|
Πατροκτονία και μητροκτονία μεταξύ ψυχιατρικών ασθενών
ΜΑΡΙΑ ΔΙΑΟΥΡΤΑ-ΤΣΙΤΟΥΡΙΔΟΥ*, ΣΑΒΒΑΣ Γ. ΤΣΙΤΟΥΡΙΔΗΣ**
Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, 15ο Ψυχιατρικό Τμήμα, Δ/ντής: Dr Σάββας Γ. Τσιτουρίδης
*Αναπλ. Δ/ντής Ψυχ/τρος
** Δ/ντής Ψυχ/τρος
Προκαταρκτικά ευρήματα ανακοινώθηκαν κατά το X Παγκόσμιο Συνέδριο Ψυχιατρικής, Μαδρίτη, 23-28/8/1996.
Περίληψη
Στην εργασία αυτή μελετήθηκαν αναδρομικά 51 ψυχιατρικοί ασθενείς που είχαν
διαπράξει ή είχαν αποπειραθεί τη διάπραξη πατροκτονίας (22 άρρενες, 2 θήλεις),
μητροκτονίας (23 άρρενες, 1 θήλυς) ή διπλής ανθρωποκτονίας αμφοτέρων των γονέων
(3 άρρενες) και είχαν στην συνέχεια νοσηλευθεί ως ακαταλόγιστοι και επικίνδυνοι
ασθενείς (άρθρα 34 και 69 Π.Κ) στο Ψυχιατρικό Νοσ/μείο Αττικής, κατά την 40ετία
1951-1990.
Στην πλειοψηφία τους οι ασθενείς αυτοί ήταν νεαρής ηλικίας, άγαμοι, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, προήρχοντο από πολυμελείς οικογένειες, διέπραξαν το αδίκημα λίγα χρόνια μετά την έναρξη της νόσου και είχαν επιδείξει επικίνδυνη συμπεριφορά ήδη πριν τη διάπραξη του αδικήματος.
Έπασχαν κυρίως από Σχιζοφρένεια (Παρανοειδή Τύπο οι πατροκτόνοι -μη Παρανοειδείς Τύπους οι μητροκτόνοι) και Σχιζοθυμική Διαταραχή. Μικρό ποσοστό των μητροκτόνων έπασχε από Διαταραχή της Διάθεσης.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακό εύρημα ήταν ότι στους άρρενες πατροκτόνους ασθενείς που για την διάπραξη του αδικήματος χρησιμοποίησαν συχνότερα όπλο ή μαχαίρι, παρατηρήθηκε κατά κανόνα ένα ιδιόμορφο παραλήρημα δίωξης, με περιεχόμενο αφανισμού ή εξουθένωσης του δράστη από το θύμα ή μια μόνιμη και σταθερή αντιπαλότητα θύτη και θύματος. Αντίθετα, στους άρρενες μητροκτόνους παρατηρήθηκαν χαοτικές παραληρητικές ιδέες ή μια προσπάθεια αποτίναξης της καταπιεστικής παρουσίας της μητέρας, την οποία συνήθως εξόντωσαν με τη χρήση μεγάλης φυσικής (σωματικής) βίας, συχνά σε συνδυασμό με τη χρήση ποικίλων μέσων ή οργάνων.
Παρατηρήθηκαν συχνά επίσης στους μη επιληπτικούς ασθενείς ΗΕΓ-φικές ανωμαλίες μη ειδικού χαρακτήρα που προοδευτικά υποχώρησαν και εξαφανίστηκαν, χωρίς ειδική θεραπεία.
Τέλος, οι ασθενείς που είχαν διαπράξει διπλή ανθρωποκτονία αμφοτέρων των γονέων τους παρουσίαζαν σημαντικές ομοιότητες με τους πατροκτόνους ασθενείς, αλλά χρησιμοποίησαν όργανα που απαιτούσαν την άσκηση μεγάλης σωματικής βίας, όπως συνέβαινε στους μητροκτόνους ασθενείς.
Λέξεις Ευρετηρίου: πατροκτονία, μητροκτονία, διπλή ανθρωποκτονία, επιθετικότητα, ψυχικές διαταραχές.
Εισαγωγή
Σε μια προηγούμενη μελέτη μας (Διαούρτα-Τσιτουρίδου και Τσιτουρίδης, 1998) είχαμε διαπιστώσει ότι, από ένα συνολικό αριθμό 39.296 ψυχιατρικών ασθενών που είχαν εισαχθεί στο ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής κατά την διάρκεια σαράντα ετών (1951-1990), μόνον 410 ασθενείς (1.03%) που δεν παρουσίαζαν προβλήματα αλκοολισμού ή εξάρτησης από ουσίες, είχαν νοσηλευτεί μετά τη διάπραξη αξιόποινης πράξης, αφού είχαν κριθεί ακαταλόγιστοι και επικίνδυνοι κατά τα άρθρα 34 και 69 Π.Κ. (Πίνακας 1).
Το εύρημα αυτό αποτελεί εντυπωσιακή ένδειξη του γεγονότος ότι ο κίνδυνος για έναν ψυχιατρικό άρρωστο να διαπράξει κάποιο από τα αδικήματα, τα προβλεπόμενα από τον Ποινικό Κώδικα, στην πραγματικότητα δεν είναι μεγάλος, ίσως όχι μεγαλύτερος από ότι στον γενικό πληθυσμό. Σε ό,τι αφορά τις γυναίκες, ο κίνδυνος αυτός είναι εντυπωσιακά μικρότερος, συγκριτικά με τους άνδρες.
Ένα άλλο ενδιαφέρον εύρημα ήταν ότι από αυτούς τους αδικηματίες ασθενείς, περισσότεροι από τους μισούς (226 ή 55,12%) είχαν διαπράξει τα σοβαρότερα από τα αδικήματα, δηλαδή ανθρωποκτονία ή απόπειρα ανθρωποκτονίας, (Πίνακας 2) ενώ οι υπόλοιποι είχαν διαπράξει κάποιο από όλα τα άλλα αδικήματα που προβλέπει ο Ποινικός μας Νόμος. Το εύρημα αυτό δείχνει ότι η επιθετική συμπεριφορά των ψυχιατρικών αρρώστων στρέφεται συνηθέστερα εναντίον προσώπων.
Επαρκή στοιχεία είχαν συγκεντρωθεί για 213 από τους ονθρωποκτόνους ασθενείς. Από αυτούς, 24 (11,3%) σκότωσαν ή αποπειράθηκαν να σκοτώσουν τον πατέρα τους, 24 επίσης, τη μητέρα τους, ενώ 3 άνδρες (1,6% των ανδρών) σκότωσαν ταυτόχρονα και τους δύο γονείς τους.
Θεωρούμε ότι τα ευρήματα αυτά έχουν σημαντικό ενδιαφέρον και ότι αξίζει να διερευνηθούν ουσιαστικότερα κάποιες κλινικές παράμετροι ή νομικά δεδομένα που αφορούν τους ασθενείς αυτούς.
Η άποψη αυτή δικαιολογείται και από το γεγονός ότι τέτοιες μελέτες δεν είναι συχνές στη διεθνή βιβλιογραφία (Graνens, 1985), πολύ δε περισσότερο στην ελληνική.
Σκοπός, επομένως, της εργασίας αυτής είναι η διερεύνηση του κλινικού προφίλ των ως άνω ομάδων ασθενών και ο προσδιορισμός ενδεχομένων χαρακτηριστικών κάθε μίας από αυτές, όπως επίσης και πιθανών ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ τους, Θεωρούμε ότι, κατ' αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσαμε να απομονώσουμε κάποια δεδομένα με προγνωστική αξία για μια τόσο επικίνδυνη συμπεριφορά.
