Τα πολιτικά γεγονότα σε μια Ψυχαναλυτική Εταιρεία
(Το παράδειγμα των Αντιθέσεων Α. Freud/M. Klein. Η συμβολή του Winnicott)
ΣΩΤΗΡΗΣ ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ

Περίληψη
Ο συγγραφεύς παίρνει τις Συζητήσεις των Αντιθέσεων μεταξύ Α. Freυd/Μ. Κlein, ως παράδειγμα πραγματοποίησης πολιτικών γεγονότων σε μια Ψυχαναλυτική Εταιρία.

Οι Αντιθέσεις μεταξύ Α. Freud-Μ. Klein (194344) οι οποίες πραγματοποιήθησαν πριν 60 σχεδόν χρόνια, μας αφορούν στο μέτρο που συνιστούν ένα παράδειγμα δημιουργίας και επεξεργασίας μιας κρiσης. Προτείνω αυτό το παράδειγμα ως ευκαιρία να σκεφθούμε πως δημιουργούνται τα πολιτικά γεγονότα σε μια Ψυχαναλυτική Εταιρία και πως χρησιμοποιούνται από τα μέλη της.

Υποθέτω ότι η κρίση ενδημεί σε μια ομάδα δεδομένης της ικανότητας του ανθρώπου για επανάληψη, παλινδρόμηση και σύγκρουση ανάμεσα στην παντοδυναμία της επιθυμίας και στη πραγματικότητα. Η πραγματοποίηση μιας κρίσης βασίζεται στην ικανότητα του ψυχισμού να αντέχει να υφίσταται πράγματα που δεν τα γνωρίζει μέχρι να τα ζήσει. O χώρος/χρόνος όπου δρουν οι άνθρωποι είναι αυτός που ζουν μια συναισθηματική εμπειρία. Είναι πολιτικός με την έννοια του μεταβατικού παίζειν.

Υποθέτω ότι μια ομάδα αναλυτών δεν εργάζεται με τον τρόπο που εργάζεται μια αναλυτική δυάδα για να κατασκευάσει ένα αναλυτικό αντικείμενο. Εντούτοις εργάζεται με ψυχαναλυτικές αρχές, με προεξέρχουσα την αναγνώριση και αποδοχή της πραγματικότητας: έλειψης/διαφοράς. Υπόκειται όμως στην δράση καταστροφικών δυνάμεων οι οποίες εκφράζονται με το μίσος εναντίον της πραγματικότητας (Segal).

Όλοι έχουμε τύχει σε ομάδες όπου δεν λειτουργούν οι διαφοροποιήσεις με αποτέλεσμα να γίνεται ένα κορεσμένο συνονθύλευμα ιδεών, συναισθημάτων, αντιλήψεων, βιωμάτων: ένά εκκρικτικό αδιαφοροποίητο μείγμα. Τα μέλη αυτών των ομάδων γαντζώνονται πάνω στα τραυματικά ανεπεξέργαστα ράκη της μνήμης τους, τα οποία όμως συνιστούν την ταυτότητά τους.

Υποθέτω ότι μια Εταιρία ζει σε ένα ζωτικό χώρο/χρόνο διότι κατασκευάζει κάθε φορά, που υπάρχει σαν ομάδα, ένα παράδειγμα σκέψης (Bion), και βάσει αυτού (του νοήματος) πραγματοποιεί μια συναισθηματική εμπειρία που συμβαίνει στην μεταβατική περιοχή μεταξύ Εγώ/μη Εγώ (εξωτερικός κόσμος, Εκείνο) (Winnicott). Τα μέλη της Εταιρείας δέχονται την πραγματικότητα, όταν (τον καιρό) που την κατασκευάζουν εσωτερικά, με τα υλικά που η προοπτική της συνάντησης με το ζητούμενό τους, δηλαδή με τα υλικά που η επανάληψη και η παλινδρόμηση, κινητοποιεί και θέτει στην διάθεσή τους (Green). Για να βρούν την πραγματικότητα δημιουργούν και χρησιμοποιούν πολιτικά γεγονότα.

Τι αναζητούμε στα Αρχεία;

Οι πρωταγωνιστές των Αντιθέσεων μεταξύ Μ. Klein/Α. Freud δεν είναι πια μέλη της Βρετανικής Εταιρίας, ούτε αυτής της ζωής. Εμείς με την ταύτισή μας με τους απόντες διατηρούμε εν ζωή ένα ιδεώδες που έχει τις ρίζες του στο έδαφος της εμπειρίας από το οποίο αναπτύσσεται η θεωρία (ενσάρκωση των ιδεών) και τρέφεται απ' αυτό ενώ το στηρίζει.

Μας ενδιαφέρει η προσωπική ιστορία των πρωταγωνιστών στο μέτρο που μας βοηθά να κατανοήσουμε την γένεση και την εξέλιξη των ιδεών τους. Θέλουμε να δούμε, για να γνωρίσουμε, παίρνοντας το ρίσκο να τραυματισθούμε. Θέλουμε να μπούμε στην πρωταρχική σκηνή, εκεί που πρωτο-συλλαμβάνονται τα νεογέννητα.

Όταν συναντούμε το άγνωστο και το ξένο σε όποιο σταυροδρόμι του ψυχισμού μας βρεθούμε, το ρωτούμε από πού έρχεται και ποιές είναι οι προθέσεις του. Και αυτό άλλοτε μας απαντά και άλλοτε είναι βουβό, αλλά αν είμαστε τυχεροί μας οδηγεί κάπου, σε ένα νόημα. Το νόημα κατασκευάζεται από μια κοινότητα συμβόλων. Αυτή η κοινότητα των συμβόλων, είναι η πατρίδα μας. Γεννιόμαστε μέσα στις ασυνείδητες φαντασίες και στις αναπαραστάσεις που έχουν οι (προ)γονείς μας. Είναι οι πολιτισμικές ρίζες μας, οι ιδέες μέσα στις οποίες εν ζωή εμβαπτίσθημεν για να γίνουμε αυτά που μαθαίνουμε από αυτά που αισθανόμαστε. Οι δικές μας πρώτες ιδέες είναι τα σκιρτήματα των πρωτο-συγκινήσεων. Αυτές μεταλλάσσονται σε σκέψεις όταν αναλαμβάνομε να τις μεταβολίσουμε.

