|
Η ψυχιατρική εκτίμηση και παρέμβαση σε καρκινοπαθείς τελικού
σταδίου
Α. ΦΩΤΙΑΔΟΥ, Ν. ΚΟΥΤΟΥΒΙΔΗΣ, Π. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΣΜ. ΒΑΡΣΟΥ
Α' Νευρολογική Κλινική ΑΠΘ. Νοσ. Ψυχιατρ. Τμήμα Νοσ. Ελλην. Ερυθρός Σταυρός
Περίληψη
Οι περισσότεροι γιατροί έχουν σημαντική πείρα με καρκινοπαθείς. Στην πλειοψηφία
των περιπτώσεων δε συμβουλεύονται τον ψυχίατρο. Όταν όμως η ψυχιατρική παρέμβαση
χρειαστεί, συνήθως αυτό υποδηλώνει ένα σημαντικό πρόβλημα. Η κλινική διάγνωση,
που συνήθως συνδέεται με συμβουλευτική στον βαριά πάσχοντα, είναι η κατάθλιψη
και το παραλήρημα. Η διαταραχή της προσωπικότητας, ο διαρκής πόνος που αντιστέκεται
στη θεραπεία, η μελαγχολία, το άγχος ή η άρνηση συναντώνται λιγότερο τακτικά.
Περιστασιακά αναγνωρίζεται ότι ο ασθενής έχει μάλλον κάποιο πρόβλημα, αλλά η
έρευνα αποκαλύπτει ότι είναι η οικογένεια ή κάποιος άλλος σημαντικός παράγοντας
που αντιμετωπίζει δυσκολία.
Εισαγωγή
Οι ογκολόγοι, παθολόγοι, πνευμονολόγοι, ουρολόγοι αντιπροσωπεύουν τους εξειδικευμένους γιατρούς που σχετίζονται με το χειρισμό καρκινοπαθών σε τελικά στάδια. Έχουν αντιμετωπίσει μεγάλη ποικιλία συναισθηματικών αντιδράσεων, οπότε, όταν ζητούν ψυχιατρική καθοδήγηση, συνήθως πρόκειται για ασθενείς τους με πολύ δύσκολα προβλήματα. Τα πιο κοινά απ' αυτά φαίνεται να είναι τα μείζονα καταθλιπτικά επεισόδια με απόσυρση, απογοήτευση και επιθυμία θανάτου (αλλά σπάνια με αυτοκτονικό ιδεασμό), διέγερση και οργανικά ψυχοσύνδρομα με ή χωρίς εγκεφαλικές μεταστάσεις, ή γνωστές μεταβολικές διαταραχές (π.χ. υπερκαλιαιμία ή ακόμη παρανεοπλασματικά σύνδρομα, καθώς και αλλαγές της προσωπικότητας, εχθρότητα, άρνηση θεραπείας, απειλές μηνύσεις, κατάχρηση ουσιών, οργή για το ότι είναι ασθενείς, συνεχείς επώδυνες καταστάσεις παρά τη θεραπεία, όπως και θλίψη, παραίτηση πριν η νόσος φθάσει σε τελικό στάδιο, καθώς και ματαίωση σχεδίων για το μέλλον.
Επίσης παρόντα είναι η άρνηση και η αδυναμία αποδοχής της διάγνωσης ή της θεραπείας (ουτοπική ελπίδα για θαύματα) ή συνεχείς ερωτήσεις του τύπου "γιατί δεν υπάρχει βελτίωση", άγχος, συχνά υπερβολικό με κρίσεις πανικού και αόριστες φοβίες θανάτου, ενοχή και ενδοψυχικές συγκρούσεις. Τέλος, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο τα άτομα αυτά μπορούν να ανταπεξέλθουν σε άλλες στρεσογόνες καταστάσεις, όπως το να πληροφορηθούν το θάνατο ενός συγγενούς.