Ασθενείς και Μέθοδος
Η εργασία αυτή βασίζεται σε δεδομένα που προέκυψαν από ενδελεχή μελέτη των ιατρικών φακέλων και κάθε ιατρικού και νομικού ή δικαστηριακού εγγράφου που αφορούσε τους 51 ψυχιατρικούς ασθενείς που είχαν διαπράξει ή είχαν αποπειραθεί τη διάπραξη είτε πατροκτονίας (22 άνδρες και 2 γυναίκες) είτε μητροκτονίας (23 άνδρες και 1 γυναίκα) ή παράλληλη ανθρωποκτονία και των δύο γονέων (3 άνδρες) (Πίνακας 3). Οι ασθενείς αυτοί αποτελούν μέρος ενός συνόλου 213 ψυχιατρικών αρρώστων που είχαν νοσηλευθεί στο ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής κατά την 40ετία 1951-1990, αφού είχαν διαπράξει ανθρωποκτονία ή απόπειρα ανθρωποκτονίας και είχαν κριθεί ακαταλόγιστοι για την πράξη τους αυτή και επικίνδυνοι, κατά τα άρθρα 34 και 69 του ΠΚ.
Τα σχετικά με τους ασθενείς στοιχεία αναζητήθηκαν στα Αρχεία είτε του Νοσοκομείου μας είτε των αρμοδίων Αρχών (Εισαγγελίας κλπ).
Μελετήσαμε εκείνους που δολοφόνησαν τους γονείς τους από κοινού με εκείνους που αποπειράθηκαν να το πράξουν διότι θεωρήσαμε ότι, και στις δύο περιπτώσεις, η συμπεριφορά τους αυτή είχε ένα κοινό χαρακτηριστικό και γνώρισμα: την επιθυμία και πρόθεση του ασθενή -δράστη να θανατώσει το θύμα του, άσχετο αν, σε ορισμένες περιπτώσεις, η παρεμβολή καταστάσεων ανεξάρτητων από την πρόθεση του ασθενή, απέτρεψαν την ολοκλήρωση της ανθρωποκτόνου ενέργειάς του.
Επί τη βάσει δεδομένων που ανάγονται στη συνολική υπό μελέτη περίοδο, όλοι οι ανωτέρω ασθενείς επαναδιαγνώστηκαν σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια της 4ης Αναθεώρησης του Ταξινομικού και Διαγνωστικού Εγχειριδίου της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (DSM-IV, 1994). Στη συνέχεια, οι ομάδες των ασθενών μελετήθηκαν συγκριτικά ως προς ορισμένες κλινικές παραμέτρους, όπως η ψυχιατρική διάγνωση, η ηλικία έναρξης νόσου, δημογραφικά δεδομένα (αστική κατάσταση, μορφωτικό επίπεδο, μέγεθος οικογένειας), η διάρκεια νόσου μέχρι τη διάπραξη του αδικήματος, τα πιθανά κίνητρα και το όργανο που χρησιμοποιήθηκε για την διάπραξη του αδικήματος, ΗΕΓ-φικά ευρήματα, και η προηγούμενη επιθετικότητα.
Συγκριτική μελέτη καθ' ομάδες πραγματοποιήθηκε μόνον για τους άρρενες αδικηματίες. Ο πολύ μικρός αριθμός των γυναικών αδικηματιών, όπως και ο επίσης μικρός αριθμός ασθενών με διπλή ανθρωποκτονία αμφοτέρων των γονέων, δεν μας επέτρεψε την καθ' ομάδας συγκριτική μελέτη τους και μας υποχρέωσε να διατυπώσουμε κάποια σχόλια μόνον, μετά την μελέτη κάθε περίπτωσης χωριστά. O μικρός αριθμός σχετικών αναφορών στη βιβλιογραφία νομίζουμε ότι δικαιολογεί την ενέργειά μας αυτή.
Αποτελέσματα
Τα αποτελέσματα της μελέτης μας παρατίθενται στους παρακάτω Πίνακες (3-12). Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρημα στον Πίνακα 3, ότι οι γυναίκες πολύ σπάνια εξεδήλωσαν ανθρωποκτόνο συμπεριφορά, συγκριτικά με τους άνδρες, ειδικότερα εναντίον των γονέων τους.
Στον Πίνακα 4 απεικονίζεται η διαγνωστική κατανομή των υπό μελέτη αρρένων που, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, ήταν ψυχωτικοί, κυρίως σχιζοφρενικοί και σχιζοσυναισθηματικοί, χωρίς πάντως αξιοσημείωτες διαφορές από τους λοιπούς ανθρωποκτόνους άρρενες ασθενείς.
Αναφορικά με τις γυναίκες, η μία από τις δύο πατροκτόνους, έπασχε από Σχιζοφρενική Ψύχωση, Παρανοειδούς Τύπου και η άλλη από Σχιζοσυναισθηματική Διαταραχή, ενώ η μητροκτόνος έπασχε από Διπολική Διαταραχή της Διάθεσης.
Περαιτέρω (Πίνακας 5) βρέθηκε ότι περισσότεροι από τους μισούς σχιζοφρενείς πατροκτόνους (53,3%) έπασχαν από τον Παρανοειδή Τύπο της νόσου, ενώ, μεταξύ των μητροκτόνων, μόνο ένας έπασχε από Παρανοειδή Σχιζοφρένεια. Η διαφορά αυτή ήταν στατιστικά σημαντική.
Εξάλλου, ίδιος αριθμός πατροκτόνων και μητροκτόνων έπασχε από τον Αποδιοργανωτικό Τύπο της Σχιζοφρένειας. Είναι, τέλος, αξιοσημείωτο ότι 2 μητροκτόνοι ασθενείς έπασχαν από το Κατατονικό Τύπο της Σχιζοφρένειας και 5 από τον Χρόνιο Αδιαφοροποίητο, ενώ ουδείς πατροκτόνος έπασχε από τις μορφές αυτές της νόσου. Η τελευταία, αυτή, διαφορά ήταν επίσης στατιστικά σημαντική.
Αναφορικά με τα δημογραφικά δεδομένα των αρρένων ασθενών μας.
Α) Οι άγαμοι υπερείχαν των εγγάμων, πατροκτόνων και μητροκτόνων, σ' όλες τις διαγνωστικές ομάδες, ακόμη και μεταξύ των ασθενών που έπασχαν από Συναισθηματική ή Σχιζοσυναισθηματική Διαταραχή, μολονότι μεταξύ των λοιπών ανθρωποκτόνων με Συναισθηματική ή Σχιζοσυναισθηματική Διαταραχή, οι έγγαμοι υπερείχαν των αγάμων. Οι διαφορές αυτές ήταν στατιστικά σημαντικές στην περίπτωση των μητροκτόνων ασθενών (Πίνακες 6, 6α και 6β).
Β) Οι ομάδες των ασθενών μας δεν διέφεραν ουσιωδώς μεταξύ τους ως προς το μορφωτικό τους επίπεδο που ήταν, γενικά, χαμηλό (Πίνακας 7).
Γ) Τέλος, οι πολυμελείς οικογένειες αποτελούν τον κανόνα για όλες τις ομάδες των ασθενών μας, ακόμη και τους σχιζοφρενικούς (Πίνακας 8).
Εξάλλου, τα δημογραφικά στοιχεία των θηλέων ασθενών ήταν παρεμφερή με εκείνα των αρρένων. Ήταν και οι τρεις άγαμες (μολονότι η μητροκτόνος
συζούσε επί σειρά ετών με κάποιον άνδρα και είχε μαζί του 3 παιδιά), ήταν χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και προήρχοντο από πολυμελείς οικογένειες.
Σε ό,τι αφορά την ηλικία τους (Πίνακας 9), οι άρρενες ασθενείς ήταν αρκετά νέοι κατά την έναρξη της νόσου, χωρίς στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων διαγνωστικών ομάδων των πατροκτόνων και μητροκτόνων ασθενών.