Οι πολιτισμικές ρίζες και τα σωματικά συγκινησιακά ριζώματα είναι το σπίτι μας: από εκεί που αρχίσαμε. Παράδειγμα είναι ο ιδρυτής της Ψυχανάλυσης, ο οποίος στην καρδιά του παρέμεινε πάντα Εβραίος παρόλο που δεν ήξερε πώς να το εξηγήσει, αφού δεν συμμετείχε πολύ στα κοινά της Εβραϊκής κοινότητας.

Οι ψυχαναλυτές δεν παύουν να είναι ψυχαναλυτές όταν δρουν έξω από το πλαίσιό τους. Εντούτοις παύουν σαν ψυχαναλυτές όταν δεν συνδέουν τις συναισθηματικές εμπειρίες με τις θεωρίες τους: δεν είναι συμμετέχοντες/παρατηρητές της ασυνείδητης ζωής ενός άλλου και μιας ψυχαναλυτικής ομάδος.

Οι Εβραίοι όπως και οι ψυχαναλυτές μελετούν τις γραφές. Και τα γραπτά κείμενα μένουν, σε αντίθεση με τον προφορικό λόγο (την πνοή ανέμου στον "Εκκλησιαστή"). Τα γραπτά κείμενα είναι μάρτυρες ότι η αποσωματοποίηση δεν γίνεται ποτέ πλήρως. Ποτέ δεν βρίσκουμε ένα λόγο καθαρό, χωρίς την ρίζα του στο σώμα, στο συναίσθημα και στην ενόρμηση: στον ξένο μέσα μας, στο σώμα που σαγηνεύτηκε. Δεν μπορούμε όμως να σκεφθούμε και να αναθεωρήσουμε την θεωρία μας αν πρώτα δεν δεχθούμε την πραγματικότητα του ψυχισμού, σε σχέση με την εξωτερική και την σωματική πραγματικότητα και αν δεν γράψουμε κάτω καθαρά τα όρια. Πως θα επεκτείνουμε τα όρια της σκέψης μας για ένα χώρο αν δεν τον έχουμε πρώτα ορίσει;

Είναι διαφωτιστικό το να ανατρέχεις στα Αρχεία διότι οι ιδέες έχουν ιστορία, δεν γεννιούνται με αγάπη και παρθογένεση αλλά με διχασμό και συνεύρεση μετά από τον χωρισμό. Η φημισμένη φράση του Winnicon "There is no such thing as a baby..." ξεκίνησε σε εκείνη την νεαρά ηλικία του συγγραφέα της μετά από μια εργασία που παρουσιάστηκε για το "Nursing Couple". Θα μπορούσαμε να πούμε "There is no such a thing as a Winnicott..." Υπάρχει το ζεύγος της ιδέας με αυτόν που την σκέφτεται.

Στις γραφές αναζητούμε την ζωντάνια μας, τις ρίζες μας. Ας ανατρέξουμε λοιπόν στα Αρχεία.

Οι Αντιθέσεις ως παράδειγμα κρίσης

Με το έργο των R. Steiner και Ρ. King (1991) μάθαμε ότι ιδανικά μια κρίση σε μια ψυχαναλυτική εταιρία αρχίζει με το ερώτημα: Είναι αυτό που παρουσιάζεται ψυχανάλυση (αναφέρεται στο ασυνείδητο); Φέρνει κάτι καινούργιο που επεκτείνει την βασική θεωρία της ψυχανάλυσης; Το επόμενο ερώτημα: Ποιός αποφασίζει γι' αυτό;

Για τους συμβιβασμούς αποφασίζει το Εγώ αυτών που κρίνουν. Και πως ο συμβιβασμός αποφασίζεται; Πως χαράσσεται η στρατηγική μιας ψυχαναλυτικής Εταιρίας; Από πού πηγάζουν και που σκοπεύουν η θεωρία και η πραξεολογία μιας Εταιρίας; Ποια είναι η δεξαμενή απ' όπου απορρέουν οι ψυχαναλυτικές πράξεις μας;

Από τα Αρχεία φαίνεται ότι η ψυχανάλυση ανθίζει μέσα από θεωρητικές αντιθέσεις και συγκρούσεις, εσωτερικές και πραγματικές (Shafer 1994). Οι διαφορές στην θεωρία και στην πράξη των μελών μιας ψυχαναλυτικής ομάδος γονιμοποιούν και γονιμοποιούνται από την συνάντηση εσωτερικής/εξωτερικής πραγματικότητας.

Το ερώτημα αν είναι ψυχαναλυτική μια πράξη, η οποία μας παρουσιάζεται, γίνεται: Αναφέρεται στο ασυνείδητο; Ποια είναι η σχέση της με την σωματική και την κοινωνική πραγματικότητα; Ποια είναι η φύση της, από που εκπορεύεται και πως μεταδίδεται; Γεννιέται από το ψυχαναλυτικό πνεύμα;

Όπως γνωρίζουμε οι παθιασμένες συζητήσεις επί των Αντιθέσεων μεταξύ Α. Freud/Μ.Klein και των παιδιών τους, δεν έλυσαν κανένα επιστημονικό πρόβλημα. Προήγαγαν όμως την θεωρία, διότι έθεσαν νέα ερωτήματα.

Στο Συμπόσιο που οργάνωσε η Ελληνική ψυχαναλυτική Εταιρία για τα 60 χρόνια από τον θάνατο του Freud ο R. Steiner (1999) μας έφερε νέα από ένα καιρό και ένα κλίμα που θεωρούμε σαν τον χρόνο και τον τόπο απ' όπου ξεκινήσαμε. Μας αφηγήθηκε μια πιστευτή ιστορία, το πώς όλα ξεκίνησαν ως ένα πραγματικό πρόβλημα και εξελίχθηκαν σε μια εσωτερική (ατομική και ομαδική) διεργασία που απέκτησε διαχρονική ισχύ. Οι Αντιθέσεις αναπαριστούσαν μια δραματική κρίση θεσμών. Αυτό όμως που τους έδωσε διαχρονική αξία είναι η διάδραση/διάνοιξη περασμάτων μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας.

