιση του νωτιαίου σάκκου και των νευρικών ριζών14.

Ο μέσος εξεταστικός χρόνος της Μαγνητικής Μυελογραφίας (μέτρησις, υπολογισμός και επεξεργασία προβολών) είναι περίπου 15 min, ενώ ο αντίστοιχος μέσος εξεταστικός χρόνος της συμβατικής μυελογραφίας είναι περίπου 29 min.

Οι εικόνες της ΟΜΣΣ που λαμβάνονται με αυτή την τεχνική είναι εξαιρετικής ποιότητας. Ο συνδυασμός της τεχνικής κορεσμού του λίπους και η επιμήκυνση του χρόνου επαναλήψεως οδηγούν σε μία εξαιρετική εξάλειψη όλων των σημάτων από artifacts, εκτός των ανατομικών δομών οι οποίες περιέχουν υγρό. Μικρά παρασπονδυλικά αγγεία είναι ορατά, αλλά δεν επισκιάζουν τον νωτιαίο σάκκο. Μερικές φορές, αυτά τα φυσιολογικά μικρά αγγεία επιπροβάλλονται στα έλυτρα των νευρικών ριζών, αλλά αυτό το μειονέκτημα παρακάμπτεται με κατάλληλη επιμήκυνση του χρόνου της ηχούς ή με περιστροφή της εικόνας ΜΙΡ κατά λίγες μοίρες14.

Η Μαγνητική Μυελογραφία της ΟΜΣΣ αναδεικνύει εξαιρετική σκιαγραφική αντίθεση και διακριτική ικανότητα. Οι νευρικές ρίζες διατρέχουν ωραιότατα διά μέσου του ΕΝΥ και η απεικόνιση του ΕΝΥ που εκτείνεται στα νευρικά έλυτρα είναι ικανοποιητική (Εικόνα 1). Οι εγκάρσιες τομές του νωτιαίου σάκκου δείχνουν εξαιρετικά υψηλή σκιαγραφική αντίθεση με τις περιβάλλουσες δομές και έξοχη απεικόνιση των νευρικών ριζών.

Η Μαγνητική Μυελογραφία μπορεί να αναδείξει ακτινολογικούς "ακρωτηριασμούς" των ελύτρων των ριζών, τριγωνικά οδοντώματα του νωτιαίου σάκκου από κήλη μεσοσπονδυλίου δίσκου και οσφυϊκή σπονδύλωση με στένωση του σπονδυλικού σωλήνα, με ή χωρίς νωτιαίο block (Εικόνες 2 - 5).

Οι εικόνες της Μαγνητικής Μυελογραφίας στην ΘΜΣΣ και ΑΜΣΣ είναι λιγότερο ποιοτικές και χρήσιμες, διότι αφ' ενός μεν ο καθορισμός των ορίων του ΝΜ είναι πτωχός, αφ' ετέρου δε εμφανίζεται artifact ροής του ΕΝΥ ή και απώλεια του σήματος λόγω αυξημένης ροής ΕΝΥ14.

                     

                            

Συζήτηση

Το φαινόμενο του Μαγνητικού Συντονισμού και η παραγωγή του "εξ επαγωγής" ηλεκτρικού παλμού τάσεως (σήματος), όταν οι πυρήνες των πρωτονίων βρεθούν μέσα σε ένα ισχυρό και σταθερό μαγνητικό πεδίο, στηρίζεται στην διαφορετική πυκνότητα σε πρωτόνια και στον διαφορετικό χρόνο χαλάρωσης και ηρεμίας των διαφόρων ιστών. Λόγω της υψηλής τους περιεκτικότητας σε πρωτόνια και του πολύ μακρού χρόνου χαλαρώσεως, βιολογικά υγρά όπως το ΕΝΥ μπορούν να απεικονισθούν ευκρινώς, όταν χρησιμοποιηθεί έντονη παλμική ακολουθία που προβάλλει και στηρίζεται στον χρόνο Τ22 - weighted).

Ετσι, η τεχνική της Μαγνητικής Μυελογραφίας δεν απαιτεί την ενδορραχιαία έγχυση σκιαστικής χημικής ουσίας, αφού χρησιμοποιεί και αξιοποιεί το υπάρχον ΕΝΥ ως ένα "ενδογενές σκιαγραφικό μέσο".

