Leonardo da Vinci: Από τον χρωστήρα του ζωγράφου εις την λαβίδα της ανατομικής τραπέζης
ΣΤΑΥΡΟΣ Ι. ΜΠΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Εισαγωγή

Η Επιστήμη και η Τέχνη, όταν συνυφαίνονται κατά τρόπον αρμονικόν, καθιστούν εφικτήν την πλήρη έκφρασιν του κάλλους και της αληθείας του αισθητού κόσμου και επιτρέπουν την κατανόησιν της σοφίας και της αρμονίας, η οποία διέπει την δημιουργίαν.

Πολλοί εκ των γλυπτών και ζωγράφων, ευαισθητοποιημένοι εις το φυσικόν κάλλος, απεικόνισαν διά της σμίλης ή του χρωστήρος των την ανθρωπίνην μορφήν, υπό την ωραιοτέραν δυνατήν έκφρασιν αυτής, διά της επιλογής των καταλλήλων προτύπων, παρέχοντες ανεπανάληπτα δημιουργήματα, τα οποία εκ της Ελληνικής αρχαιότητος έως σήμερον αποτελούν υποδείγματα μέτρου, συμμετρίας και αισθητικής αρτιότητος.

Εις την εποχήν της Αναγεννήσεως η δεσπόζουσα μορφή του Leonardo da Vinci προσεπάθησεν να διεισδύση εκ του φυσικού κάλλους της μορφής εις το δομικόν και λειτουργικόν κάλλος του ανθρωπίνου σώματος, γενόμενος ο πρόδρομος των μεγάλων ανατόμων και φυσιολόγων της Δύσεως. Πεντήκοντα έτη προ της εκδόσεως των ανατομικών πινάκων του Andrea Vesalius και του μνημιώδους έργου αυτού «De humani corporis fabrica», ο Leonardo συνδυάζων την αισθητικήν ευαισθησίαν του Botticelli και την περιγραφικήν ακρίβειαν του Vesalius, μετά μοναδικής ευφυίας και κριτικής ικανότητος, εξεπόνησεν τα ανατομικά σχέδια του ανθρωπίνου σώματος εις όλας αυτού τας ηλικίας, εκ της ενδομητρίου ζωής μέχρι του βαθυτάτου γήρατος και διετύπωσεν ευστόχους υποθέσεις επί της λειτουργίας των ζωτικών οργάνων, του εγκεφάλου, των περιφερικών νεύρων, των μυών, των αρθρώσεων, των οστικών δομών προσπαθών να ερμηνεύση την φυσιολογίαν αυτών επί τη βάσει των αρχών της μηχανικής, της οπτικής, της υδροδυναμικής, διατυπώνων σειράν μαθηματικών σχέσεων διά των οποίων αι βιολογικαί επιστήμαι συζεύγνυντο διά πρώτην φοράν μετά των θετικών επιστημών.

Επί του βίου του Leonardo da Vinci

Ο Leonardo da Vinci υπήρξεν η αντιπροσωπευτικοτέρα μορφή της Αναγεννήσεως. Συνεδύαζεν την επιστημονικήν σκέψιν και γνώσιν μετά της υπερμέτρου καλλιτεχνικής ευαισθησίας, αμφότεραι των οποίων εξεφράζοντο μετά μοναδικής δημιουργικότητος εις όλους τους τομείς του επιστητού και της τέχνης.

Ο Leonardo υπήρξεν ζωγράφος, μουσικός, αρχιτέκτων, μηχανικός, σχεδιαστής και κατασκευαστής πολεμικών όπλων, υδραυλικός, αστρονόμος, μετεωρολόγος, βοτανολόγος, ζωολόγος, παλαιοντολόγος, γεωγράφος, γαιολόγος, χαρτογράφος, μαθηματικός, γλωσσολόγος, ανατόμος, φιλόσοφος, προηγούμενος της εποχής του εις εμπνεύσεις και δημιουργικότητα κατά τετρακόσια περίπου έτη.

Ο Leonardo εγεννήθη την 15ην Απριλίου του 1452, εις Anchiano, το οποίον απέχει κατά τρία χιλιόμετρα από την μικράν πόλιν της Τοσκάνης Vinci. Ο πατήρ του, ο ser Piero da Vinci, ο οποίος ήτο νέος συμβολαιογράφος εις την Φλωρεντίαν και γαιοκτήμων, χαίρων πλήρους κοινωνικής αποδοχής, ανέλαβεν μετά πενταετίαν την φροντίδα και την διαπαιδαγώγησιν του υιού του, τον οποίον μετά από την στοιχειώδη παιδείαν εισήγαγεν εις ηλικίαν 14 ετών, εις το εργαστήριον ζωγραφικής του Andrea del Verrocchio εις την Φλωρεντίαν, διακρίνας την κλίσιν και το τάλαντον αυτού εις την ζωγραφικήν. O Verrocchio εμύησεν τον Leonardo, τον οποίον εκδήλως εθαύμαζεν διά το φυσικόν του τάλαντον, εις το σχέδιον και την χρήσιν των χρωμάτων και συνηγόρησεν εις την ταχείαν είσοδον του, εις ηλικίαν μόλις 20 ετών, το 1472, εις το συνδικάτον των ζωγράφων της Φλωρεντίας ο «Άγιος Λουκάς».

Το 1481 ανέλαβεν να ζωγραφίση διά την Μονήν του San Donato εις Scoperto την Προσκύνησιν των Μάγων, έργον το οποίον διακρίνεται διά την ωραιότητα του και την προοπτικήν του, συμφώνως προς την οποίαν όλα τα πρόσωπα οργανώνονται κατά πυραμοειδή τρόπον και εις το μέσον αυτών δεσπόζει η μορφή της Θεοτόκου και του Θείου Βρέφους.

Έτερον έργον της αυτής περιόδου είναι ο Άγιος Ιερώνυμος (San Gerolamo), το οποίον, παρά το γεγονός ότι παρέμεινεν ημιτελές, εκφράζει εκδήλως το ασκητικόν βίωμα και την αγωνίαν της λυτρώσεως εις το πρόσωπον του αγίου.

Τον Οκτώβριον του 1481 ο Leonardo μετέβη εις το Μιλάνον και ετέθη εις την υπηρεσίαν του Δουκός αυτού Ludovico il Μοrο ή Ludovico Sforza, ο οποίος διεκρίνετο διά την ευφυίαν του, την μεγαλοπρέπειαν, την φιλοδοξίαν και την αγάπην του εις τας τέχνας, γενόμενος ένθερμος υποστηρικτής και χορηγός του Leonardo και του Bramante.

Ο Leonardo παρέμεινεν επί 17 έτη εις το Μιλάνον μέχρι της εκτοπίσεως του Ludovico το 1499.

Κατά την διάρκειαν της παραμονής του εις το Μιλάνον ο Leonardo εξεπόνησεν έξ έργα ζωγραφικής μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η προσωπογραφία της Cecilia Gallerani, η Θεοτόκος των Βράχων και το μεγαλειώδες έργον ο Μυστικός Δείπνος διά την τράπεζαν της Μονής των Δομινικανών Santa Maria delle Grazie, εκπονηθέν μεταξύ των ετών 1495-1497, η Madonna Litta και αι διακοσμήσεις της κυρίας αιθούσης του Torre delle Asse και της Saletta Negra.

Ο Leonardo εις το Μιλάνον κατέστη διδάσκαλος της ζωγραφικής, εις το εργαστήριον του οποίου εσπούδαζον την τέχνην ή ετελειοποιούντο εις αυτήν και εμυούντο εις το πνεύμα της αναγεννήσεως και εις την αποδοχήν νέων ιδεών πολλοί εκ των νέων καλλιτεχνών της Λομβαρδίας.

Την περίοδον αυτήν ο Leonardo εμελέτησεν τα υπάρχοντα πονήματα επί της ζωγραφικής και της αρχιτεκτονικής και κυρίως εμελέτησεν την φύσιν, θεωρών αυτήν ως τον μέγιστον διδάσκαλον του επιστήμονος και του εργαζομένου επί της τέχνης.

Καρπός των σπουδών του Leonardo υπήρξεν μία διατριβή επί της ζωγραφικής, έν βιβλίον επί της αρχιτεκτονικής, έν βιβλίον επί της μηχανικής και τα εξαίρετα χειρόγραφα επί της ανατομικής.

Εκ παραλλήλου εξεπόνησεν έργα επί της υδραυλικής, της υδρολογίας, της γαιολογίας, της παλαιοντολογίας, της αστρονομίας, της κοσμολογίας και της αεροπλοΐας. Μέρος του τεραστίου συγγραφικού έργου διεσώθη εις 21 κώδικας, εκ των οποίων ο ευμεγεθέστερος, καλούμενος Ατλαντικός Κώδιξ, ευρίσκεται εις την Αμβροσιανήν Βιβλιοθήκην του Μιλάνου.

Το 1499 οι Γάλλοι υπό τον βασιλέα Λουδοβίκον τον ΧΙΙ κατέλαβον το Μιλάνον. Τρείς μήνας από της αλώσεως της πόλεως ο Leonardo εγκατέλειψεν το Μιλάνον, συνοδευόμενος από τον Fra Luca Pacioli και μετέβη αρχικώς εις την Μαντούην, ήδη προσκληθείς κατ' επανάληψιν υπό της Isabella d' Este, εv συνεχεία δε μετέβη εις την Βενετίαν, τον Μάρτιον του 1500, ένθα συνεβούλευσεν τους άρχοντας επί των τρόπων διά των οποίων θα ηδύνατο επιτυχώς να αποκρούσουν την τουρκικήν επίθεσιν.

Μετά την Βενετίαν ο Leonardo επανήλθεν εις την Φλωρεντίαν, εις τας 24 Απριλίου του 1500. Το θέρος του 1502 ο Leonardo εγκατέλειμιεν την Φλωρεντίαν, χωρίς να είναι γνωστοί επακριβώς οι λόγοι, διά να τεθή εις την υπηρεσίαν του Καίσαρος Βοργίου, υιού του Πάπα Αλεξάνδρου του VI, ο οποίος διά της εγκρίσεως του Πάπα και του βασιλέως της Γαλλίας, επεδίωκεν να υποτάξη υπό την αρχήν του τους τοπικούς άρχοντας της Ρωμάνης.

Κατά την διάρκειαν της συνεργασίας του μετά του Καίσαρος ο Leonardo εξεπόνησεν χάρτας των περιοχών, εις τας οποίας ούτος εξεστράτευεν και εσχεδίαζεν πολεμικάς μηχανάς. Το ίδιον έτος εξεπόνησεν τα σχέδια κατασκευής γεφύρας εις τον Κεράτιον, μήκους τριακοσίων πεντήκοντα μέτρων, τοξοειδούς σχήματος, υπό την οποίαν θα ηδύναντο να διέρχονται και τα μεγαλύτερα πλοία της εποχής του.

Εις τας 18 Οκτωβρίου του 1503 η Signoria της Φλωρεντίας ανέθεσεν εις τον Leonardo την εκπόνησιν τοιχογραφίας εις την αίθουσαν του Μεγάλου Συμβουλίου εις το Palazzo Vecchio, η οποία θα απεμνημόνευεν την νίκην της Φλωρεντίας επί της Πίζης το 1440. Ο Leonardo επέλεξεν έν επεισόδιον της μάχης, η οποία επραγματοποιήθη πλησίον της γεφύρας του Anghiari, εις την άνω κοιλάδα του Τιβέρεως. Το εν λόγω έργον υπό τον τίτλον «Η μάχη του Αηghiari», παρέμεινεν ημιτελές.

Εκ παραλλήλου εξεπόνησεν την «Λήδαν» και το έργον το οποίον ο ίδιος ηγάπησεν περισσότερον όλων την «Μonna Lisa». Συγχρόνως ο Leonardo ησχολήθη με την μελέτην της Ανατομικής του Ανθρώπου, προβαίνων εις νεκροτομάς εις το Νοσοκομείον Santa Maria Nueva.

Πολλά εκ των σχεδίων του Leonardo της περιόδου ταύτης περιέχονται εις τον Κώδικα Leicester. Την αυτήν περίοδον εξεδήλωσεν ιδιαίτερον ενδιαφέρον διά την Γωγραφίαν και την Γεωμετρίαν και επεκοινώνει μετά του Amerigo Vespucci και του Giovanni Benci, μετά των οποίων αντήλλασεν βιβλία και χάρτας.

Τον Μάϊον του 1506 ο Leonardo απεδέχθη πρόσκλησιν του Γάλλου κυβερνήτου του Μιλάνου, Charles d' Amboise, ο οποίος ήθελεν να συνεχισθή η πολιτιστική παράδοσις των Sforza και κατόπιν εγκρίσεως και αδείας της Signoria της Φλωρεντίας, εις την οποίαν υπεσχέθη να ολοκληρώση την Μάχην του Anghiari, επιστρέφων εις την Φλωρεντίαν εντός τριών μηνών, μετέβη εις την πρωτεύουσαν της Λομβαρδίας ένθα παρέμεινεν επί έξ έτη.

Το 1508 ο Leonardo ωνομάσθη ζωγράφος της αυλής του Λουδοβίκου του ΧΙΙ, βασιλέως της Γαλλίας, ο οποίος κατά το εν λόγω διάστημα παρέμενεν εις το Μιλάνον. Συγχρόνως ήτο μηχανικός και αρχιτέκτων. Κατά τα έτη αυτά εξεπόνησεν εις το Μιλάνον τα σχέδια υδροδοτήσεως της πόλεως εκ της λίμνης Como, δια της διανοίξεως του πόρου του Adda. Κατά το έτος 1508 εξεπόνησεν και δεύτερον έργον υπό τον τίτλον «Η Παρθένος των Βράχων», το οποίον είναι αντίγραφον του προγενεστέρου έργου.