Το επιστημονικό θέμα των Αντιθέσεων ήταν το αν θα γίνει δεκτό ότι στο κέντρο του ψυχικού κείται το εσωτερικευμένο αντικείμενο, και η ασυνείδητη φαντασία, η οποία ήταν για τους Κλαϊνικούς μια εξ αρχής έκφανση της ενόρμησης.

Έτσι η αιτία των Αντιθέσεων έγινε και το πεδίο έρευνας: Τι θέτουμε στο κέντρο του ψυχισμού; Την ενόρμηση, που πηγάζει από το σώμα και θέτει την απαίτηση για ψυχικό έργο, που φτιάχνει τον ψυχισμό (Freud); Την ασυνείδητη φαντασίωση (Klein); Το αντικείμενο που επιδρά στον άγραφο χάρτη του ψυχισμού και τον χαρτογραφεί; Την συναισθηματική εμπειρία που προέρχεται από την δημιουργική επεξεργασία μιας σωματικής λειτουργίας (Winnicott); Την πρωτογενή δημιουργικότητα του ψυχισμού; Την επιρροή του αντικειμένου; Ποιός είναι ο ρόλος του εξωτερικού αντικειμένου, πριν ο ψυχισμός αποφασίσει να το αναγνωρίσει;

Η τροπή που πήραν οι Αντιθέσεις μοιάζει με την γένεση της Αρχαίας τραγωδίας, π.χ. τις Φοίνισσες του Ευριπίδη. Οι Φοίνισσες τυχαίνει να βρίσκονται στην μέση μιας μάχης, μιας ξένης ιστορίας. Είναι οι εκπρόσωποι της ετερότητας, στην πορεία να γίνουν αναπαραστάσεις-γέφυρες για την ιδιοποίηση του νέου τόπου.

Η Melanie Klein: Οι ιδέες της είχαν, πολύ πριν από τις Αντιθέσεις, βρει απήχηση στους Βρετανούς και για την αυθεντικότητά τους και για το ότι διηύρυναν τις έρευνες του ιδρυτού της Εταιρίας τους, Ε. Jones, τις σχετικές με πρώιμους παράγοντες της ψυχικής ζωής. Έθεταν μια διαφορετική έμφαση από αυτήν του Freud.

Ορισμένοι ψυχαναλυτές θεωρούν ότι αρχικά, για λόγους νομιμοφροσύνης, η Klein επέμενε ότι κεντρική θέση έχει η ενόρμηση, με την καταστροφικότητα ως κίνητρο να αναζητηθεί το αντικείμενο, στόχος της προβολής/ενδοβολής. Στην συνέχεια η Klein ανέπτυξε πιο τολμηρά την σκοπιά του "σχετίζεσθαι", μια θεωρία που άνοιγε έναν εντελώς νέο δρόμο στην ψυχανάλυση (Rosenfeld (1987, Schafer 1994): Η ψυχανάλυση δεν είναι μια έρευνα απρόσωπων δυνάμεων αλλά μια σκηνή ζωντανών σχέσεων. H επίθεση του βρέφους στο σώμα της μητέρας συνδέεται με τις απαρχές της φαντασίωσης και αρχίζει την σχέση. Το αντικείμενο ανακαλύπτεται στο μίσος εκ του γεγονότος ότι δεν το κατέχουμε και μας αναγκάζει να σκεφθούμε.

Ενώ λοιπόν οι ιδέες της Klein προϋπήρχαν στην Μ. Βρετανία, το 1938, κατέφθασε εκεί η ομάδα της Βιένης για να διαφύγει την καταδίωξη από τους Nazi. Ο Freud εκπροσωπείτο από την κόρη του, αν και από πολύ πριν είχε εκφράσει την δυσαρέσκειά του για την κριτική της Klein επί των θεωριών της κόρης του.

Οι πείσμονες Εβραίοι που ήλθαν από την Βιέννη και δεν μιλούσαν Αγγλικά εξεπλάγησαν όταν έφθασαν στο Λονδίνο και διεπίστωσαν ότι οι Βρετανοί δεν ήταν διατεθιμένοι να απεμπολήσουν την ιστορία των ιδεών τους. Η Klein δεν δέχθηκε να αποφασίσει, για τις θεωρίες της, μια ομάδα μόνο και μόνο επειδή είχε την έγκριση του Freud. Αλλά και η Φροϋδική ομάδα δεν δέχθηκε να ακολουθήσει τις επικρατούσες εκεί ιδέες της Klein (Hayman 1989).

Η Α. Freud: Φοβόταν, και όχι αδίκως, ότι αυτοβιογραφικά στοιχεία θα εχρησιμοποιούντο για να βλάψουν την ψυχανάλυση. Η καταστολή όμως αυτοβιογραφικών στοιχείων δεν προάγει την εξέλιξη των ιδεών. Κανείς δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι η ανάλυση της Άννας από τον πατέρα της έπαιξε ένα κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς της που επηρέασε την δόμηση της Ψυχαναλυτικής Εταιρίας στην Βρετανία και στην Διεθνή Ένωση.

Η θεωρία του Εγώ που ανέπτυξε η Α. Freud, συνεχίζοντας μια πλευρά του έργου του πατέρα της, είχε πολλά κοινά σημεία αλλά και πολλές διαφορές από την ψυχολογία του Εγώ που ανεπτύχθη στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Αυτό όμως που έδωσε μεγάλη ώθηση στις μετέπειτα έρευνες ιδιαίτερα πάνω στις αναστολές και συρρικνώσεις του Εγώ ήταν η πρωτοποριακή έρευνά της επί των αμυνών που την ακολούθησε με συνέπεια μέχρι τέλος (J. Sandler with Α. Freud 1985).

Για τον Freud υπήρχαν στοιχεία που δεν είχαν εξ αρχής την πρόθεση της ψυχικής επικοινωνίας και όμως είχαν θέση σε αυτήν. Για την Anna Freud η εξωτερική πραγματικότητα ήταν σημαντική σε σχέση με την ενόρμηση και την αναπαραστατικότητα. Τι γίνεται όμως με την καταστροφικότητα όταν ενοσχολείται κανείς κυρίως με την προσαρμοστικότητα του Εγώ; Τι γίνεται με την καταστροφικότητα που δεν δεσμεύεται στο Υπερεγώ αλλά κείται μέσα στο Εγώ;

Ο Winnicott: Για τον Winnicott το θέμα της έρευνάς του βαθμιαία έγινε ο ενδιάμεσος χώρος μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας.