Αντιμετωπίζοντας αυτή τη σειρά των κλινικών και ψυχοκοινωνικών πιέσεων, ο ψυχίατρος μπορεί να είναι αρκετά παραγωγικός, με την επίγνωση ότι η παρέμβαση αυτή δεν είναι διαφορετική για ένα άτομο με ανίατη νόσο απ' ό,τι για οποιονδήποτε άλλο πάσχοντα: διάγνωση και θεραπεία. Δεν μπορεί να γίνουν θαύματα ούτε υπάρχουν απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις. Ασχέτως του πόσο τραγική και αβάσταχτη είναι η πρόγνωση ενός τέτοιου ασθενή, ο ψυχίατρος θα πρέπει να τον βλέπει όπως και τους υπόλοιπους νοσηλευόμενους δηλαδή να διαγιγνώσκει και να προτείνει συγκεκριμένη θεραπεία. Χρησιμοποιώντας έναν καρκινοπαθή σαν τύπο ασθενή με ανίατη νόσο, οριοθετείται μια προσέγγιση στη διάγνωση και θεραπεία1 (πίνακας 1).
Συζήτηση
Πολύ συχνά ο παθολόγος ζητά συμβουλή από τον ψυχίατρο, για να διευκρινίσει κάποια διαταραχή.
Η οικογένεια ενός ασθενή με ανίατο νόσημα μπορεί να συμπεριληφθεί στη διασυνδετική φροντίδα ή να αποτελέσει επίσης θέμα προς καθοδήγηση. Όταν ένα άτομο πεθαίνει, όλο το σύστημα αποτελεί στόχο για ιατρική βοήθεια. Επίσης, ένα μέλος της οικογένειας μπορεί να έχει περισσότερες δυσκολίες στο να αντιμετωπίσει την κατάσταση από τον πάσχοντα και, εξαιτίας της δικής του αδυναμίας, να εκνευρίζει τους θεράποντες γιατρούς, να τους αποσπά από τον ασθενή, να προκαλεί απομόνωση τους από το περιβάλλον και γενικότερα να θέτει σε κίνδυνο τη θεραπεία.2
Οι νοσηλευτές/νοσηλεύτριες κάνουν συνήθως παρατηρήσεις σχετικά με τον ασθενή, την οικογένειά του και τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις, πράγμα το οποίο αποτελεί σημαντική πληροφορία.
Παρόλο που μερικοί οιστριονικοί και ιδεοψυχαναγκαστικοί νοσηλευόμενοι ενδιαφέρονται για το "τέλος", το βασικό στοιχείο του είναι ότι συνιστά θέμα-ταμπού. Και γι' αυτό ευθύνονται ως ένα μέρος οι γιατροί, που δεν εγγυώνται ότι αυτό επέρχεται σε όλους με γαλήνη, ανακούφιση και αξιοπρέπεια. Οι συνάδελφοι των άλλων ειδικοτήτων αντιμετωπίζουν συχνά το θέμα αυτό με σχετικά στερεότυπα ψυχρή και μηχανική συμπεριφορά. Ο ψυχίατρος, όμως, που πιστεύει ότι η Ψυχιατρική είναι η ειδικότητα αυτή που βλέπει το άτομο με συμπόνια, ουμανιστικά και με ηθικές αρχές, θα πρέπει να αντιμετωπίζει αυτό το πρόβλημα.3
Ψυχικές διαταραχές
Οι ψυχικές διαταραχές παρατηρούνται στο 20%-50% των καρκινοπαθών. Η κατάθλιψη είναι η πιο κοινή ψυχιατρική διάγνωση και συμβαίνει στο 20% περίπου.4 Στον καρκίνο στο πάγκρεας τα συμπτώματα των διαταραχών της διάθεσης είναι στενά συνδεδεμένα με την ανάπτυξη του νεοπλάσματος, που εμφανίζεται στο 75% μιας ομάδας ασθενών, σε σύγκριση με μόνο 17% των ασθενών με καρκίνο στο κόλον.5 Η ανησυχία είναι επίσης συνηθισμένη. Όταν αυτή ενοχλεί τον ασθενή, χορηγείται ανάλογη θεραπευτική αγωγή. Εάν υπάρχουν ηπατικές μεταστάσεις, τα αντικαταθλιπτικά και οι βενζοδιαζεπίνες, που δρουν μακροπρόθεσμα, μπορεί να μη μεταβολισθούν σωστά.
