|
Ηράκλειτος ο Εφέσιος, από την δίνην της μελαγχολίας εις
την αρμονίαν του Λόγου
ΣΤΑΥΡΟΣ Ι. ΜΠΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
Α' Νευρολογική Κλινική Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Περίληψις
Ο Ηράκλειτος, εκ των μεγαλυτέρων Ιώνων στοχαστών, έζησεν εις την 'Εφεσον,
την δευτέραν εις άνθισιν Ιωνικήν πόλιν, εις τας αρχάς του πέμπτου προ Χριστού
αιώνος. Διήγαγεν μονήρη βίον, πλήρη στοιχείων, τα οποία θα ηδύναντο να αποδοθούν
εις μόνιμον και σταθεράν καταθλιπτικήν διάθεσιν και είχεν τραγικόν τέλος. Παρά
το γεγονός ότι υπήρξεν είς εκ των επιφανεστέρων Προσωκρατικών φιλοσόφων, το
έργον του δεν διεσώθη αυτούσιον, αλλά μόνον υπό μορφήν επιγραμματικών αποσπασμάτων,
μνημονευομένων υπό μεταγενεστέρων φιλοσόφων και εκκλησιαστικών συγγραφέων των
πρώτων μετά Χριστόν αιώνων, τα οποία μετά πολλής προσοχής συνελέγησαν εκ των
χειρογράφων των. Ως συγγραφεύς χαρακτηρίζεται διά την δεινότητα του λόγου του,
την πυκνότητα των νοημάτων του, την πληθώραν των μεταφορών, των αφορισμών, των
συμβολισμών, τον άλλοτε αντικρουόμενον χαρακτήρα και τας άλλοτε μυστικιστικάς
προεκτάσεις, εις σημείον ώστε οι λόγοι του να επιτρέπουν ευρείαν ερμηνευτικήν
προσέγγισιν και ενίοτε να οδηγούν εις παρερμηνευτικάς προεκτάσεις. Ως φιλόσοφος,
πρώτος αυτός εισήγαγεν την έννοιαν του Λόγου, ο οποίος κυριαρχεί επί των πάντων
«είναι κοινός» και θα ηδύνατο να είναι αντιληπτός υπό των πολλών, εάν δεν υφίστατο
ο κίνδυνος της υποκειμενικότητος. Ο Λόγος αποτελεί την ευθείαν οδόν, διά την
προσέγγισιν του Είναι και την αποκάλυψιν του όντως Είναι. Επί της ανθρωπίνης
ψυχής ο Ηράκλειτος διατείνεται ότι είναι αδύνατον να προσεγγίση ο άνθρωπος τα
πέρατα αυτής από οιανδήποτε οδόν και εάν προσπαθήση, καθ' όσον αυτά είναι ανόρια
και άμετρα. Η ψυχή έχει όλας τας δυνατότητας διά μίαν σταθεράν ανοδικήν πορείαν
εφ' όσον θα αναζητήση την αλήθειαν. Η ψυχή εκ παραλλήλου δεν ζωοποιεί μόνον
το σώμα αλλά επιβάλλει τον αυτοέλεγχον και καθιστά εφικτήν την λογικήν θεώρησιν
των πραγμάτων. Η ψυχή, η οποία εξαρτάται ακόμη εκ των σωματικών καταστάσεων
παραμένει «υγρά» και ποδαγωγείται ευκόλως. Η απηλλαγμένη εκ των παθών ψυχή καθίσταται
«ξηρά» και δύναται να ανέλθη εις την σφαίραν της σοφίας και της αρετής. Ο Ηράκλειτος
υποστηρίζει, ότι υφίσταται αρμονία μεταξύ αντιθέτων καταστάσεων. Ούτως, η προς
τα άνω και η προς τα κάτω φερομένη οδός είναι μία και έχει την ιδίαν διάστασιν,
η αρχή και το τέλος ενός κύκλου συμπίπτουν εις το ίδιον σημείον. Πολλάκις ο
Ηράκλειτος εκφράζει ένα μοναδικόν μυστικισμόν λέγων, ότι η φύσις αγαπά να κρύβη
τα μυστικά της και ότι η μυστική αρμονία είναι ισχυροτέρα της εκπεφρασμένης.
Ακόμη ισχυρίζεται ότι «οι αθάνατοι είναι θνητοί και οι θνητοί αθάνατοι, εκείνοι
ζούν τον θάνατον των και εκείνοι πεθαίνουν διά της ζωής των». Κατά τον Ηράκλειτον
τα πάντα είναι εις διαρκή ροήν, όπως τα ύδατα ενός ποταμού, από τα οποία βεβαίως
είναι εύλογον, ότι «δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να διαβραχή δύο φοράς». Εν
τούτοις παντού και πάντοτε υπάρχει αρμονία, καθοριζομένη υπό του Λόγου, ο οποίος
κατευθύνει τα πάντα, εγκαθιστών έν αρμονικόν δυναμικόν ισοζύγιον, το οποίον
ενοποιεί τα πάντα και τα καθιστά «έν», χωρίς εκ παραλλήλου να υποθάλπη την στατικότητα,
καθ' όσον διά μέσου της συνεχούς διαπλοκής ύλης και ενεργείας αναπτύσσεται η
«καλλίστη αρμονία» και επέρχεται η ιδανική ισορροπία μεταξύ όλων των αντιτιθεμένων
και αντιρρόπων τάσεων. Το πύρ και το εξ αυτού εκπηγάζον φως αποτελεί την ουσιώδη
αρχήν όλων των στοιχείων εις ένα χώρον ανακυκλώσεως των πάντων, εντός ενός χρόνου,
ο οποίος ως παιδίον παίζει ζατρίκιον, εις μίαν κορύφωσιν παντοδυναμίας του πυρός
και του φωτός, από το οποίον όλα εκκινούν και εις το οποίον όλα καταλήγουν.
Ο Λόγος, η Αλήθεια, η Φύσις, το Αιώνιον είναι κατά τον Ηράκλειτον αι υπαρξιακαί
διαστάσεις διά των οποίων αποκαλύπτεται το Είναι. Η επίδρασις των αρχών του
Ηρακλείτου, o οποίος εξερχόμενος από την δίνην της μελαγχολίας ανέρχεται εις
την αρμονίαν του Λόγου και εισέρχεται εις την χώραν του Φωτός, είναι τεραστία
επί των συγχρόνων του και των μεταγενεστέρων φιλοσόφων. Αι αρχαί του επανεβίωσαν
αναλυτικότερον από τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνος εις τα πλαίσια της συστηματοποιήσεως,
αναλύσεως και απλουστεύσεως αυτών υπό διαμορφωτών της υπαρξιακής φιλοσοφίας.
Η ζωή του Ηρακλείτου
«Θεόφραστος δέ φησίν υπό μελαγχολίας τά μέν ημιτελή,
τά δέ άλλοτε άλλως έχοντα γράψαι»
Με την ανωτέρω αναφοράν, όπως παρατίθεται αύτη υπό του Διογένους του Λαερτίου1 προβάλλει ο Θεόφραστος το ψυχικόν δράμα του Ηρακλείτου. Ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος, υιός του Βλόσωνος2, είς εκ των προσωκρατικών φιλοσόφων, άφησεν ημιτελές το έργον του, λόγω της μελαγχολίας3 υπό της οποίας έπασχεν, ενώ εκ παραλλήλου εκ της αυτής αιτίας πολλά σημεία του έργου του παρουσιάζουν αντιφατικότητα.
Ο Ηράκλειτος, έζησεν εις την Έφεσον και ήκμασεν κατά την εξηκοστήν εννάτην Ολυμπιάδα ήτοι το 504-501 π.Χ4. Η προσωπικότης του επροβλημάτιζεν τους συγχρόνους του, οι οποίοι παρ' όλην την αναγνώρισιν της σοφίας του είχον την αίσθησιν ότι ήτο ιδιόμορφος τόσον λόγω της συνθετότητος του έργου του όσον και λόγω της ιδιαιτερότητος της συμπεριφοράς του. Έδιδεν την εντύπωσιν ότι ήτο υπερόπτης και ότι δεν απεδέχετο τας απόψεις των άλλων. Απέρριπτεν τον Όμηρον και τον Αρχίλοχον5. Δέν έδιδεν βαρύτητα εις την πολυμάθειαν, η οποία ιδιαιτέρως εξετιμάτο υπό των συγχρόνων του, αλλά εις την πρωτοπορειακήν σκέψιν6. Ο ίδιος δεν είχεν μαθητεύσει πλησίον διδασκάλων, αλλά η σοφία του προήρχετο εκ της αναζητήσεως του εαυτού του.7 Η πραγματική σοφία επρέσβευεν, ότι συνίστατο εις την γνώσιν του όντως όντος, ήτοι εις την γνώσιν της υπερτάτης αρχής, η οποία κυβερνά τα πάντα διά της βοηθείας των πάντων8.
Η συμπεριφορά του διεκρίνετο διά την ιδιαιτερότητα της. και συνεπήγετο την αδυναμίαν κατανοήσεως των βαθυτέρων κινήτρων του. Ούτω κατά το πλείστον παρέμενεν σιωπηλός, μη μετέχων εις τας συζητήσεις, εις την εύλογον δε ερώτησιν διατί σιωπά, απήντα λακωνικώς «διά να ομιλήτε εσείς»9. Άλλοτε ήτο αινιγματικός και δυσνόητος εις τους λόγους του, λόγω του παραβολικού και μεταφορικού χαρακτήρος των εννοιών του10 και άλλοτε εις ουσιώδη θέματα έδιδεν ερωτώμενος την δέουσαν απάντησιν διά συμβολικών ενεργειών. Ούτως όταν οι συμπολίται του εζήτησαν να εκφράση την άποψιν του διά τον τρόπον επιτεύξεως της ομονοίας εις την πόλιν, ανέβη εις το βήμα και εζήτησεν απλώς ένα ποτήριον ψυχρού ύδατος εις το οποίον έβαλεν κρίθινον άλευρον, το ανεκίνησεν, το έπιεν ενώπιον όλων και απήλθεν χωρίς να αρθρώση λέξιν, προφανώς υποδηλών ότι η απλότης, η ψυχραιμία και η αποφυγή της πολυτελείας αποτελούν τας ουσιώδεις προϋποθέσεις διά την ομόνοιαν και την ειρήνην εις την πόλιν11.
Ο Ηράκλειτος απέφευγεν να τιμάται και δεν έδιδεν αξίαν εις τους ισχυρούς της εποχής του. Εις τον Δαρείον, ο οποίος εξεδήλωσεν δι' επιστολής του έντονον επιθυμίαν να τον γνωρίση, προσκαλέσας αυτόν εις την Περσίαν, ουδόλως απήντησεν12, αγνοήσας την πρόσκλησιν. Τους Αθηναίους, εκ παραλλήλου, οι οποίοι εξεδήλωνον τον θαυμασμόν και την εκτίμησιν των διά το έργον του, αντιμετώπισεν περιφρονητικώς13.