Ιδιαιτέρως παραγωγικός υπήρξεν ο χρόνος του Leonardo εις το Μιλάνον εις τον τομέα της Ανατομικής. Διά της συνεργασίας του μετά του Marcantonio della Torre, ο οποίος ήτο καθηγητής της Ανατομικής εις την Πίζαν, προέβη εις λεπτομερείς σπουδάς επί της ανατομικής του Ανθρώπου και επεξέτεινεν αυτάς επί του πεδίου της συγκριτικής ανατομικής και της εμβρυολογίας. Τα χειρόγραφα του επί της Ανατομικής χρονολογούνται μεταξύ των ετών 1510 και 1511.

Εις τας 24 του Σεπτεμβρίου του 1513 ο Leonardo εγκατέλειψεν το Μιλάνον και μετέβη εις την Ρώμην προσκεκλημένος από τον Guliano των Μεδίκων, τον αδελφόν του Πάπα Λέοντος του Χ. Επί τρία έτη o Leonardo έμεινεν εις την Ρώμην, πρακτικώς αδρανής, εκπονών ειδικόν πιεστήριον διά την κοπήν νομισμάτων διά το νομισματοκοπείον του Πάπα, διαγράμματα, χάρτας και σχέδια, τα οποία δεν υλοποιήθησαν. Εκ παραλλήλου εξεπόνησεν πραγματείαν επί της φωνής «De Vocie», την οποίαν κατέθεσεν διά του Battista dell Aquila εις το γραφείον του Πάπα προς έγκρισιν.

Ίσως η απομόνωσις του Leonardo κατά τα έτη της δευτέρας περιόδου αυτού εις την Ρώμην, η εμφανής εύνοια του πάπα Λέοντος του Χ προς τον Ραφαήλ και η δεσπόζουσα παρουσία του Michelangelo εις την τέχνην, ίσως η απαγόρευσις του Πάπα να προβαίνη ο Leonardo εις ανατομικάς μελέτας εις το Ospedale di Santo Spirito, κατόπιν καταγγελίας του Giovanni degli Specchi, κυρίως όμως ο θάνατος του Guliano των Μεδίκων, εις τας 17 Μαρτίου του 1516, συνέτεινον ώστε ο Leonardo, διερχόμενος καταθλιπτικού τύπου φαινόμενα, εις ηλικίαν 65 ετών, να αποδεχθή την πρόσκλησιν του βασιλέως της Γαλλίας Φραγκίσκου του Ι και να μεταβή το 1516, συνοδευόμενος υπό του μαθητού του Francesco Melzi εις το Amboise, επί του ποταμού Loire, ως πρώτος ζωγράφος, αρχιτέκτων και μηχανικός του βασιλέως.

Ο Φραγκίσκος ο Ιος, ο οποίος ηγάπα ιδιαιτέρως τας τέχνας και τας επιστήμας, αντιμετώπιζεν τον Leonardo μετά σεβασμού και μεγάλης εκτιμήσεως, εκφράζων πάντοτε τον θαυμασμόν διά το έργον και την προσωπικότητα του, λέγων «ότι ουδείς άνθρωπος εις τον κόσμον είχεν τας γνώσεις του Leonardo». Παρείχεν εις αυτόν φιλοξενίαν εις τον πύργον του Cloux, πλησίον της ιδικής του κατοικίας εις Amboise και του έδιδε τον υψηλόν μισθόν των 700 χρυσών κορώνων, δίδων εκ παραλλήλου πλήρη ελευθερίαν εις τον τρόπον της εργασίας του.

Εις Amboise, ο Leonardo, ωλοκλήρωσεν το έργον του «Ο άγιος Ιωάννης ο βαπτιστής» και εξεπόνησεν σχέδια διά το ανάκτορον του βασιλέως και της μητρός αυτού. Εκ παραλλήλου κατέτασσεν και ωλοκλήρωνεν τα σχέδια και τας μελέτας του επί της υδροδυναμικής, της αεροδυναμικής και της ανατομικής του ανθρώπου και εκ παραλλήλου συνέγραψεν «Τους οραματισμούς επί του τέλους του κόσμου».

Ο Leonardo απεβίωσεν εις τον πύργον του Cloux, γνωστού σήμερον ως Le Closs Luce, εις τας 2 Μαΐου του 1519, εις ηλικίαν 67 ετών. Προ διετίας είχεν υποστή αγγειακόν εγκεφαλικόν επεισόδιον, το οποίον κατέλειπεν δεξιάν ημιπληγίαν και ολίγας εβδομάδας προ του θανάτου του ενεφάνισεν εμπύρετον νόσον.

Εις τας 23 Απριλίου, μίαν ημέραν προ του Πάσχα και ολίγας ημέρας προ του θανάτου του, συνέταξεν την τελευταίαν διαθήκην του παρουσία του Francesco Melzi και του συμβολαιογράφου του βασιλέως Guglielmo Borian. Ο Leonardo ετάφη εις τον ναόν των ανακτόρων του Αγίου Φλωρεντίου, ο οποίος κατεστράφη κατά την Γαλλικήν Επανάστασιν. Ολίγα οστά, αποδιδόμενα εις τον Leonardo, μετεφέρθησαν εις το παρεκκλήσιον του St. Hubert.

Τα χειρόγραφα του Leonardo

Μετά τον θάνατον του Leonardo εις την Γαλλίαν, τα πλείστα των χειρογράφων αυτού συνεκεντρώθησαν υπό του Francesco Meltzi, του πιστοτέρου μαθητού του, ο οποίος τα μετέφερεν εις την Ιταλίαν και τα εφύλαξεν εις την οικίαν Vaprio (Villa Vaprio) πλησίον του Μιλάνου. Ο Meltzi προσεπάθησεν αρχικώς να θέση εις τάξιν τα χειρόγραφα και εν συνεχεία να εκδόση εξ αυτών τα έχοντα σχέσιν μετά της ζωγραφικής, έχων ίσως κατά νούν ανάλογον πρόθεσιν ή επιθυμίαν του Leonardo. Ανέτρεξεν ούτως εις αυτά, επέλεξεν και αντέγραψεν αποσπάσματα, τα οποία ανεφέροντο εις την ζωγραφικήν, διά των οποίων συνεκρότησεν τον κώδικα Urbinas, εις την εξωτερικήν σελίδα του οποίου ανέγραψεν τον τίτλον « Βιβλίον επί της ζωγραφικής, του Κυρίου Leonardo da Vinci, Φλωρεντινού ζωγράφου και γλύπτου».

Δυστυχώς μετά τον θάνατον του Meltzi το 1579, ο κληρονόμος αυτού Orazio Meltzi, μη γνωρίζων την αξίαν των χειρογράφων του Leonardo, ήρχισεν να σκορπίζη και να πωλή, έναντι ευτελούς τιμήματος, μέρος του πολυτίμου υλικού.

Εν συνεχεία, το υλικόν περιήλθεν εις τας χείρας του γλύπτου Pompeo Leoni, φίλον του Michelangelo, ο οποίος επί πολλά έτη παρέμενεν πλησίον της Ισπανικής αυλής.

Διά των ανατομικών χειρογράφων ο Leoni, συνέταξεν δύο τόμους εκ των οποίων τον ένα επώλησεν εις τον Don Juan d' Espina.

Μετά τον θάνατον του Leoni οι κληρονόμοι αυτού μετέφερον τα έτερα χειρόγραφα του Leonardo εις την Ιταλίαν ένθα ηγοράσθησαν ταύτα υπό του Galeazzo Arconali, ο οποίος το 1637 παρεχώρησεν αυτά εις την Αμβροσιανήν Βιβλιοθήκην του Μιλάνου, ένθα παρέμεινον έως του 1796.

Μετά την είσοδον του Ναπολέοντος εις το Μιλάνον, διετάχθη η μεταφορά των χειρογράφων εις Παρισίους. Το 1851 η Αυστριακή κυβέρνησις απήτησεν από την Γαλλίαν την επιστροφήν των χειρογράφων εις την Αμβροσιανήν Βιβλιοθήκην. Εξ όλων των χειρογράφων επεστράφησαν μόνον τα συγκροτούντα τον Ατλαντικόν Κώδικα, των λοιπών θεωρηθέντων ως απωλεσθέντων.

Τελικώς εξ όλων των έργων και των σημειώσεων του Leonardo, διεσώθησαν περί τας πέντε χιλιάδας σελίδας, αι οποίαι κατανέμονται εις τους επί μέρους κώδικας, ήτοι (α) τον κώδικα Arundel, (β) τον Ατλαντικόν κώδικα, (γ) τον κώδικα Trvulzianus, (γ) τον κώδικα «Επί της πτήσεως των πτηνών», (δ) τον κώδικα Ashburnham, (ε) τους κώδικας του Ινστιτούτου της Γαλλίας, (ς) τους κώδικας Foster, (ζ) τον κώδικα Leicester, (η) τον κώδικα Hammer και τους κώδικας της Μαδρίτης.

Εκ παραλλήλου διασώζονται σχήματα του Leonardo μετά σημειώσεων (α) εις τον πύργον του Windsor, (β) εις την βασιλικήν Βιβλιοθήκην και τα Αρχεία Regi του Τουρίνου και (γ) εις την συλλογήν Uffici της Φλωρεντίας.

Τα σχέδια του Leonardo επί της ανατομικής ηγοράσθησαν από τον Thomas Howard, κόμητα του Arundel, όταν ούτος εταξίδευσεν εις την Ισπανίαν το 1636 και προσεφέρθησαν το 1680 υπ' αυτού εις την Βασιλικήν Εταιρείαν του Λονδίνου, μεταφερθέντα εκείθεν εις το Βρεττανικόν Μουσείον το 1831. Ανατομικοί πίνακες και χειρόγραφα του Leonardo ευρέθησαν εκ παραλλήλου εις την Βασιλικήν Βιβλιοθήκην του Winstor ήδη από το 1690. Φαίνεται ότι η συλλογή αύτη των έργων του Leonardo απωλέσθη έως του 1778, όταν ο βιβλιοθηκάριος της βασιλικής βιβλιοθήκης Dalton, ανεύρεν αυτά εις το βάθος ενός μεταλλικού κιβωτίου. Εις την έκδοσιν των ανωτέρω χειρογράφων επροτάθη να προβή ο επιφανής φυσιολόγος William Hunter, ο οποίος δυστυχώς δεν επραγματοποίησεν ταύτην λόγω του θανάτου του το 1783.Η πρώτη αύτη συλλογή των ανατομικών σχεδίων του Leonardo, μετεφέρθη υπό του John Chamberlain εις το Ινστιτούτον των πρωτοτύπων σχεδίων του Leonardo da Vinci, τo οποίον ίδρυσεν το 1796.

Η μελέτη των ανωτέρω χειρογράφων επραγματοποιήθη αρχικώς υπό των Gaetano Milanesi και Gustavo Uzielli το 1872. Η πρώτη ουσιαστική προσπάθεια εκδόσεως των εν λόγω σχεδίων, κατ' απομίμησιν του πρωτοτύπου, εγένετο υπό του Theodore Sabachnikoff το 1898 υπό τόν τίτλον «Dell' Anatomia, Fogli Α». Το 1901 εξεδόθη και ο δεύτερος τόμος υπό τόν τίτλον «Dell' Anatomia, Fogli Β».

Το 1916 πληρεστέρα έκδοσις των ανατομικών επραγματοποιήθη εις το Oslo υπό την επιμέλειαν των CL. Vangensten, Α. Fonalin και Η. Hopstock. H έκδοσις αύτη είχεν τον τίτλον «Quaderni d' Anatomia» και περιελάμβανεν το ιταλικόν κείμενον του Leonardo και μεταφράσεις αυτού εις την Αγγλικήν και την Γερμανικήν.

Ο Leonardo ήτο αριστερόχειρ και έγραφεν τα χειρόγραφα του κατά κατοπτρικόν τρόπον εκ δεξιών προς τα αριστερά, χρησιμοποιών πολλάκις στενογραφικά σύμβολα ιδικής του εμπνεύσεως, ίσως διά να μη δύνανται να αναγνωσθούν υπό άλλων και κυρίως διά να αποφύγη την κριτικήν της Καθολικής Εκκλησίας.

Εις τα σχέδια του απεικόνιζεν πολλάκις την αριστεράν του χείρα, κρατούσα το όργανον της γραφής, έχουσα εν εκτάσει τον δείκτην και εν προσαγωγή και κάμψιν τον αντίχειρα, τους ετέρους δε δακτύλους εν προσαγωγή και ελαφράν κάμψιν. Σπανίως o Leonardo έγραφεν κανονικώς, όπως εις την επιστολήν την οποίαν απηύθυνεν εις τον Ludovico Sforza, εις την οποίαν ανεφέρετο επί των καθηκόντων και των υποχρεώσεων του προς τον Δούκα. Εν τούτοις, υπάρχει σαφές παράδειγμα εις τους χάρτας της κοιλάδος του Chiana εις την Βόρειον Ιταλίαν, εκπονηθέντας περί το 1502, ότι ενίοτε διά το αυτό αντικείμενον εχρησιμοποίει αμφοτέρους τους τύπους της γραφής τόσον τον ευθύ όσον και τον κατοπτρικόν.