Συγκρινόμενοι όμως, με τους λοιπούς ανθρωποκτόνους, οι πατροκτόνοι παρουσιάζουν σημαντικά πρωιμότερη ηλικία έναρξης της νόσου των. Η διαφορά αυτή προφανώς οφείλεται στην ιδιαίτερα μικρή ηλικία έναρξης της νόσου στους πατροκτόνους εκείνους που έπασχαν από Διαταραχή της Διάθεσης ή Σχιζοθυμική Διαταραχή, συγκριτικά με τους λοιπούς ανθρωποκτόνους, τους πάσχοντες από τις εν λόγω Διαταραχές (Πίνακας 9α).
Αντίθετα σε ό,τι αφορά τους λοιπούς πατροκτόνους και τους μητροκτόνους εν γένει, δεν παρατηρήθηκαν τέτοιες διαφορές.
Οι γυναίκες, ήταν επίσης σχετικά νέες κατά την έναρξη της νόσου, 18 και 25 ετών οι δύο πατροκτόνοι, ενώ η μητροκτόνος ήταν 40 ετών.
Οι επόμενοι Πίνακες 10,11 και 12, δείχνουν τον αριθμό των αρρένων ασθενών μας καθ' ομάδες, ανάλογα με τη διάρκεια της νόσου μέχρι τη διάπραξη του αδικήματος.
Ο Πίνακας 10 αναφέρεται στο σύνολο των πατροκτόνων και μητροκτόνων ασθενών, ο Πίνακας 11 στους Σχιζοφρενικούς και ο Πίνακας 12 στους πάσχοντες από Διαταραχές της Διάθεσης ή Σχιζοθυμική Διαταραχή.
Αξιόλογος αριθμός ασθενών, τόσο πατροκτόνων όσο και μητροκτόνων, διέπραξαν το αδίκημα κατά τα πρώτα χρόνια στην πορεία της νόσου των, αλλά μόνο σε δύο περιπτώσεις (ενός πατροκτόνου και ενός μητροκτόνου) το αδίκημα ήταν η πρώτη εμφανής εκδήλωση της νόσου. Εντούτοις, στην πλειοψηφία τους οι ασθενείς και των δύο ομάδων, κυρίως όμως οι μητροκτόνοι, μοιάζει να διαπράττουν το αδίκημα οψιμότερα στην πορεία της νόσου των από τους λοιπούς ανθρωποκτόνους ασθενείς. Η διαφορά αυτή, προφανής μεταξύ των μητροκτόνων, παρατηρείται εξίσου μεταξύ αρρένων σχιζοφρενικών και αρρένων πασχόντων από Συναισθηματική ή Σχιζοσυναισθηματική Διαταραχή.
Συναφώς προς τα ανωτέρω σημειώνουμε ότι οι άρρενες μητροκτόνοι που έπασχαν από Διαταραχή της Διάθεσης ή Σχιζοσυναισθηματική Διαταραχή, παρουσίαζαν σαφώς μακρότερη διάρκεια νόσου μέχρι τη διάπραξη του αδικήματος, συγκρινόμενοι προς την αντίστοιχη ομάδα των πατροκτόνων (10.83+/-3.25 χρόνια προς 5.25+/-1.93), μολονότι η διαφορά αυτή υπελείπετο ελαφρά της στατιστικής σημαντικότητας.
Όλοι οι άρρενες ασθενείς, όπως επίσης και οι θήλεις, ήταν ακόμη αρκετά νέοι, όταν διέπρατταν το αδίκημα, σημαντικά νεώτεροι των λοιπών αρρένων ανθρωποκτόνων, τόσο οι άρρενες πατροκτόνοι, με μέση ηλικία διάπραξης του αδικήματος 28.14+/-1.39 χρόνια έναντι 36.95+/-0.93 των λοιπών αρρένων ανθρωποκτόνων (t=5.628, p<0.001), όσο και οι άρρενες μητροκτόνοι, με μέση ηλικία διάπραξης του αδικήματος 32.52+/-1.89 χρόνια έναντι 36.39+/-0.94 των λοιπών αρρένων ανθρωποκτόνων (t=1.833, p~=0.05).
Από την άλλη πλευρά, η μέση ηλικία κατά τη διάπραξη του αδικήματος στους άρρενες μητροκτόνους (32.52+/-1.89), εύρος 23-64 χρόνια ήταν σαφώς μεγαλύτερη από εκείνη των πατροκτόνων (28.14+/-1.39), εύρος 19-39 χρόνια. Η διαφορά αυτή, λίγο υπελείπετο του να είναι στατιστικά σημαντική (t=1.867).
Ο επόμενος Πίνακας 14 δείχνει τα κίνητρα, υπό το κράτος των οποίων οι άρρενες ασθενείς διέπραξαν το φόνο, όπως τα κίνητρα αυτά αποκαλύφθηκαν από την κλινική ψυχιατρική διερεύνηση των ασθενών μετά τη διάπραξη του αδικήματος.
Σε μια προσπάθεια να τα ταξινομήσουμε κατά κάποιο τρόπο, με βάση τα ειδικά χαρακτηριστικά τους, κατατάξαμε τα κίνητρα σε τρεις βασικές κατηγορίες: τη θετική (παραγωγική) συμπτωματολογία, την παρορμητική συμπεριφορά και την ύπαρξη κάποιας αφορμής, έστω και ευτελούς.
Βρέθηκε ότι περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς διέπραξαν το αδίκημα υπό το κράτος παραγωγικής συμπτωματολογίας, ανεξάρτητα διαγνωστικής κατηγορίας. Είναι, εν τούτοις, ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι, ειδικά μεταξύ πατροκτόνων και μητροκτόνων σχιζοφρενικών, τα παραληρήματα και/ή οι ψευδαισθήσεις αποτέλεσαν λιγότερο συχνά κίνητρο για τη διάπραξη του αδικήματος από τους λοιπούς ανθρωποκτόνους σχιζοφρενικούς (15 από 30 ή 50.0% συγκριτικά με 56 από 76 ή 73.7%, x2=5.455 p<0.05). Αντίθετα, οι πατροκτόνοι και οι μητροκτόνοι σχιζοφρενικοί συχνότερα διέπρατταν το αδίκημα λόγω κάποιας ασήμαντης αφορμής, συγκριτικά με τους λοιπούς ανθρωποκτόνους σχιζοφρενικούς (11 από 30 ή 36.7% συγκριτικά με 7 από 76 ή 9.2%, x2=9.637, p<0.01). Παρόμοιες τάσεις παρατηρήθηκαν και μεταξύ των ασθενών άλλων διαγνωστικών ομάδων, αν και χωρίς στατιστικά σημαντικές διαφορές.
Ως προς τις τρεις θήλεις ασθενείς, σε καμιά περίπτωση δεν κατορθώσαμε να εντοπίσουμε την παρουσία παραγωγικής συμπτωματολογίας που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κίνητρο για τη διάπραξη του φόνου.
Σε ό,τι αφορά το όργανο που χρησιμοποιήθηκε για τη διάπραξη του αδικήματος (Πίνακας 15), αυτό ήταν οτιδήποτε μπορούσε εύκολα να εξεύρει ο ασθενής στον συνήθη περιβάλλοντα χώρο. Ειδικότερα, οι άρρενες πατροκτόνοι χρησιμοποιούσαν συχνότερα κυνηγετικό όπλο ή μαχαίρι, ενώ οι μητροκτόνοι γεωργικά εργαλεία και, σε ορισμένες περιπτώσεις, περισσότερα από ένα όργανα, συχνά σε συνδυασμό με άσκηση φυσικής βίας (γροθιές, κλωτσιές, ποδοπατήματα κλπ).
Αξίζει να σημειωθεί ότι ουδείς μητροκτόνος χρησιμοποίησε κυνηγετικό όπλο και ουδείς πατροκτόνος χρησιμοποίησε φυσική βία και βαναυσότητα. Οι διαφορές αυτές υπήρξαν στατιστικά σημαντικές.