Είχεν βαθείαν αίσθησιν του δικαίου και εκινητοποιείτο, αντιδρών εντόνως, όταν αντελαμβάνετο ότι διεπράττετο αδικία εις βάρος αξίων συμπολιτών του, χρησίμων διά την διευθέτησιν των κοινών θεμάτων14. Είχεν εκ παραλλήλου βαθείαν επίγνωσιν των συνεπειών της ύβρεως και της αλαζονικής επάρσεως τόσον διά το ίδιον το άτομον όσον και διά την κοινωνίαν και διετείνετο ότι είναι προτιμότερον να αγωνισθή ο άνθρωπος να εξαλείψη την έπαρσιν παρά να σβήση την πυρκαϊάν15.
Την οίησιν, ήτοι την αίσθησιν του ανθρώπου ότι γνωρίζη τα πάντα, παρ' ολήν την άγνοιαν του, την επαραλλήλιζεν προς την επιληψίαν, κατά την οποίαν ο πάσχων δεν διατηρεί συνείδησιν των ενεργειών του και ως εκ τούτου στερείται του αισθήματος της ευθύνης16.
Οι ενάρετοι, είχον ιδιαιτέραν αξίαν διά τον Ηράκλειτον, καθ' όσον υπερβαίνουν το βιολογικόν στάδιον των πολλών και ανέρχονται εις το ηθικόν στάδιον βιώσεως των αρετών, αι οποίαι τους χαρίζουν την αέναον δόξαν. Είς ενάρετος, ως εκ τούτου, ισοδυναμεί κατά τον Ηράκλειτον προς μυρίους ανθρώπους17. Μεταξύ των αρετών, η σωφροσύνη έχει ιδιαιτέραν αξίαν. Η ορθή σκέψις και η ορθή φρόνησις αποτελούν αλάνθαστον οδόν εις την πνευματικήν πορείαν του ανθρώπου. Εις τελικήν ανάλυσιν η σοφία είναι απλή, ταυτίζεται αύτη προς την αλήθειαν και την φυσικήν απλότητα και πηγαιότητα, υπό των οποίων εμφορούμενον το άτομον ενεργεί πάντοτε εναρέτως και ευστόχως, χρησιμοποιούν ορθώς, την γνώσιν και την εμπειρίαν του18.
Οταν τελικώς διεπίστωσεν ότι εξέπεσαν πλέον αι ηθικαί αξίαι και οι συμπολίται του έπαυσαν να έχουν την αίσθησιν του δικαίου και της χρηστότητος, ήρχισεν αρχικώς να εκδηλώνη αντιδραστικήν συμπεριφοράν, εμπαίζων εμμέσως αυτούς19, εν συνεχεία δε εγκατέλειψεν την πόλιν και τους ανθρώπους και απεσύρθη εις τα όρη όπου έζη ασκητικώς, υποσιτιζόμενος, διαιτώμενος αποκλειστικώς διά φυτικών τροφών20.
'Ισως εκ της αυστηράς και της ανεπαρκούς εις πρωτεϊνας διαίτης και των πλημμελών συνθηκών διαβιώσεως, αι οποίαι θα ηυνόουν την ανάπτυξιν ιώσεων, ενεφάνισεν ασκίτην και ηναγκάσθη να κατέλθη εις την πόλιν προς αναζήτησιν των καταλλήλων ιατρών. Εις τους ιατρούς, προς τους οποίους απετάνθη, δεν ανέφερεν το πρόβλημα του όπως είχεν εις την πραγματικότητα, αλλά τους υπέβαλεν την αινιγματικήν ερώτησιν εάν ήτο δυνατόν μετά από την βροχήν να προκαλέσουν ξηρασίαν21. Επειδή ευλόγως δεν κατενοήθη το νόημα της ερωτήσεως του, εζήτησεν πλέον να μάθη μετά ιδιαιτέρου πραγματισμού, εάν ήτο δυνατόν οι ιατροί να αδειάσουν τον εντερικόν σωλήνα και να αφαιρέσουν το υγρόν εκ της κοιλίας. Μετά την αναμενομένην αρνητικήν απάντησιν αυτών, ο Ηράκλειτος κατέφυγεν εις βουστάσιον και εισήλθεν εντός της κόπρου ελπίζων, ότι διά της θερμοκρασίας αυτής θα εξατμίζετο το ασκιτικόν υγρόν. Εκεί απεβίωσεν εις ηλικίαν εξήκοντα ετών. Κατά τον Έρμιππον κατεκλίθη υπό τον ήλιον και εκαλύφθη υπό της κόπρου, αποβιώσας δε εντός μίας ημέρας ετάφη εις την αγοράν της Εφέσου.
Ο Νεάνθης ο Κυζικινός, ως αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος, δίδει ιδιαιτέραν τραγικότητα εις το τέλος του Ηρακλείτου, λέγων ότι προσεπάθησεν ούτος να απελευθερωθή εκ της κόπρου υπό της οποίας εκαλύφθη, αλλά δεν ηδυνήθη και παρέμεινεν καθηλωμένος, έως ότου τον κατεσπάραξαν οι κύνες22.
Το έργον του Ηρακλείτου
Το έργον του Ηρακλείτου παρεδόθη εις ημάς αποσπασματικώς. Ως αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος, το βιβλίον «Περί φύσεως», το οποίον συνέγραψεν και αφιέρωσεν εις το ιερόν της Αρτέμιδος, διηρήτο εις τρία μέρη, ήτοι (α) εις το περί του σύμπαντος, (β) εις το πολιτικόν και (γ) εις το θεολογικόν23. Το σύγγραμμα φαίνεται ότι έτυχεν, παρά το δυσνόητον περιεχόμενον του, ιδιαιτέρου σεβασμού και αποδοχής και απέκτησεν οπαδούς, οι οποίοι ωνομάσθησαν «Ηρακλείτειοι»24. Δυστυχώς περί τα εκατόν είκοσι αποσπάσματα μόνον υπάρχουν σήμερον εκ του όλου έργου, τα οποία όμως είναι απολύτως ενδεικτικά της ισχύος και του πρωτοπορειακού χαρακτήρος της σκέψεως του Ηρακλείτου.
Ο λόγος του Ηρακλείτου είναι πυκνός και πλήρης νοημάτων. Είναι όμως πολλάκις δυσχερής η κατανόησις αυτού και δυσχερής η στίξις των προτάσεων25. Αναφέρεται υπό του Διογένους του Λαερτίου, ότι όταν ο Ευριπίδης έδωσεν εις τον Σωκράτην το σύγγραμμα του Ηρακλείτου και εζήτησεν εν συνεχεία την γνώμην του επ' αυτού, εκείνος απήντησεν ότι ήσαν σπουδαία αυτά τα οποία κατενόησεν, αλλά θα πρέπει να ήσαν εξ ίσου σπουδαία και αυτά τα οποία δεν ηδυνήθη να κατανοήση. Πλήν όμως θα ήτο αναγκαίον να είχεν την δεινότητα ενός Δηλίου δύτου, διά να καταδυθή εις το βάθος των νοημάτων26.
Κατά τον Ηράκλειτον υπάρχει μία αιωνία αλήθεια ο Λόγος27, την οποίαν οι άνθρωποι, κατά κανόνα, δεν κατανοούν ούτε πρίν να την ακούσουν, ούτε ακόμη και μετά την εκτενή αναφοράν εις αυτήν. Ενώ δε ο Λόγος διέπει τα πάντα, ως υπερτά τη αρχή28, εν τούτοις οι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν την ύπαρξιν του και ενώ είναι εν εγρηγόρσει συμπεριφέρονται ως εάν ευρίσκοντο καθ' ύπνον29.
Ο Λόγος δεν διαφοροποιείται. Υπάρχει ο κοινός Λόγος, ως αντικειμενική αλήθεια, τον οποίον οφείλουν να σεβασθούν και να ακολουθήσουν οι άνθρωποι, εκφεύγοντες από τους περιωρισμένους ορίζοντας της ιδικής των υποκειμενικής σκέψεως30.
Όταν οι άνθρωποι αποδεχθούν τον λόγον θα κατανοήσουν την σοφίαν, η οποία διέπει την ενιαίαν υπόστασιν των πάντων31.
Οι άνθρωποι, οι οποίοι αγαπούν την σοφίαν θα πρέπη εκ παραλλήλου να αγαπήσουν την γνώσιν και την πολυμάθειαν32, εν τούτοις η πολυμάθεια δεν διδάσκει την βαθυτέραν κατανόησιν των πάντων33. Οι οφθαλμοί καθίστανται καλλίτεροι μάρτυρες της αληθείας από τα ώτα34, αλλά αμφότερα τα όργανα καθίστανται κακοί μάρτυρες διά τον άνθρωπον ο οποίος έχει ακαλλιέργητον ψυχήν35 και δεν δύναται να εσωτερικεύση και να ερμηνεύση ορθώς και εις βάθος τας προσλαμβανομένας διά των αισθήσεων πληροφορίας.
Ο άνθρωπος πρέπει πάντοτε να ελπίζη. Χωρίς ελπίδα δεν υπάρχει έρευνα και δεν είναι δυνατόν να διαφανούν νέοι ορίζοντες36. Η φύσις δεν είναι γνωστή, εις τον άνθρωπον ως προς τας βαθυτέρας διεργασίας της, καθ' όσον αγαπά να κρύβη τα του εαυτού της37.
Ο Ηράκλειτος διετείνετο ότι υφίσταται συνεχής μεταβλητότης των πάντων38. Εις την ανθρωπίνην ζωήν δεν είναι δυνατόν να συμπέσουν δύο χρονικαί στιγμαί. Έλεγεν χαρακτηριστικώς ότι δεν είναι δυνατόν να εισέλθη κανείς δύο φοράς εις τον ίδιον ποταμόν, καθ' όσον το ύδωρ του ποταμού συνεχώς ρέει και ουδέποτε είναι δυνατόν να διαβραχή ούτος υπό των ιδίων υδάτων39. Διά της μεταβλητότητος των υδάτων του ποταμού, σχηματικώς εκφράζεται η μεταβλητότης των ψυχικών φαινομένων του ανθρώπου, ο οποίος παραμένει o ίδιος μεν κατ' όνομα, αλλά πλειστάκις μεταβάλλεται, ως προς τας ψυχικάς διεργασίας του και την εσωτερικήν ροήν των σκέψεων και των βιωμάτων του, την ροήν των μνημονικών εγχαράξεων του, την ροήν του λόγου του, την διαμόρφωσιν των αντιδράσεων του και την πορείαν των συναισθημάτων του.