Η κατοπτρική έκφρασις ευρύτερον προσελάμβανεν ιδιαιτέραν διάστασιν εις την σκέψιν του Leonardo. Εκτός της γραφής, εις τας εικαστικάς τέχνας συνέστη ούτος να εξετάζεται και να κρίνεται το εκάστοτε πραγματοποιούμενον πόνημα διά μέσου επιπέδου κατόπτρου και να συγκρίνεται το κατοπτρικόν είδωλον του πονήματος μετά του ιδίου. Διά του τρόπου αυτού αποκαλύπτονται πολλαί λεπτομέρειαι, αι οποίαι διαφεύγουν εκ της αμέσου μελέτης και επισκοπήσεως του έργου και αποκαλύπτονται καλλίτερον αι φωτοσκιαστικαί αντιθέσεις και η αρμονία της χρωματικής εκφράσεως.

Η συμβολή του Leonardo εις την Ανατομικήν

Ο Leonardo εστήριξεν τας ανατομικάς μελέτας του επί δέκα εννέα συνολικώς νεκροτομών τας οποίας ο ίδιος διενήργησεν από του 1489 έως του τέλους της ζωής του.

Η μία εξ αυτών επραγματοποιήθη εις τας 9 Απριλίου του 1503 εις το Νοσοκομείον της Φλωρεντίας Santa Maria Νυονα, επί ενός γέροντος, ο οποίος υπερέβη το εκατοστόν έτος της ηλικίας του. Τας ανατομικάς παρατηρήσεις του περιέγραψεν διά σειράς σχεδίων και σημειώσεων, αι οποίαι αναφέρονται εις όλα τα όργανα και τα μέλη του ανθρωπίνου σώματος. Εν συνεχεία, αι ανατομικαί γνώσεις του ενεπλουτίσθησαν εις το Μιλάνον, διά της επικοινωνίας αυτού μετά του Marcantonio della Torre, ο οποίος του παρείχεν όλον το θεωρητικόν υπόβαθρον των ανατομικών γνώσεων της εποχής του.

Ευρισκόμενος εις την Ρώμην ο Leonardo κατά τα έτη 1514 και 1515 προέβαινεν εις ανατομικάς μελέτας και παρατηρήσεις εις το Νοσοκομείον του Santo Spirito, τας οποίας όμως διέκοψεν κατόπιν εντολής του Πάπα Λέοντος του Χ, διότι κατηγορήθη ότι διέπρατεν νεκρομαντίαν.

Τα ανατομικά σχέδια του Leonardo, συνίστανται εκ διακοσίων φύλλων, τα οποία φυλάσσονται εις την Βασιλικήν Βιβλιοθήκην του Winstor. Επί των εν λόγω φύλλων υπάρχουν θαυμάσια σχέδια και διαγράμματα, τα οποία συνοδεύονται υπό πολλών σημειώσεων και επεξηγήσεων, διά των οποίων καταβάλλεται προσπάθεια λειτουργικής προεκτάσεως και ερμηνείας των επί μέρους ανατομικών δομών.

Ο Leonardo προσεπάθη διά των ανατομικών μελετών του να καταδείξη την αξίαν της συνθέσεως του όλου εκ των επί μέρους, κατ' αναλογίαν προς την σύνθεσιν του μακροκόσμου εκ του μικροκόσμου, έχων ως πρότυπον την κοσμογραφίαν του Πτολεμαίου.

Διά των ανατομικών σχεδίων ο Leonardo εισήγαγεν ένα νέον διδακτικόν τρόπον εις την Ιατρικήν. Οι προγενέστεροι ανατόμοι περιέγραφον διά του γραπτού λόγου τας ανατομικάς δομάς, ο Leonardo προέβη εις την περιγραφήν διά της σχηματοποιήσεως, η οποία έτεινεν να είναι όσον το δυνατόν εγγυτέρα προς την πραγματικότητα. Η σχηματοποίησις αύτη των ανατομικών δομών του ανθρωπίνου σώματος έδωσεν μίαν ιδιαιτέραν εποπτικότητα εις τας βασικάς μορφολογικάς επιστήμας και κατέστησεν αντιληπτήν κατά τρόπον σαφή και συγκεκριμένον την δομήν του ανθρωπίνου σώματος, τόσον εις σπλαχνικόν επίπεδον, όσον και εις επίπεδον οστικών δομών μυών και αρθρώσεων.

Ο Leonardo εκ παραλλήλου προσεπάθησεν να περιγράψη διά των σχεδίων του τας ανατομικάς διαφοράς του ανθρωπίνου σώματος συναρτήσει της ηλικίας του ατόμου. Ούτως ησχολήθη με την περιγραφήν του εμβρύου, εντός και εκτός της μήτρας, του παιδός, του ενήλικος και του γέροντος, προσπαθήσας να υπογραμμίση μετ' εμφάσεως τας υπαρχούσας διαφοράς.

Διά των γνώσεων του επί της μηχανικής περιέγραψεν και εσχηματοποίησεν κατά τρόπον άριστον τας λειτουργικάς εκφράσεις του κινητικού συστήματος, ενώ εκ παραλλήλου αι γνώσεις του επί της υδροδυναμικής τον ώθησαν εις την προσπάθειαν της περιγραφής της λειτουργίας του κυκλοφορικού συστήματος, εις την ερμηνείαν της παρουσίας του εγκεφαλονωτιαίου υγρού εις τας εγκεφαλικάς κοιλίας και τον υπαραχνοειδή χώρον και εις την ερμηνείαν της παρουσίας του εναμνίου υγρού κατά την ανάπτυξιν του εμβρύου.

Εις το όλον ανθρώπινον σώμα προσεπάθησεν να καταδείξη την υπάρχουσαν λειτουργικήν ενότητα μεταξύ των επί μέρους οργάνων και την συμμετοχήν των εις τας κινητικάς εκφράσεις του ατόμου και τας μηχανικάς και υδροδυναμικάς τροποποιήσεις αι οποίαι επισυμβαίνουν εις αυτό κατά την διάρκειαν της κινήσεως. Διά πληρεστέραν κατανόησιν των κινητικών δυνατοτήτων του ανθρωπίνου σώματος προέβαινεν πολλάκις εις ευστόχους παραλληλισμούς μεταξύ αυτού και των διαφόρων μηχανών ή σκαφών. Ούτως η σπονδυλική στήλη του ανθρώπου παραλληλίζετο προς το κεντρικόν ιστίον ενός πλοίου και η ωμική και πυελική ζώνη παραλληλίζοντο προς τους βραχίονας ενός ζυγού. Επιπροσθέτως ο Leonardo προσεπάθησεν να καταδείξη όλους τους υπάρχοντας γεωμετρικούς περιορισμούς, οι οποίοι είχον καθοριστικήν βαρύτητα διά τον περιορισμόν του εύρους των κινήσεων του κορμού, της κεφαλής και των μελών του ανθρωπίνου σώματος.

Εκ παραλλήλου, διά να καταστήση αντιληπτήν την λειτουργικότητα του ανθρωπίνου σώματος και την κινητικήν συμπεριφοράν των ιστών, οι οποίοι εν τω συνόλω συγκροτούν το κινητικόν σύστημα του ανθρώπου, ο Leonardo προέβη εις την κατασκευήν φυσικών και μηχανικών προτύπων. Ούτω προέβη εις την κατασκευήν του μηχανικού προτύπου της καρδίας, διά να καταστήση εποπτικόν τον τρόπον της λειτουργίας αυτής, το οποίον εις περίπτωσιν ανάγκης θά ηδύνατο να υποκαταστήση την φυσικήν καρδίαν και να διατηρήση την κυκλοφορίαν του αίματος και κατ' επέκτασιν την επιβίωσιν του ανθρώπου. Εις την μηχανικήν ταύτην καρδίαν εσχεδίασεν διαφόρους τύπους βαλβίδων, διά να ανεύρη τον καταλληλότερον τύπον, ο οποίος θα επέτρεπεν την πλήρη αποφυγήν παλινδρομήσεως προς τους κόλπους επί συστολής των κοιλιών.

Είναι λίαν ενδιαφέρον και εξαιρετικώς πρωτοπορειακόν το γεγονός ότι ο Leonardo προέβαινεν εις αναδομήσεις και ανασχηματισμούς του ανθρωπίνου σώματος, προσπαθών να ανεύρη τον ιδανικόν συνδυασμόν των οργάνων, ο οποίος θα επέτρεπεν την καλλιτέραν δυνατήν λειτουργικότητα του όλου οργανισμού. Συγχρόνως εις τα σχέδια του προσεπάθη να μεταβάλη τα χαρακτηριστικά του ανθρωπίνου προσώπου διά να δώση την μεγαλυτέραν δυνατήν εκφραστικότητα και την πληρεστέραν αρμονίαν επί τη βάσει των αναλογιών και των επί μέρους συμμετριών αυτών.

Βασική πρόθεσις του Leonardo, ότε εσχεδίαζεν το πρόσωπον του ανθρώπου ήτο να αποκαλύψη δι' αυτού τα βιώματα υπό των οποίων διακατείχετο η ψυχή και να καταστήση ούτω τα χαρακτηριστικά και την έκφρασιν του προσώπου πύλην εισόδου εις τον μυστικόν κόσμον της ανθρωπίνης ψυχής, ως τούτο κάλλιστα καταφαίνεται εις τα πολλά σχέδια των προσώπων των μαθητών του Κυρίου εις τας αρχικάς σχηματικάς παραστάσεις του Μυστικού Δείπνου.

Ο Leonardo εισήγαγεν την απεικόνισιν εις τον χώρον της Ιατρικής επί ανατομικών τομών, φερομένων κατά διαφόρους άξονας, με αποτέλεσμα να δίδη την τρισδιάστατον και στερεοσκοπικήν αίσθησιν των εν τω βάθει ανατομικών σχηματισμών, την προσεγγίζουσαν εις την φυσικήν πραγματικότητα, πιστεύων, ως έγραφεν, ότι η αληθής γνώσις του σχήματος και της μορφής εκάστου οργάνου απορρέει από την προβολήν αυτού υπό διαφόρους οπτικάς γωνίας.

Εκ παραλλήλου οι επιπολλής σχηματισμοί απεικονίζοντο υπό έξ οπτικάς γωνίας ήτοι κατά μέτωπον, εκ της οπισθίας πλευράς, εκ της δεξιάς και εκ της αριστεράς πλευράς εκ των άνω και εκ των κάτω, με αποτέλεσμα να δίδεται σφαιροειδής άποψις του περιγράμματος αυτών.

Οι εν τω βάθει σχηματισμοί εφέροντο εις την επιφάνειαν, αφαιρουμένων των επιπολλής στιβάδων, διά να καταστή εφικτή η πλήρης μορφολογική απεικόνισις αυτών και να καταστή αντιληπτή η λειτουργική δυνατότης εκάστου και η αρμονική σύνδεσις αυτών προς την όλην λειτουργικήν ενότητα του σώματος και την κινητικήν μεταβλητότητα αυτού.

Ο Leonardo ήτο ο πρώτος εκ των ανατόμων, o οποίος προσεπάθησεν να παρουσιάοη ανάγλυφα εκμαγεία ανατομικών δομών, χρησιμοποιήσας κηρόν ως το κατάλληλον μέσον πληρώσεως κοίλων χώρων ή κατασκευής προπλασμάτων. Ούτω διά την τρισδιάστατον παράστασιν του κοιλιακού συστήματος του εγκεφάλου εισήγαγεν ούτος κηρόν διά του τρήματος του Magendie.

Εκ της μελέτης των ανατομικών σχεδίων του Leonardo και των σημειώσεων αι οποίαι συνοδεύουν αυτά, συμπεραίνεται εν κατακλείδι ότι ο Leonardo επεδίωκεν, πέραν της απλής περιγραφής των μελών και των οργάνων του ανθρωπίνου σώματος, να καταδείξη την άρρηκτον λειτουργικήν ενότητα αυτού και την συμμετοχήν των επί μέρους εις έν αρμονικόν όλον, το οποίον δεν είχεν μόνον τους φυσικούς ανατομικούς χαρακτήρας ή τας δυνατότητας συγκεκριμένων λειτουργικών εκφράσεων αλλά συμμετείχεν εις την σύνθεσιν του Είναι του ανθρωπίνου προσώπου, εν τω πλαισίω της ψυχοσωματικής οντότητος αυτού.

Η συμβολή του Leonardo εις τον χώρον της Νευροανατομίας

Εις τον χώρον της Νευροανατομίας η συμβολή του Leonardo υπήρξεν σημαντική. Με πολλήν ακρίβειαν απεικόνισεν το κρανίον, την αυχενικήν μοίραν της σπονδυλικής στήλης, τα μυϊκά συστήματα τα συγκρατούντο την κεφαλήν και εκ παραλλήλου προσεπάθησεν να απεικονίση τον εγκέφαλον και να ιχνηλατήση τας συνδέσεις του οφθαλμού μετά του εγκεφάλου. H απεικόνισις των κρανιακών νεύρων, των νωτιαίων νεύρων και των μυών του κορμού και των άκρων συμπληρώνουν την όλην προσπάθειαν του Leonardo να εισέλθη εις τον χώρον της λειτουργικής εκφράσεως του ανθρωπίνου σώματος και να ερμηνεύση πληρέστερον την κινητικήν συμπεριφοράν αυτού.