Είναι επίσης ενδιαφέρον και πρέπει να σημειωθεί ότι οι πατροκτόνοι χρησιμοποιούν το κυνηγετικό όπλο σημαντικά συχνότερα από τους λοιπούς ανθρωποκτόνους ασθενείς (7 από 22 ή 31.8% συγκριτικά με 21 από 162 ή 13.0%, x2=3.98, p<0.05). Αντίθετα, οι μητροκτόνοι μετέρχονται σωματική βία, σε συνδυασμό με ποικίλα φονικά όργανα, σημαντικά συχνότερα από τους λοιπούς ανθρωποκτόνους (8 από 23 ή 34.8% συγκριτικά με 10 από 161 ή 6.2%, x2=15.518, p<0.001).
Από την άλλη πλευρά, και οι δύο θήλεις πατροκτόνοι δολοφόνησαν τον πατέρα τους κατά την ώρα του ύπνου. Η μία χρησιμοποίησε ρόπαλο και η άλλη γεωργικό εργαλείο. Ρόπαλο επίσης χρησιμοποιήθηκε και από την μητροκτόνο γυναίκα. Και οι τρεις διέπραξαν το φόνο με περισσή βιαιότητα.
ΗΕΓ-φικά ευρήματα (Πίνακας 16) παρατηρήθηκαν σε σημαντικό αριθμό μη επιληπτικών ασθενών τόσο πατροκτόνων όσο και μητροκτόνων, χωρίς, πάντως, ουσιαστικές διαφορές είτε μεταξύ των ως άνω ομάδων, είτε με τους λοιπούς ανθρωποκτόνους. Οι ΗΕΓ-φικές ανωμαλίες ήταν κυρίως υποφλοιώδους αρχής και δεν παρουσίαζαν ειδικά χαρακτηριστικά.
Αναφορικά με τις γυναίκες, βρέθηκαν επίσης υποφλοιώδους αρχής, μη ειδικού χαρακτήρα, ΗΕΓ φικές αλλοιώσεις στη μία πατροκτόνο και στη μητροκτόνο ασθενή.
Σημειώνουμε ότι, σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, αυτές, οι ΗΕΓ-φικές αλλοιώσεις προοδευτικά υφέθηκαν μέχρι πλήρους ομαλοποίησης του ΗΕΓφήματος, χωρίς την χορήγηση ειδικής αγωγής.
Τέλος, 15 άρρενες πατροκτόνοι και 16 μητροκτόνοι (68.2% και 69.6% αντίστοιχα, συγκριτικά με 65.6% ή 80 από 122 ασθενείς των ανθρωποκτόνων ασθενών), όπως επίσης και οι τρεις θήλεις ασθενείς της μελέτης, είχαν επιδείξει σοβαρή επιθετική και βίαιη συμπεριφορά, ήδη πριν από τη διάπραξη του αδικήματος.
Συζήτηση
Στην εργασία αυτή καταβλήθηκε προσπάθεια να διακριβώσουμε τα ενδεχόμενα κλινικά χαρακτηριστικά των ψυχιατρικών αρρώστων που έχουν διαπράξει είτε πατροκτονία είτε μητροκτονία και να αναζητηθούν πιθανές ομοιότητες και διαφορές κυρίως μεταξύ των δύο αυτών ομάδων ασθενών αλλά και μεταξύ αυτών και των λοιπών ανθρωποκτόνων που είχαν μελετηθεί σε προηγούμενη εργασίας μας (Διαούρτα-Τσιτουρίδου και Τσιτουρίδης, 1998).
Νομίζουμε ότι οι περιορισμοί στην εκτίμηση των δεδομένων μας που σχετίζονται με τον αναδρομικό χαρακτήρα της μελέτης έχουν ουσιαστικά αντιμετωπιστεί από τα εξής:
Α) Η έρευνα αφορά ένα σχετικά μεγάλο αριθμό ασθενών και διατρέχει μακρά σειρά ετών.
Β) Τα δεδομένα συνελέγησαν και διασταυρώθηκαν από πολλές πηγές, ανεξάρτητες μεταξύ τους, όπως: τα αρχεία του Νοσοκομείου, οι ιατρικοί φάκελοι των ασθενών, νομικά και δικαστικά έγγραφα που τους αφορούσαν, βουλεύματα, πρακτικά δικών για όσους είχαν παραπεμφθεί σε ακροαματική διαδικασία, οι επίσημες ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες για κάθε ασθενή που πραγματοποιήθηκαν κατά την περί το αδίκημα χρονική περίοδο, κλπ.
Γ) Η διαγνωστική αξιοπιστία ενισχύθηκε από το γεγονός ότι οι διαγνώσεις βασίστηκαν σε στοιχεία που αφορούσαν όχι μόνον την εξ αιτίας του αδικήματος ενδονοσοκομειακή νοσηλεία, αλλά το σύνολο της ενδονοσοκομειακής νοσηλείας των ασθενών. Κατ' αυτό τον τρόπο, ενδεχόμενες παραλείψεις ή εσφαλμένες ενημερώσεις στους ιατρικούς φακέλους κατά τη διάρκεια μιας νοσηλείας, καλύπτονταν από αναφορές σε κάποια άλλη νοσηλεία έτσι, ώστε αξιοποιούντο διαγνωστικά πληροφορίες που αφορούσαν την συνολική πορεία και έκβαση της ψυχιατρικής διαταραχής, πληροφορίες προφανώς χρήσιμες για την ορθή διάγνωση.
Δ) Στο δείγμα μας, περιλάβαμε μόνο ασθενείς που είχαν διαπράξει το αδίκημα της ανθρωποκτονίας ή απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση εναντίον γονέως των και είχαν κριθεί ακαταλόγιστοι για την πράξη τους αυτή. Η χρησιμοποίηση ενός τέτοιου κριτηρίου ένταξης στη μελέτη σημαίνει ότι έχουμε διερευνήσει μια πολύ συγκεκριμένη και, συνεπώς, ομοιογενή, από ποινικής σκοπιάς, ομάδα ασθενών. Θεωρούμε ότι αυτό συντελεί ουσιαστικά στη μείωση των μεθοδολογικών ατελειών της μελέτης.
Ε) Τέλος, σημαντικός αριθμός των υπό μελέτη ασθενών έχει παρακολουθηθεί και από τους δύο μας, τουλάχιστον κατά κάποιες περιόδους από την μακρόχρονη ενδονοσοκομειακή τους νοσηλεία, όταν υπηρετούσαμε στο συγκεκριμένο Τμήμα του Νοσοκομείου όπου, κατά το παρελθόν, νοσηλεύονταν ασθενείς, κρατούμενοι λόγω διάπραξης άδικων πράξεων. Θεωρούμε, συνεπώς, τα ευρήματά μας ακριβή και αξιόπιστα που επιτρέπουν την συναγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων.
Κατ' αρχήν, μοιάζει να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το εύρημά μας ότι οι γυναίκες εξεδήλωσαν ανθρωποκτόνο συμπεριφορά πολύ σπανιότερα από τους άνδρες. Το εύρημα αυτό μπορεί, ενδεχομένως, να ερμηνευτεί από την ευρέως αποδεκτή άποψη ότι οι γυναίκες εκφράζουν ανοικτή επιθετικότητα πολύ σπανιότερα από τους άνδρες και βρίσκεται σε συμφωνία με την παλαιότερη παρατήρηση ότι το άρρεν φύλο συσχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα διάπραξης βίαιων αδικημάτων (McDonald, 1967), καθ' όσον έχει αναφερθεί (Lewis, 1985) ότι οι άρρενες διαπράττουν οκτώ ή και περισσότερες φορές τον αριθμό των αδικημάτων που διαπράττουν οι γυναίκες. Η διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών, αναφορικά με την εκφρασμένη επιθετικότητα, είναι πολύ μεγαλύτερη όταν το θύμα είναι γονέας του δράστη, τουλάχιστον σύμφωνα με τα ευρήματά μας.
Τούτο πιθανώς οφείλεται, ως ένα βαθμό, στο μεγαλύτερο σεβασμό αλλά και φόβο που ο πατέρας μπορεί να εμπνεύσει στην κόρη του, κυρίως λόγω του μάλλον περιορισμένου κοινωνικού ρόλου των γυναικών, ιδιαίτερα των άγαμων, στη χώρα μας, τουλάχιστον μέχρι σχετικά πρόσφατα.