Όπως σε όλους τους ασθενείς με στρες που απειλεί τη ζωή τους, οι ψυχολογικές άμυνες μπορεί να ελαττωθούν ή να πάψουν να λειτουργούν και μπορεί να εμφανισθούν λιγότεροι ώριμοι αμυντικοί μηχανισμοί. Ο χειρισμός δεν είναι διαφορετικός από αυτόν των πολύ σοβαρά πασχόντων.
Παραλήρημα
Είναι το δεύτερο συχνότερο συμβουλευτικό πρόβλημα. Οι καταστάσεις που συνδέονται με αυτό είναι: τα φάρμακα, οι εγκεφαλικές μεταστάσεις, η υπερκαλιαιμία, η υπονατριαιμία, τα καρκινώματα, η μηνιγγίτιδα, η εγκεφαλίτιδα, η εγκεφαλοπάθεια λιμπικού συστήματος (παρανεοπλασματικό σύνδρομο) και η λευκοεγκεφαλοπάθεια.
Άγχος
Ναυτία. Εμφανίζεται συχνότερα στο 50% των ασθενών οι οποίοι λαμβάνουν χημειοθεραπεία που προκαλεί εμέτους και επίσης συχνά σε νέους ασθενείς. Κρίσεις πανικού, απλές φοβίες.
Αλκοολισμός. Ακαθησία από χρήση νευροληπτικών.
Η κατάθλιψη
Η κατάθλιψη παρατηρείται τακτικά σε καρκινοπαθείς τελικού σταδίου. Σε έναν οργανικό ασθενή πολλά από τα συμπτώματά της είναι δύσκολο να ερμηνευτούν. Σχεδόν όλοι οι βαριά πάσχοντες έχουν πρόβλημα με τον ύπνο, την ενέργεια και την όρεξη, και μπορεί να έχουν δυσκολία στη συγκέντρωση.
Τα ακόλουθα χαρακτηριστικά βοηθούν να αναγνωρίσουμε έναν ασθενή με κατάθλιψη: διαρκής καταθλιπτική διάθεση είτε αυξημένη ανησυχία είτε μειωμένη ψυχοκινητική αντίδραση, σκέψη για αυτοκτονία και - πολύ σημαντικό - μια αίσθηση ότι είναι αβοήθητος και ότι δεν υπάρχει ελπίδα στην τωρινή κατάσταση. Το άτομο επίσης αισθάνεται ανάξιο και βάρος στους υπόλοιπους. Εάν τα τελευταία αυτά συμπτώματα είναι παρόντα, ο ασθενής έχει σοβαρή κατάθλιψη και χρειάζεται θεραπεία.