Εκ παραλλήλου διά της προσπαθείας του Leonardo να εκφράση την ψυχοσωματικήν ενότητα του ατόμου, εδόθη ιδιαιτέρα έμφασις εις την απεικόνισιν της μιμικής εκφράσεως του προσώπου και της άκρας χειρός, διά της οποίας εξωτερικεύονται τα συναισθήματα και πολλάκις αι σκέψεις και αι βαθύτεραι ψυχικαί διεργασίαι του ατόμου.

Ο Leonardo επεδίωκεν πάντοτε εκ του εξωτερικού χώρου, του χώρου του σχήματος και της μορφής να οδηγήται εις την αντίληψιν του εσωτερικού χώρου, του χώρου της ψυχοσωματικής ενότητος και της ψυχικής λειτουργικότητος, εντός του οποίου ανεζήτει την ανεύρεσιν του αληθούς Είναι του ανθρώπου.

Ο Leonardo εσχεδίασεν το κρανίον κατά τρισδιάστατον τρόπον, προσπαθήσας να απεικονίσει τόσον την επιφάνειαν όσον και την εσωτερικήν δομήν αυτού. Παραλληλίζων ούτος το κρανίον προς θόλον, εθεώρη ότι τούτο έσκεπε και προήσπιζεν την έλλογον ψυχήν του ανθρώπου και το σύνολον των αισθήσεων υπό των οποίων κατηυθύνετο και καθωρίζετο η λειτουργικότης του ανθρωπίνου νού.

Το κρανίον σχεδιάζεται υπό του Leonardo (α) εν οβελιαίο διατομή (Εικ.1), περιλαμβανομένης και της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, (β) εν εγκαρσία διατομή της βάσεως και οβελιαία διατομή του θόλου (Εικ.2), (γ) εν εγκαρσία διατομή της βάσεως και (δ) εις κατά μέτωπον διατομήν του ενός ημίσεος του προσωπικού κρανίου δια την αποκάλυψιν των παραρρινίων κόλπων.


Εικ. 1


Εικ. 2

Εν οβελιαία διατομή, απεικονίζονται το έδαφος του προσθίου κρανιακού βόθρου, αι πτέρυγες του σφηνοειδούς, αι πρόσθιαι κλινοειδείς αποφύσεις, το έδαφος του τουρκικού εφιππίου, αι οπίσθιαι κλινοειδείς αποφύσεις, το απόκλιμα, το λιθοειδές και το δεξιόν ημιθόλιον του κρανίου. Εκ των τρημάτων διακρίνονται το ινιακόν τρήμα, ο πόρος του υπογλωσσίου και ο έσω ακουστικός πόρος. Διαχωρίζονται ευκρινώς οι τρείς κρανιακοί βόθροι, ήτοι ο πρόσθιος, o μέσος και ο οπiσθιος και διακρίνεται εμφανώς το έσω ινιακόν όγκωμα.

Ο άτλας φέρεται ως δακτύλιος επί του οποίου επικάθηται το ινιακόν όγκωμα.

Όλοι οι αυχενικοί σπόνδυλοι στερούνται σωμάτων και παρίστανται ως δακτυλιοειδείς σχηματισμοί φέροντες βραχείας προσθίας και οπισθίας ακανθώδεις αποφύσεις. Ο άξων, ήτοι ο δεύτερος αυχενικός σπόνδυλος, στερείται σώματος και οδόντος και ομοιάζει προς τους λοιπούς σπονδύλους. Εν γένει η αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης κατά τον Leonardo συνίσταται εκ κρικοειδών σχηματισμών οι οποίοι επικάθηνται επ' αλλήλων σχηματίζοντες εν τω συνόλω τον σπονδυλικόν σωλήνα, ο οποίος είναι κωνοειδής προς τα άνω, μεταξύ πρώτου, δευτέρου, τρίτου και τετάρτου αυχενικού σπονδύλου και κυλινδρικός κατά την λοιπήν αυχενικήν μοίραν της σπονδυλικής στήλης.

Το ινιακόν τρήμα απεικονίζεται ευρύτερον του φυσιολογικού, της οβελιαίας διαμέτρου αυτού εμφανιζομένης διπλασίας της φυσιολογικής τοιαύτης. Εκ των στοιχείων του εν οβελιαία διατομή κρανίου φαίνονται ευκρινώς αι ρινικαί κόγχαι, ο μετωπιαίος κόλπος, ο σφηνοειδής κόλπος, το έρκος των οδόντων και ιδιαιτέρως ευμεγέθης η κάτω γνάθος.

Ο Leonardo θέτει το κρανίον εντός τετραπλεύρου (Εικ. 1), η άνω πλευρά του οποίου φέρετοι κατ' εφαπτομένην εκ του θόλου, η κάτω πλευρά εκ του γενίου και εκ του μεσοσπονδυλίου διαστήματος μεταξύ του τετάρτου και του πέμπτου σπονδύλου, η προσθία πλευρά εκ του κάτω τριτημορίου του μετώπου, των ρινικών οστών και του γενίου και η οπισθία πλευρά κατ' εφαπτομένην εκ των βρεγματοϊνιακών σχέσεων. Αι κάθετοι πλευραί του τετραπλεύρου είναι, κατά 8 χιλιοστά του μέτρου, επιμηκέστεραι των οριζοντίων. Ο Leonardo σημειώνει ότι εις το σημείον της τομής των γραμμών α- m και α- c ευρίσκεται το κέντρον των αισθήσεων. Διατυπώνεται ούτως η μεσαιωνική αντίληψις η έχουσα γαληνικά ερείσματα, ότι ωρισμένα σημεία του κρανίου αντιστοιχούν προς λειτουργικάς περιοχάς του εγκεφάλου και εκ της θέσεως αυτών είναι δυνατόν να επηρεασθή η έκφρασις αυτών και ενδεχομένως ο χαρακτήρ και η προσωπικότης του ατόμου. Επί των απόψεων αυτών εστηρίχθη αργότερον η φρενολογία, η οποία υπό του Gall έτεινεν να συγκροτηθή εις συγκεκριμένην ειδικότητα της ιατρικής επιστήμης.

Εις ετέραν διπλήν διατομήν του κρανίου, εγκαρσίαν και οβελιαίαν, το σημείον συναντήσεως των γραμμών είναι επίσης το τουρκικόν εφίππιον, το οποίον θεωρείται το σημαντικότερον σημείον του εγκεφάλου (Εικ. 2). Εις την εν λόγω τομήν απεικονίζονται τα εντυπώματα της προσθίας και της μέσης μηνιγγικής αρτηρίας επί του ημιθολίου του κρανίου, τα οποία δεν εφαίνοντο εις την προηγουμένην. H προσθία μηνιγγική αρτηρία εμφανίζεται ευμεγεθεστέρα της μέσης, γεγονός το οποίον υπαινίσσεται την άποψιν ότι ο Leonardo απεδέχετο τας αραβικάς απόψεις, διατυπωθείσας κυρίως υπό του Αβικέννα συμφώνως πρός τας οποίας η προσθία μηνιγγική αρτηρία θα πρέπη να επιλέγεται διά να υποστή αφαίμαξιν επί των ψυχικών νοσημάτων και των επιμόνων κεφαλαλγιών.

Κατά την κατά μέτωπον απεικόνισιν του κρανίου εις μεν το έν ημιμόριον φαίνεται καλώς το προσωπικόν κρανίον, το υπερκόγχιον, το υποκόγχιον και το γενειακόν τρήμα, εις δε το έτερον ημιμόριον αποκαλύπτονται οι μετωπιαίοι κόλποι, το ιγμόριον και οι οδόντες της άνω και κάτω γνάθου εντός των φατνίων των.

Εις αμφότερα τα ημιμόρια του προσώπου φαίνονται καλώς διά μέσου των οφθαλμικών κόγχων, το υπερκόγχιον σχίσμα.

Ο Leonardo έδιδεν ιδιαιτέραν βαρύτητα εις την δομήν και την λειτουργικότητα του κεντρικού νευρικού συστήματος, διά το οποίον έως της εποχής του είχον διατυπωθή πολλαί ασαφείς απόψεις από προγενεστέρους ανατόμους και ιδίως από τους άραβας, οι οποίοι προσεπάθουν να διεισδύσουν εις τον χώρον της λειτουργικότητος αυτού μέσω της φιλοσοφικής οδού προσεγγίσεως αυτού.

Ο Leonardo προέβη εις σχηματικήν οβελιαίαν διατομήν της κεφαλής εις την οποίαν απεικονίζεται το οπτικόν νεύρον και αι συνδέσεις αυτού μετά του εγκεφάλου. Εκ παραλλήλου φαίνονται αι διάφοροι στιβάδες εκ του τριχωτού της κεφαλής έως των μηνίγγων, τας οποίας παραλληλίζει προς τας στιβάδας του βολβού του κρομμύου, οβελιαίαν διατομήν του οποίου παραθέτει πλησίον της διατομής της κεφαλής. Διά λοξώς φερομένων γραμμών εκ των άνω και οπίσω προς τα κάτω και πρόσω, εκ του θόλου της βρεγματικής περιοχής προς την βάσιν του κρανίου, προ του ινιακού τρήματος, τας οποίας χαρακτηρίζει ως a,b,c,d, ο Leonardo διακρίνει την κώμην, το δέρμα, τους μύες, την επικράνιον απονεύρωσιν, τα οστά του κρανίου, την σκληράν μήνιγγα, την λεπτήν μήνιγγα και τον εγκέφαλον.

Κατά την εν λόγω σχηματικήν παράστασιν το οπτικόν νεύρον απεικονίζεται εκφυόμενον εκ του βολβού του οφθαλμού και φερόμενον εις τον ενδοκράνιον χώρον, καταλήγον εις τον πρώτον εκ των τριών κυστικών σχηματισμών, οι οποίοι παριστούν τας κοιλίας του εγκεφάλου. Αι κοιλίαι φαίνονται επικοινωνούσαι μεταξύ των. Η πρώτη εξ αυτών συνδέεται μετά του οπτικού νεύρου και μετά της επομένης κοιλίας, ενώ η τρίτη συνδέεται μετά της δευτέρας και καταλήγει δίκην κύστεως εις τυφλόν πέρας. H απεικόνισις των κοιλιών υπό την μορφήν των τριών κυστιδίων αντιστοιχεί εις την μεσαιωνικήν αντίληψιν ότι αι τρείς κύριαι λειτουργίαι του εγκεφάλου εδράζονται εις τρία διαφορετικά κυστίδια, τα οποία αποτελούν μέρος του κοιλιακού συστήματος. Εις το πρώτον εξ αυτών, το οποίον ευρίσκεται μετωπιαίως, αντιστοιχεί η λειτουργία της αισθητικοαισθητηριακής αποδοχής και εις αυτό αναπτύσσεται η φαντασία, εις το δεύτερον κυστίδιον, το οποίον ευρίσκεται εις το μέσον, αναπτύσσεται η κριτική ικανότης του ατόμου ή η δυνατότης της λογικής θεωρήσεως των πραγμάτων και εις το τρίτον κυστίδιον, το οποίον ευρίσκεται ινιακώς αναπτύσσεται η μνήμη.

Κατά τον Leonardo, ο οποίος ως φαίνεται απεδέχετο τας γαληνικάς απόψεις, η αίσθησις αναλύεται εις το πρόσθιον ημιμόριον του εγκεφάλου και κέντρον αυτής καθίσταται το πρόσθιον εκ των τριών κοιλιακών κυστιδίων (sensus communis), ενώ η κίνησις στοιχειοθετείται και αναπτύσσεται εις το οπίσθιον ημιμόριον του εγκεφάλου.

Πλησίον της σχηματικής παραστάσεως του εγκεφάλου, εις το αυτό χειρόγραφον υπάρχει και ετέρα μικρά σχηματική παράστασις του οφθαλμού, εν οβελιαία διατομή, εις την οποίαν απεικονίζεται ο βολβός μετά των χιτώνων αυτού. Ο φακός απεικονίζεται εντός του βολβού, ως σφαιρική μάζα, καταλαμβάνουσα τα δύο πρόσθια ημιμόρια αυτού.

Τεμνομένης της κεφαλής εις οριζοντίαν διατομήν, εις το επίπεδον του ριζορρινίου, αποκαλύπτονται, ως σχηματικώς αναπαριστά ο Leonardo, οι οφθαλμικοί βολβοί, το τετρημένον πέταλον του ηθμοειδούς, τα όρια μεταξύ του προσθίου και του μέσου κρανιακού βόθρου και το τρία κυστικά μορφώματα, τα αντιστοιχούντα εις τας κοιλίας του εγκεφάλου. Εις την σχηματικήν ταύτην παράστασιν φαίνεται καλώς ότι τα οπτικά νεύρα κατευθύνονται εκ του βολβού των οφθαλμών προς την πρώτην εκ των τριών κοιλιών την ευρισκομένην μετωπιαίως, η οποία αποτελεί το κέντρον της κοινής αισθητικότητος (Εικ. 3).


Εικ. 3

Εις ετέρας τρείς σχηματικάς παραστάσεις, χρονολογουμένας από το 1490 έως το 1500, ο Leonardo παριστάνει την σχέσιν των οφθαλμών και του οπτικού νεύρου προς τον εγκέφαλον. Εις την πρώτην εξ αυτών, οι οφθαλμικοί βολβοί φέρονται κάτωθεν του μετωπιαίου λοβού συγκρατούμενοι υπό του οπτικού νεύρου, ενώ έτεραι εγκεφαλικαί συζυγίαι φέρονται εκ των δομών της βάσεως προς τα κάτω και πρόσω. Τα οσφρητικά νεύρα φαίνονται προβάλλοντα προς τα πρόσω, προέχοντα εν μέσω των βολβών του οφθαλμού. Ο εγκέφαλος φαίνεται εκ της εξωτερικής του επιφανείας λείος, χωρίς να απεικονίζονται αι έλικες και αι αύλακες αυτού.