Κατά τον Ηράκλειτον, η μεταβλητότης υφίσταται εις όλα τα φυσικά φαινόμενα. Το θερμόν εναλλάσσεται μετά του ψυχρού, το υγρόν μετά του ξηρού και αντιστρόφως40. Η στατικότης είναι συνεπώς πέραν του αισθητού κόσμου, των φυσικών φαινομένων και αυτής ταύτης της ψυχοσωματικής υποστάσεως του ανθρώπου.
Έκαστον φαινόμενον δυναμικώς εμπεριέχει και το εκ διαμέτρου αντίθετον αυτού, εις το οποίον μεταπίπτει είτε διά της απωλείας των στοιχείων του είτε διά της ανακτήσεως αυτών, κατ' αναλογίαν προς το θερμόν, το οποίον διά της απωλείας της θερμότητος καθίσταται ψυχρόν και αντιστρόφως. Η συνεχής αύτη μετάπτωσις εις τας αντιθέτους καταστάσεις ή εις τα αντίθετα φαινόμενα συμβάλλει εις την δημιουργίαν «της καλλίστης αρμονίας»41, η οποία πολλάκις παραμένει αφανής, καθ' όσον η αφανής αρμονία είναι πάντοτε υπερτέρα της φανεράς42. Εκ παραλλήλου αι αντίθετοι καταστάσεις συμβάλλουν, τα μέγιστα, εις την δυνατότητα αντιλήψεως της αξίας της θετικής εκφράσεως εκάστου φαινομενολογικού διπόλου. Ούτως ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται την αξίαν της υγίειας διά της εμπειρίας της νόσου, την αξίαν της αναπαύσεως διά της κοπώσεως, την αξίαν της σιτίσεως διά του λιμού43. Επιπροσθέτως, εκ των αντιθέτων φαινομένων ή καταστάσεων απορρέει η σύνθεσις44, η οποία δύναται να παρέχη λειτουργικήν πληρότητα και αισθητικήν αρμονίαν, ενώ συγχρόνως εντός των αντιθέτων είναι δυνατόν να εγκρύπτεται η αυτή εν τω βάθει αλήθεια ή η αυτή λειτουργική δυναμικότης45.
Η μεταβλητότης, ως αύτη εκφράζεται εις τον αισθητόν κόσμον και εις την ανθρωπίνην συνείδησιν, είναι μία συνεχής διακίνησις, μία έρις, είς πόλεμος μεταξύ των αντιθέτων, μία πάλη εις την οποίαν εμπλέκονται ουχί μόνον τα φυσικά φαινόμενα αλλά και αι έννοιαι, ως είναι η έννοια του δικαίου και του αδίκου, αι οποίαι ευρίσκονται εις συνεχή αντίθεσιν και ανταγωνισμόν46. Η ειρήνη είναι, ως εκ τούτου, το αποτέλεσμα της δυναμικής ισορροπίας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων αντιτιθεμένων καταστάσεων, είναι η έκφρασις μίας διηνεκούς διελκυστίνδος, η αόρατη αρμονία της οποίας είναι αποτέλεσμα του αρίστου ισολογισμού των ασκουμένων τάσεων.
Η στατικότης, υπό την έννοιαν της ηρεμίας, η οποία απορρέει από την κατάπαυσιν της προσπαθείας, θα εσήμαινεν απονέκρωσιν47, η οποία είναι μακράν της αρμονίας του σύμπαντος και της ανοδικής πορείας της ανθρωπίνης ψυχής.
Ο ανταγωνισμός των αντιρρόπων δυνάμεων αποτελεί κατά συνέπειαν έν παγκόσμιον φαινόμενον, εις το οποίον συμμετέχει και η ανθρωπίνη ψυχή, αι καταστάσεις της οποίας εναλλάσσονται και συγκρούονται μεταξύ των. Πολλάκις το αυτό αντικείμενον ή η αυτή υπόστασις, αδιακρίτως προς τας εγγενείς ιδιότητας αυτής, εμπερικλείει δυναμικώς την αντίθεσιν, καθ' όσον ασκεί αντίθετον επίδρασιν, θετικήν ή αρνητικήν, ευεργετικήν ή βλαπτικήν, προαγωγικήν ή κατασταλτικήν, αναλόγως προς τους δέκτας αυτής και προς τας ιδιότητας, τας δυνατότητας, τας ανάγκας ή τας προσδοκίας των υποκειμένων, τα οποία μετέχουν εις αυτήν, όπως επί παραδείγματι συμβαίνει με το ύδωρ της θαλάσσης, το οποίον είναι ευεργετικόν μεν και αναντικατάστατον διά τους ιχθύες, βλαπτικόν δε και επικίνδυνον διά τους ανθρώπους48.
Την κυρίαν θέσιν εις την διηνεκή μεταβλητότητα έχει ο χρόνος, ο οποίος μεταβάλλεται ο ίδιος και εις την πορείαν του μεταβάλλονται τα πάντα. Ως εκ τούτου ο χρόνος αποτελεί μίαν δύναμιν, η οποία κυριαρχεί επί των πάντων και χειρίζεται τα πάντα με την απλότητα και φυσικότητα με την οποίαν το παιδίον, χειρίζεται τους πεσσούς μετά των οποίων παίζει49.
Αναφερόμενος εις τον φυσικόν κόσμον, ο Ηράκλειτος θεωρεί, ότι το πρωταρχικόν στοιχείον, η κυρία ενεργειακή πηγή, είναι το πυρ μετά του οποίου τα πάντα ανταλλάσονται, όπως και εκείνο ανταλλάσεται μετά των πάντων50, κατ' αναλογίαν προς τα εμπορεύματα, τα οποία ανταλλάσσονται μετά του χρυσού και ο χρυσός μετά των εμπορευμάτων.
Το σύμπαν εγένετο, ως εκ τούτου, υπό του πυρός, το οποίον αιωνίως υπάρχει (πυρ αείζωον), ανάπτον και σβήνον διηνεκώς, συμφώνως προς την καθωρισμένην αρμονίαν και το μέτρον των κοσμικών φαινομένων51. Το πυρ, εκ παραλλήλου, εκφράζει την ζωήν52 και τον θάνατον εις απόλυτον αρμονίαν, διότι έχει την δύναμιν αφ' ενός μεν να κατακαίη, αφ' ετέρου δε να ζωοποιή, αναλόγως προς τον τρόπον μετά του οποίου αντιμετωπίζεται και χρησιμοποιείται τούτο υπό των ανθρώπων.
Το πυρ μεταστοιχειούται εις θάλασσαν και η θάλασσα εις γη και άνεμον. Ήτοι το πυρ ως ενέργεια, ως έκφρασις της ενεργείας ή ως ειδική μορφή ενεργείας, αποκτά υλικήν υπόστασιν, υγροποιούμενον προς ύδωρ, εκ του οποίου είναι δυνατόν, εν συνεχεία, να προέλθουν η στερεά και αέριος κατάστασις της ύλης53.
Η ενέργεια του πυρός και κατ' επέκτασιν το φώς, το οποίον αρρήκτως συνδέεται μετά του πυρός, κατακλύζει τα πάντα, ουχί μόνον τον αισθητόν κόσμον αλλά και την ανθρωπίνην ψυχήν και o Ηράκλειτος διερωτάται, πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος να παραμείνη κρυπτόμενος προ του μεγαλείου του φωτός, το οποίον ουδέποτε δύει54.
Ο κεραυνός κατά τον Ηράκλειτον, εκφράζει παραστατικώς την δύναμιν της ενεργείας, η οποία κυβερνά τα πάντα, αλλά συγχρόνως συμβολίζει και την ευεργετικήν ή την βλαπτικήν σημασίαν αυτής διά τον άνθρωπον55.
Η μετάπτωσις ή τροποποίησις της ύλης προς ενέργειαν και αντιστρόφως, ισοδυναμεί προς την εξάντλησιν της ενεργειακής και την γέννησιν της υλικής υποστάσεως και αντιστρόφως56.
Ο Ηράκλειτος δίδων μεταφυσικήν ή εσχατολογικήν προέκτασιν εις την έννοιαν του πυρός πιστεύει, ότι το πύρ θά έλθη διά να κρίνη και να κατακυριεύση τα πάντα57.Θά επέλθη ως εκ τούτου εξαύλωσις των πάντων και αναβάθμισις αυτών προς έν απέραντον ενεργειακόν δυναμικόν. Ούτως η αρχή και το τέλος της δημιουργίας συμπίπτουν, όπως συμπίπτουν η αρχή και το τέλος ενός κύκλου58. Προ του τέλους υφίστανται πολυάριθμοι και πολύμορφοι μεταπτώσεις της ύλης προς ετέρας υλικάς υποστάσεις, έως ότου τα πάντα τροποποιηθούν προς ενέργειαν59.
Εις την φύσιν, εν τούτοις, υφίσταται διηνεκής ανακαινιστική τάσις. Εντός της ανακυκλώσεως της ύλης και της μεταπτώσεως της ύλης προς ενέργειαν και αντιστρόφως, επικρατεί ως σταθερόν αξίωμα, η αρχή της ανακαινίσεως των πάντων, η οποία δεν αναφέρεται μόνον εις την έμβιον ύλην αλλά και εις την ανόργανον και την κοσμικήν τοιαύτην. Ούτως ό ήλιος είναι συνεχώς νέος, ανακαινιζόμενος αδιαλείπτως60, χωρίς όμως ποτέ να υπερβαίνη το μέτρον της αρμονικής ενεργειακής αποδόσεως αυτούs61, παραμένων πάντοτε ρυθμιστής των εποχών, φορεύς του φωτός της ημέρας62 και καθοριστικός παράγων εις την κυκλικήν εναλλαγήν του χρόνου, εις τα πλαίσια του οποίου εκτυλίσσονται τα γεγονότα και διαμορφώνονται τα φαινόμενα της ανθρωπίνης ζωής63.