Συγκεκριμένες φαρμακευτικές αγωγές μπορούν να σχετιστούν με καταθλιπτικά σύνδρομα. Έτσι, είναι απαραίτητη η μελέτη του προγράμματος της φαρμακευτικής αγωγής που έχει χορηγηθεί. Πολλά φάρμακα έχουν εμπλακεί με την πρόκληση της κατάθλιψης, ιδιαίτερα η ρεσερπίνη, η μεθυλντόπα, τα στεροειδή, η προπρανολόλη, η υδραλαζίνη και η κλονιδίνη.6
Ανησυχία
Η ανησυχία προκαλείται συχνά από την απειλή του θανάτου. Αν ένα άτομο δεν αναφέρει φόβο για το θάνατο, καλό θα είναι να ερωτηθεί μάλλον έμμεσα (π.χ. "Φαίνεστε φοβισμένος. Πώς τα πάτε;") ή ευθέως (π.χ. "Ανησυχείται ότι θα πεθάνετε;"). Εάν o ασθενής πιστεύει ότι πεθαίνει, η απάντηση εξαρτάται από την πραγματικότητα της κατάστασης. Εάν o φόβος του θανάτου είναι μη ρεαλιστικός, η διαβεβαίωση και η εξήγηση της παρούσας κατάστασης θα αυξήσει σημαντικά την ανησυχία και το φόβο. Εάν ο θάνατος είναι επικείμενος, η ερώτηση θα πρέπει να διατυπωθεί ως εξής: "Τί σας φοβίζει περισσότερο σχετικά με το θάνατο;" Τρεις συνηθισμένοι φόβοι είναι η εγκατάλειψη, ο ανεξέλεγκτος πόνος και η ασφυξία.
Ο νοσηλευόμενος επίσης μπορεί να ρωτήσει αυθόρμητα εάν πεθαίνει. Εάν αυτή η άμεση ερώτηση γίνει χωρίς ανησυχία, συνήθως αυτό σημαίνει ότι θέλει να του πουν την αλήθεια. Μια γρήγορη άρνηση (π.χ. "θα είστε μια χαρά") θα τον απογοητεύσει και θα μειώσει την πιθανότητα κάποιας μελλοντικής επαφής. Εάν ο ασθενής ρωτήσει για το θάνατο με μεγάλη ανησυχία ή πανικό, πιθανώς ψάχνει για επιβεβαίωση. Εάν το αποτέλεσμα είναι αμφίβολο, μπορεί κανείς να πει: "Δεν μπορώ να προβλέψω εάν αυτό θα συμβεί. Φαίνεστε ταραγμένος. Γιατί είστε τόσο ταραγμένος;", για να του δοθεί η ευκαιρία να διευκρινίσει την αιτία της ερώτησης.
Οι θεραπευτικές αγωγές κατά της ανησυχίας είναι πολύ αποτελεσματικές, όταν αυτή είναι συμπτωματική ή προκαλεί ανικανότητα και επιμένει ακόμα, και αφού δοθεί η δυνατότητα να συζητηθεί η συναισθηματική κατάσταση του πάσχοντος. Όταν χορηγούνται βενζοδιαζεπίνες για τους παθολογικά ασθενείς ή τους ηλικιωμένους, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η μέση διάρκεια ζωής του φαρμάκου, η εκδήλωση της δράσης του, καθώς και η αλληλεπίδραση των φαρμάκων και η πορεία του μεταβολισμού. Για παράδειγμα, το συνηθέστατα χορηγούμενο φάρμακο σιμετιδίνη αυξάνει τη μέση διάρκεια ζωής των περισσοτέρων δραστικών βενζοδιαζεπινών και μπορεί να προκαλέσει λήθαργο και/ή σύγχυση. Όταν οι διαστάσεις του φόβου ή του πανικού είναι παρούσες, χαμηλές δόσεις νευροληπτικών μπορεί να βοηθήσουν περισσότερο από τις βενζοδιαζεπίνες. Η αλοπεριδόλη (σε δόσεις 0,5-2 mg), η περφαιναζίνη (σε δόσεις 2 mg) ή η υδροχλωρική τριφθοριοπεραζίνη (σε δόσεις 2 mg) μπορούν να μειώσουν την ένταση των συμπτωμάτων.
Το προσωπικό είναι πολλές φορές απρόθυμο να θέσει όρια με τους αναφερόμενους ασθενείς. Παρ όλα αυτά, τα όρια προσφέρουν δομή και οργανώνουν μια, κατά τα άλλα, εκτός ελέγχου κατάσταση.