Σε ό,τι αφορά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά πατροκτόνων και μητροκτόνων ασθενών, όπως αυτά προέκυψαν από την συγκριτική αξιολόγηση των διαφόρων ομάδων ασθενών, αξίζει, νομίζουμε, να τονίσουμε με έμφαση και να σχολιάσουμε ιδιαίτερα δύο από τα ευρήματά μας που θεωρούμε εξαιρετικά ενδιαφέροντα και σημαντικά: το πρώτο αναφέρεται στην παρουσία ενός ιδιότυπου διωκτικού παραληρήματος στην ψυχοπαθολογία, υπό το κράτος της οποίας διέπραξαν το αδίκημα οι πατροκτόνοι, και το δεύτερο στην ιδιαίτερη βαναυσότητα και αγριότητα με την οποία διέπραξαν το αδίκημα οι μητροκτόνοι, μετερχόμενοι συχνά μέσα που προϋποθέτουν την άσκηση άμεσης και έντονης φυσικής βίας.
Συγκεκριμένα, 10 από τους πατροκτόνους ασθενείς δολοφόνησαν τον πατέρα τους υπό την επήρρεια ενός ιδιότυπου διωκτικού παραληρήματος με ειδικό περιεχόμενο, σχετικά καλά συστηματοποιημένου. Ειδικότερα, 4 από αυτούς πίστευαν ότι o πατέρας τους τους έκλεβε την βιολογική τους ενέργεια, τους αποστερούσε από τις δημιουργικές τους σκέψεις και ιδέες και τους απειλούσε με πνευματική και φυσική εξουθένωση. Στους υπόλοιπους 6 υπήρχε η παραληρητική πεποίθηση ότι ο πατέρας τους τους έκλεβε τον ανδρισμό τους, ταπεινώνοντάς τους ως προσωπικότητες, γενικότερα. Σε κάθε περίπτωση, μια κατά κάποιον τρόπο σεξουαλική αντιπαλότητα του δράστη απέναντι στον πατέρα του έμοιαζε να έχει παίξει σημαντικό ρόλο στον παραληρητικό ιδεασμό των πατροκτόνων ασθενών. Ανάλογα ευρήματα έχουν αναφερθεί και από τους Cravens και συν. (1985).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να προσθέσουμε ότι κανείς από τους λοιπούς ανθρωποκτόνους ασθενείς δεν έχει διατυπώσει παραλήρημα ανάλογου περιεχομένου. Φαίνεται ότι αυτού του είδους το παραλήρημα είναι αρκετά τυπικό ψυχωτικών ασθενών που παρουσιάζουν μεγάλο κίνδυνο να προβούν σε ανθρωποκτονική συμπεριφορά εναντίον του πατέρα τους, ειδικά εάν πρόκειται για άτομα επιθετικά.
Από την άλλη πλευρά, ανάμεσα στους μητροκτόνους ασθενείς παρατηρήθηκε μεγάλη ποικιλία ως προς το περιεχόμενο των παραληρηματικών τους ιδεών που, γενικά, ήταν ασυστηματοποίητες και χαοτικές. Ειδικότερα, ένας ασθενής υπεστήριζε ότι o ήλιος τον ανάγκασε να δολοφονήσει την μητέρα του, ένας άλλος είπε ότι δολοφόνησε την μητέρα του υπακούοντας σε ακουστικές ψευδαισθήσεις που τον παρότρυναν να το πράξει για να μην προλάβει εκείνη να τον αποκληρώσει, ένας τρίτος σκότωσε την μητέρα του για να την τιμωρήσει επειδή πίστευε ότι εκείνη είχε σκοτώσει τον πατέρα του (που, στην πραγματικότητα, είχε σκοτωθεί, χρόνια πριν, σε κάποιο ατύχημα), σε δύο άλλες περιπτώσεις το παραλήρημα είχε ερωτικό χαρακτήρα, κλπ. Γενικότερα, πάντως, αξίζει σχολιασμού το εύρημά μας ότι σημαντικός αριθμός κυρίως των πατροκτόνων αλλά και των μητροκτόνων ασθενών διέπραξαν το αδίκημα υπό το κράτος παραγωγικής συμπτωματολογίας. Ωστόσο, ειδικότερα για τους σχιζοφρενικούς αρρώστους που είναι σαφώς οι πολυπληθέσστεροι σ' όλες τις ομάδες, η παραγωγική σημειολογία αποτέλεσε κίνητρο της ανθρωποκτονίας λιγότερο συχνά για τους πατροκτόνους- μητροκτόνους, συγκριτικά με τους λοιπούς ανθρωποκτόνους. Η διαφορά αυτή που ήταν στατιστικά σημαντική, θεωρούμε ότι σχετίζεται με το γεγονός ότι μεταξύ των πατροκτόνων- μητροκτόνων σχιζοφρενικών (κυρίως των μητροκτόνων) συγκατελέγετο σημαντικός αριθμός ασθενών πασχόντων από μή-Παρανοειδείς τύπους της Σχιζοφρένειας, συγκριτικά με τους λοιπούς ανθρωποκτόνους σχιζοφρενικούς, δηλαδή από μορφές Σχιζοφρένειας με μικρότερη και ασαφέστερη παρουσία παραληρητικών ιδεών, και μάλιστα συστηματοποιημένων, ή/και ψευδαισθήσεων.
Για τους ίδιους αυτούς λόγους πιθανότατα, οι πατροκτόνοι και οι μητροκτόνοι σχιζοφρενικοί διαπράττουν το αδίκημα χωρίς εμφανώς σημαντικό λόγο, σημαντικά συχνότερα από τους λοιπούς ανθρωποκτόνους.
Μεταξύ πατροκτόνων και μητροκτόνων, δεν παρατηρήθηκε στατικά σημαντική διαφορά ως προς την παράμετρο αυτή. Η ελαφρά υπεροχή των πατροκτόνων με παραγωγική σημειολογία κατά τη διάπραξη του αδικήματος, πιθανότατα σχετίζεται με την στατιστικά σημαντική υπεροχή των πασχόντων από Παρανοειδή Σχιζοφρένεια μεταξύ των πατροκτόνων σχιζοφρενικών έναντι των αντίστοιχων μητροκτόνων.
Εξάλλου, όταν προεβάλλετο κάποια αντικειμενική αιτία για το αδίκημα, στους μεν πατροκτόνους η ανθρωποκτόνος συμπεριφορά εκδηλωνόταν στα πλαίσια έντονης φιλονικίας και αντιπαράθεσης με τον πατέρα, στους δε μητροκτόνους επυροδοτείτο αιφνίδια με απρόβλεπτη βιαιότητα και αγριότητα.
Γενικά, σχεδόν σ' όλες τις περιπτώσεις, ανεξάρτητα αν το έγκλημα διεπράχθη υπό το κράτος παραγωγικής συμπτωματολογίας ή με το πρόσχημα κάποιας αιτίας, στους μεν πατροκτόνους έμοιαζε σαν προσπάθεια με κάθε θυσία επικράτησης του δράστη σε μια σχέση έντονης αντιπαράθεσης με το θύμα, στους δε μητροκτόνους σαν προσπάθεια διάρρηξης και αποτίναξης μιας σχέσης που την χαρακτήριζε υποταγή και εξάρτηση από μια μητέρα δεσποτική, κυριαρχική, και, τελικά, ισοπεδωτική για τον άρρωστο Αναφορικά με τις γυναίκες, και στις δύο περιπτώσεις των πατροκτόνων το αδίκημα διεπράχθη για ασήμαντη αιτία και ως βαθύτερο κίνητρο θεωρούμε μια αντιπαλότητα των ασθενών προς τον ηγετικό ρόλο του πατέρα μέσα στην οικογένεια. Στην περίπτωση της μητροκτόνου, φαίνεται ότι η δράστις απέβλεπε στην απαλλαγή της από την υποχρέωση να περιποιείται την ηλικιωμένη μητέρα που ήταν κατάκοιτη επί αρκετά χρόνια λόγω αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου.