Αναφερόμενος εις την ανθρωπίνην ψυχήν, o Ηράκλειτος αισθάνεται δέος προ του βάθους και της απεραντοσύνης αυτής. Τα πέρατα της ψυχής είναι αδύνατον να τα συναντήση ο άνθρωπος ακόμη και εάν ακολουθήση όλας τας δυνατάς οδούς, διότι η ανθρωπίνη δυνατότης είναι περιωρισμένη και ανεπαρκής διά να γνωρίση και να καθορίση την ανόριον όντως διάστασιν της ψυχής64. Βεβαίως αι ψυχικαί δυνατότητες, ήτοι η ακριβής αντίληψις, η βαθυτέρα κατανόησις65, αι ικανότητες μαθήσεως, η δυνατότης του στοχασμού και ευρύτερον η ευφυία, η αρετή, η ανδρεία και η αυτοθυσία, παρά το γεγονός ότι ομοφώνως εκτιμώνται βαθύτατα66, δεν είναι αι αυταί εις όλους τους ανθρώπους. Υφίστανται σημαντικαί διαφοραί, εν μέσω των ανθρώπων, αι οποίαι ελάχιστα ή ουδόλως συνειδητοποιούνται υπό των πολλών67. Παρ' όλην όμως την δυνατότητα ευστόχου στοχασμού και την υψηλήν ευφυίαν ωρισμένων ανθρώπων, η αληθής σοφία δεν είναι ίδιον του ανθρωπίνου, αλλά είναι σύμφυτος προς το θείον68, αι δε ανθρώπιναι δοξασίαι ουχί σπανίως έχουν παιδαριώδη και πεπερασμένον χαρακτήρα, στερούμεναι επιστημονικής αληθείας69 καθ' όσον και ο σοφώτερος των ανθρώπων φαίνεται παιδαριώδης προ του θείου70. Εκ παραλλήλου οι άνθρωποι δεν ανατείνουν προς το θείον, διότι λόγω της ελλείψεως πίστεως αδυνατούν να αποδεχθούν τας ενεργείας αυτού, να επιζητήσουν την βαθυτέραν γνώσιν αυτού71 και να διαμορφώσουν ούτω την ηθικήν των συνείδησιν συμφώνως προς το θείον πρότυπον72. Αι λατρευτικαί εκδηλώσεις του ανθρώπου διαφέρουν αναλόγως προς την ψυχικήν καθαρότητα αυτού. Αλλοτε μεν αύται, υπό ελαχίστων ανθρώπων, προσλαμβάνουν πνευματικόν χαρακτήρα, εκφράζουσαι αληθή επικοινωνίαν και μέθεξιν του ανθρώπου προς το θείον, άλλοτε δε, υπό των περισσοτέρων, παραμένουν καθηλωμέναι εις το τυπικόν και τελετουργικόν μόνον στάδιον73, χωρίς να έχουν βαθυτέραν μεταφυσικήν και φιλοσοφικήν προέκτασιν.
Η μεταβλητότης, η οποία υφίσταται εις τα πάντα επεκτείνεται ως είναι αναμενόμενον και εις τας ψυχάς. Αι ψυχαί μεταβάλλονται, όπως μεταβάλλονται τα ύδατα του ποταμού, τα οποία ρέοντα ουδέποτε παραμένουν τα ίδια74. Επιπροσθέτως, όπως τα ύδατα των ποταμών, εκτός από την συνεχή ροήν, υπόκεινται και εις την εξάτμησιν, ούτω και η ψυχή προέρχεται από την εξάτμησιν ή εκ των «αναθυμιάσεων» των υγρών του σώματος, αποτελούσα και αύτη «αισθητικήν αναθυμίασιν» ως υπεστήριζεν ο Ζήνων75. Ο βαθμός της υγρότητος της ψυχής είναι, ως είναι φυσικόν, αντιστρόφως ανάλογος προς τον βαθμόν καλλιεργείας αυτής. Ούτως η ξηρά ψυχή είναι σοφωτάτη και αρίστη, ενώ η υγρά ψυχή, η πλήρης ακόμη υπό των υγρών αναθυμιάσεων του σώματος, είναι ατελής, φέρουσα το βάρος των εμπαθών καταστάσεων αυτού76. Αι τέρψεις, αι οποίαι στερούνται πνευματικού χαρακτήρος, ως είναι η μέθη77, υγραίνουν την ψυχήν, δυσχεραίνουσαι τας αντιδράσεις αυτής, ακρωτηριάζουσαι κυρίως την βούλησιν και την αυτοδυναμίαν της και επαναφέρουν το άτομον εις την αρχικήν του χοϊκότητα. Η εν εκτάσει ύγρανσις της ψυχής ισοδυναμεί προς τον θάνατον του ατόμου78.
Αι ψυχαί ζούν μετά θάνατον και είναι δυνατόν να αναγνωρισθούν εκ των ιδιοτήτων ή μάλλον εκ της ιδιαιτέρας ευωδίας την οποίαν αναδύει εκάστη79, η οποία προφανώς αποτελεί συνάρτησιν των αρετών, τας οποίας εβίωσαν εν τη ζωή και των συνεχών προσπαθειών των διά μείζονας πνευματικάς αναβάσεις.
Η μετά θάνατον ζωή των ψυχών επιφυλάσσει την βίωσιν καταστάσεων, τας οποίας οι άνθρωποι δεν δύνανται να συλλάβουν διά της φαντασίας των, καθ' όσον αύται υπερέχουν των ελπίδων και των προσδοκιών των80.
Η αξία του έργου του Ηρακλείτου και η επίδρασις την οποίαν ήσκησεν
Ο λόγος του Ηρακλείτου είναι πυκνός, συμπαγής, επιβλητικός, δυνατός, βαθύς, εύηχος, πλήρης μυστικισμού81 και πληθώρας εννοιών, την αξίαν των οποίων τόσον πληρέστερον ανακαλύπτει ο σπουδάζων το έργον του, όσον περισσότερον εμβαθύνει εις αυτάς82. Αι έννοιαι του Ηρακλείτου ομοιάζουν προς τον χρυσόν83, διά την αποκάλυψιν του οποίου θα πρέπη να προχωρήση ο μελετητής προσεκτικώς εις το βάθος της γής, η οποία τον καλύπτει διά να τον φέρη υπό το φως του αντικειμενικού στοχασμού και να θαυμάση την υπερβαίνουσα τον χρόνον λάμψιν του. Εκάστη λέξις ή πρότασις είναι εις θέσιν να εκφράση πληθώραν ιδεών, τας οποίας ανακαλύπτει ο μελετητής, εσωτερικεύων τον λόγον και στοχαζόμενος.
Ο Ηράκλειτος δεν επιβάλλει τον λόγον του ούτε προβάλλει τας απόψεις του κατά τρόπον διαυγή, ώστε να καταστούν αύται αναντιρρήτως αποδεκταί. Εκφράζεται εισάγων προβληματισμούς και θέσεις, την αξίαν των οποίων θα ανακαλύψη o σπουδάζων το έργον του εάν διεισδύση εις τα βάθη της ιδικής του ψυχής και προοπαθήση να τας ίδη εντός του, διά των πνευματικών οφθαλμών του, υπό την οπτικήν γωνίαν της αυτογνωσίας, ως ευστόχως υπεστήριζεν ο Πλωτίνος84. Οιαδήποτε επιφανειακή θεώρησις των απόψεων του Ηρακλείτου θα ωδήγη εις την διαπίστωσιν, ότι αύται είναι δυσνόητοι ή εν μέρει αντιφατικαί και θα παρέσυρεν, ως εκ τούτου, εις εσφαλμένα συμπεράσματα και ανεδαφικάς ερμηνείας.
Κατά τον Ηράκλειτον εντός της συνεχούς ροής85 και της μεταβλητότητος των πάντων, επί των οποίων πρυτανεύει αμεταβλήτως ο Λόγος86, ίσταται ο άνθρωπος μετέχων μεν του ανθρωπίνου, προσβλέπων δε προς μίαν υπαρξιακήν συνάντησιν θείου και ανθρωπίνου, προσπαθών αρχικώς να ανακαλύψη τα απέραντα βάθη της ψυχής του και εν συνεχεία να αφήση το φώς να καταυγάση το Είναι του και το πνευματικόν πυρ να καταλύση την χοϊκότητα του διά να δυνηθή η ψυχή του στεγνή πλέον από τας υλικάς εξαρτήσεις, το βάρος των παθών και την γηίνην προσωρινότητα να βίώση τας αναλλοίώτους υπό του χρόνου ηθικάς αξίας και να ακολουθήση την πορείαν της αιωνιότητας.
Εντός της συνεχούς μεταβλητότητος, η πορεία της ζωής προσλαμβάνει έκδηλον δυναμικότητα. Ο άνθρωπος θα εμπλακή μεν εις ένα συνεχή, έντονον και επίπονον αγώνα διά να εξισορροπήση τας αντιρρόπους δυνάμεις, αι οποίαι ασκούνται εντός του, απελευθερούμενος δε εκ των δεσμευτικών τάσεων αυτών, θα ακολουθήση σταδικώς την πορείαν προς το πνευματικώς Γίγνεσθαι. Ούτως απομακρυνόμενος εκ των εμπαθών δεσμεύσεων, διά των οποίων καθηλούται εις την παροδικότητα της θνητότητος, θα επιδοθή μετά ζήλου εις την βίωσιν των αρετών, διά των οποίων φέρεται προς την αιωνιότητα της αθανασίας. Εις την πορείαν της ζωής, όπως ουδέποτε ο άνθρωπος θα διαβραχή δύο φοράς υπό των ιδίων υδάτων του ρεύματος του ποταμού, ουδέποτε θα εμπλακή δύο φοράς και εις τας ιδίας περιστάσεις του ρεύματος του ρέοντας χρόνου. Ως εκ τούτου η στατικότης και η καθήλωσις, εκ των πραγμάτων, είναι μακράν των αληθών διαστάσεων της ανθρωπίνης πορείας, η οποία προσλαμβάνει γραμμικόν χαρακτήρα, παρά το γεγονός ότι το τέλος ενός σταδίου και η αφετηρία ενός νέου είναι δυνατόν να συμπίπτουν όπως τα σημεία ενός κύκλου.
Ο άνθρωπος ίσταται πλήρης θαυμασμού προ του μεγαλείου της δημιουργίας, η οποία, ως ουδόλως συνδεομένη προς την Ησιόδιον κοσμογονίαν και τας ανεπιστημονικάς δοξασίας, εκφράζει την παρουσίαν του Λόγου, του Είναι της αιωνίου αληθείας, υπό την νομοτέλειαν του οποίου η ενέργεια και η ύλη αρμονικώς εναλλάσσονται, εις έν αδιάλειπτον Γίγνεσθαι, διατηρούσαι το μέτρον του αισθητού κόσμου, εν μέσω αρμονικής συνθέσεως αντιθέτων καταστάσεων, αι οποίαι διέπονται υπό της ιδίας σοφίας και εκφράζουν κατ' ουσίαν την ιδίαν αλήθειαν.
Το θείον ίσταται πάντοτε υπεράνω του ανθρωπίνου και ο άνθρωπος καλείται, απομακρυνόμενος εκ των θνητών ειδώλων, να αναζητήση το όντως Θείον και να απεκδυθή ο ίδιος της θνητότητος του διά της μεθέξεως του προς την σοφίαν της αληθείας87.
Η ερμηνεία των αποσπασμάτων του Ηρακλείτου εκδήλως απαιτεί πολλήν εσωτερικότητα και πολύν στοχασμόν. Λόγω του συμπαγούς και συνοπτικού χαρακτήρος των παραθετουμένων εννοιών και των πολλών ερμηνευτικών οδών εις τας οποίας άγουν, πολλαί εκ των απόψεων του θα ηδύναντο να παρερμηνευθούν και να θεωρηθούν ως το κατάλληλον υπόβαθρον θεμελιώσεως εκ διαμέτρου αντιθέτων φιλοσοφικών δοξασιών.