Ο Winnicott εθεωρείτο αρχικά Κλαϊνικός και ήδη το 1935 ενώ Glover είχε αρχίσει να διαφωνεί με την Klein για την εργασία της επί των μανιοκαταθλιπτικών διαταραχών και την εισαγωγή της ιδέας της καταθλιπτικής θέσης, ο Winnicott ανεκοίνωσε την εργασία του "Μανιακή Άμυνα" στην οποία χρησιμοποιούσε τους όρους που εισήγαγε η Klein αλλά με τον δικό του πρωτότυπο τρόπο.

Όταν η Klein προχώρησε στην έρευνα της σχιζοπαρανοειδούς θέσης ο Winnicott δεν την ακολούθησε αλλά επέμενε στην σημασία της "επαρκώς καλής μητέρας" για την πρώτη απαρτίωση του βρέφους ως μια μονάδα με όρια μεταξύ έσω και έξω. Μετά απ' αυτήν την απαρτίωση ο ψυχισμός, για τον Winnicott, υπόκειται στην σύγκρουση και στην αμφιθυμία, που προσεγγίζεται με τους όρους του Freud, αλλά πάντα με έμφαση στις πρωτόγονες φαντασιώσεις που η Klein περιέγραψε.

Ο Winnicott έμεινε πιστός σε όλη του την ζωή στην εμμονή του να επιστρέφει στους πρώτους χωρισμούς (συνειδητού/ασυνειδήτου, υποκειμένου/αντικειμένου) όπου σχηματίζεται το αντικείμενο στο πρότυπο του εαυτού και ξεδιπλώνεται η μεταβατική περιοχή της εμπειρίας. Προχώρησε μετά να κατανοήσει το πώς αυτό το αντικείμενο τοποθετείται εκτός της υποκειμενικής παντοδυναμίας. Ακολούθησε με συνέπεια την ιδέα ότι ο ψυχισμός ξεκινά από την ζώσα εμπειρία του σώματος και ότι η πραγματικότητα είναι μεν αντικειμενική αλλά μόνο στο μέτρο που δύναται να αναγνωρισθεί και να γίνει αποδεκτή από κοινού με τους άλλους;

Ο Winnicott δεν ήθελε να ταυτίζεται με την Κλαϊνική ομάδα, διότι όσο η ομάδα αυτή ήταν υπό επίθεση τόσο το να μη χρησιμοποιήσεις ένα Κλαϊνικό όρο, εσήμαινε όχι μόνο ότι δεν ήσουν πιστός ακόλουθος, αλλά ότι ήσουν εχθρός. Επέμενε ότι οι ιδέες της Klein θα καταστραφούν από τον Κλαϊνισμό, τους οπαδούς της και την δογματική απαίτηση για πίστη. Γι' αυτό τον λόγο έπρεπε, κατά τον Winnicott, η Klein να καταστρέψει τον Κλαϊνισμό, το "δόγμα" που οι ακόλουθοι της προσπαθούσαν να διαδώσουν και να "επιβάλλουν". Δεν διέφευγε της προσοχής του η σημασία της σχιζοπαρανοειδούς θέσης για την δόμηση του αντικειμένου αλλά διέγνωσε τον κίνδυνο της εξιδανίκευσης για τα μέλη της Εταιρείας.

Η προφητεία του Glover, κατά την διάρκεια των Αντιθέσεων, σύμφωνα με την οποία η ψυχανάλυση θα καταστρεφόταν αν επικρατούσαν οι Κλαϊνικές ιδέες δεν επαληθεύτηκε στην πορεία, ακριβώς διότι η Κλαϊνική ομάδα ενεβάθυνε στον ναρκισσισμό και στις καταστροφικές δυνάμεις οι οποίες απειλούν την ζωή και την δημιουργικότητα.

Ο Winnicott εξέφρασε την πεποίθηση ότι ο λόγος που όφειλε να απαρτιώσει τα διάφορα στοιχεία που απάρτιζαν την Εταιρία ήταν ο επιστημονικός (Ρ. King, R. Steiner 1991, σελ. 87-89). Στην αντίθεση μεταξύ των μελών αν θα συζητηθούν πρώτα οι επιστημονικές διαφορές ή πρώτα θα επιχειρηθεί μια αλλαγή του κανονισμού της λειτουργίας της Βρετανικής Εταιρίας, ο Glover αντέτεινε ότι πρέπει να σκεφθούν την σχέση των επιστημονικών σκοπών προς κάθε λεπτομέρεια της Οργάνωσης της Εταιρίας... Υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων που ανήκει σε μια τρίτη ενδιάμεση κατηγορία και μια πλήρης εξαέρωση πρέπει να γίνει σε αυτά... (Δηλαδή στα θέματα που αφορούν στη) χρήση που γίνεται των διοικητικών θεμάτων για επιστημονικούς σκοπούς (Ρ. King, R. Steiner 19991, σελ. 67).

Οι εκπαιδευόμενοι και οι ψυχαναλυτές χρειάζεται να μελετούν τις Συζητήσεις επί των Αντιθέσεων διότι δείχνουν το πως δημιουργούνται τα γεγονότα στην μεταβατική περιοχή. Η κρίση σε μια ψυχαναλυτική Εταιρία αρχίζει όταν γίνεται μια πράξη από ένα μέλος και ζητά να αναγνωρισθεί από την ομάδα ως ψυχαναλυτική. Έτσι αρχίζει μια παρεξήγηση η οποία εμπλέκει την εσωτερική και την εξωτερική πραγματικότητα. Αυτό που κάθε φορά διακυβεύεται είναι το ψυχαναλυτικό πνεύμα, η ειδική εκείνη στάση που μας επιτρέπει την πρόσβαση στο ασυνείδητο.