Η διαχείρηση του πόνου
Περιστασιακά η διαχείρηση του πόνου είναι ένα εξέχον θέμα κατά τη διάρκεια της ψυχο-ογκολογικής συμβουλευτικής. Οι φόβοι για ψυχολογικό εθισμό δεν έχουν θέση στη θεραπεία του καρκίνου. Τα μακράς διάρκειας ναρκωτικά, όπως η μεθαδόνη και η θεϊκή μορφίνη, είναι η επίλεκτη θεραπεία. Τα νευροληπτικά, αντικαταθλιπτικά και ηρεμιστικά βοηθούν στην εξάλειψη των ψυχιατρικών στοιχείων του πόνου (φόβος, αϋπνίες) και επιπροσθέτως είναι καλά κατασταλτικά. Όταν υπάρχει μετάσταση στα οστά, οι αναστολείς προσταγλανδίνης, όπως η ασπιρίνη και οι μη-στεροειδείς αντιφλεγμονώδεις παράγοντες, είναι πολύ χρήσιμοι.8
Η ανακοίνωση της διάγνωσης
Τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα που συνήθως εμφανίζονται στους καρκινοπαθείς είναι το άγχος, η δυσφορία και ο θυμός για τα νοσήματα και το σύντομο μέλλον. Οι πάσχοντες πρέπει να γνωρίζουν την αλήθεια.
Όταν η διάγνωση έχει τεθεί και είναι η ώρα να την ανακοινώσουμε, είναι καλύτερο να βρεθούμε με το άτομο σε κάποιον ιδιωτικό χώρο. Το να στεκόμαστε όρθιοι, όταν ανακοινώνουμε τα άσχημα νέα, εκλαμβάνεται από εκείνον ως αγένεια και επιθυμία να θέλουμε να φύγουμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Επίσης, η/ο σύζυγος και η οικογένεια μπορεί να περιληφθούν στη συζήτηση για τα ευρήματα και τη θεραπεία. Μια καλή εισαγωγή είναι αυτή που 1 ) εκφράζεται ήρεμα, 2) σύντομα (δύο ή τρεις φράσεις), 3) σχεδιασμένη, ώστε να ενθαρρύνει περαιτέρω διάλογο, και 4) επιβεβαιωτική για τη συνέχιση της προσοχής και φροντίδας.9 Το παράδοξο γεγονός για τους ανίατους ασθενείς είναι πως η ανάγκη για ειλικρίνεια και η αποφυγή της αλήθειας μπορεί να υπάρχει ταυτόχρονα πολύ έντονη.
Πολλές εμπειρικές μελέτες έχουν γίνει σε ασθενείς τελικού σταδίου ρωτώντας τους αν προτιμούν να γνωρίζουν την αλήθεια ή όχι. Όταν 740 από αυτούς σε ογκολογική κλινική ρωτήθηκαν αν θέλουν να γνωρίζουν, το 99% απάντησε πως ναι, το επιθυμούσε. Άλλη μια ομάδα στην ίδια κλινική, που ρωτήθηκε, αφού είχε τεθεί η διάγνωση, κατά 89% απάντησε θετικά, όπως και το 82% σε κάποια άλλη ομάδα που εξετάσθηκε και βρέθηκε ελεύθερο κακοήθειας.10 Σε γενικές γραμμές, οι μελέτες υποστηρίζουν την ιδέα ότι η αλήθεια είναι επιθυμητή και δε βλάπτει. H ειλικρίνεια ενισχύει τη σχέση με τον ασθενή, ενώ οι αόριστες απαντήσεις την επιβαρύνουν.
Ωστόσο το να λέμε την αλήθεια δεν αποτελεί πανάκεια.