Η βελτίωση της εντάσεως του στατικού μαγνητικού πεδίου (1,5 - Tesla) και του software του Ηλεκτρονικού Υπολογιστή (ειδικό πηνίο, τεχνική ταχείας απεικόνισης), καθώς και η άρση διαφόρων τεχνικών δυσκολιών (παλμικά artifacts, ικανότητα σκιαγραφικής αντίθεσης), καθιστούν δυνατή την εφαρμογή της Μαγνητικής Μυελογραφίας ως μίας εξετάσεως ρουτίνας στην καθημερινή κλινική πράξη.

Αυτή η νέα, ασφαλής, μη αιματηρή και ανώδυνη τεχνική προσφέρει απεικονιστικά ευρήματα που μοιάζουν με εκείνα της συμβατικής μυελογραφίας, αλλά τα κριτήρια αξιολογήσεως των ευρημάτων διαφέρουν ανάλογα με την χρησιμοποιούμενη μέθοδο. Στην συμβατική μυελογραφία, η σκιαγραφική ενίσχυση του ΕΝΥ οδηγεί στην γνωστή διακοπή του σκιαγραφικού (stop) ή στον ακτινολογικό ακρωτηριασμό ("κόψιμο") της ρίζας. Αντίθετα, η πηγή του σήματος στην MRM δεν είναι η ενδορραχιαία εξάπλωση του σκιαγραφικού μέσου, αλλά η παρουσία του ΕΝΥ. H στένωση του νωτιαίου υπαραχνοειδούς χώρου ή η συμπίεση της νευρικής ρίζας προκαλεί παρεκτόπιση του ΕΝΥ και έτσι τοπικά ελαττωμένο σήμα. Το σήμα του ΕΝΥ επανακτάται στο νευρικό έλυτρο περιφερικότερα της συμπίεσης. Ετσι, στην MRM αναφερόμαστε σε ένα χάσμα του σήματος του ΕΝΥ, παρά σε ένα σκιαγραφικό stop (διακοπή).

Με την κατάλληλη ακολουθία της Μαγνητικής Μυελογραφίας αναδεικνύεται καθαρά ο πληρούμενος από ΕΝΥ υπαραχνοειδής χώρος και οι νευρικές ρίζες, μπορούμε δε να εκτιμήσουμε το μέγεθος και την θέση των ριζών από την έκφυσή τους μέχρι το νωτιαίο γάγγλιο (Εικόνα 1).