Εκ των συγγραφέων της αρχαιότητος, ο Πλάτων φαίνεται ότι εμελέτησεν εις βάθος τας φιλοσοφικάς θέσεις του Ηρακλείτου, αι οποίαι εμφανώς διαποτίζουν την σκέψιν του, χαρακτηριζόμενος ως εκ τούτου, υπό του Hegel ως μαθητής του Ηρακλείτου. Πολλαί εκ των απόψεων του Ηρακλείτου προβάλλουν εμφανώς εις το έργον του, όπως εις τον Κρατύλον, έτεραι διαφαίνονται εμμέσως εις ετέρους διαλόγους και εις την Πολιτείαν. Πολλάκις ο Πλάτων προσπαθεί να διαφοροποιήση τας Ηρακλειτίους θέσεις, παρέχων την εντύπωσιν, ότι προσπαθεί να τας ερμηνεύση ευρύτερον ή ότι τας αποδέχεται μερικώς, σκοπόν έχων κατ' ουσίαν να τας καταστήση ίσως περισσότερον ευλήπτους και κατανοητάς88.
Ο Αριστοτέλης αναφέρεται εν εκτάσει εις το έργον του Ηρακλείτου89 ιδίως εις τα Ηθικά Νικομάχεια καθιστά εμφανή την αποδοχήν της Ηθικής του Ηρακλείτου, την οποίαν επικροτεί, προβάλλων αυτήν προς ενίσχυσιν των θέσεων του. Εις ωρισμένα σημεία θεωρεί, ότι ο Ηράκλειτος και o Εμπεδοκλής ταυτίζονται, ως προς τας κοσμολογικάς απόψεις των90. Είναι σημαντικόν, ότι ο Αριστοτέλης υποβάλλει τας απόψεις του Ηρακλείτου εις λογικήν θεώρησιν και προσπαθεί να τας καταστήση περισσότερον προσιτάς ενσωματώνων αυτάς εις την ιδικήν του αναλυτικοτέραν σκέψιν.
Αι Ιπποκράτειαι συλλογαί αντικατοπτρίζουν εμφανώς την επίδρασιν του Ηρακλείτου, εις σημείον ώστε να θεωρούνται αύται ως ζώσαι προέκτασις της φιλοσοφίας του εις τον χώρον της Ιατρικής91.
Η επίδρασις του Ηρακλείτου εις την αρχαίαν τραγωδίαν είναι καταφανής. Η αρχή του Ηρακλείτου ότι «ήθος ανθρώπω δαίμων» απετέλεσεν το υπόβαθρον, επί του οποίου εστηρίχθη και ανεπτύχθη ουχί μόνον το αρχαίον δράμα αλλά και η μεταγενεατέρα δραματική ποίησις92.
Η επίδρασις του Ηρακλείτου εις τον στωικισμόν, ο οποίος ήνθισεν κυρίως κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, καταδεικνύεται σαφώς εις τον «'Υμνον προς τον Δία» του Κλεάνθους93, ο οποίος διά μοναδικής ποιητικότητoς και αρμονίας εκφράζει τας αρχάς του Εφεσίου φιλοσόφου. Αι έννοιαι του Λόγου και του πυρός, η εξ αντιθέτων αρμονία και η θέσις του θείου, ως φορέως των φυσικών νόμων και αρμοστού των αντιρρόπων τάσεων, εκτίθενται εις μίαν κορύφωσιν μονοθεϊστικής εξάρσεως94. Ο Επίκτητος95 εις το «Εγχειρίδιον» εκφράζει την βαθείαν εκτίμησιν του εις τας αρχάς και το ήθος του Ηρακλείτου, του οποίου εξαίρει τον αυτοέλεγχον και την απάθειαν96. Υπό του Μάρκου Αυρηλίου97, ο Ηράκλειτος αναφέρεται εν εκτάσει εις τα «Εις εαυτόν»98. Τόσον αι κοσμολογικαί απόψεις αυτού, η περί εκπυρώσεως των πάντων θεωρεία του, η αρχή της μεταστοιχειώσεως, η μεταβλητότης και η διαρκής ροή των πάντων, η κυκλοποίησις των φαινομένων, αι περί Ψυχής απόψεις του όσον και ο θαυμασμός του διά τας ηθικάς αξίας και την συνέπειαν της ζωής του Ηρακλείτου, εκφράζονται εν εκτάσει εις το έργον του99. Εν γένει η επίδρασις του Ηρακλείτου εις τον στωικισμόν είχεν ευρυτέρας προεκτάσεις, δεδομένου ότι η ευρεία διάδοσις αυτού επηρέασεν καταφανώς την δυτικήν φιλοσοφικήν παράδοσιν, ως τούτο διαυγώς διακρίνεται εις το έργον του Σπινόζα και του Καντίου100, ιδίως όσον αφορά εις τας περί λόγου και μεταβλητότητος απόψεις των.
Υπό των εκκλησιαστικών συγγραφέων των πρώτων αιώνων, των οποίων τα έργα έχουν κατά το πλείστον απολογητικόν ή αντιαιρετικόν χαρακτήρα, υφίσταται ευρεία αναφορά εις τας αρχάς και απόψεις του Ηρακλείτου, παρά το γεγονός ότι δεν υφίσταται ομόφωνος εκτίμησις και αποδοχή του έργουτου. Ούτως υπό του Ιππολύτου Ρώμης101 ο οποίος προσεπάθησεν να αποδώση τας αιρέσεις της αρχαίας Εκκλησίας εις αναβιώσεις προσωκρατικών φιλοσοφικών δοξασιών, εθεωρήθησαν αι απόψεις του Ηρακλείτου, ως αποτελέσασαι το υπόβαθρον της αιρέσεως του πατροπασχιτισμού102, η οποία ανεπτύχθη μεν και διεμορφώθη εις σύστημα υπό του Σαβελλίου, είχεν δε ως έναυσμα την διδασκαλίαν του Νοητού103, συμφώνως προς. την οποίαν ο Πατήρ εταυτίζετο μετά του υιού, λέγοντος. «Τόν πατέρα γεγεννήσθαι και πεπονθέναι».
Αντιθέτως ο Ιουστίνος ο Μάρτυς104, ο οποίος ενδιατρίψας επί μακρόν εις την φιλοσοφίαν, υποστηρίζων, ότι ο Χριστιανισμός είναι «η μόνη ασφαλής και σύμφορος φιλοσοφία» διετείνετο, ότι o Ηράκλειτος, τόσον διά την περί Λόγου διδασκαλίαν του όσον και διά την αποφυγήν της κακίας και τον ενάρετον βίον του, είναι Χριστιανός όπως και όλοι «οι μετά Λόγου βιώσαντες»105. Διά τον λόγον αυτόν, ο Ηράκλειτος, ως φορεύς του σπερματικού λόγου, εμισήθη και εδιώχθη υπό των συγχρόνων του106.
Εκ διαμέτρου αντίθετος ο Τατιανός107, εις το πλαίσιον της εκδήλου αντιθέσεως αυτού προς την φιλοσοφίαν και ιδίως προς την πολιτιστικήν υπεροχήν των Ελλήνων, αναφέρεται εις τον Ηράκλειτον, αποκαλών την φιλοσοφίαν αυτού «Ηρακλείτιον σκότος»108 και κατακρίνει αυτόν διά αμάθειαν. Βεβαίως η σύντομος αναφορά του Τατιανού εις το έργον του Ηρακλείτου και ο ανεπιστημονικός σχολιασμός του διά τον θάνατον του φιλοσόφου, καταδεικνύουν την εμπαθή διάθεσιν του συγγραφέως και την ελαχίστην προσπάθειαν διεισδύσεως εις το βαθύτερον νόημα και την αληθή ερμηνευτικήν προέκτασιν των φιλοσοφικών δοξασιών του. Την αυτήν αρνητικήν και πολλάκις παρερμηνευτικήν θέσιν λαμβάνει ο Τατιανός και έναντι των ετέρων φιλοσοφικών απόψεων, αι οποίαι επεκράτουν κατά τους ελληνιστικούς χρόνους.
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς109 εκτιμά ιδιαιτέρως το έργον του Ηρακλείτου, τον οποίον αποκαλεί «γενναίον», επαινών την αντίθεσιν του προς τα είδωλα110, εξαίρων τον ελεύθερον, δίκαιον και συνεπή προς τας αρχάς του βίου του, υπογραμμίζων την υπερήφανον άρνησιν του να επισκεφθή τον Δαρείον111. Αναφερόμενος εις τον λόγον του Ηρακλείτου «άνθρωποι θεοί, θεοί άνθρωποι, λόγος γάρ ωυτός»112 διαβλέπει εις αυτόν την προφητικήν αποκάλυψιν του μυστηρίου της ενανθρωπίσεως του Κυρίου. Εν γένει αι πολυάριθμοι αναφοραί του Κλήμεντος εις τους λόγους του Ηρακλείτου καταδεικνύουν την επίδρασιν την οποίαν ήσκησεν ούτος εις την διαμόρφωσιν του φιλοσοφικού κλίματος, το οποίον εύρεν ο Χριστιανισμός κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους.
Ο Άγιος Αυγουστίνος, χαρακτηριζόμενος διά την δεινότητα του στοχασμού του και διά το βάθος της αυτογνωσίας και της αυτοαναλύσεως, ακολουθεί εμφανώς το «εδιζησάμην εμεωυτόν» του Ηρακλείτου, ως τούτο καταδεικνύεται εις τας «Εξομολογήσεις» του, εις τας οποίας εκφράζεται όλος ο αγών του διά εσωτερικήν αναγέννησιν και η συνεχής εσωτερική ροή των σκέψεων και των συναισθημάτων του εις την πορείαν ενός αδιαλείπτου «Γίγνεσθαι» εν Χριστώ113. Η εσωτερική αναζήτησις του αιωνίου και η αίσθησις, ότι η προσωρινότης ή η αιωνιότης αποτελούν εσωτερικάς διαστάσεις, αι οποίαι μεταβάλλονται, μεταβαλλομένου του μέτρου της πνευματικής ζωής του ατόμου, δύνανται να παραλληλισθούν προς τας αρχάς της Ηρακλειτίου φιλοσοφίας.
Εκ των νεωτέρων φιλοσόφων, ο Hegel ίσταται μετά πολλής προσοχής και σεβασμού προ των απόψεων του Ηρακλείτου, τον οποίον θαυμάζει διά το βάθος των σκέψεων του και τον θεωρεί πατέρα της διαλεκτικής, καθ' όσον ανάγει ταύτην διά της αντικειμενικότητος του εις βασικήν φιλοσοφικήν αρχήν114. Εξαίρει την προσπάθειαν του Ηρακλείτου να προχωρήση εκ του Είναι εις το δυναμικόν Γίγνεσθαι και να συγκεκριμενοποιήοη το Απόλυτον, διά της αρμονικής συνθέσεως των αντιθέτων115.