Στόχοι θεραπείας
Ο Deutch11 παρατήρησε από το κλινικό δείγμα των ασθενών του ότι η αδιαφορία στις λειτουργίες της ζωής συνοδεύεται από παράλληλη αδιαφορία και μείωση του επιθετικού ενστίκτου καθώς και του ερωτικού. Η νόσος μπορεί να θεωρηθεί ως μία εχθρική επίθεση από ένα εξωτερικό εχθρό, όπως ο Θεός ή η μοίρα, ή ως τιμωρία για κάτι κακό που το άτομο διέπραξε. Από τη στιγμή που οι ασθενείς μπορούν να περιπλέξουν την ασθένειά τους αντιδρώντας με αυξανόμενη εχθρικότητα σε εξωτερικά αντικείμενα ή με αυτοτιμωρητικές πράξεις, για να μειώσουν τις ενοχές, ο Deutch11 προτείνει ως θεραπευτικό μέσο την "τακτοποίηση των διαφορών". Το ιδανικό επίπεδο πλησιάζεται, όταν εκλείψουν οι ενοχές και η επιθετικότητα.
Οι κύριες δυνάμεις του ψυχιάτρου είναι η δυνατότητα να μοιραστεί τις άμυνες του πάσχοντος και να αναπτύξει θαυμασμό για τις εσωτερικές του δυνάμεις, ομορφιά, ευφυϊα, κουράγιο και ειλικρίνεια. Οι Kubler και Ross12 περιέγραψαν τις ατελείς υποχρεώσεις του ασθενούς, όπως τη συμφιλίωση, τη λύση διαμαχιών και την εκπλήρωση συγκεκριμένων εναπομεινασών επιθυμιών. Για το Saunders13, ο θάνατος είναι ένας χρόνος "όπου όλοι μαζεύονται μαζί", όταν ο ασθενής, η οικογένεια και το προσωπικό βοηθούν ο ένας τον άλλο, μοιραζόμενοι το βάρος των απαραίτητων αποχαιρετισμών. Οι Weissman και Hacket14 έδωσαν ορισμό του όρου "κατάλληλος θάνατος". Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει: 1) το άτομο να είναι ανακουφισμένο από τον πόνο, 2) να δρα πιο αποτελεσματικά μέσα στα όρια της ανικανότητάς του, 3) να αναγνωρίζει και να λύνει διαμάχες, 4) να ικανοποιεί τις εναπομείνασες αρχές που συμβαδίζουν με τα προσωπικά του ιδεώδη και 5) να είναι ικανό να ελέγχει άλλους στους οποίους έχει εμπιστοσύνη.
Προτάσεις θεραπείας
Συμμόρφωση: Είναι σημαντικό να υπάρχει συμμόρφωση του ασθενούς προς τις διάφορες θεραπείες. Έτσι δεν έχει τόση σημασία το πόσο γοητευτικοί ή συμπαθείς είναι οι γιατροί, οι αδελφές ή οι παρασκευαστές, όση το ποιός είναι πιο ικανός στην φλεβοπαρακέντηση, γεγονός που ανακουφίζει τον ασθενή, ο οποίος έχει άγχος για την αιμοληψία. Φροντίδα: Πολλοί γιατροί και νοσηλευτές/νοσηλεύτριες αισθάνονται για τους ασθενείς συμπόνια. Παρόλο που δεν το εκδηλώνουν με λόγια, ορισμένοι από αυτούς δείχνουν στους νοσηλευομένους πραγματικό ενδιαφέρον για την πορεία της νόσου τους.
Ένα σχετικό παράδειγμα αποτελεί η περιγραφή μιας μητέρας για τον παιδίατρο του παιδιού της: "Αυτός o γιατρός αγαπά το Μιχάλη".
Ωστόσο πολλές φορές δεν είναι αποφυγή, αλλά φυσιολογικό το να αποφεύγουμε τη συζήτηση του θέματος. Ποιός μπορεί να αντέξει τη σκέψη του θανάτου στην ηλικία των 20 ετών; Επίσης, πολλές φορές οι φοιτητές είναι καλύτερα να μην εμπλέκονται με τους ασθενείς. Βέβαια η εμπλοκή (πραγματική εμπλοκή) δεν είναι επιθυμητή, αλλά απαραίτητη για το θεραπευτικό αποτέλεσμα. Οι ασθενείς το αναγνωρίζουν επαρκώς.