  1. Με την Μαγνητική Μυελογραφία καθίσταται εφικτή η προεγχειρητική εντόπιση μίας προβολής μεσοσπονδυλίου δίσκου στην ΟΜΣΣ, ως και να καταδειχθεί η σχέση της με το έλυτρο των νευρικών ριζών και με τον υπόλοιπο υπαραχνοειδή χώρο. Επίσης, μπορεί να διαγνωσθούν με ακρίβεια οι οντότητες των συνδεομένων νευρικών ριζών (conjoined nerve roots), των συνοδών περινευρικών κύστεων και των αραχνοειδών συμφύσεων. Αυτά τα ευρήματα δεν αναδεικνύονται επαρκώς με την συμβατική Μαγνητική Τομογραφία και ενδεχομένως θα απαιτείτο η διενέργεια κλασσικής μυελογραφίας. Στην εικόνα 2 φαίνεται μία περιοχή χαμηλού σήματος στο επίπεδο Ο4 - Ο5 δεξιά, με το έλυτρο της Ο4 ρίζας να απεικονίζεται φυσιολογικά. Επίσης, διαπιστούται ελαττωμένο σήμα στο έλυτρο της Ι, ρίζας αριστερά (Εικόνα 3). Επιπλέον, η νευρική ρίζα περιφερικότερα της ελαττώσεως του σήματος είναι τυπικά πεπαχυσμένη σε σύγκριση με την δεξιά Ι, ρίζα. Με την MRM διευκολύνεται η προεγχειρητική ανάδειξη ενός αποσπασμένου (ελεύθερου) τεμαχίου δισκικού υλικού στην περιοχή ενός ελαττωμένου σήματος ΕΝΥ (Εικόνα 5).
  2. Στην οσφυϊκή σπονδύλωση και στένωση της ΟΜΣΣ, η έκταση της συμπίεσης των περιεχομένων του σπονδυλικού σωλήνα σε ένα ή περισσότερα επίπεδα απεικονίζεται με ακρίβεια σε ολόκληρο το αξονικό ύψος του νωτιαίου σάκκου στις στεφανιαίες τομές της MRM.' Οπως και στην κλασσική μυελογραφία, τα εξωσκληρίδια σκιαγραφικά ελλείμματα πληρώσεως που αναδεικνύονται στην MRM δεν είναι ειδικά. Στην περίπτωση σπονδυλικής στενώσεως υπάρχει μία κλεψυδροειδούς μορφής ελάττωση του σήματος του ΕΝΥ. Υπάρχει το πλεονέκτημα, σε σχέση με την συμβατική μυελογραφία, ότι η περιοχή περιφερικά (ουρία) της στενώσεως επίσης εμφανίζει σήμα του ΕΝΥ και μπορεί να απεικονισθεί (Εικόνα 4). Ετσι, η Μαγνητική Μυελογραφία μπορεί να διαφοροδιαγνώσει με ευκρίνεια το εάν υπάρχει στένωση σε ένα ή πολλά επίπεδα, να καθορίσει την έκταση της ριζιτικής προσβολής, να αναδείξει τυχόν υπερτροφία των ωχρών συνδέσμων κλπ.
  3. Στην περίπτωση ενός νωτιαίου block, τόσο τα ανώτερα όσο και τα κατώτερα όρια του block αναδεικνύονται ευχερώς στις στεφανιαίες τομές της MRM. Συνήθως, η παρουσία ενός νωτιαίου block αξιολογείται όταν η απώλεια του σήματος του ΕΝΥ αφορά μία περιοχή μήκους μεγαλύτερου του 1 cm. Αυτή η απώλεια του σήματος του ΕΝΥ πιθανώς αντιπροσωπεύει μία έγκυρη και αξιόπιστη ανατομική μεταβολή, η οποία δείχνει βαριά πίεση επί των νωτιαίων νευρικών δομών.
  4. Ο μέσος εξεταστικός χρόνος της Μαγνητικής Μυελογραφίας είναι περίπου 15 min, ενώ ο αντίστοιχος μέσος εξεταστικός χρόνος της συμβατικής μυελογραφίας είναι περίπου 29 min.

Γενικά, οι βιολογικές επιδράσεις των μαγνητικών πεδίων και οι σχετικές αντενδείξεις για την διενέργεια της Μαγνητικής Μυελογραφίας είναι παρόμοιες με εκείνες της Μαγνητικής Τομογραφίας (μη τιτανιούχα μεταλλικά clips από προηγούμενες χειρουργικές επεμβάσεις, ορθοπεδικές μεταλλικές κεφαλές και οστεοσυνθετικές πλάκες, καρδιακοί βηματοδότες, ξένα μεταλλικά σώματα στους οφθαλμικούς βολβούς, άγχος, κλειστοφοβία)15.

Έτσι, η Μαγνητική Μυελογραφία, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, έχει την ίδια διαγνωστική και πληροφοριακή αξία με την συμβατική μυελογραφία, αλλά είναι ταχεία, ανώδυνη, μη αιματηρή μέθοδος, η οποία δεν απαιτεί την έγχυση σκιαγραφικής ουσίας ούτε την δυσάρεστη έκθεση στην ακτινοβολία.

Επιπλέον, μπορεί να εφαρμοσθεί σε περιπτώσεις όπου υπάρχει αντένδειξη για την διενέργεια οσφυονωτιαίας παρακέντησης (ενδοκράνιος υπέρταση κ.λπ.).

Η εξέταση αποθηκεύεται ηλεκτρονικά σε μαγνητική ταινία και μπορεί -σε αβέβαιες και ασαφείς περιπτώσεις- να επανεκτιμηθεί από μία διαφορετική κάθε οπτική γωνία και από διαφορετικούς εξεταστές14.