Ο Kierkegaard, βαθέως επηρεασμένος από τον φιλοσοφικόν στοχασμόν των Ελλήνων, εις τον οποίον ανεύρεν τα αρχικά πρότυπα αυτού116, συμμερίζεται την επιτακτικήν προτροπήν του Ηρακλείτου να στραφή ο άνθρωπος επί τα εντός διά να ανακαλύψη τον εαυτόν του. Ο άνθρωπος κατά τον Kierkegaard, ovτως πρέπει να διεισδύη εις τα βάθη της ιδικής του ψυχής και να αναζητά την ερμηνείαν των εσωτερικών γεγονότων και φαινομένων. Πρέπει να ζή επί τη βάσει των ιδικών του εσωτερικών διαφερόντων και να ακολουθή μετά πάθους την πορείαν των εσωτερικών αληθειών του. Η ανθρωπίνη συνείδησις κατά τον Kierkegaard δεν είναι το προϊόν των ιστορικών ή κοινωνικών συνθηκών, εντός των οποίων αναπτύσσεται το άτομον, αλλά δομείται επί τη βάσει των εσωτερικών επιλογών αυτού, διά τας οποίας το ίδιο, κατά κύριον λόγον, είναι υπεύθυνον117.
Η εσωτερική εμπειρία της αγωνίας διά την αλήθειαν αποτελεί την κυρίαν οδόν, την οποίαν η ψυχή οφείλει να ακολουθήση διά την προσέγγισιν της αληθείας118. Η λογική θεώρησις και η αντικειμενική σκέψις είναι αδύνατον να διακρίνουν τας εσωτερικάς διαστάσεις της αληθείας και να καθορίσουν το περιεχόμενον αυτής119.
Ο Nietzche120 εκφράζει τον θαυμασμόν του διά τον Ηράκλειτον και μετ' εμφάσεως υπογραμμίζει την μεγίστην συμβολήν του εις την διαμόρφωσιν του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι της Δύσεως, τόσον διά της εισαγωγής της εννοίας του Λόγου, η οποία απετέλεσεν κεντρικόν άξονα, πέριξ του οποίου διαπλέκεται επί αιώνας η φιλοσοφία και η θεολογία, όσον και διά τας επί της αρμονίας των αντιθέτων απόψεις του και διά την υπ' αυτού σαφή έμφασιν εις την δυναμικότητα του Είναι. Το πυρ του Ηρακλείτου ο Nietzche το αντιλαμβάνεται υπό την πνευματικήν του διάστασιν, ως φως το οποίον διαυγάζει τα έγκατα της ψυχής του και ως φλόγα θερμαίνουσα και ενδυναμώνουσα τας βαθυτέρας δυνάμεις της ψυχής του.
Η ανακάλυψις των αληθειών, αι οποίαι εγκρύπτονται εις τα αποσπάσματα του έργου του Ηρακλείτου, ενθουσιάζει τον Nietzche, ο οποίος αδιστάκτως αποφαίνεται, ότι ο κόσμος, ο οποίος αιωνίως αναζητεί την αλήθειαν, αιωνίως θα αναζητή και τον Ηράκλειτον.
Επί του ύφους του Ηρακλείτου, το οποίον είχεν χαρακτηρισθή ως δυσνόητον και σκοτεινόν, o Nietzche, υποστηρίζει ότι ουδέποτε άνθρωπος έγραψεν εις διαυγέστερον και φωτεινότερον ύφος ως ο Ηράκλειτος.
Βαθέως επηρεασμένος από τον φιλοσοφικόν στοχασμόν του Ηρακλείτου είναι ο Martin Heideggert121. 'Ηδη εις το έργον του «Είναι και Χρόνος», εις τα «Σεμινάρια του Ηρακλείτου» (1966), εις τας διαλέξεις του επί του Παρμενίδου και εις το έργον του «Αρχαί της Λογικής» αναφέρει και αναλύει εν εκτάσει επτά εκ των αποσπασμάτων του Ηρακλείτου122.
Ο Λόγος και η Αλήθεια, ως εκφράζονται υπό του Ηρακλείτου, δεσπόζουν εις τον φιλοσοφικόν στοχασμόν του Heidegger. Εις την Εισαγωγήν εις την Μεταφυσικήν εξαίρει ούτος την σημασίαν του Ηρακλείτου εις την διαμόρφωσιν της δυτικής σκέψεως επί της εννοίας της αληθείας, η οποία εν τούτοις εκ της αρχικής ευρύτητος, της εκφραζούσης την ουσίαν της υπάρξεως κατά τον Ηράκλειτον, περιωρίσθη μόνον εις την έκφρασιν του πραγματικού ή του ορθού εις τον σύγχρονον φιλοσοφικόν στοχασμόν, ενώ θα έπρεπε τουλάχιστον εις τον χώρον της υπαρξιακής φιλοσοφίας να επαναπροσλάβη την αρχικήν της ευρύτητα και δι' αυτής να διαυγάση, να διαλάμψη και ιδίως να μη διαλάθη (αλήθεια εκ του μη-λανθάνειν) η έννοια του Είναι. Η ανθρωπίνη υπόστασις (Dasein) είναι ο ενδότερος χώρος εντός του οποίου αποκαλύπτεται το όντως Ον και κατ' επέκτασιν καταυγάζει η οντολογική αλήθεια.
Ο Λόγος έχει την έννοιαν της εκφράσεως ή της αποκαλύψεως του Είναι, της αποκαλύψεως της αληθείας και της ουσίας των πραγμάτων και κατ' επέκτασιν δηλοί την έκφρασιν της συνθέσεως και της ολότητος123. Το πύρ, το οποίον προβάλλεται ως πρωταρχικόν στοιχείον υπό του Ηρακλείτου, εκφράζει κατά τον Heidegger το φως, διά της παρουσίας του οποίου αποκαλύπτεται η αλήθεια και καταυγάζει το Είναι.
Εντός των όρων φύσις-αλήθεια-Λόγος, ο Heidegger διακρίνει την καθολικότητα του Είναι, την οποίαν αντιλαμβάνεται και εκφράζει ο Ηράκλειτος, υπογραμμίζων την στενήν και άρρηκτον σύνδεσιν των επί μέρους υποστάσεων αυτού. Κατ' ουσίαν φύσις και Λόγος κατά τον Heidegger εκφράζουν την αποκάλυψιν του Είναι, το οποίον αποτελεί την όντως Αλήθειαν.
Διά του Λόγου το Είναι αποκτά την ειδικήν δημιουργικήν δυνατότητα εκφράσεως, προσλαμβάνον ούτω την υπόστασιν του λογικώς, συνθετικώς και δημιουργικώς σκέπτεσθαι. Εκ παραλλήλου o Λόγος ταυτίζεται προς το Εν και προς τα πάντα συμφώνως προς το «αλλά τού λόγου ακούσαντες ομολογείν σοφόν έστιν έν πάντα είναι»124, γεγονός το οποίον μετ' εμφάσεως δηλοί την δεσπόζουσαν θέσιν του λόγου και κατ' ουσίαν του «ενός Λόγου» επί του παντός125. Κατά τον Heidegger η ανασύνδεσις της Δυτικής φιλοσοφίας μετά των αρχών του Ηρακλείτου σημαίνει την επάνοδον του ανθρώπου εις τας γνησίας πρωταρχικάς και αυθεντικάς πηγάς της υπάρξεως και την έξοδον του εκ της οντολογικής λήθης.
Εκ των παρερμηνευσάντων των Ηράκλειτον o Β. Russel126 αποδεχόμενος την κατά λέξιν ερμηνείαν των αποσπασμάτων αυτού, χωρίς να διαβλέπη τον μεταφορικόν χαρακτήρα των χρησιμοποιουμένων εννοιών, ισχυρίζεται ότι ο Ηράκλειτος εκφράζει περιφρόνησιν διά την ανθρωπότητα και ότι πιστεύει εις τον πόλεμον, διά του οποίου απειλείται η καταστροφή του σύμπαντος. Η ηθική του Ηρακλείτου κατά τον Russel αποτελεί έν είδος υπερηφάνου ασκητισμού, ομοιάζουσα πολύ μετά της ηθικής του Nietzsche.
Είναι τραγικόν το γεγονός, ότι οι οπαδοί του διαλεκτικού υλισμού προσεπάθησαν να προσεταιρισθούν τον Ηράκλειτον, ως τον κύριον υλιστήν φιλόσοφον της αρχαιότητος, δίδοντες μονόπλευρον βαρύτητα εις ωρισμένα μόνον εκ των αποσπασμάτων του127 και παρερμηνεύοντες το σύνολον της φιλοσοφίας του. Ο Ηράκλειτος, είναι διαυγές, ότι απορρίπτει την πολυθεϊστικήν και ανθρωπομορφικήν αντίληψιν του θείου και προσπαθεί να απομακρύνη τους ανθρώπους από την Ησιόδιον κοσμογονικήν αντίληψιν, την οποίαν ειρωνεύεται128, όπως εκ παραλλήλου ειρωνεύεται, κατακρίνει και απορρίπτει όλας τας ειδωλολατρικάς λατρευτικάς εκδηλώσεις και ιεροπραξίας, ως εστερημένας ευπρεπείας και λογικής, καθ' όσον δεν είναι δυνατόν να εξαγνισθούν αι χείρες των ανθρώπων διά του αίματος των ειδωλοθύτων, όπως δεν είναι δυνατόν να καθαρθή ο άνθρωπος εκ του πηλού, πλενόμενος διά του πηλού129.
Ο Ηράκλειτος αποδέχεται τον αιώνιον και άναρχον Λόγον, ως εκφράζοντα το Εν και τα Πάντα, οδηγούμενος ούτως εις μίαν εκδήλως μονοθεϊστικήν αντίληψιν, η οποία εκαλλιέργησεν τας μονοθεϊστικάς ανατάσεις του Πλάτωνος και των στωϊκών και συνέτεινεν εις την δημιουργίαν της καταλλήλου ατμοσφαίρας, εντός της οποίας ανεπτύχθη και εκραταιώθη η Χριστιανική Αλήθεια.
Εκ των υλικών στοιχείων, τα οποία αναφέρει o Ηράκλειτος, το πυρ εκφράζει κατά κύριον λόγον την έννοιαν του φωτός, διά του οποίου φωτίζεται και καταυγάζει τόσον ο αισθητός κόσμος όσον και ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου. Ως δε σαφώς εκφράζεται υπό του Heidegger, διά του νοητού φωτός καθίσταται εφικτή η αποκάλυψις του Είναι, ως όντως Είναι και διά του νοητού πυρός καθίσταται διάπυρος η ανθρωπίνη υπόστασις προ της Αληθείας.