Εις την ετέραν των σχηματικών παρατάσεων, την ευρισκομένην παραπλεύρως της πρώτης, οι οφθαλμοί φαίνονται συγκρατούμενοι εκ του εγκεφάλου διά των οπτικών νεύρων, τα οποία σχηματίζουν το οπτικόν χίασμα, εκ του οποίου συνεχίζονται αι οπτικαί ταινίαι. Ετερα νεύρα, προφανώς αι οφθαλμοκινητικαί συζυγίαι, φέρονται εκ της κάτω επιφανείας του εγκεφάλου προς τον οφθαλμικόν βολβόν. Αι λοιπαί εγκεφαλικαί συζυγίαι φέρονται εκ της βάσεως του εγκεφάλου προς τα πρόσω χωρίς να είναι εφικτή η διάκρισις αυτών εις τα επί μέρους νεύρα. Ο εγκέφαλος φαίνεται εν οβελιαία διατομή, κατά την οποίαν αποκαλύπτεται το κοιλιακόν σύστημα, ουχί πλέον ως τρία συμμετρικά κυστικά μορφώματα, αλλά ως τρείς ανισότιμοι σχηματισμοί, εκ των οποίων ο είς, δρεπανοειδούς σχήματος, φέρεται υψηλότερον των ετέρων, αρχόμενος εξ απεστρογκυλωμένου κεφαλικού πέρατος και απολήγων εις οξύαιχμον πέρας ινιακώς.

Ο δεύτερος εκ των σχηματισμών, ωοειδούς σχήματος, συνδέεται μετά του κεφαλικού πέρατος του δρεπανοειδούς σχηματισμού αφ' ενός και μετά του τρίτου σφαιρικού σχηματισμού, ο οποίος ευρίσκεται εις κατωφερέστερον επίπεδον εν σχέσει προς τους τρείς άλλους. Διά του τρόπου αυτού απεικονίζονται ακριβέστερον αι πλάγιαι κοιλίαι, υπό την μορφήν δρεπανοειδούς μορφώματος, η τρίτη κοιλία υπό την μορφήν ωοειδούς μορφώματος και η τετάρτη κοιλία υπό την μορφήν σφαιρικού μορφώματος. Εκ παραλλήλου απεικονίζεται ο υδραγωγός του Sylvius εν μέσω της τρίτης και της τετάρτης κοιλίας.

Εις την επομένην εκ των τριών σχηματικών παραστάσεων διακρίνονται καλώς οι βολβοί, τα οπτικά νεύρα, το οπτικόν χίασμα, αι οπτικαί ταινίαι, ο μέσος κλάδος του τριδύμου, κατανεμόμενος εις το μέσον τριτημόριον του προσώπου και ο κάτω κλάδος αυτού κατανεμόμενος εις την περιοχήν της κάτω γνάθου. Εκ παραλλήλου διακρίνονται το γλωσσοφαρυγγικόν και το πνευμονογαστρικόν νεύρον κατά την πορείαν αυτών εις τον τράχηλον. Κατά την εν λόγω οβελιαίαν διατομήν διακρίνεται ο νωτιαίος μυελός εντός του σπονδυλικού τρήματος και η έκφυσις τριών εκ των προσθίων και οπισθίων ριζών και τα υπ' αυτών σχηματιζόμενα νεύρα φερόμενα εις τα πλάγια του τραχήλου.

Εις ετέραν μικράν σχηματικήν παράστασιν διακρίνονται το οσφρητικόν νεύρον, οι βολβοί, το οπτικόν χίασμα, ο δεύτερος κλάδος του τριδύμου νεύρου και τα δύο πνευμονογαστρικά νεύρα.

Πλησίον της προηγουμένης σχηματικής παραστάσεως εις το ίδιον χειρόγραφον υπάρχει μικρά σχηματική παράστασις του κοιλιακού συστήματος και ωρισμένων εκ των κρανιακών νεύρων. Εις την παράστασιν αυτήν απεικονίζονται αι πλάγιαι κοιλίαι μετά αμφοτέρων των ινιακών κεράτων αυτών, η τρίτη και η τέτάρτη κοιλία ως συνέχεια της τρίτης, υπό μορφήν ευμεγέθους σωληνοειδούς σχηματισμού. Εκ παραλλήλου φαίνονται οι οφθαλμοί μετά των οπτικών νεύρων, του χιάσματος και των οπτικών ταινιών, αι οποίαι φαίνονται ότι καταλήγουν εις τα μετωπιαία κέρατα των πλαγίων κοιλιών, ενώ από την μεσότητα της τρίτης κοιλίας φαίνεται ότι αρχίζει το πνευμονογαστρικόν νεύρον. Η τέτάρτη κοιλία περατούται εις τον νωτιαίον μυελόν.

Εις την εν λόγω σχηματικήν παράστασιν φαίνεται ότι το πνευμονογαστρικόν νεύρον εξορμάται εκ του κοιλιακού συστήματος, γεγονός το οποίον δίδει ιδιαιτέραν βαρύτητα εις τον ρόλον τον οποίον διαδραματίζει το εν λόγω νεύρον εις την σύνδεσιν των λειτουργιών της ψυχής μετά των σωματικών εκφράσεων αυτών. Κατά την πορείαν του το πνευμονογαστρικόν νεύρον φαίνεται ότι εξαπλούται επί της μεσεντερίου φλεβός ή vena meserica, ως αποκαλεί αυτήν ο Leonardo.

Εις έτερον χειρόγραφον το κοιλιακόν σύστημα απεικονίζεται εκ νέου εις οβελιαίαν διατομήν υπό διττήν μορφήν, αφ' ενός μεν εντός του εγκεφάλου, έχον ενιαίας τας πλαγίας κοιλίας αι οποίαι διαχωρίζονται μόνον κατά τα ινιακά κέρατα αυτών, τα οποία αρχίζουν από την μεσότητα του σώματος, αφ' ετέρου έχον διαχωριζομένας τας πλαγίας κοιλίας, αι οποίαι συνδέονται μόνον διά των μετωπιαίων κεράτων αυτών (Εικ. 4). Εις αμφοτέρας τας σχηματικάς παραστάσεις αι πλάγιαι κοιλίαι επικοινωνούν μετά της τρίτης κοιλίας διά του μετωπιαίου πέρατος αυτών, η δε τρίτη μετά της τε τάρτης διά ευμεγέθους υδραγωγού, ο οποίος φέρεται καμπυλοειδώς εκ των πρόσω προς τα οπίσω και κάτω. Εις την μίαν εκ των σχηματικών αυτών παραστάσεων η τρίτη κοιλία φέρεται προς τα κάτω διά κυλινδρικού σχηματισμού, ο οποίος καταλήγει εις το πνευμονογαστρικόν νεύρον (Εικ. 4), ενώ εις την ετέραν εξ αυτών η τρίτη κοιλία σφαιροειδής ούσα φέρεται προς το πνευμονογαστρικόν νεύρον διά λεπτού σωληνοειδούς σχηματισμού.


Εικ. 4

Εις το αυτό χειρόγραφον υπάρχει εγκαρσία διατομή εγκεφάλου βοός απεικονίζουσα το κοιλιακόν σύστημα εντός του εγκεφάλου. Εις την σχηματικήν ταύτην παράστασιν διακρίνονται αμφότεραι αι πλάγιαι κοιλίαι συνδεόμεναι διά των μετωπιαίων περάτων αυτών μετά της τρίτης κοιλίας, η οποία φαίνεται ως κορυνοειδής σχηματισμός μετά σφαιροειδών απεστρογκυλωμένων περάτων, φέρων οπήν εις το κέντρον, η οποία καταλήγει ως φαίνεται εις το πνευμονογαστρικόν νεύρον. Διά των σφαιροειδών περάτων της η τρίτη κοιλία επικοινωνεί εκ των πρόσω μεν μετά των μετωπιαίων περάτων των πλαγίων κοιλιών, εκ των οπίσω δε μετά της τετάρτης κοιλίας, η οποία φαίνεται ως ισοσκελής τριγωνικός σχηματισμός μετά απεστρογκυλωμένων γωνιών, της κορυφαίας γωνίας φερομένης προς τα οπίσω ενώ αι παρά την βάσιν γωνίαι συνδέονται μετά της τρίτης κοιλίας.

Ο Leonardo εις τας σημειώσεις του επί του χειρογράφου εξηγεί ότι αι σχηματικαί παραστάσεις του κοιλιακού συστήματος στηρίζονται εις εκμαγεία εκ κηρού, τα οποία ο ίδιος κατεσκεύασεν, διά της εισόδου κηρού εν τήξει διά μέσου του τρήματος, το οποίον θέτει εις επικοινωνίαν την τετάρτην κοιλίαν μετά της μείζονος δεξαμενής. Την χρησιμοποιηθείσαν τεχνικήν περιγράφει και συνιστά αυτήν ως ακολούθως:

«Διάνοιξε δύο οπάς εις τα κέρατα των μεγάλων κοιλιών (των πλαγίων κοιλιών) και εισάγαγε κηρόν εν τήξει διά μίας οπής εις την κοιλίαν της μνήμης (ήτοι την τετάρτην κοιλίαν) χρησιμοποιών μίαν σύριγγα. Όταν ο κηρός υποστή τήξιν απομάκρυνε την εγκεφαλικήν ουσίαν και θα ίδης κατά τέλειον τρόπον το σχήμα των κοιλιών. Πρό της εισαγωγής του κηρού θα πρέπη να εισαγάγης λεπτούς σωλήνας εις τας κοιλίας διά να διαφύγη ο αήρ κατά την είσοδον του κηρού εις αυτάς.

Εις το αυτό χειρόγραφον παρίσταται σχηματικώς η κάτω επιφάνεια του εγκεφάλου, εις την οποίαν διακρίνεται η κάτω επιφάνεια του μετωπιαίου λοβού, του κροταφικού λοβού, του ινιακού λοβού, οι πόλοι του οποίου απέχουν ικανώς μεταξύ των και η παρεγκεφαλίς, η οποία είναι πολύ μικροτέρα του φυσιολογικού. Εκ παραλλήλου εις περιοχήν η οποία προφάνώς αντιστοιχεί εις τον μίσχον και την χοάνην της υποφύσεως παρατηρείται υπό την μορφήν ακτινοειδούς πλέγματος το θαυμάσιον δίκτυον (rete mirabile), η σημασία του οποίου ήτο ιδιαιτέρως σημαντική κατά τας αντιλήψεις της μεσαιωνικής ιατρικής. Εκ παραλλήλου ήτο αντιληπτή η πλουσία αγγειακή κάλυψις της βάσεως του εγκεφάλου διά των αναστομώσεων μεταξύ των αρτηριακών κλάδων πέριξ των μαστίων, του μίσχου και της χοάνης της υποφύσεως, του οπτικού χιάσματος προς τα πρόσω και του μεσοσκελιαίου βόθρου προς τα οπίσω, αι οποίαι εν τω συνόλω των συνθέτουν τον αναστομωτικόν δακτύλιον της βάσεως του εγκεφάλου, περιγραφέντα διεξοδικώς αργότερον υπό του Willis.

Κατά τον Leonardo η τετάρτη κοιλία, η οποία κατά τας προγενεστέρας αντιλήψεις αλλά και κατά τας ιδικάς του απόψεις αποτελεί το κέντρον της συνειδήσεως, χρησιμεύει εκ παραλλήλου και ως δέκτης των αστικών ερεθισμάτων δεδομένου ότι συνδέεται μετά των περισσοτέρων κρανιακών νεύρων, διά των οποίων δύνανται αι απτικαί διεγέρσεις να ακολουθήσουν κεντρομόλον πορείαν. Την άποψιν ταύτην διατυπώνει ο Leonardo εις το αυτό χειρόγραφον ως ακολούθως: «Εφ' όσον είδαμεν σαφώς ότι η κοιλία a (η τετάρτη κοιλία) ευρίσκεται εις το τέλος του προμήκους, ένθα όλα τα νεύρα καταλήγουν και μεταφέρουν την αίσθησιν της αφής, δυνάμεθα να δεχθώμεν ότι η αίσθησις της αφής φέρεται προς την εν λόγω κοιλίαν, εν όψει το γεγονότος ότι η φύσις ενεργεί κατά τον συντομότερον τρόπον και ότι αι αισθήσεις ακολουθούν την συντομοτέραν οδόν».

Εις έτερον χειρόγραφον ο Leonardo παρουσιάζει σχηματικώς τους βολβούς των οφθαλμών εις οριζόντιον επίπεδον, ως θα εφαίνετο εκ των άνω πρός τα κάτω, αφ' ενός μεν εντός των οστικών δομών του κρανίου, αφ' ετέρου δε εκτός αυτών. Εις την σχηματικήν παράστασιν των οφθαλμών, οι οποίοι ευρίσκονται εντός των οφθαλμικών κόγχων, διακρίνεται το οσφρητικόν νεύρον διερχόμενον ύπερθεν των δύο οπτικών νεύρων και καταλήγον εις τον οσφρητικόν βολβόν επί του τετρημένου πετάλου του ηθμοειδούς.