Οι κρίνοντες και οι κρινόμενοι

Οι Συζητήσεις επί των Αντιθέσεων απέδωσαν την απόφαση να αφήσει ο καθένας τον άλλο ελεύθερο να εργασθεί. Έμαθαν να συνυπάρχουν, για να συνεχίζουν να εκπαιδεύουν, με μια κάπως "γραφειοκρατική" διευθέτηση. Όταν όλα τα άλλα είχαν αποτύχει επεκράτησε η κοινή λογική. Τρεις γυναίκες, η Melanie Klein, η Αnna Freud και η πρόεδρος Sylvia Payne υπέγραψαν μια Συμφωνία Κυρίων. Έκτοτε στην Βρετανική Εταιρία αποφεύγεται η άμεση αντιπαράθεση και αυτό έδωσε μεν την δυνατότητα στους ψυχαναλυτές να μάθουν να ζούν με τις διαφορές τους αλλά ίσως απάλυνε τις διαφορές στην πορεία (Hisnselwood, σελ. 233-234). Και τις κατέστειλε;

Τι είναι ιδανικά μια ψυχαναλυτική Εταιρία; Είναι μια ομάδα ανθρώπων με κοινό ενδιαφέρον την έρευνα του ασυνείδητου, που ακολουθούν τους κανόνες ενός κώδικα συζήτησης των θεωριών ώστε να διατηρείται μια νηφάλια ένταση, όση απαιτείται για την παραγωγή έργου. Σε κάθε Εταιρία υπάρχουν λίγοι ψυχαναλυτές διαφορετικών θεωριών και όποιος θέλει πάει σε αυτούς να μάθει κάτι πάνω στο θέμα στο οποίο έχουν ειδικά εργασθεί (Green 1999b). Πλουραλισμός λοιπόν, αλλά τι είδους;

Πιστεύουμε ότι η ψυχανάλυση ερευνά το ασυνείδητο. Τα θέματα είναι πολλά: Ενόρμηση, εγώ, αντικείμενο, ασυνείδητη φαντασίωση, εαυτός, υποκείμενο, διυποκειμενικότητα, σκέψη, κ.λ.π. Οι διαφορές έγκειται στο τι κανείς θεωρεί ως κέντρο του ψυχισμού, γεγονός που έχει συνέπειες στην πρακτική και στην θεωρία. Μετά επιχειρεί να λάβει υπ' όψιν ένα άλλο θέμα, π.χ. διυποκειμενικότητα, μέσα στο όριο της θεωρίας του. Απ' όλη την θεωρία, π.χ. των ενορμήσεων, ο καθένας επιλέγει ένα μέρος που τον ενδιαφέρει και σε αυτό εργάζεται.

Οι Αντιθέσεις μας έδειξαν ότι ο καθένας υποστηρίζει ότι είναι στο σωστό δρόμο και οι άλλοι είναι σε λάθος. Δεν είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς ότι όλοι είναι στο σωστό δρόμο και να συνεχίζει να κρατά μια πορεία δική του. Ορισμένοι δρόμοι οδηγούν κάπου και άλλοι οδηγούν κάπου αλλού και ορισμένοι δεν οδηγούν πουθενά.

Σίγουρα δεν μπορείς να είσαι σε δύο δρόμους ταυτοχρόνως, μπορείς όμως να κτίσεις γέφυρες. Αυτή ήταν η μια πλευρά της μεγαλοφυίας του Freud, δηλαδή ότι άφησε ανοίγματα, έτσι που το οικοδόμημα να αντέχει στους σεισμούς των αλλαγών των αμυνών οι οποίοι αναπόφευκτα χρειάζονται σε κάθε συμβιβασμό.

Ορισμένοι όμως πολύ διαφορετικοί δρόμοι οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα. Π.Χ. Ο Bion ανακαλύπτει το ιδεόγραμμα, μια εικονοπλασία β-στοιχείων και η Aulagnier φθάνει από πολύ διαφορετικό δρόμο σε κάτι πολύ παρόμοιο, το λεγόμενο πικτόγραμμα. Καμιά θεωρία δεν είναι απολύτως ικανοποιητική και ορθή. Πάντα αναμένεται ένα νέο πείραμα που θα καταστήσει αναπόφευκτη την αναθεώρησή της. Οι διαφωνίες επί της θεωρίας είναι κρίσιμες διότι απαιτούν και ενισχύουν την διαθεσιμότητα στο παιχνίδι της επικοινωνίας σε μια ομάδα ανεξάρτητων ατόμων.

Εντούτοις δεν ζούμε, δεν γράφουμε, δεν διαβάζουμε, δεν σκεφτόμαστε παρά μόνο για μια ομάδα. Ο άνθρωπος είναι ζώον πολιτικόν, που σημαίνει ότι είναι σημαντικό γι' αυτόν να γνωρίζει και να σκέπτεται τον άλλον και τις επιθυμίες του, αλλά ταυτόχρονα πιστεύει στο αδύνατον και αφήνεται στο άγνωστο. H επαναπραγματοποίηση ατομικών/ομαδικών αμεταβόλιστων συγκρούσεων και τραυμάτων διαμορφώνει την ιστορία των ιδεών μας.

Η θεωρία μας συνοδεύει ακόμα και κατά την ψυχαναλυτική συνεδρία ως μια σιωπηλή συνοδός. Μαζί με την ελεύθερα κυμαινόμενη προσοχή μας έχουμε και μια ελεύθερα κυμαινόμενη θεωρητικοποίηση (Αυlagnier (1979) παρατίθεται από την Μ. Baranger 1993).

Λέγεται συχνά ότι αυτό που περιμένουν οι ψυχαναλυτές από τους ασθενείς τους έχουν δυσκολία να το εφαρμόσουν στον εαυτόν τους. Περισσότερο από τους ασθενείς τους κινδυνεύουν να στραφούν εναντίον της ψυχανάλυσης ακριβώς επειδή οι απαιτήσεις για ψυχική εργασία είναι καθημερινές και πολύ έντονες. Όλο και πιο πολύ αναγνωρίζεται πόσο ανθιυγιεινό είναι το επάγγελμα του ψυχαναλυτή, ιδιαίτερα ως αφορά στον κίνδυνο ναρκισσιστικής περιχαράκωσης.

Θα περίμενε κανείς ότι οι ψυχαναλυτές, οι ειδικοί του ψυχισμού, θα έπρεπε να έχουν τον τρόπο να είναι μαζί με έναν τρόπο που να διευκολύνει την ανάπτυξη του στοχασμού τους. Στην ζωή μιας Εταιρίας υπάρχουν περίοδοι που αυτό δεν συμβαίνει. Παρατηρείται τότε ότι οι ψυχαναλυτές δεν παραμένουν ανοικτοί στην επίδραση των δικών τους και των άλλων ασυνείδητων διεργασιών.