Παρηγοριά - ανακούφιση: Η ανακούφιση από τον πόνο είναι βασική για κάθε πλάνο φροντίδας και πρέπει να επιτυγχάνεται στο 90% των περιστατικών. Πιο κάτω παρουσιάζεται μια λίστα πρακτικών προβλημάτων (πίνακας 2).
Επικοινωνία: Η συνομιλία με τον ασθενή εμφανίζει ιδιαιτερότητα. Πρακτικά κάθε εμπειρική μελέτη δίνει έμφαση στη δυνατότητα του να ακούς περισσότερο παρά να μιλάς. Ο Saunders13 το συνοψίζει καλύτερα όταν λέει: "Τί αφήνεις τους ασθενείς και σου λένε;" Η επικοινωνία είναι, παρ' όλα αυτά, κάτι περισσότερο από το να ακούς. Το να γνωρίζουμε το άτομο ως προσωπικότητα είναι επίσης βασικό. Μαθαίνοντας για σημαντικούς τομείς της ζωής του, όπως η οικογένεια, η δουλειά ή οι σπουδές - και συζητώντας γι' αυτά - αναπτύσσεται οικειότητα και δομείται μία ισορροπημένη σχέση. Η επικοινωνία είναι κάτι περισσότερο από προφορική. Ένα άγγιγμα στο χέρι, ένα νεύμα ή ένας μορφασμός προσφέρουν σημαντική επιβεβαίωση.
Παιδιά: Όλοι οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι επισκέψεις παιδιών προσφέρουν ανακούφιση στους ανίατους ασθενείς απ' ό,τι άλλες παρεμβάσεις. Το μόνο που πρέπει να ερωτηθεί είναι αν το παιδί θέλει ή όχι να επισκέπτεται τον ανίατο ασθενή.16 Οικογενειακή συνοχή: Ένα βάρος που μοιράζεται γίνεται πιο ελαφρύ. Έτσι, τα μέλη της οικογένειας πρέπει να υποστηρίζουν το ένα το άλλο και ο γιατρός να γνωρίζει την οικογένεια του ασθενή. Επίσης θα πρέπει να δίνεται η ευκαιρία στο περιβάλλον να παρευρίσκεται στις τελευταίες στιγμές του πάσχοντος, εάν αυτό είναι εφικτό.16
Επιμονή και διατήρηση: Η σταδιακή απομόνωση είναι ένας ρεαλιστικός φόβος του ανίατου ασθενή. Ένας γιατρός ή μία νοσηλεύτρια που επισκέπτεται συχνά το δωμάτιο παρέχει χειροπιαστή απόδειξη της συνεχούς υποστήριξης και φροντίδας. Ο Saunders13 έχει αναφερθεί με έμφαση στην ποιότητα του χρόνου και στην ποσότητα. Μία σύντομη επίσκεψη είναι προτιμότερη από καμία, καθώς και ο ασθενής μπορεί να μην είναι σε θέση για μία μακροσκελή συνάντηση.
Συμπεράσματα
Οι ψυχικές διαταραχές καθώς και η ψυχιατρική συννοσηρότητα είναι συνήθεις σε καρκινοπαθείς στο τελευταίο στάδιο ασθένειας. Όπως και γενικότερα στα ανίατα νοσήματα, η ψυχιατρική παρέμβαση είναι πολύ επιβοηθητική, σχετιζόμενη με τη διάγνωση και αντιμετώπιση (φαρμακευτική και ψυχοθεραπευτική) των πασχόντων, με σκοπό την ανακούφιση και ενίσχυσή τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