Συμπεράσματα επί του έργου του Leonardo

Ο Leonardo υπήρξεν η αντιπροσωπευτικοτέρα μορφή της Αναγεννήσεως. Προικισμένος διά μοναδικής ευφυίας, συνεδύασεν την παρατηρητικότητα και την ερμηνευτικήν προσπάθειαν του επιστήμονος, μετά της φιλοσοφικής σκέψεως και της καλλιτεχνικής ευαισθησίας και ωδηγήθη εις υψηλής ποιοτικής στάθμης δημιουργικότητα, η οποία επεξετάθη εις όλους τους χώρους εις τους οποίους δύναται να διεισδύση ο προβληματισμός και η αγωνία του στοχαστού.

Παρετήρη πάντοτε μετά ιδιαιτέρας προσοχής όλα τα φυσικά φαινόμενα, από την κίνησιν των υδάτων και των ανέμων, τον ήλιον, τας φάσεις και την έκλειψιν της σελήνης, τα παλιρροιακά κύματα μετά από τους σεισμούς, την διαμόρφωσιν των ποταμών, την στατικήν των βράχων, την διαμόρφωσιν των κλάδων των δένδρων, έως την πτήσιν των πτηνών, την κίνησιν των ζώων, την κίνησιν των σωμάτων εις τον αέρα και εντός του ύδατος, την κίνησιν εις την επιφάνειαν της γής, την κίνησιν των οφθαλμών και της κεφαλής, το άσμα των πτηνών, τον ήχον των ανέμων, το χρώμα των ανθέων, το χρώμα του ουρανού, τας φωτοσκιαστικάς αντιθέσεις κατά την ώραν της ανατολής και της δύσεως του ηλίου, την εναλλαγήν του χρυσού και της πορφύρας του ουρανού, τας αργυράς ακτίνας της σελήνης, το χρώμα των πετρωμάτων.

Παρετήρη την φύσιν, από την οποίαν συνεχώς εδιδάσκετο και εξήγαγεν ιδέας και σκέψεις, τας οποίας προσεπάθη να οργανώση και να συστηματοποιήση εισάγων αυτάς εις τα πλαίσια του επιστημονικού λογισμού. Εκάστη φυσική κίνησις εις τον αισθητόν κόσμον ερμηνεύετο διά των αρχών της μηχανικής και καθίστατο πηγή εμπνεύσεως κατασκευής οχημάτων ή μηχανικών μέσων διά των οποίων θα επετυγχάνετο η μείζων παραγωγή έργου διά της μικροτέρας καταβολής δυνάμεως.

Εκάστη παρατήρησις απετέλει έναυσμα διά πειραματικήν επιβεβαίωσιν του φαινομένου και εξεύρεσιν τρόπων πρακτικής ερμηνείας και θεωρητικής ενατενίσεως. Παρ' όλην την πολυμάθειαν του, την οποίαν εκείνος μετά σεμνότητος ηρνείτο, αποκαλών εαυτόν «αμαθή» (uomo senza lettere) και την εύλογον τάσιν της εποχής του προς αποδοχήν μετά ευλαβείας των γνώσεων, αι οποίαι μετελαμπαδεύθησαν διά της ελληνολατινικής και της αραβικής γραμματολογίας, προσεπάθη να αποδεχθή αυτάς, ουχί υπό την επήρειαν του κύρους του συγγραφέως αυτών, αλλά κατόπιν διηθήσεως αυτών διά μέσου του ηθμού της κριτικής σκέψεως, της επιμελούς παρατηρήσεως και της πειραματικής επιβεβαιώσεως αυτών.

Ο οφθαλμός θα πρέπη να παρακολουθή, να παρατηρή και να εισάγη διηνεκώς τα φαινόμενα της φύσεως, τα οποία καθορίζονται εκ της λογικής αναγκαιότητος και της εγγενούς νομοτελείας δεδομένου ότι ούτος, ως παράθυρον της ψυχής, αποτελεί την κυρίαν πύλην εισόδου πληροφοριών διά τον νούν και την ψυχήν και την κυρίαν οδόν επικοινωνίας μετά του περιβάλλοντος κόσμου της φύσεως.

Ο νους θα πρέπη να ερμηνεύη αυτάς τας αισθητηριακάς πληροφορίας και να κατανοή δι' αυτών το μυστήριον της απεράντου σοφίας του Θεού, το οποίον εκφράζεται εις την αρμονίαν του σύμπαντος, την ωραιότητα της φύσεως και την λειτουργικότητα των βιολογικών υποστάσεων.

Πέραν όμως των φυσικών οφθαλμών υπάρχουν και οι οφθαλμοί της φαντασίας, διά των οποίων ο άνθρωπος εισέρχεται εις ένα υπέροχον μυστικόν κόσμον, διά του οποίου δύναται να επιτύχη μοναδικάς προεκτάσεις του αισθητού κόσμου και δι' αυτών να κατανοήοη τα μυστικά και εσωτερικά βιώματα της ψυχής και να προεκτείνη τας συλλήψεις της θεωρητικής σκέψεως εντός ενός απωτέρου χρόνου.

Η εμπειρία, η οποία απορρέει εκ της προσεκτικής παρατηρήσεως και της κριτικής αναλύσεως των υπαρκτών δεδομένων, προασπίζει τον επιστήμονα από εσφαλμένας εκτιμήσεις, πεπλανημένα συμπεράσματα και αστόχους προεκτάσεις των θεωρητικών αναζητήσεων.

Εκ παραλλήλου η εμπειρία, ως μήτηρ της βεβαιότητος, προασπίζει τον στοχαστήν από τας ατέρμονας αμφισβητήσεις και από τας ενδεχομένας αποκλίσεις εκ της λογικής και πραγματιστικής σκέψεως και τας περιπλανήσεις εις τον απέραντον θεωρητικόν χώρον, καθισταμένη εν τελική αναλύσει, αληθής μήτηρ της σοφίας.

Η αναζήτησις της αληθούς γνώσεως αποτελεί τον κύριον σκοπόν του επιστήμονος και του στοχαστού. Εάν ο αλχημιστής αναλίσκη την ζωήν του εις την αναζήτησιν του χρυσού και εις την μεταβολήν ετέρων μορφών της ύλης εις χρυσόν, πόσον περισσότερον σκόπιμος είναι η ανάλωσις της ζωής εις την αναζήτησιν του αφθόνου χρυσού της γνώσεως και της σοφίας, ο οποίος ευρίσκεται εντός της δημιουργίος και ιδίως εντός της λειτουργίας των βιολογικών δομών.

Κατά τον Leonardo, η γνώσις της μαθηματικής επιστήμης είναι απαραίτητος προϋπόθεσις κατανοήσεως του φυσικού κόσμου. Εγραφεν χαρακτηριστικώς: «Να μη μελετήση τα έργα μου εκείνος, ο οποίος δεν είναι γνώστης των μαθηματικών».

Η προσέγγισις εκάστου προβλήματος θα πρέπη να γίνεται κατά την μεθοδολογίαν της Ευκλειδίου γεωμετρίας. Τιθεμένου του προβλήματος να αναζητώνται όλαι αι ενδεχόμεναι λύσεις, να γίνεται η λογική θεώρησις εκάστης και να επιλέγεται εκείνη, η οποία ανταποκρίνεται προς τα υφιστάμενα ήδη αξιώματα και τας αποδεχθείσας αρχάς, να επιδιώκεται δε πάντοτε η επαλήθευσις της δοθείσης λύσεως.

Εις την φύσιν, ο οργανικός και ο ανόργανος κόσμος υπόκεινται, εις τελικήν ανάλυσιν, εις τους ιδίους νόμους. Ο άνθρωπος είναι μέρος του κόσμου, εις τον οποίον ο μικρόκοσμος συνυπάρχει μετά του μακροκόσμου και αποτελεί δομικόν και λειτουργικόν μέρος αυτού.

Εις τον χώρον της ζωγραφικής ο Leonardo προσεπάθη να μεταφέρη όλας τας γνώσεις του εκ της μελέτης του αισθητού κόσμου και των μαθηματικών, διά να δυνηθή να εγγίση την τελειότητα. Προσεπάθησεν να τελειοποιήση την διατήρησιν των αναλογιών και την προοπτικήν, η οποία κατ' αυτόν αποτελεί τον γνώμονα της ζωγραφικής, αναπτύξας την δυνατότητα προοπτικής υπό διαφόρους οπτικάς γωνίας, διά της οποίας θα παρείχετο σαφώς η στερεοσκοπική αίσθησις. Εκ παραλλήλου έδωσεν ιδιαιτέραν βαρύτητα εις τας διαβαθμίσεις της φωτεινότητος και εις τας φωτοσκιαστικάς αντιθέσεις διά των οποίων υπεγραμμίζετο έτι μάλλον η στερεοψική προσέγγισις του αντικειμένου.

Τα έργα της ζωγραφικής, τα οποία εφιλοτέχνησεν καθ' όλην την διάρκειαν της ζωής του ήσαν αριθμητικώς περιωρισμένα, πολλά δε εξ αυτών παρέμειναν ημιτελή, αλλά όσα εξ αυτών ωλοκληρώθησαν ήγγισαν την τελειότητα.

Εις τας προσωπογραφίας του ήθελεν διά μέσου της μορφής να αποκαλύψη τα ενδότερα βιώματα της ψυχής. Η κλίσις της κεφαλής, η έκφρασις του προσώπου, η κίνησις των μελών, η θέσις της άκρας χειρός και ιδιαιτέρως η έκφρασις των οφθαλμών και η σύσπασις των μιμικών μυών του προσώπου απετέλουν διά τον Leonardo επιφανείας εις τας οποίας ενεχαράσσοντο τα συναισθήματα, αι σκέψεις, αι προσδοκίαι και τα βιώματα υπό των οποίων διακατείχετο η ψυχή. Ιδιαιτέρως η κόρη των οφθαλμών απετέλει το παράθυρον της ψυχής. Η μύσις ή η μυδρίασις αυτής εξέφραζεν την αγωνίαν, την ανησυχίαν, την ανασφάλειαν της ψυχής. Τόσον το φως εκ του περιβάλλοντος όσον και το εσωτερικόν φως της ψυχής επιδρούν και μεταβάλλουν την κόρην των οφθαλμών, η οποία καθίσταται έν κάτοπτρον αντικατοπτρίζον τας διεργασίας μεταξύ του αισθητού κόσμου και της ανθρωπίνης ψυχής.

Η μελέτη της ανατομικής διά τον Leonardo δεν ήτο μόνον μία επιστημονική ενασχόλησις, ήτο κυρίως μία προσπάθεια εισόδου εις το μυστήριον της ψυχοσωματικής ενότητος του ανθρώπου και κατ' επέκτασιν εις τας δομάς, διά των οποίων λειτουργεί και εκφράζεται η ψυχή.

Ανατόμοι υπήρξαν και προ του Leonardo. Ήδη o Αριστοτέλης εδίδασκεν την ανατομικήν διά διαγραμμάτων, σχημάτων και παραδειγμάτων. Οι μεγάλοι αλεξανδρινοί ανατόμοι Ηρόφιλος και Ερασίστρατος προσεπάθουν να διδάσκουν διά σχηματικών παραστάσεων και διαγραμμάτων τας δομάς του ανθρωπίνου σώματος.

Το 1316 η ανατομική του Μουντίνου απετέλεσεν σταθμόν, δεδομένου ότι εστηρίχθη κυρίως επί ιδίων παρατηρήσεων, κατόπιν νεκροτομών και ουχί εις περιγραφάς προγενεστέρων ανατόμων. Εν τούτοις υπό του Μουντίνου δεν καταβάλλεται προσπάθεια συνδέσεως των ανατομικών παρατηρήσεων μετά της λειτουργικότητος των επί μέρους δομών και της ολότητος του ανθρωπίνου οργανισμού, όπως τούτο εκδήλως εκφράζεται εις το έργον του Leonardo.

Ο Leonardo ησχολήθη μετά της ανατομικής υπό το κράτος δύο βασικών κινήτρων.

Κατά κύριον λόγον, ως ζωγράφος, επεζήτει την ακριβή απεικόνισιν του ανθρωπίνου σώματος, η οποία συνεπάγεται καλήν γνώσιν των οστικών δομών και των μυϊκών μαζών και της κινητικότητος αυτών, δι' ό και μέγα μέρος του ανατομικού έργου του αναφέρεται κυρίως εις τα οστά του κορμού και των άκρων και ιδίως εις τους μύες των άκρων και την κινητικήν συμπεριφοράν αυτών.

Κατά δεύτερον λόγον, ως επιστήμων και φιλόσοφος, επεθύμει να κατανοήση το φαινόμενον της ψυχοσωματικής ενότητος του ανθρώπου και τον τρόπον επιδράσεως της ψυχής επί των λειτουργιών του ανθρωπίνου σώματος.

Στρεφόμενος εις τον εγκέφαλον επέλεξεν τρία κυρίως σημεία αναφοράς επί των οποίων προέβη εις διεξοδικήν μελέτην.

α. Εμελέτησεν τον οφθαλμόν, το οπτικόν νεύρον και την οπτικήν οδόν, θεωρών ότι διά της οράσεως εισέρχεται το μεγαλύτερον μέρος των πληροφοριών εκ του αισθητού κόσμου εις την ανθρωπίνην ψυχήν. Εκ της οράσεως δε επίστευεν, ότι διαμορφούται μέγα μέρος της ανθρωπίνης ψυχής τόσον εις τον χώρον του συναισθήματος, όσον και εις τον χώρον της λογικής εκτιμήσεως και της κριτικής αναλύσεως των δεδομένων, των προερχομένων εκ του αισθητού κόσμου. Τόσον αι εικαστικαί τέχναι όσον και η φυσική επιστήμη και τα μαθηματικά, στηρίζονται εις πληροφορίας, αι οποίαι απορρέουν εκ της οπτικής αντιλήψεως.