Η ζωή μιας ψυχαναλυτικής ομάδας θέτει απαιτήσεις πάνω στα μέλη της που τα εκθέτουν στον κίνδυνο να τραυματισθούν ναρκισσιστικά. Παράδειγμα o ψυχαναλυτής που παρουσιάζει την εργασία του για να κριθεί από τους συναδέλφους του, τους οποίους αναγνωρίζει ως έγκυρους κριτές του, υφίσταται μια τραυματική εμπειρία. Αυτή η εμπειρία μπορεί να είναι καταστροφική ή μπορεί να είναι έντονη μεν αλλά σε μια ανεκτή δόση έντασης και να προάγει τις διεργασίες εσωτερίκευσης.

Είναι αδύνατον να κάνει κανείς τα πράγματα όπως ακριβώς τα κάνουν αυτοί που τον κρίνουν. Δεν μπορεί να είναι και να έχει. Και είναι αδύνατον να είναι οι άλλοι ακριβώς όπως τους θέλει. Η ομοιότητα τον φοβίζει και η διαφορά τον κάνει έξαλλο από θυμό. Και ανθίσταται στην επαν-είσοδο αυτών που δίνει έξω.

Ο τρίτος χρειάζεται να μένει σε απόσταση για να του μοιάσεις χωρίς να γίνεται σαν εσένα, όπως στην σχέση μητέρας/βρέφους (Green 1999b). Το ερώτημα ενός κριμένου μέλους: Κανείς δεν μπορεί να Του πει πώς να είναι αναλυτής. Αλλά έχει η εργασία του μια θέση σε αυτό που η ομάδα θεωρεί ψυχανάλυση; Ακούει, λέει κάτι νέο; Και τι γίνεται με την "μάθηση" από την εμπειρία; μπορούν ορισμένες νύξεις να εκφράσουν μια επιθυμία του να σκεφθεί τα πράγματα πιο πέρα;

Ο Green (1999b) επεσήμανε το παράδοξο: Αν ένας καρδιολόγος εμφανισθεί σε ένα συνέδριο και ένας συναδελφός του τον αντικρούσει με πειστικές στατιστικές και δεδομένα θα πει "έκανα λάθος... αλλά έτσι είναι η ζωή". Εάν ένας ψυχαναλυτής δεχθεί κριτική τότε θα κάνει έξη μήνες να μιλήσει στον επικριτή του.

Τι εννοούμε όμως όταν λέμε "μη το πάρεις προσωπικά"; Κράτησε μια Βρετανική ψυχραιμία - Η οποία όπως είδαμε δεν ήταν και πολύ Βρετανική. Πολλές προσωπικές επιθέσεις και εχθρότητες πήραν την θέση της καλόπιστης κριτικής στο παράδειγμα των Αντιθέσεων. Ένας επαγγελματικός κίνδυνος προέρχεται από τη τάση των αναλυτών να κάνουν/δέχονται αναγωγικά σχόλια, που πληγώνουν τον ναρκισσισμό, διότι μειώνουν το πρόσωπο του άλλου σε κάτι πιο απλό.

Ο Schafer (1994) προτιμά σε τέτοιες περιπτώσεις την απάντηση του Paul Cezanne, που έλεγε πως όταν του κάνουν κριτική για ένα πίνακά του αυτό που κάνει είναι να ζωγραφίσει ένα νέο πίνακα. O καλλιτέχνης πηγαίνει στην καρδιά του θέματος. Στην γειτονιά της δημιουργικότητας κατοικεί η κατστροφικότητα στην φαντασία. Η θεραπεία στην καταστροφή είναι η δημιουργικότητα (Winnicott).

Κάτω απ' αυτήν την "καταδίωξη" κείται το θέμα του τι έχει αξία, βάσει του οποίου σχηματίζονται οι συνδέσεις, και επομένως η εσωτερίκευση και αποφασίζεται τι είναι ψυχαναλυτική στάση/ψυχική πραγματικότητα που πρέπει να μεταδοθεί. Αυτή η αξία ισοδυναμεί με το τι είναι πραγματικόν και τι όχι, για τις άλλες επιστήμες. Αυτή η αξία είναι ένα παράδειγμα σκέψης βάσει του οποίου σχηματίζεται μια συναισθηματική εμπειρία στο πλαίσιο μιας σχέσης, μεταβίβασης/αντιμεταβίβασης.

Το παιχνίδι στην επικοινωνία μιας ομάδος

Θα προσπαθήσω να συνοψίσω τις απόψεις για την θέση που το παιχνίδι κατέχει στον χρόνο-χώρο μια αναλυτικής ομάδος. Αυτό θα σηματοδοτήσει με όρια τον ζωτικό χώρο όπου το γίγνεσθαι των πολιτικών γεγονότων πραγματοποιείται και όπου επίσης o κίνδυνος του κορεσμού του ψυχικού έργου γίνεται εμφανής.

Ένα πολιτικό γεγονός συνεπάγεται την μεταβατικότητα της εμπειρίας που πραγματοποιείται ως ένα συνοριακό εσωτερικό/εξωτερικό γεγονός, ένα παρόν που γίνεται αιτία να αλλάξει μέσα μας το παρελθόν, δηλαδή να σχετικοποιηθεί.

Κάθε ομάδα λειτουργεί με μια ασυνείδητη υπόθεση ενώ έχει αναλάβει να επιτελέσει ένα έργο κάθε φορά που συναθροίζεται. Η Ψυχαναλυτική Εταιρία τι έργο έχει; Η ικανότητα του αναλυτού να εσωτερικεύσει νέα στοιχεία από τις συναισθηματικές εμπειρίες τις οποίες πραγματοποιεί σχετίζεται με το δυναμικό του να διεργάζεται εκ νέου θέματα που προέρχονται από αντιστάσεις και ενορμητικές διεργασίες κινούμενες από την περάτωση της ανάλυσης. Τα στοιχεία της μεταβίβασης τα οποία δεν επεξεργασθήκαμε στην προσωπική ανάλυση τα παρουσιάζουμε στις πράξεις μας ζητώντας από τους συναδέλφους μας να μας βοηθήσουν να τα ακούσουμε και να τα σκεφθούμε.