Εις τον χώρον της φιλοσοφίας ο Ηράκλειτος θα ηδύνατο, άνευ υπερβολής να χαρακτηρισθή ως ο πρώτος υπαρξιακός φιλόσοφος. Ούτος διά της εναγωνίου αναζητήσεως του Είναι, ιδίως εις τον εσωτερικόν χώρον της ψυχής του ανθρώπου, εν συνδιασμώ προς την σταθεράν αντίληψιν της μεταβλητότητος και της διαμορφώσεως δυναμικών ισορροπιών, μεταξύ αντιρρόπων δυνάμεων και τάσεων, υπό την άρχουσαν παρουσίαν του ανάρχου Λόγου, του εκφράζοντος την όντως Αλήθειαν, έθεσεν επιγραμματικώς τας θεμελιώδεις αρχάς του θρησκευτικού υπαρξισμού, ο οποίος αναλυτικότερον ανεπτύχθη διά της εκτενούς συγγραφικής συμβολής του Kierkegaard130.
Η μελαγχολία του Ηρακλείτου
Δέν είναι διαυγές διά μέσου των σωζομένων αποσπασμάτων εκ του έργου του, το γεγονός ότι ο Ηράκλειτος έπασχεν εκ μελαγχολίας. Ουδέν εξ αυτών φέρει σαφώς εκπεφρασμένον το συναισθηματικόν βάρος της σκέψεως του μελαγχολικού, το οποίον διαφαίνεται εις τα έργα ετέρων φιλοσόφων131. Εν τούτοις διάχυτος παρέμενεν η αντίληψις ότι ο Ηράκλειτος έπασχεν εκ μελαγχολίας.
Εκτός από την σαφή δήλωσιν του Θεοφράστου, την αναφερομένην από τον Διογένην τον Λαέρτιον132, ιδιαιτέρως σαφής είναι και η αναφορά του Λουκιανού εις τον «κλαίοντα Ηράκλειτον, ο οποίος εθεώρει όλα τα ανθρώπινα άξια λύπης και δακρύων, καθ' όσον τα πάντα υπόκεινται εις τον θάνατον και συνεβούλευεν, ως εκ τούτου, ότι πρέπει οι πάντες να θρηνούν ήδη από της εισόδου των εις την εφηβικήν ηλικίαν133. Η αίσθησις αύτη της μελαγχολίας του Ηρακλείτου παρέμεινεν ακόμη και εις τον Σενέκαν, υπό του οποίου αντιδιαστέλλεται η καταθλιπτική διάθεσις του Ηρακλείτου προς την αισιόδοξον διάθεσιν του Δημοκρίτου.
Είναι χαρακτηριστική η επιγραφή του Χριστοδώρου134, η αναφερομένη εις τον Ηράκλειτον κλαίοντα, γεγονός το οποίον έτι μάλλον ενισχύει την άποψιν ότι ο Ηράκλειτος παρέμεινεν εις την ευρυτέραν συνείδησιν135, ως διακατεχόμενος υπό καταθλιπτικής διαθέσεως:
Καί σοφός Ηράκλειτος έην, θεοείκελος ανήρ,
ένδεον αρχαίης Εφέσου κλέος, ος ποτέ μούνος
ανδρομέης έκλαιεν ανάλκιδος έργα γενέθλης
Ενώ εκ των αποσπασμάτων του βιβλίου του, τα οποία διεσώθησαν, δεν δύναται να εξαχθή το συμπέρασμα, ότι ο Ηράκλειτος έπασχεν εκ μελαγχολίας, εκ της ζωής του όμως, ως αύτη περιγράφεται υπό του Διογένους του Λαερτίου δύνανται να επισημανθούν ικανά στοιχεία εκ της συμπεριφοράς του προς εαυτόν και το περιβάλλον, τα οποία θα ηδύναντο να ερμηνευθούν ως εκδηλώσεις καταθλίψεως.
Ούτως, ο Ηράκλειτος έζη μόνος, παρέμενεν κατά το πλείστον σιωπηλός, εις περισυλλογήν και αυτοεξέτασιν, διά μείζονα αυτογνωσίαν, μη μετέχων εις τον δημόσιον βίον, παρ' όλον το αίσθημα της ευθύνης του διά τα κοινά και την βαθείαν αίσθησιν του δικαίου, υπό της οποίας διακατείχετο136. Παρεχώρησεν το βασιλικόν αξίωμα, το οποίον έφερεν εις τον αδελφόν του και προετίμα να ζή ως απλούς πολίτης, ελεύθερος και αδέσμευτος από κοινωνικούς τίτλους και αναγνωρίσεις. Απέρριψεν την πρόσκλησιν του Δαρείου να επισκεφθή την αυλήν του και να του ερμηνεύση αυτοπροσώπως την διδασκαλίαν του και απέκρουεν τας εκφράσεις θαυμασμού και τιμής των Αθηναίων. Εν τέλει απεσύρθη εις τα όρει137, «μισανθρωπίσας», όπως υπογραμμίζει ο Διογένης o Λαέρτιος138, και έζη σκεπτόμενος και υποσιτιζόμενος.
Ο θάνατος του είχεν τραγικόν χαρακτήρα εκφράζων την περιφρόνησιν του διά την ζωήν. Παρά το γεγονός ότι εζήτησεν εμμέσως και διά συμβολικών εκφράσεων την ιατρικήν συμβολήν διά την θεραπείαν του εκ του ασκίτου, τον οποίον ανέπτυξεν, προφανώς εξ ηπατικής νόσου, εν τούτοις τελικώς εφήρμοσεν αυτοσχέδιον θεραπευτικήν μέθοδον, επιδιώκων την ξήρανσιν διά της θερμότητος, συμφώνως προς την διδασκαλίαν του139.
Η παραδοξότης της ζωής του Ηρακλείτου θα ήτο δυνατόν όντως να εκφράζη την συνεχή καταθλιπτικήν του διάθεσιν. Εκ παραλλήλου όμως θα ηδύνατο να αποτελή έκδηλον άρνησιν προς την ζώσαν πραγματικότητα και σαφή εμπαιγμόν προς το πνεύμα της συμβατικότητος και της μετριότητος, το οποίον επεκράτει, συνεπεία του οποίου απεμεκρύνετο ο άνθρωπος εκ της αληθείας και εκ των αυθεντικών υπαρξιακών αρχών και ετρέπετο προς την άκριτον ανθρωπομορφικήν ειδωλολατρίαν, η οποία εκάλυπτεν και υπέθαλπεν τα ανθρώπινα πάθη και τον ευδαιμονισμόν και απεδυνάμωνεν την πορείαν του ανθρώπου προς την αρετήν.
Εις τον φιλοσοφικόν στοχασμόν του Ηρακλείτου έκδηλος καθίσταται η σαφής διαφορά, η οποία υφίσταται μεταξύ του αυθεντικού κόσμου της εσωτερικής ζωής της υπάρξεως και του μη αυθεντικού κόσμου, ο οποίος είναι ο εξωτερικός κόσμος, εντός του οποίου ο άνθρωπος χάνει την ταυτότητα του, εισερχόμενος εις την δίνην της συνεχούς μεταβλητότητος. Τόσον η διδασκαλία του όσον και ο τρόπος της ζωής του Ηρακλείτου είναι μία συνεχής αναζήτησις και βίωσις της αυθεντικότητας. Είναι μία τομή μεταξύ αληθούς και μή αληθούς, διά της οποίας ο φιλόσοφος προσεπάθη να διατηρήση την γνησιότητα του εσωτερικού βιώματος.
Υπογραμμίζων ο Ηράκλειτος την θνητότητα του θρησκειολογικού συστήματος της εποχής του, ανεζήτει την οδόν της αθανασίας διά της εξόδου εκ του πνευματικού θανάτου, όπως ευγλώπως δηλώνει επιγραμματικώς «Αθάνατοι θνητοί, θνητοί αθάνατοι, ζώντες των εκείνων θάνατον, τον δε εκείνων βίον τεθνεώτες»140. Πιστεύων συγχρόνως βαθέως εις την αξίαν των νόμων και προτρέπων μετ' εμφάσεως τους συμπολίτας του να μάχωνται διά την τήρησιν αυτών, όπως μάχονται διά την υπεράσπισιν των τειχών της πόλεως των141, εθλίβετο, και αντέδρα αποσυρόμενος, προτιμών να παίζη πεσσούς μετά των παιδίων, αντί να συζητά ματαίως μετ' αυτών, όταν έβλεπεν την αδιαφορίαν των πολιτών διά τους νόμους και τας ηθικάς αξίας142.
Διά μέσου της παραδοξότητος της ζωής του Ηρακλείτου διαφαίνεται η αγάπη του και το πάθος του διά το απόλυτον, το οποίον αντιλαμβάνετο εντός της ψυχής του διά της αισθήσεως του νοητού φωτός, το οποίον ουδέποτε δύει143.
Η αγάπη του Απολύτου κατηύθυνεν πολλούς αιώνας αργότερον τους διά Χριστόν Σαλούς Αγίους εις την διαμόρφωσιν παραδόξου κοινωνικής συμπεριφοράς, η οποία παρερμηνεύετο υπό των συγχρόνων των. Τά εμφανή σχήματα της συμπεριφοράς των, αυτά τά οποία οι ίδιοι προέβαλον, ενίοτε κατά τρόπον προκλητικόν, ενώπιον των ανθρώπων, αντετίθεντο προς τας συνήθεις παραδεκτάς μορφάς της χριστιανικής κοινωνικής συμπεριφοράς. Η σιωπή των, η οποία πολλάκις εξελαμβάνετο ως «μωρία» ή μικρόνοια, ήτο πλέον εύγλωττος του σοφωτέρου λόγου144, αποτελούσα λειτουργικόν μέρος της φθεγγομένης και σιωπώσης παραινέσεως145. Η άδηλος συμπεριφορά των, η οποία πάντοτε εν τω κρυπτώ εξεφράζετο, έφερεν έντονον τήν σφραγίδα της βαθείας αγάπης, της θυσίας και του πνεύματος της υγιούς κοινωνικότητος146.
Κατά τον δέκατον ένατον αιώνα, ο Kierkegaard συγκρούεται με τον Hegel, διότι αναζητά και εκείνος το απόλυτον μετά πάθους και γράφει: «Το παράδοξον είναι το πάθος της αυθεντικής διανοήσεως. Όπως όλαι αι μεγάλαι ψυχαί έλκονται από το πάθος, ούτω και οι μεγάλοι στοχασταί τείνουν εις το παράδοξον, το οποίον δεν είναι τίποτε έτερον, αλλά μεγάλαι σκέψεις και ιδέαι, αι οποίαι αναμένουν την δικαίωσιν των147».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μ. Αθανασίου, Περί Διονυσίου Αλαξανδρείας 2. Migne J.P. Patrologia Graeca,
25 481ΑΒ Paris 1857-1866.