Το άλλο αξιόλογο εύρημα της μελέτης μας αυτής αφορά το όργανο και τον τρόπο διάπραξης του αδικήματος. Η χρησιμοποίηση από τους πατροκτόνους πυροβόλου όπλου σημαντικά συχνότερα από τους μητροκτόνους υποδηλώνει την κάποιου βαθμού συμμετοχή του παραληρήματος και πολύ λιγότερο συναισθηματικών παραγόντων και συγκινησιακών φορτίσεων στην λήψη της απόφασης όπως επίσης και την μεγαλύτερη αποφασιστικότητα που οδηγεί σε θανατηφόρο αποτέλεσμα με έναν ή δύο πυροβολισμούς και από σχετική απόσταση.
Αντίθετα, είναι εντυπωσιακό ότι οι μητροκτόνοι συνήθως μετέρχονται εντονότατη σωματική βία και αγριότητα (στραγγαλισμός σε δύο περιπτώσεις) για τη διάπραξη του αδικήματος, συχνά με την παράλληλη χρησιμοποίηση ποικίλων φονικών οργάνων. H διαφορά από τους πατροκτόνους είναι στατιστικά σημαντική και υποδηλώνει αφενός μεν την πολύ μεγαλύτερη οπισθοδρόμηση και αποδιοργάνωση των μητροκτόνων συγκριτικά με τους πατροκτόνους, αφετέρου δε την συμμετοχή έντονων, συγκινησιακά φορτισμένων, ψυχοκινήτρων στην ανθρωποκτονική συμπεριφορά των μητροκτόνων.
Σημειώνουμε ότι η χρήση υπερβολικής βίας από τους μητροκτόνους αναφέρεται σταθερά στη βιβλιογραφία (McKnight και συν. 1966, Green 1981, Campion και συν. 1985), και προφανώς σχετίζεται με ένα ιδιαίτερο βαρύ φορτίο αντιφατικών και αμφιθυμικών συναισθημάτων προσκόλλησης = εξάρτησης και εχθρότητας εναντίον της καταπιεστικής μητέρας που, κάποιες φορές, τους ωθούν σε εκρήξεις ανεξήγητης οργής και θυμού.
Γενικότερα, συγκριτικά με τους λοιπούς ανθρωποκτόνους, οι πατροκτόνοι φαίνεται να χρησιμοποιούν πυροβόλο όπλο ως όργανο του εγκλήματος σημαντικά συχνότερα από τους λοιπούς ανθρωποκτόνους. Τούτο, προφανώς σχετίζεται, πέρα από την παρουσία του ιδιότυπου παραληρήματος και ήδη περιγράψαμε, με τη μεγαλύτερη συμμετοχή μη σχιζοφρενών ασθενών στο δείγμα των ανθρωποκτόνων, γενικά, δηλαδή ασθενών που ευχερέστερα δημιουργούν και συντηρούν διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις και στους οποίους η συναισθηματική συμμετοχή στη διαμόρφωση της ψυχοπαθολογίας είναι ουσιαστικότερη και η εκρηκτική συμπεριφορά συνηθέστερη. Τα άτομα αυτά, επομένως, συχνότερα συμπλέκονται με άλλους σε κοινόχρηστους χώρους, παρουσία τρίτων, χωρίς πάντα να έχουν προσχεδιάσει την ανθρωποκτόνο ενέργειά τους και χρησιμοποιώντας οτιδήποτε βρεθεί πρόχειρο γύρω τους ή φέρουν μαζί τους. Εκείνο που συνυθέστερα φέρουν μαζί τους ή μπορούν εύκολα να βρουν γύρω τους είναι μάλλον κάποιο μαχαίρι και όχι, βέβαια πυροβόλο όπλο. Για το λόγο, αυτό, άλλωστε, παρατηρήσαμε σημαντικό αριθμό αποπειρών ανθρωποκτονίας μεταξύ των εν γένει ανθρωποκτόνων ψυχιατρικών αρρώστων (Διαούρτα-Τσιτουρίδου και Τσιτουρίδης, 1998).
Από την άλλη πλευρά, η χρήση ακραίας σωματικής βίας από τους μητροκτόνους είναι σημαντικά συχνότερη από ό,τι στους λοιπούς ανθρωποκτόνους, πράγμα που, και αυτό, υποδηλώνει την σημαντική ψυχοκοινωνική οπισθοδρόμηση αλλά και τυφλή, συγκινησιακή έκρηξη των μητροκτόνων.
Σε ό,τι αφορά τα λοιπά ευρήματα, αναφέρουμε τα εξής: Κατ' αρχήν επιβεβαιώθηκε με σαφήνεια αυτό που και στη βιβλιογραφία αναφέρεται (McKnight και συν. 1966, Cravens και συν. 1985, Campion και συν., 1985, Δουζένης, 1995) ότι στην πλειοψηφία τους τόσο οι πατροκτόνοι όσο και οι μητροκτόνοι ασθενείς μας έπασχαν από ψυχωτικού Τύπου Διαταραχές, κυρίως Σχιζοφρένεια ή Σχιζοσυναισθηματική Διαταραχή, κάτι που θεωρούμε ότι συνδέεται, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, με το γεγονός ότι οι πάσχοντες από τις ανωτέρω Ψυχώσεις υπερέχουν εμφανώς και μεταξύ των ανθρωποκτόνων, γενικά, ασθενών μας. Επιπρόσθετα, νομίζουμε ότι το εύρημα αυτό προφανώς σχετίζεται και με την ειδικού τύπου ψυχωτική συμπτωματολογία των ασθενών αυτών, κατά τη διάπραξη του αδικήματος, όπως έχει ήδη σχολιασθεί. Είναι, εξάλλου, αξιοσημείωτο ότι οι ασθενείς που πάσχουν από Διαταραχές της Διάθεσης ή Παραληρηματικές Διαταραχές μάλλον σπάνια προβαίνουν στη διάπραξη πατροκτονίας ή μητροκτονίας. Τούτο πιθανώς ερμηνεύεται από το γεγονός ότι οι Διαταραχές αυτές δεν αποδιοργανώνουν τον άρρωστο τόσο ριζικά όσο άλλες ψυχώσεις και ιδιαίτερα οι σχιζοφρενικές. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα ευρήματά μας, μεταξύ των μητροκτόνων φαίνεται να υπάρχει μια μικρή, σχετικά ευδιάκριτη υποομάδα ασθενών που πάσχουν από Διαταραχές της Διάθεσης. Η άποψη αυτή έχει ακροθιγώς διατυπωθεί στη βιβλιογραφία (Green, 1981) και υποδηλώνει ότι μητροκτονία δεν διαπράττουν μόνον οι σχιζοφρενικοί όπως είχε υποστηριχθεί παλαιότερα (McKnight και συν., 1966). Τέλος, ειδικά για τους ασθενείς με Παραληρηματικές Διαταραχές, φαίνεται ότι η υποτακτικότητα σε παραδοσιακά σχήματα κοινωνικής και οικογενειακής ζωής και η αναγνώριση του ειδικού ρόλου και του κύρους των γονέων στην οικογένεια, που συγκαλύπτουν ένα βαθύτερο συναίσθημα ανασφάλειας και μειονεκτικότητας, συντελούν προφανώς στη μείωση της πιθανότητας διάπραξης πατροκτονίας ή μητροκτονίας.
Ο πολύ μικρός αριθμός ασθενών με Διαταραχές Προσωπικότητας ή Κατάχρηση Εξαρτησιογόνων Ουσιών στο δείγμα μας βρίσκεται σε διάσταση με τις αντίστοιχες αναφορές στη βιβλιογραφία (Campion και συν., 1985, Cravens και συν., 1985). Τούτο προφανώς οφείλεται στο γεγονός ότι οι ασθενείς αυτοί συνήθως κρίνονται από τα Ποινικά μας Δικαστήρια ως καταλογιστοί ή, το πολύ με μειωμένο καταλογισμό και, συνεπώς, σπάνια οδηγούνται στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο κατά τις διατάξεις του άρθρου 69 Π.Κ. Συνήθως οδηγούνται στις φυλακές και νοσηλεύονται υπό ειδικές συνθήκες, αν χρειασθεί.