Ο Leonardo προσεπάθησεν να μελετήση την λειτουργίαν του οφθαλμού και να κατανοήση τον σχηματισμόν του ειδώλου επί του αμφιβληστροειδούς επί τη βάσει των αρχών της οπτικής, εν συνεχεία δε προσεπάθησεν να ερμηνεύση τον τρόπον μεταδόσεως της πληροφορίας εις τον εγκέφαλον. Παρά δε το γεγονός, ότι ανεγνώριζεν την ύπαρξιν του οπτικού χιάσματος, το οποίον επακριβώς απεικόνιζεν εις τα πλέον προηγμένα ανατομικά σχήματα αυτού, εις τα οποία εκ παραλλήλου απεικόνιζεν την οπτικήν ταινίαν, εν τούτοις δεν υφίστανται ενδείξεις ότι ο Leonardo εγνώριζεν τον χιασμόν των ρινικών ινών του οπτικού νεύρου διά του χιάσματος και την διατήρησιν των κροταφικών ινών αχιάστων, ούτε εγνώριζεν την σχέσιν των έξω γονατωδών σωμάτων μετά της οπτικής οδού. Εν αντιθέσει συνέδεεν το οπτικόν νεύρον μετά των κοιλιών του εγκεφάλου πιστεύων, ότι διά του τρόπου αυτού θα κατεδείκνυεν την είσοδον των οπτικών πληροφοριών εις τον χώρον της ψυχής. Εκ παραλλήλου αποδεχόμενος τας προγενεστέρας αντιλήψεις συμφώνως προς τας οποίας η προσθία μοίρα του τελικού εγκεφάλου απετέλει το κέντρον της αισθητικότητος συνέδεεν το οπτικόν νεύρον μετά του προσθίου πέρατος των πλαγίων κοιλιών, το οποίον προφανώς εθεώρει ως κέντρον υποδοχής των αισθητικοαισθητηριακών ώσεων.

Ο Leonardo, εκ παραλλήλου, ων υπερμνήμων, εθαύμαζεν την φωτογραφικήν καλουμένην μνήμην, συμφώνως προς την οποίαν η οπτική παράστασις ενεχαράζετο εις την συνείδησιν ως είχεν, χωρίς o χρόνος να δύναται να προκαλέοη αλλοιώσεις τόσον εις το σχήμα όσον και εις την χρωματικήν έκφρασιν αυτής. Εύλογος, ως εκ τούτου ήτο η άμεσος σύνδεσις υπ' αυτού της οπτικής οδού μετά του κοιλιακού χώρου, η συσχέτισις του οποίου μετά της συνειδήσεως ήτο άμεσος.

β. Ο Leonardo αναζητών επιμόνως τας δομάς, διά των οποίων η ψυχή εκφράζει την λειτουργικότητα της, προσεπάθησεν να μελετήση επισταμένως το κοιλιακόν σύστημα του εγκεφάλου, επηρεαζόμενος εκ των επικρατουσών απόψεων συμφώνως προς τας οποίας η ψυχή κατασκηνοί εις τας κοιλίας του εγκεφάλου.

Εν τούτοις, η προσπάθεια ανευρέσεως της ψυχής, ως βασικόν κίνητρον των ανατομικών παρατηρήσεων, συνέτεινεν, ώστε ο Leonardo να μη περιγράψη τα χοριοειδή πλέγματα, παρά το γεγονός ότι επεσήμανεν την ύπαρξιν του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, ούτε επί πλέον να αποδεχθή τας απόψεις του Μουντίνου επί της βαλβιδικής δράσεως των χοριοειδών πλεγμάτων. Εκ παραλλήλου παρά το γεγονός, ότι προέβη εις την κατασκευήν εκμαγείων του κοιλιακού συστήματος του εγκεφάλου, διά κηρού, εν τούτοις δεν απεικόνισεν αυτό σχηματικώς, εκφράζων την πραγματικήν μορφολογίαν του και τας φυσικάς διαστάσεις αυτού, αλλά έδωσεν ιδιαιτέρα βαρύτητα εις την απεικόνισιν των ινιακών κεράτων των πλαγίων κοιλιών και εις την μεγιστοποίησιν των διαστάσεων της τρίτης και της τετάρτης κοιλίας, αι οποίαι συνεδέοντο αφ' ενός μεν η τρίτη μετά της μεταδόσεως του φλέγματος εις την χοάνην της υποφύσεως και εν συνεχεία εις όλον το σώμα, αφ' ετέρου δε η τετάρτη κοιλία μετά της λειτουργίας της μνήμης.

Είναι ενδιαφέρον το γεγονός, ότι υπό του Leonardo ο φλοιός των εγκεφαλικών ημισφαιρίων απεικονίζεται λείος, παρά το γεγονός ότι προέβη ούτος εις ανατομικάς μελέτας κυρίως επί του ανθρώπου και εις μάλλον περιωρισμένην έκτασιν επί των ζώων. Εν τούτοις η αντίληψις ότι ο κύριος λειτουργικός χώρος του εγκεφάλου ήτο το κοιλιακόν σύστημα, δεν ώθησεν τον Leonardo εις την αναγνώρισιν της αξίας του εγκεφαλικού φλοιού και εις την ερμηνείαν της υπάρξεως των ελίκων, ως αποτέλεσμα της αναγκαιότητος της αυξήσεως της φλοιικής επιφανείας επί του ανθρώπου.

γ. Ο Leonardo προσεπάθησεν να απεικονίση και να περιγράψη τα κρανιακά νεύρα, πιστεύων, συμφώνως προς τας προγενεστέρας αντιλήψεις, ότι δι' αυτών εξεφράζοντο αι βουλήσεις της ψυχής επί του σώματος. Εν τούτοις έδωσεν ιδιαιτέραν βαρύτητα (α) εις το οσφρητικόν και το οπτικόν νεύρον, λόγω της εισόδου δι' αυτών πληροφοριών εις την ψυχήν, (β) εις τα οφθαλμοκινητικά νεύρα, διά των οποίων καθορίζεται η γεωμετρία της οράσεως (γ) εις το ακουστικόν νεύρον, το οποίον συνέδεεν κατά τρόπον άμεσον μετά της τρίτης κοιλίας και μετέφερεν τους ήχους, την μουσικήν και τον προφορικόν λόγον εις τον χώρον της ψυχής και (δ) το πνευμονογαστρικόν νεύρον, εξαπλούμενον εις τον θώρακα και την κοιλίαν, διά του οποίου ο εγκέφαλος και η ψυχή ήλεγχον και διεμόρφωνον την λειτουργίαν των ζωτικών οργάνων του σώματος.

Εις τας σχηματικάς παραστάσεις του εγκεφάλου υπό του Leonardo, φαίνονται ευκρινώς το τρίδυμον και το προσωπικόν νεύρον, διά των οποίων, κατ' αυτόν διαμορφώνεται η μιμική έκφρασις του προσώπου και εξωτερικεύονται τα συναισθήματα και τα βαθύτερα βιώματα της ψυχής, τα οποία καθορίζουν την φυσιογνωμίαν του προσώπου. Τα υπόλοιπα νεύρα αναγράφονται διά συμβόλων άλλοτε εις το σημείον της εκφύσεως αυτών, άλλοτε εις το τετμημένον περιφερικόν πέρας αυτών, χωρίς να υφίστανται ενδείξεις ότι ο Leonardo εγνώριζεν την πορείαν και την λειτουργικότητα αυτών.

Η παρεγκεφαλίς απεικονίζετο υπό του Leonardo ως μικρά σφαιρική μάζα εις την κάτω επιφάνειαν του εγκεφάλου και ως υπόκυρτον έπαρμα εις τας οβελιαίας τομάς, χωρίς να δίδεται ιδιαιτέρα έμφασις εις την λειτουργικότητα αυτής.

Εν κατακλείδι ο Leonardo παρ' όλην την ανατομικήν δεινότητα εις την περιγραφήν των μυών, των σπλάχνων και ιδίως της καρδίας μελετήσας τον εγκέφαλον δεν προσεπάθησεν να προβή εις λεπτομερή περιγραφήν της μορφολογίας αυτού, αλλά επεδίωξεν να αναζητήση εις τας εσωτερικάς δομάς αυτού το μυστήριον της ψυχοσωματικής υποστάσεως του ανθρώπου. Γνωρίζων ότι η λειτουργία του εγκεφάλου δεν θα ηδύνατο να ερμηνευθή επί τη βάσει των αρχών της μηχανικής και της υδροδυναμικής, όπως η λειτουργία της καρδίας, ηρκέσθη εις την σχηματοποίησιν των οδών εισόδου των πληροφοριών, του υποθετικού χώρου της επεξεργασίας αυτών και του τρόπου εξόδου των διεργασιών αυτού κατά απλουστευμένον τρόπον, ανάλογον προς τας αρχάς της συγχρόνου πληροφορικής.

Εν αντιθέσει προς τον αισθητόν κόσμον, έναντι του οποίου ο Leonardo, ήτο ο αντικειμενικός παρατηρητής, ο επιστήμων, ο πραγματιστής, ο εφευρέτης, ο εμπνεόμενος εκ της φυσικής πραγματικότητος, ο τεχνοκράτης, έναντι του ανθρώπου ήτο ο στοχαστής, ο φιλόσοφος, ο ψυχολόγος, ο οραματιστής.

Ο Leonardo ουδέποτε θα επεδίωκεν τον τίτλον του Ανατόμου. Το έργον του, ογκώδες μεν, σχηματοποιημένον δε κατά τρόπον καλαίσθητον ως προς τας γραφικάς παραστάσεις, εκτίθεται εις τα χειρόγραφα αυτού κατά μη συστηματικόν τρόπον, εν μέσω πολλών δυσαναγνώστων σημειώσεων, επεξηγήσεων, παρατηρήσεων, μαθηματικών σχέσεων, συμβόλων, γεωμετρικών σχημάτων, σχηματικών παραστάσεων φυτών, κρίσεων και σκέψεων, αι οποίαι καταδηλούν μεν την ιδιαιτέρως προηγμένην ευφυίαν αυτού και την δυνατότητα να περιγράψη τας παρατηρήσεις του κατά τρόπον εποπτικόν, δίδει νέαν διάστασιν εις την μελέτην και ανάλυσιν των ανατομικών δομών, αλλά εκ παραλλήλου αποκαλύπτει την έλλειψιν διδακτικής μεθοδικότητος και την δυνατότητα συστηματικής παρουσιάσεως των ευρημάτων αυτού.

Ο Leonardo υπήρξεν κυρίως ο στοχαστής και o προφήτης μίας νέας εποχής. Τόσον εις τα έργα της ζωγραφικής όσον και εις τα ανατομικά σχήματα αυτού διακρίνεται η αγωνία της εσωτερικής διεργασίας. Η αγωνία της βαθυτέρας κατανοήσεως και της βαθυτέρας ερμηνείας των φαινομένων, η αγωνία της πορείας προς την υπόστασιν του αιτίου, εκ του οποίου απορρέει το φαινόμενον. Εις όλον το έργον του καταφαίνεται η μέθεξις αυτού εις την ζώσαν πραγματικότητα και η εναγώνιος προσπάθεια υπερβάσεως του μετρίου και αναζητήσεως μελλοντικών οδών ανευρέσεως και εκφράσεως της αληθείας.

Η μελέτη του έργου του Leonardo καταδεικνύει διαυγώς την ορθότητα των λόγων του Vesari, ότι η μεγαλοφυία είναι δώρον του Θεού και ουχί αποτέλεσμα των προσπαθειών του ανθρώπου.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Apokin I A: Leonardo da Vinci : the general concept of science and art, Voprosy Istor. Estestvoznan. i Tekhn. 1986; 4: 125-133.

Batkin LM.: The originality of Leonardo da Vinci's thought «examples» and «rules», Voprosy Istor. Estestvoznan. i Tekhn. 1986; 4: 116-125.

Belt Elmer: Leonardo the Anatomist, Kansas 1955.

Beltrami Luca: Documenti e memorie riguardanti la vita e le opere di Leonardo da Vinci in ordine cronologico. Milano 1919.

Brizio AM: Scritti di Leonardo da Vinci Turino 1952.

Bussagli M: Anatomia Artistica. Firenze 1996.

Bussagli M: A misura d' uomo Art e Dossier 1999; 146 suppl.:17-20

Γαληνός: De uso partium ix,4, Kuehn iii, 696-700.

Γαληνός: De anatomicis administrationibus ix, 4; Kuehn iii, 637.

Calder Ritchie: Leonardo and the Age of the Eye 1970.

Calvi Gerolamo: I manoscritti di Leonardo da Vinci, dal punto di vista cronologico, storico e biografico. Bologna 1925.

Calvi Gerolamo: II codice di Leonardo da Vinci della Biblioteca di Lord Leicester in Holkham Hall. Milano 1909.

Clagetti M: Leonardo da Vinci and the medieval Archimedes, Physis - Riv. Internaz. Storia Sci. 1969; 11:100-151.

Clark K: Leonardo da Vinci: An account of his Development as an artist. New York Macmillan 1939.

Clark K: Leonardo da Vinci, new ed. rev. by Martin Kemp 1988.

Clark K, Pedretti C: The Drawings of Leonardo da Vinci in the Collection of Her Majesty the Queen at Windsor Castle, 2nd ed., 3 vol. 1968.