Έτσι, σε γενικές γραμμές, η Μαγνητική Μυελογραφία -σε συνδυασμό και με την Μαγνητική Τομογραφία- υπόσχεται πολλά και πιθανώς -πλην σπανίων εξαιρέσεων- να υποκαταστήσει την συμβατική μυελογραφία στην καθημερινή κλινική πράξη, για τον έλεγχο των παθήσεων της ΟΜΣΣ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Albeck MJ, Kjaer L, Praestholm J, Vestergaard A, Henrikson O, Gjerris F (1990) Magnetic resonance imaging, computed tomography, and myelography in the diagnosis of recurrent lumbar disc herniation. Acta Neurochir (Wien) 102: 122 - 126.
  2. Arnell S, Lidstrom F (1931) Myelography with Skiodan (Abrodil). Acta Radiol 12: 287 - 288.
  3. Campbell RL, Campell JA, Heimburger RF, Kalsbeck JE, Mealie J (1964) Ventriculography and myelography with absordable radiographic medium. Radiology 82: 286 - 289.
  4. Crispino M, Gasparotti R, Pavia M, Bonetti M, Pittiani F, Prandini F, Chiesa A (1995) Magnetic resonance myelography. Preliminary experience. Radiol Med Torino 89: 42 - 48.
  5. EL Gammal T, Brooks BS, Freedy RM, Crews Ce (1995) MR myelography: Imaging findings. AJR 164: 173 - 177.
  6. Eysel P, Rompe JD, Schaub T, Meurer A (1994) Value of imaging techniques in the diagnosis of lumbar intervertebral disk prolapse. Z Prthop Ihre Grenzgeb 132: 371 - 376.
  7. Gonsette R (1971 ) An experimental and clinical assessment of water - soluble contrast medium in neuroradiology. A new medium Dimer X. Clin Radiol 22: 44 - 56.
  8. Guerbet A, Gibaud A, Tilly G, Joussot R, Loth V, Guerbet M (1965) Monoiodosterated ethyle preparation et carateres analytiques. Ann Pharm Franc 23: 663 - 671.
  9. Han JS, Kaufmann B, EI Yousef SJ (1983) NMR. Imaging of spine. ARJ 141: 1137 - 1145.
  10. Henning J, Friedburg H, Stroebel B (1986) Rapid non tomographic approach to MR myelography without contrast agents. J Conput Assist Tomogr 10: 375 - 378.
  11. Hindmarsh T (1973) Methiodal sodium and metrizamid lumbar myelography. Acta Radiol (Supply 335.
  12. Jacobaeus HC (1921) On insufflation of air into the spinal canal for diagnostic purposes in cases of tumors in the spinal canal. Acta Med Scand 55: 555 - 564.
  13. Jeanneret B, Forster T (1993) Anamnesis and myelography in the preoparative assessment of lumbar spinal stenosis. Results of a postoperative follow - up study. Orthopade 22: 227 - 231.

  14. Krudy AG (1992) MR myelography using heavily T2 - weighted fast spin - echo pulse sequences with fat presaturation. AJR 159: 1315-1320.
  15. Ramsey RG (1987) Neuroradiology. W. B. Saunders Company, 2nd ed.

  16. Roos JS. Trach J. VanDyle C, Modic MT (1991) Clinical MR imaging of degenerative spinal disease: Pulse sequences, gradient echo techniques, and contrast agents. J. Magn Reson Imaging 1: 29-32.

  17. Shapiro R (1984) Myelography. Chicago, Year Book Medical Publishers.
  18. Sicard JA, Foresties J (1926) Roentgenologic exploration of the central nervous system with iodized oil (Lipodol). Arch Neurol Psych 16: 420 - 434.
  19. Steinhausen TB, Dungan CE, Furst JB, Plati JT, Smith SW, Darling AP, Wolcott EC, Warren SL, Strain WH (1944) Iodinated organic compounds as contrast media for radiographic diagnosis. Radiology 43: 230 - 234.
  20. Weisz GM, Lamond TS, Kitchener PN (1988) Spinal imaging: Will MRI replace myelography? Spine 13: 65 - 68.