Από τις συζητήσεις επί των Αντιθέσεων γίνεται εμφανές ότι το από κοινού παίζειν απαιτεί από τον αναλυτή να έχει στην διάθεσή του και να είναι σε επαφή με ασυνείδητες διεργασίες. Σε αυτές τις διεργασίες αναφομοίωτα στοιχεία κυκλοφορούν και συμμετέχουν, με απλές και σύνθετες μορφές, στην πολυπλοκότητα της μεταβιβαστικής/αντιμεταβιβαστικής ύφανσης νημάτων επικοινωνίας, σχηματίζοντας έτσι και μετασχηματίζοντας τους δεσμούς της εργασίας που οδηγεί από πρωτογενείς σε δευτερογενείς κόμβους της συμβολοποίησης.

Όταν αμεταβόλιστες συγκρούσεις και τραυματικές εντυπώσεις, έρχονται στις μεταβιβαστικές κινήσεις, τότε το milieu της αναλυτικής ομάδος γίνεται σημαντικό, στις λειτουργίες του ως μια μητέρα περιβάλλον κάποιου είδους, άγνωστου και διαφεύγοντος μιας θεωρητικής σύλληψης, ακόμα και από τον Winnicott.

Μια αόρατη διεργασία ενεργεί κινούσα και υποβασταζόμενη από τα νήματα μεταβιβάσεων/αντιμεταβιβάσεων, επιτρέπουσα την εισαγωγή των στοιχείων του αναλυτού να σκηνοθετηθούν, να παιχθούν και να εισέλθουν σε μια αφήγηση. Έτσι γίνονται αντικείμενο διεργασίας για να γίνουν μέρος αυτού του ειδικού` είδους στο οποίο ο Freud ανεγνώρισε το status του ψυχικού. Από την αρχή ο Freud (1896: Letter 52) περιέγραψε τον τόπο που η Ψυχανάλυση καταλαμβάνει: Είναι ο τρόπος και ο δρόμος, η περιπέτεια και το ταξείδι με το οποίο ψυχικά στοιχεία δομούνται. Έτσι γίνεται η ψυχική πραγματικότητα. Με στοιχεία που είναι πλήρη μέλη του ψυχικού κόσμου, ενώ άλλα είναι λιγότερο απαρτιωμένα και παραμένουν αναφομοίωτα.

Η διεργασία σύνθεσης μοιάζει με μια συνάθροιση των εκλεκτόρων ενός κόμματος που συνεδριάζει σε απαρτία για να χαράξει μια γραμμή πλεύσης, δηλαδή ένα σχέδιο δράσης, με ώθηση και στόχο, με λόγο και αιτία. Στον ψυχισμό αυτό το λέμε ενόρμηση. Βασικό δε ρόλο παίζει η κυριάρχηση (Ρ. Denis: Perron 1999).

Τα αμεταβόλιστα στοιχεία συγκρούσεων και τραυμάτων δεν έχουν λόγο και αιτία, δεν έχουν πρόθεση επικοινωνίας. Η συνάθροιση σε απαρτία στον ψυχισμό τους δίνει λόγο. Σηκώνεται ένας εκπρόσωπος από την Χ. περιοχή της επικράτειας και αναγνωρίζεται από το προεδρείο της συνέλευσης. Με την απαρτία, που σημαίνει κυριαρχία του σώματος της συνέλευσης και την θετική χρήση της επιθετικότητας, ορίζεται το μέσα/έξω. Τελικά δημιουργείται μια πορεία, με αναμνήσεις, αναπαραστάσεις αισθητηριακές και κινητικές εκδηλώσεις, οι εκπρόσωποι του σωματοψυχισμού, μαζεύονται και φτιάχνουν μια επιθυμία. Ένα ψηφιδωτό, με μια ιστορία, μια περιπέτεια.

Η περιοχή του λόγου μιας ομάδας είναι η ενδιάμεση μεταβατική περιοχή παιχνιδιού που εκτυλίσσεται πάνω στον καμβά εμπειριών βασικής εμπιστοσύνης, που μετασχηματίζονται σε μια ικανότητα να επιτρέπεις και να απολαμβάνεις την αλληλοεπικάλυψη ξεχωριστών τοποθεσιών παιχνιδιού (Winnicott 1971). Είναι ένας αβέβαιος δυνητικός χώρος ελέγχου και συνεισφοράς στοιχείων μεταξύ εσωτερικής πραγματικότητας και του έξω κόσμου στον βαθμό που αυτός επενδύεται.

Στις συζητήσεις επί των Αντιθέσεων θέματα καιρικής στιγμής είναι πολύ σημαντικά στην δυνητικά και πολλές φορές αθροιστικά τραυματική επαφή μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Εκεί η διαμεσολάβηση των συμβολοποιήσεων του Εγώ καλούνται να δώσουν νόημα στο μήνυμα που περιέχεται στην επικοινωνία.

Εδώ χρειάζεται ένα μέλος την ικανότητα του ψυχικού οργάνου να παραμένει ανοικτό, δυνητικά ευάλωτο και διαθέσιμο για να επιτρέψει στην οργάνωσή του να διεισδυθεί από τις διεγέρσεις οι οποίες μετά από διαδοχικές εγγραφές γίνονται αναγνώσιμες ως ψυχικά νέα. Αυτά έρχονται από τον εαυτό και από τους άλλους. Διατυπώνονται και μετασχηματίζονται στην σύνταξη της φαντασίας.

Εάν το παιχνίδι σε μια ομάδα εκτυλίσσεται μεταξύ της επανάληψης και της αλλαγής παρατηρούμε σε ορισμένους αναλυτές μια άρνηση να παίξουν ή ακόμα μια ζαβολιά. Παρατηρούμε την επαναπραγματοποίηση στον χώρο/χρόνο ζωής της ομάδος ενός κατασταλτικού αντικειμένου που εισβάλλει, σκοτώνει την ζωή και καταστρέφει το ενδιαφέρον, όπως το έθεσε ο Ferensczi (Roux 1993).