Σε ό,τι αφορά τις θήλεις ασθενείς, αυτές παρουσίαζαν ομοιότητες με τους άρρενες ασθενείς ως προς τη διαγνωστική τους κατανομή, τουλάχιστον στο δείγμα των δικών μας αρρώστων.
Ειδικότερα για τους σχιζοφρενικούς ασθενείς μας, η υπεροχή των πασχόντων από τον Παρανοειδή Τύπο της Νόσου μεταξύ των πατροκτόνων σε αντιδιαστολή με την υπεροχή των πασχόντων από μη Παρανοειδείς Τύπους μεταξύ των μητροκτόνων, σχετίζεται πιθανόν με τη βαρύτητα της νόσου αλλά και τα ψυχοκίνητρα και την ψυχοπαθολογία των αρρώστων κατά τη διάπραξη του αδικήματος και προφανώς υποσημαίνει ότι οι μητροκτόνοι παρουσίαζαν μία περισσότερο εξαρτητική και οπισθοδρομημένη συμπεριφορά συγκριτικά με τους πατροκτόνους. Τέλος, η σχιζοφρενική πατροκτόνος του δείγματός μας, έπασχε επίσης από τον Παρανοειδή Τύπο της νόσου, όπως και οι άνδρες πατροκτόνοι.
Σε κάθε περίπτωση, είναι αξιοσημείωτο ότι καείς από τους ασθενείς δεν έπασχε από τον Υπολειμματικό Τύπο της Σχιζοφρένειας, ούτε μέχρι του τέλους της ενδονοσοκομειακής νοσηλείας τους, κάτι που μοιάζει να σημαίνει ότι κάποια μορφή ενεργού ψυχοπαθολογίας απαιτείται για τη διάπραξη πατροκτονίας ή μητροκτονίας.
Οι ασθενείς ήσαν αρκετά νέοι κατά την έναρξη της νόσου, όπως άλλωστε ανεμένετο ανάλογα με την νόσο από την οποία έπασχαν. Σημαντικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων ομάδων ασθενών, ως προς την παράμετρο αυτή, δεν παρατηρήθηκαν. H κάπως μεγαλύτερη ηλικία κατά την έναρξη της νόσου μεταξύ των μητροκτόνων προφανώς σχετίζεται με την μεγαλύτερη συμμετοχή των πασχόντων από Διαταραχές της Διάθεσης μεταξύ αυτών (σαφέστερη στην ομάδα των μητροκτόνων με Συναισθηματικές Διαταραχές), όπως επίσης και στην εντονότερη παρουσία αρνητικών συμπτωμάτων και βραδείας, προοδευτικής έναρξης της νόσου μεταξύ των μητροκτόνων σχιζοφρενικών που συντελεί στην οψιμότερη αναγνώριση έναρξης της νόσου.
Η πρωιμότερη ηλικία έναρξης της νόσου στους άρρενες πατροκτόνους, στην πραγματικότητα δεν αφορά το σύνολο των ασθενών αυτών, αλλά προφανώς οφείλεται στην ιδιαίτερα μικρή ηλικία έναρξης της νόσου στους συναισθηματικούς και σχιζοσυναισθηματικούς πατροκτόνους, συγκριτικά με τους λοιπούς άρρενες ανθρωποκτόνους. Αντίθετα, οι σχιζοφρενικοί πατροκτόνοι δεν διέφεραν ουσιωδώς των λοιπών ανθρωποκτόνων ως προς την παράμετρο αυτή (21.6+/-1.73 προς 24.83+/-0.63 χρόνια).
Παρά τον μικρό αριθμό τους, υποθέτουμε ότι η μικρή ηλικία έναρξης της νόσου στους συναισθηματικούς και σχιζοσυναισθηματικούς πατροκτόνους σχετίζεται με την βαρύτητα της νόσου στους ασθενείς αυτούς, εφόσον όλοι παρουσίαζαν παραγωγική συμπτωματολογία και, μάλιστα οι 2 από τους συνολικά 4 το ιδιότυπο αυτό διωκτικό παραλήρημα που σχολιάστηκε προηγουμένως.
Ο χρόνος που μεσολάβησε από την έναρξη της νόσου μέχρι την διάπραξη του αδικήματος είναι άλλη μία παράμετρος που η διερεύνησή της αξίζει να σχολιαστεί.
Μολονότι τόσο οι πατροκτόνοι όσο και οι μητροκτόνοι διαπράττουν το έγκλημα μέσα στα πρώτα, γενικά, χρόνια της αρρώστιας, όπως και οι λοιποί ανθρωποκτόνοι, διαφαίνεται μια τάση, κυρίως στους μητροκτόνους, να διαπράξουν το έγκλημα σχετικά οψιμότερα. Το εύρημα αυτό είναι σύμφωνο με τις απόψεις των Campion και συν. (1985) και Gravens και συν. (1985) που υποστηρίζουν ότι οι πλείστοι πατροκτόνοι και, κυρίως, μητροκτόνοι ασθενείς είναι χρόνιοι ψυχωτικοί και, κατ' αυτούς, το έγκλημα σε καμιά περίπτωση δεν παριστά την πρώτη εμφανή εκδήλωση της νόσου. Θεωρείται, επομένως, ότι θα πρέπει να έχει προηγηθεί μια σχετικά μακρά περίοδος εμπειριών εξάρτησης, καταπίεσης ή ακόμη και απόρριψης από την πλευρά του γονέα, πριν o ασθενής ξεπεράσει τις φυσικές αναστολές του έναντι του γεννήτορα και τον σκοτώσει, για να δώσει τέλος σ' αυτήν την κατάσταση.
Ως προς την αστική τους κατάσταση, στην μεγάλη πλειοψηφία οι ασθενείς ήταν άγαμοι, κάτι άλλωστε, έχει αναφερθεί στη βιβλιογραφία (Campion και συν. 1985, Gravens και συν. 1985). Οι άγαμοι υπερίσχυσαν ακόμη και μεταξύ των πασχόντων από Διαταραχές της Διάθεσης ή Σχιζοθυμική Διαταραχή, ιδιαίτερα οι μητροκτόνοι, σε αντίθεση, μάλιστα, με τους λοιπούς ανθρωποκτόνους, μεταξύ των οποίων υπερίσχυσαν οι έγγαμοι. Το εύρημα αυτό αποτελεί ένα επιπρόσθετο στοιχείο που υποδηλώνει τον εξαρτητικό και παθητικό τρόπο διαβίωσης τόσο των πατροκτόνων όσο και, κυρίως, των μητροκτόνων.
Εξάλλου, η προέλευση των ασθενών από πολυμελείς οικογένειες προφανώς δεν σχετίζεται με κάποιο νοσολογικό ή ποινικό χαρακτηριστικό, εφόσον αφορά εξίσου τους ασΘενείς όλων των ομάδων αλλά, μάλλον, αποτελεί ένδειξη ότι οι άρρωστοί μας, στην πλειοψηφία τους, προέρχονται από χαμηλότερα κοινωνικο -οικονομικά στρώματα, με μεγαλύτερες δυσκολίες, στην οικογενειακή και κοινωνική ζωή τους, συσχέτιση που έχει ήδη επισημανθεί βιβλιογραφικά (Tardiff και συν. 1997). Τέτοιες δύσκολες καταστάσεις θα μπορούσε να συμβάλλουν σε ματαιώσεις, απογοητεύσεις, κλπ, δηλαδή παράγοντες που είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι διευκολύνουν, γενικά, την ανάπτυξη επιθετικότητας, στην προσωπικότητα των αρρώστων αυτών.