Ammundsen V: Sοren Kierkegaards Ungdomhans Slaeg og hans religiose Udvikling.
Kobenhavn 1912. Αξελού Κ: Ο Ηράκλειτος και η Φιλοσοφία. Εξάντας, Αθήναι 1974.
St. Augustine's: Confessions Vol Ι&ÉΙ. Transl. W. Watts Loeb Classical
Library, Cambridge, Mass. Harvard University press 1977.
Biemel, W: Martin Heidegger: Αn Illustrated Study Trans. J.L. Mehta. New York:
Harcourt, Brace, Jovanovich. 1976.
Callahan JF:Augustine and the Greek Philosophers. The Saint Augustine Lecture
series. R. Russel (Ed) Villanoνa University Press 1967.
Comford FM: From religion to philosophy: Α study in the origins of western speculation.
Princeton NJ, Princeton University press 1991.
Cooper L: The Greek genius and its influence Ithaca, New York, Cornell University
Press 1952.
Γρηγορίου του Παλαμά: Υπέρ Ησυχαζόντων, εκδ. Π. Χρήστου. Τομ. Α' Θεσσαλονίκη
1962.
Gouwens D: Kierkegaard as Religious Thinker: Passions, Virtues and praxis, Cambridge
University press, Cambridge 1996.
Diels Η: Die Fragmente der Vorsokratiker.Berlin 1934. Diels Η, Kranz W, Die
Fragmente der Vorsokratiker, Berlin: Weidmannsche Verlags-buchhandlung,1951.
Διογένους Λαερτίου: Βίοι και γνώμαι των εν Φιλοσοφία Ευδοκιμησάντων. R.D. Hicks.
Vol. 2. Loeb Classical Library, Harvard University Press Cambridge, Mass. 1959.
Ειρηναίου Λουγδούνου: 'Ελεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως. Migne J.P.
Patrologia Graeca, 7 437-1224, Paris 1857-1866.
Επικτήτου: Εγχειρίδιον Εις. Epicteti Dissertationes ab Arriani digestae Η. Schenkl,
Stutgardiae aed. Teubneri 1965.
Επιφανείου Κύπρου: Κατά αιρέσεων Migne J.P. Patrologia Graeca, 41, Paris 1857-1866.
Frede Μ: Essays in ancient philosophy. Clarendon Press. Oxford 1987
Gross J: La divinization du chretien d apres les Peres grecs; contribution historique
a la doctrine de la grace: Paris 1938.
Guthrie W: Α history of Greek Philosophy Vol. 1, Cambridge, Cambridge University
Press 1962.
Hegel GWF: Vorlesungen uber die Geschichte der Philosophie, ΙΙΙ, Werke XV, ed.
Philipp Marheineke. Berlin 1832-1845.
Hegel GWF: Phaenomenologie des Geistes, Werke ΙΙ, Berlin 1832-1845.
Hegel GWF: Lectures οη the History of Philosophy ed. Hoffmeister 1940.
Heidegger Μ: Einfuhrung in die Metaphysik, Tubingen: Μax Niemeyer Verlag, 1953.
Heidegger Μ: Sein und Zeit Tubigen, (16 ed) Μax Niemeyer Verlag 1986
Heidegger Μ: Plato's Doctrine of Truth, tr. John Barlow, Philosophy in the Twentieth
Century, Vol. ΙΙΙ, eds. William Barret and Henry D. Aiken. New York: Harper
& Row, 1971.
Heidegger Martin: Early Greek Thinking, trs. David Farrell Krell and Frank
Α. Capuzzi, San Francisco: Harper & Row, Publishers, Inc., 1975; 1984.
Θεοδώρου Στουδίτου, Εγκώμιον εις τον μέγαν Ιωάννην τον απόστολον και ευαγγελιστήν
του Χριστού. Migne J.P. Patrologia Graeca, 99, 771-788, Paris 1857-1866.
Ιουστίνος Απολογία Α και Β. Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων.
Εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τόμος 5ος, Αθήναι 1955.
Ιππόλυτος Ρώμης: Του κατά πασών αιρέσεων ελέγχου βίβλος πρώτη. Βιβλιοθήκη Ελλήνων
Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων. Εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Ελλάδος.
Τόμος 5ος, Αθήναι 1955.
Ιππόλυτος Ρώμης: Του κατά πασών αιρέσεων Βιβλίον Θ'. Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων
και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων. Εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Ελλάδος. Τόμος
5ος, Αθήναι 1955.
Ιππόλυτος Ρώμης: Εις την αίρεσιν Νοητού τινος. Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και
Εκκλησιαστικών Συγγραφέων. Εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Ελλάδος. Τόμος 6ος,
Αθήναι 1956.
Ibsen: Peer Gynt, Trans Christopher Fry. Oxford University Press, London 1970
Kahn C: The art and thought of Heraclitus, Cambridge 1979.
Kierkegaard Soren: Vaerker Ι Udvalds. Udg. af FJ Bileskov Jansen. Krabenhavn
1950.
Kierkegaard Soren: Journals and Papers. 6 νοΙ. Transl. Howard V. Hong and Edna
H. Hong assisted by Gregor Malantschuk. Bloomington, Indiana University Press,
1967.
Kierkegaard Soren: Concluding Unscientific Postscript. Princeton University
Press 1944.
Kierkegaard Soren, The concept of dread. Τransl. W. Lοwry, Ν. Jersey, Princton
Univ. Press, 1973.
Kirk GS: Natural changes in Heraclitus. Mind 1951; 60:3542.
Kirk GS: Heraclitus: The cosmic fragments Cambridge 1954
Kirk G.S, Raven J.E, Schofield Μ:Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι Μεταφρ. Δ. Κούρτοβικ.
Μορφωτικόν Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης Αθήναι 1990.
Kirk G.S, Raven J.E, Schofield Μ: The Presocratic Philosophers: Α critical History
with a selection of texts. Second Edition, Cambridge University press 1995.
Κλεάνθης: Ύμνος εις τον Δία Εις Stobaeus Ι, 537 Stoicorum Veterum Fragmenta
Η. von Arnim, Stuttgart 1903-5.
Κλήμης ο Αλεξανδρεύς: Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων.
Έκδ. Αποστολικής Εκκλησίας της Ελλάδος. Τόμος 7ος, Αθήναι 1956.
Κυρίλλου Αλεξανδρείας: Migne J.P. Patrologia Graeca, 73,153 Paris 1857-1866.
Λεοντίου Νεαπόλεως: Βίος Συμεών του Σαλoύ, Migne J.P. Patrologia Graeca 93,1074D
Paris 1857-1866.
Long ΑΑ: Stoic studies, Cambridge, Cambridge University Press 1996.
Macchioro V: Eraclito: Nuovi studii sull' Orfismo. Bari 1922.
Μακαρίου Αιγυπτίου: Ομιλίαι Πνευματικαί, Migne J.P. Patrologia Graeca, 34,449-822,
Paris 1857-1866.
Μάρκου Αυρηλίου Αντωνίνου: Των εις Εαυτόν Loeb Classical Library, Harvard University
Press, Cambridge Mass 1970.
Mates B: Stoic logic. University of California Press 1961. McKirahan RD: Philosophy
before Socrates: Αn introduction with texts and commentary. Indianapolis 1994.
Μπαλογιάννης Σ: Διάβασις διά της Ψυχολογίας. Εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1982.
Μπαλογιάννης Σ: Νευρολογία Τόμος Α, Εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1996.
Μπαλογιάννης Σ: Η μελαγχολία του Kierkegaard εις την ζωήν και το έργον του.
Γρηγόριος Παλαμάς 1988; 81:303-351.
Μπαλογιάννης Σ.Ι: Η Ψυχοθεραπεία κατά τήν αρχαιότητα. Τόμος Ι. Καλογήρου. Θεσσαλονίκη
1990.
Μπαλογιάννης Σ: Τα βιώματα της ιμυχής εις τον φιλοσοφικόν στοχασμόν του Soren
Kierkegaard. Κύριλλος Αλεξανδρείας 1999,σελ.309-352.
Μπαλογιάννης Σ: Σωκράτης κατά τον Kierkegaard. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής 1994;11:349-259.
Μπαλογιάννης Σ: Η διά Χριστόν σαλότης : Μαρτυρία και Μαρτύριον. Γρηγόριος ο
Παλαμάς 1992;75:959-965.
Μπαλογιάννης Σ: Το μαρτύριον της σαλότητος: αναφορά εις τον Αγιον Συμεώνα τον
διά Χριστόν σαλόν» εις τον τόμον «Η μήτηρ ημών Εκκλησία» Θεσσαλονίκη 1994, σελ.321-460
Nietsche F: Filosophie im tragischen Zeitalter der Griechen Ed.M.Cowan, Chicago
1962
Nussbaum MC: Psyche in Heraclitus. Phonesis 1972; 17: 1-16.
Pierron A: Histoire de la Litterature Grecque, Septieme Edition, Hachette, Paris
1875.
Πλωτίνου Έργα: Tomus II, Enneades IV-V Edit. Paul Henry et Hans-Rudolf Schwyzer,
Oxonii 1977.
Putnam Η: Minds and machines. Ιn Putnam: Mind, language and reality: Philosophical
Papers (Vol 2), Cambridge, Cambridge University Press 1975.
Robinson ΤΜ: Heraclitus: Fragments.Toronto,University of Toronto Press 1987.
Russel Β: Οι Προσωκρατικοί. Μετ. Α. Χουρμουζίου. Εκδ. Αρσενίδη, Αθήναι.
Σιναϊτου Ιωάννου Κλίμαξ Migne J.P. Patrologia Graeca, 88, 449-822, Paris 1857-1866.
Schuhl ΡΜ Essai sur la formation de la Pensie Grecque: 2d edit: Paris 1949.
Spengler Ο: Heraklit: Reden und Aufsatye. Munchen 1938.
Στεφανίδου Β: Εκκλησιαστική Ισrορία. Τετάρτη Εκδοσις, Αστήρ, Αθήναι 1978.
Συμεώνος του Νέου Θεολόγου: Βίβλος των Ηθικών SC 170-144.
Τατιανός Προς 'Ελληνας. Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων.
Εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τόμος 3ος, Αθήναι 1955.
Vlastos G: Οη Heracletus. Am. J. Philosophy 1955; 76: 337-368.
Vlastos G: Review of Kirk's Heracletus: the cosmic fragmments. Am. J. Philosophy
1955; 76: 310-313. Wheelwright Phillip: Heraclitus; New York, Atheneum, 1964.
Χριστοδώρου Έκφρασις: Anthologia Graeca ad Palatini Codicis Tomus Ι, Lipsiae.
ex officina Car. Tauchnitii 1819.
Ωριγένους Εις Ιωάννην 1. Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων.
Εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τόμος 12ος, Αθήναι 1957.
Heracletus of Ephesus: from the flux of melancholy to the harmony of Logos.