Clark K, Pedretti C: The Drawings of Leonardo da Vinci in the Collection of Her Majesty the Queen at Windsor Castle, 2nd ed., vol. 1 London, Phaidon 1968; 4-5,170.

Clark K: A catalogue of Drawings of Leonardo da Vinci in the Collection of His Majesty the King at Windsor Castle. Cambridge England 1935.

Clark K, Pedretti C: A catalogue of Drawings of Leonardo da Vinci in the Collection of Her Majesty the Queen at Windsor Castle. Vol. 3 London 1968-1969.

Coke Thomas: General instructions for drawing and designinig human figures reduced to geometrical rule from the original drawings of Lionardo da Vinci. London 1720.

Dante A: Paradiso ii, 94-96.

Daremberg C: Exposition des connaissances de Galen sur I' anatomie, la physiologie et la pathologie du system nerveux. These pour la Doctora en Medicine. Rignoux, Paris 1841.

Della Chiesa Angela Ottino: The Complete Paintings of Leonardo da Vinci 1967.

Dibner B: Machines and Weapons, in: Leonardo the Inventor, New York, 1980.

Duhem P: Etudes sur Leonard de Vinci, Paris, 1906-13.

Duval M: Hypothese sur la physiologie des centres nerveux: Theorie histologique du sommeil. Compt. Rend. Soc. Biol. Paris 1895;2:74-113.

Emboden William A: Leonardo da Vinci on Plants and Gardens 1987.

Falopio G: Observationes anatomicae. Venecia MA Ulmum 1561.

Fenyo I S: Leonardo da Vinci and mathematics Rend. Sem. Mat. Fis. Milano 1984; 54: 101-125.

Fumagalli G: Leonardo prosatore. Milano, Albrighi e Segati, 1915.

Gall FJ, Spultzheim G: Anatomie et Physiologie du systeme nerveux en general et du cenreau en particulier. Paris, F. Schoell 1810.

Giacomelli R, La dinamica di Leonardo da Vinci, Aerotecnica 1952; 22: 178-191.

Glasser H: Artists contracts of the early renaissance. New York and London 1077.

Guthrie LC: The history of Neurology. London, EG Millar, 1921.

Guenther de Andernach J: Institutiones Anatomicae. Basilea 1536.

Gould Cecil: Leonardo: The Artist and the Non-artist 1975.

Heydenreich L: Leonardo da Vinci, 2 vol. 1954.

Isman F: Un nuovo rinascimento a Milano. Art e Dossier 1999; 146 suppl.:8-11.

Keele Kenneth D: Leonardo da Vinci's Elements of the Science of Man (1983).

Keele Kenneth D, Pedretti Carlo: Leonardo da Vinci: Corpus of the Anatomical Studies in the Collection of Her Majesty the Queen at Windsor Castle, 3 vol. 1978-80.

Keele Kenneth, Pedretti Carlo: Corpus degli studi anatomici nella collezione di sua Maesta la Regina Elisabetta II nel castello di Windsor, Firenze/Giunti 1984, vol.3

Keele Kenneth D: Leonardo da Vinci's, Elements of the Science of Man (1983).

Keele Kenneth D: Leonardo da Vinci's «Anatomia naturale» Yale J. Biol Med. 1979; 52:363-409.

Kelen Emery: Fantastic Tales, Strange Animals, Riddles, Jests, and Prophecies of Leonardo da Vinci 1971.

Kemp Martin: Leonardo da Vinci: The Marvellous Works of Nature and Man. London, Melbourne, Toronto 1981 Kemp Martin: Leonardo on painting, Yale University Press, New Haven 1989.

Lanteri-Laura G.: H ιστορία της Φρενολογίας. Μετ. Κ. Πόταγος, Εξάντας, Αθήναι 1999.

Laurenza D: II teatro delle passioni. Art e Dossier 1999;146:19-32

Ludwig A: Leonardo da Vinci Das Buch von der Malerei. Vol. 2 Wien 1882

Lugaro E: I recenti progressi dell' anatomia del sistema nervoso in rapporto alla psicologia ed alla psichiatria. Riv. Patol. nerv.ment. 1899; 4:481-514, 537-547.

Macagno E O: Leonardo da Vinci: Engineer and scientist, in G Garbrecht (ed.), Hydraulics and Hydraulic Research: A Historical Review, Rotterdam-Boston 1987, pp. 33-54.

Marinoni A: I manoscritti di Leonardo da Vinci, Comitato Nazionale Per Le Onoranze A Leonardo Da Vinci Nel Quinto Centenario Della Nascita.

Marinoni A: Codice sul volo degli uccelli. Transcrizione diplomatica e critica. Trans. C. Pedretti. New York 1982.

Marshall Smith: Leonardo da Vinci and A. Vesalius: A comparison. Trans. Stud. Coll. Phys. Philadelphia 1959;25:167-177.

McCabe E: Leonardo da Vinci De Judo geometrico. UCLA 1972.

McCurdy E: The Notebooks of Leonardo da Vinci, 2nd ed., 2 vol. 1955.

McLanathan R: Images of the Universe: Leonardo da Vinci: The Artist as Scientist 1966.

McMahon P: Treatise on Painting, 2 vol. Princeton 1956. McMuerich PJ: Leonardo da Vinci the Anatomist. Washington and Baltimore 1930.

Meckel JF: Tractatus anatomico physiologicus de quinto pare nervorum cerebri. Goettingae, A. Vandenhoek, 1748.

Monro A: Observations on the structure and functions of the Nervous System. Edingburgh, W. Greech, 1783.

Moody D A, Clagett M: The Medieval Science of Weights, Madison, 1952.

Morris Philipson: Leonardo da Vinci: Aspects of the Renaissance Genius 1966.

Μπαλογιάννης Σ: Ψυχολογία. Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1984.

Μπαλογιάννης Σ: Η λεπτή υφή των χοριοειδών πλεγμάτων του επίμυος. Επιστ. Επετ. Ιατρ. Σχ. ΑΠΘ. 1979;12:275-286.

Μπαλογιάννης Σ, Κώστα Β, Ισμαηλίδης Ι: Η εννεύρωσις των χοριοειδών πλεγμάτων του εγκεφάλου του ανθρώπου. Εγκέφαλος 1987; 24:101-104.

Μπαλογιάννης Σ: Αβικέννας: Ο μύστης της Ελληνικής Ιατρικής εις τον Αραβικόν κόσμον. Εγκέφαλος 1997; 34:11-29.

Μπαλογιάννης Σ: Santiago Ramon y Cajal: Ο προφήτης των νευρολογικών επιστημών. Εγκέφαλος 1994.31-1-11.

Μπαλογιάννης Σ: Ο Εγκέφαλος υπό την λαβίδα του Ανδρέα Βεζάλιους. Θεσσαλονίκη 1995.

Μπαλογιάννης Σ: Από τον Vesalius εις τον Santiago Ramon y Cajal. Θεσσαλονίκη 2000.

Μπαλογιάννης Σ: Νευρολογία. Τόμος Α, Πουρνάρας, Θεσσαλονίκη 1996.

Μπαλογιάννης Σ.Ι.: Ηράκλειτος ο Εφέσιος, ο πρόδρομος της υπαρξιακής φιλοσοφίας. Γρηγόριος Παλαμάς, 2000; 83: 291-336.

Μπαλογιάννης Σ: Ο Εγκέφαλος υπό την γραφίδα του Leonardo da Vinci. Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2001.

Mundinus: Anatomia Mundini praestantissimorum doctorum almi studii Ticiansis curs dilligentissem emendata. Pavia, Antonia de Carchano 1478.

O'Malley C.D: Leonardo's Legacy: An International Symposium 196q.

Papa R: Giuda il disordine e la grazia. Art e Dossier 1999;146:33-43.

Payne Robert: Leonardo, 1978.

Pazzini A: II trattato dell' Anatomia. vol. 3, Roma 1962.

Pedretti Carlo: Leonardo da Vinci: The Royal Palace at Romorantin (1972).

Pedretti Carlo: Leonardo, Architect (1985).

Pedretti Carlo: Leonardo: A Study in Chronology and Style ( 1973).

Pedretti Carlo: Leonardo da Vinci on Painting. A lost book (Libro A) London 1965.

Pedretti Carlo: Leonardo da Vinci: Fragments from Winsor Castle. London 1957.

Pedretti Carlo: Pittura come regia Art e Dossier 1999;146:518.

Peladan Sar, Les manuscrits de L. de V. Les XIV. manuscrits de I' Institut de France. Extraits et description. Paris, Sansot. 1951.

Pignedoli A: Alcune considerazioni su Leonardo da Vinci artista, pensatore, scienziato. Accad. Sci. Modena. Atti Mem. 1952; 10: 120-133.

Popham A E. (ed.): The Drawings of Leonardo daVinci, 2nd ed. London 1947.

Reti L: «The Two Unpublished Manuscripts of Leonardo da Vinci in the Biblioteca Nacional of Madrid,» Burlington Magazine, 1968; 110:10-24.

Reti L: The Engineer, in Leonardo the Inventor, New York, 1980.

Ramon y Cajal S: Estudios sobre la corteza cerebral humana II: Estructura de la corteza motriz del hombre y mamiferos superiores. Rev. Trim. Micrograf. Madrid 1899; 4:117-200.

Reil JC: Exercitationum anatomicarum fasciculus primus. De structura nenrorum, HaIle,Venalis 1796.

Reti L: «The Two Unpublished Manuscripts of Leonardo da Vinci in the Biblioteca Nacional of Madrid,» Burlington Magazine,1968; 110:10-24.

Reti L: The Engineer, in Leonardo the Inventor, New York, 1980.

Reti L: The Madrid Codices, 5 vol. (1974).

Reti L: The Unknown Leonardo 1974.

Retzius MG, Key A: Studien in der Anatomie des Nervensystems and des Bindergewebes. Stockholm, Samson and Willin 1875-1876.

Retzius MG: Das Menschenhirn. Studien in dermakroskopischen Morphologie. Stockholm PA Norstedt 1896.

Richter Jean Paul, The literary works of L. da V., compiled and edited from the original manuscripts. London, Sampson Low, Marston, Searle A. Rivingston 1883.

Richter J P: The Literary Works of Leonardo da Vinci, 3rd ed., 2 vol. 1970.

Rosci M: The hidden Leonardo Oxford 1978.

Sabachnikoff T, Piumati C, Ravaisson-Mollien C: I manuscritti de Leonardo da Vinci. Codice sul volo degli uccelli e varei altre materie.Paris 1893.

Sabashnikov FV, Piumati G: I manoscritti della Reale biblioteca di Windsor. Dell' anatomica. MM Duval Paris 18981901.

Schott GD: Some neurological observations on Leonardo da Vinci's handwriting J. NeuroL Sci. 1979; 42:321-329.

Seward Desmond: Prince of the Renaissance: The life of François I: History Book Club; London 1973.

Seailles Gabriel: Leonard de Vinci: l'artiste and le savant 1912.

Siegel RE: Galen's system of medicine and physiology, an analysis of his doctrines on blood flow, respiration, humors and internal diseases. Karger, Basel 1968.

Singer C: Brain dissection before Vesalius. J. Hist. Med. 1956; 11:261-274.

Singer C, Rabin C: A prelude to modern Science, Cambridge 1946.

Singer C: Vesalius the man. Brit. med. J. 1944;

Soemmerring ST: De base encephali et originibus nervorum cranio egredientium libri quinque. Goettingae, apud A. Vanderhoeck vid. 1778

Suida Wilhelm: Leonardo und sein Kreis 1929. Turner Richard: Inventing Leonardo 1993.

Vangensten OC, Fonahn A, Hopstock H: Ouaderni d' Anatomia Vol. 6, Christiania 1911-1916.

Varolio C: De neruis opticis, nonnullisque aliis praeter communem opinionem in humano capite obseruatis. Frankfurt, loannem Wechelum & Petrum, Fischerum 1591.

Veltman K: Studies on Leonardo da Vinci I. Linear perspective and the visual dimentions of science and art. Munich 1986.

Verga Ettore: Bibliografia Vinciana, 1493-1930, 2 vol. 1931.

Vesalius A.: Opera omnia Vol. 2. Leyden 1725.

Vesalius A: Tabulae anatomicae sex. Six anatomical tables. London 1874.

Vesalius A: De humani corporis fabrica. Basel 1543, cap.vi, p.636.

Vesalius A: Epistola rationem modumque propinandi radicis chynae decorti. Basilea. J. Oporinus 1546.

Vesari G: Lives of seventy of the most eminent painters, sculptors and architects. EH and EW Blasffield and AA Hopkins (ed). New York: Charles Scribner 1917.

Vincq d' Azyr F: Sur la structure de cerveau, de cervelet, de la moelle alongee, de la moelle epiniere et sur I' origine des nerfs de l' homme et des animaux. Hist. Acad. Scip 495, 1781.

Von Seidlitz Woldemar: Leonardo da Vinci, 1935.

Wasserman J: Leonardo da Vinci New York 1968.

Whitehouse D: Leonardo and astronomy, Journal of the British Astronomical Association 1993; 103: 218.

Willis T: Cerebri anatome: cui accessit nervorum descriptio et usus. Londini. J. Flesher, 1664.

Winternitz Emanuel : Leonardo daVinci as a Musician 1982.

Zubov V P: Leonardo da Vinci, 1968.

Zubov VP: Leonardo da Vinci and the work of Vitelo, 'Perspectiva' Trudy Inst. Istor. Estest. Tehn. 1954; 1: 219-248.