Αναφορές, πάντως, στις οποίες υποστηρίζεται ότι οι πλείστοι άρρενες μητροκτόνοι ασθενείς είναι το νεώτερο ή το μοναδικό τέκνο της οικογένειας (Με Knight και συν. 1967) δεν επιβεβαιώθηκαν από τα ευρήματά μας. Ωστόσο, οι περισσότεροι από τους αρρώστους της μελέτης μας ζούσαν μόνοι με την μητέρα τους κατά τα τελευταία λίγα χρόνια πριν το αδίκημα.
Ανάλογα προς τα πιο πάνω σχόλια μπορούν να διατυπωθούν ως προς τα δημογραφικά δεδομένα και των θηλέων ασθενών του δείγματος.
Αναφέρουμε, ακόμα, ότι ΗΕΓ-φικά ευρήματα, και μάλιστα κεντρεγκεφαλικής προέλευσης, παρατηρήθηκαν και στις δύο ομάδες ασθενών, ήταν ανάλογα εκείνων των λοιπών ανθρωποκτόνων και παρόμοια προς εκείνα που έχουν παρατηρηθεί σε επιθετικούς φυλακισμένους (Lewis, 1985). Το γεγονός ότι τα ευρήματα αυτά προοδευτικά υποχώρησαν χωρίς ειδική θεραπεία, νομίζουμε ότι πρέπει να σημειωθεί και να τύχει ενδελεχέστερης διερεύνησης.
Τέλος, όπως και οι λοιποί ανθρωποκτόνοι, οι άρρωστοι της μελέτης είχαν επιδείξει επιθετική συμπεριφορά, ήδη πριν το αδίκημα και τούτο ενισχύει την άποψη ότι η προγενέστερη επιθετικότητα πιθανόν να είναι προάγγελος σοβαρότερων βίαιων πράξεων. Επιπρόσθετα, σημειώνουμε ότι οι περισσότεροι από τους μισούς μητροκτόνους με προηγούμενη επιθετική συμπεριφορά ήδη πριν το αδίκημα (9 στους 16) είχαν στρέψει και τότε εναντίον της μητέρας των και μερικοί είχαν αποπειραθεί να αυτοκτονήσουν. Τέτοιο εύρημα δεν παρατηρήθηκε μεταξύ των πατροκτόνων.
Ειδική Αναφορά
Ως προς τους 3 ασθενείς όπου είχαν διαπράξει διπλή ανθρωποκτονία εναντίον και των δύο γονέων τους, οι 2 από αυτούς έπασχαν από Σχιζοφρένεια, Παρανοειδή Τύπο και ο τρίτος από Κροταφική Επιληψία. Οι εν λόγω ασθενείς δεν συμπεριλαμβάνονται στις ομάδες ασθενών που ήδη μελετήθηκαν.
Και οι 3 ήταν νεαρής ηλικίας κατά τη διάπραξη του αδικήματος (33, 27 και 32, ετών, αντίστοιχα). O ένας από τους δύο σχιζοφρενικούς είχε αρχικά δολοφονήσει την μητέρα του, είχε κριθεί ακαταλόγιστος για την πράξη του αυτή και επικίνδυνος και είχε νοσηλευθεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 69 Π.Κ. επί 6 χρόνια. Στη συνέχεια, 12 χρόνια μετά τη δολοφονία της μητέρας του, διέπραξε διπλή ανθρωποκτονία εναντίον του πατέρα και της μητριάς του, κατά τον ίδιο τρόπο όπως και με τη μητέρα του και υπό το κράτος παρόμοιας ψυχοπαθολογίας. Ο άλλος σχιζοφρενικός ουδέποτε είχε επιδείξει βίαιη ή κατά οποιονδήποτε τρόπο, επικίνδυνη συμπεριφορά μέχρι τη διάπραξη της διπλής ανθρωποκτονίας των γονέων του. Τέλος, ο επιληπτικός είχε ήδη άγρια ξυλοκοπήσει κάποιον, πριν το αδίκημα και, κάποια άλλη φορά, είχε αιτοπειραθεί να απαγχονιστεί.
Όλοι είχαν λάβει Β' άθμια εκπαίδευση, οι δύο είχαν καλή επαγγελματική ένταξη και πορεία, και οι 3 ήταν άγαμοι και μάλλον εσωστρεφείς ως προνοσηρές προσωπικότητες. Ο ένας σχιζοφρενικός ήταν το μοναδικό παιδί των γονέων του, ενώ οι άλλοι δύο προέρχονταν από πολυμελείς οικογένειες. Οι δύο διέπραξαν το αδίκημα 5 χρόνια και ο τρίτος 7 χρόνια μετά την έναρξη της νόσου.
Και οι 3 δολοφόνησαν τους γονείς τους υπό το κράτος παραγωγικού τύπου ψυχοπαθολογίας. Ειδικότερα: ο ένας ισχυριζόταν ότι σκότωσε τον πατέρα του για να αποφύγει αναγκαστική εισαγωγή στο Νοσοκομείο (στην πραγματικότητα, όμως, πίστευε ότι θα απαλλασσόταν από την εποπτεία και κηδεμονία του πατέρα του, με το θάνατό του) και την μητέρα του για να μην τον καταδώσει στην Αστυνομία ως φονέα του πατέρα του, ο άλλος δολοφόνησε τους γονείς και τη μητριά του επειδή τους εβίωνε ως απειλητικές, διαβολικές φιγούρες που επεδίωκαν την ταπείνωσή του και ο τρίτος, ο επιληπτικός, τους σκότωσε υπό την επίδραση οπτικών και ακουστικών ψευδαισθήσεων που τον διέτασσαν να τους σκοτώσει, εν μέσω συγχυτικής κατάστασης, με παραλήρημα θρησκευτικού περιεχομένου και απειλών για την Ημέρα της Κρίσης. Και οι 3 διέπραξαν το αδίκημα με ένα ακραίο, βάναυσο και άγριο τρόπο. Ο ένας σχιζοφρενικός κατάφερε εναντίον του πατέρα του 19 μαχαιριές, στην κοιλιακή χώρα και 33 μαχαιριές στη μητέρα του, στη θωρακική χώρα και ο δεύτερος σχιζοφρενικός στραγγάλισε τα θύματά του, ενώ εκείνα κοιμόντουσαν, τους πυροβόλησε και, τελικά τα έκαψε μέχρι να αποτεφρωθούν για να εξαφανίσει τα ίχνη του, επειδή "ήταν διάβολοι και έπρεπε να εξαφανισθούν". Ο επιληπτικός κατάφερε κατά των γονέων του πολλαπλές μαχαιριές κατά την τραχηλική περιοχή, ενώ εκοιμώντο.
Σε ό,τι αφορά τα ΗΕΓ-φικά ευρήματα, στα διαγράμματα του επιληπτικού αρρώστου, βρέθηκαν οι τυπικές ανωμαλίες της Κροταφικής Επιληψίας. Στα ΗΕΓ-φήματα των σχιζοφρενικών βρέθηκαν μη ειδικές αλλοιώσεις κεντρεγκεφαλικής προέλευσης που προοδευτικά υφέθηκαν χωρίς ειδική αγωγή.
Συνοπτικά, και οι τρεις ασθενείς ήταν νεαρής ηλικίας, κατά τη διάπραξη του εγκλήματος, καλού μορφωτικού επιπέδου και προνοσηρής προσαρμογής, εσωστρεφείς και άγαμοι. Διέπραξαν τη διπλή ανθρωποκτονία των γονέων τους λίγα χρόνια μετά την έναρξη της νόσου, υπό το κράτος παραγωγικού τύπου ψυχοπαθολογίας και με μεγάλη αγριότητα. Οι δύο έπασχαν από Σχιζοφρένεια (Παρανοειδούς Τύπου) και ο τρίτος από Κροταφική Επιληψία. Τέλος, οι δύο σχιζοφρενικοί παρουσίασαν μη ειδικές ΗΕΓφικές αλλοιώσεις, κεντρεγκεφαλικής προέλευσης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