Επανέρχομαι λοιπόν στο ζήτημα της διαπλοκής (interplay) μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας. Ο Huizinga (1938) συνόψισε ως εξής στην σχέση μεταξύ του παίζειν και τους κανόνες της πραγματικότητας που περιβάλλει τον χώρο του παιχνιδιού. Αυτό που είναι χαρακτηριστικό είναι η unshelfisness και η disinterestedness που παίζειν. Είμαστε όλοι εξοικειωμένοι με τον παίκτη που φαίνεται αφηρημένος (absent minded) σαν να διακατέχεται από μια διάθεση ειρωνίας (a mood of irony).

Ποιά είναι η εγγύηση του παιχνιδιού της επικοινωνίας. Ποιό είναι το gagë (Huizinga 1938) το οποίο έριχναν στο πεδίο των αγώνων σαν εγγύηση, όχι σαν τρόπαιο, ούτε σαν σύμβολο του παιχνιδιού, αλλά σαν εγγύηση ότι το αδιανόητο (της εξωτερικής και σωματικής πραγματικότητας) ήταν το σημείο όπου ό,τι και να έκαναν οι παίζοντες, δεν θα το εξαντλούσαν.

Χρειάζεται μια εγγύηση: το "πέραν" της αμφιθυμίας, πέραν της ψυχικής ζωής. Αυτό μας θυμίζει το προϋπάρχον, σε αυτό που θα επιστρέψουμε. Είναι μια εγγύηση ότι οι αγωνιζόμενοι πάλι θα επιστρέψουν με ένα νέο ξεκίνημα, με τις ενορμήσεις να αρχίζουν να σχηματίζουν τον βασικό κόμβο της σύγκρουσής τους. Διότι το θέμα του κάθε αγώνα δεν είναι ο θάνατος αλλά η ζωή που συνεχίζεται.

Υποθέτω ότι μια πλευρά των ψυχαναλυτικών θεσμών χρησιμεύει ως ένα gagë όχι ως μια θετική έννοια αλλά σαν μια προϋπόθεση για την πραγμάτωση της λειτουργίας του θεσμού. Αυτή η πλευρά δίνει την έννοια της απουσίας, η οποία δεν μπορεί να κορεσθεί με γνώση. Δίνει την διάσταση του ιδιωτικού χώρου, ο οποίος δεν είναι προς κοινή χρήση. Εισάγει την έννοια αυτού που απουσιάζει, του άγνωστου.

Η αυθόρμητη πράξη

Ενώ χρόνο η ενορμητική κίνηση δρα και αλλάζει τον κόσμο, το Εγώ υφιστάμενο την δράση των ενορμήσεων υποκειμενοποιείται. Η υποκειμενοποίηση του Εγώ είναι ένα bonus, δεν είναι μέσα στην αρχική πρόθεση.

Η δράση που συμβάλει την πολιτική μιας ομάδας είναι "αυτοτελής", τελειώνει με το τέλος της, δεν αφήνει, κανένα ίχνος (Αριστοτέλης: Ηθικά νικομάχεια) (Kristeva 2000). Πρόκειται για μια αυθεντική πράξη, αυτοτελή, αυτοπροσδιοριζόμενη, συστατική της "πόλης". Είναι η ικανότητα να αρχίζει κανείς από την αρχή. Συνιστά την πραγμάτωση της ατομικοποίησης. Η ομοιότητα αυτών των θεωρητικών σκέψεων με την ανακάλυψη των μεταβατικών φαινομένων από τον Winnicott είναι εκπληκτική, για μας τους ερασιτέχνες κοινωνιολόγους.

Η συμβολή μιας αυθόρμητης πράξης στην αλλαγή του κόσμου δεν μπορεί πραγματικά να ανιχνευθεί στην μελέτη μιας αλλαγής της ιστορίας του ατόμου και της ομάδας του. Σε μια γραμμή ιστορίας ενός ατόμου ή μιας ομάδος βρίσκουμε ένα ατύχημα, μια παρεξήγηση, μια σύμπτωση χρόνου και χώρου όπου όλα έγιναν μονομιάς. Αυτό συνιστά μια τραυματική στιγμή, όπου οι έννοιες των αποστάσεων και των διαφορών δεν λειτούργησαν. Την ονομάζουμε τραυματική διότι αφήνει κατάλοιπα; Αυτό είναι μια αρχή η οποία δεν μπορεί να ανακληθεί. Μπορεί μόνο μετά να γίνει αφήγηση. Εν τω μεταξύ, ενώ η ιστορία γίνεται αφήγηση, το ατομικό Εγώ κοινωνικοποιείται. H ψυχαναλυτική αυτή προσέγγιση διασταυρώνεται με γόνιμο τρόπο με τον στοχασμό πάνω στην οργάνωση της κοινωνίας (Arendt 1966).

Στην ψυχαναλυτική θεωρία έχουμε δεχθεί την σκέψη του Winnicott για την αυθόρμητη χειρονομία του βρέφους. Με την έμφυτη πρωτογενή δημιουργικότητα το βρέφος αφαιρεί από την εξωτερική πραγματικότητα ένα μέρος της το οποίο το καταλαβαίνει με λάθος τρόπο (mis-take), όχι όπως πραγματικά είναι αλλά με βάση τον έμφυτο δικό του τρόπο πρόσληψης, ο οποίος καθορίζεται από ένα πηγαίο κώδικα. (συναίσθημα/αναπαράσταση). Από κει και πέρα τα πράγματα θα φέρουν πάνω τους το στίγμα αυτού της πρώτης συνάντησης. Με την αυθόρμητη χειρονομία του το βρέφος αναδύεται από την ενότητα με το πρωταρχικό αντικείμενο, επιβεβαιώνει προκλητικά τον εαυτό του απέναντι στο άψυχο και συμβάλει στην περιβάλουσα μητέρα, την οποία αποκαθιστά με την δική του παρουσία. Χρειάζεται να την αποκαταστήσει διότι αρχικά το βρέφος και η μητέρα του ήταν μια ολότητα, την οποία η πράξη του την κατάστησε ελλιπή. Με μια αυθόρμητη χειρονομία συνεισφέρει στον κόσμο, αναδύεται προς την ζωή, παίρνει τον δρόμο προς την αυτονομία και αρχίζει την κοινή ζωή με τους άλλους.

Στην ζωή μιας Εταιρίας όπου συχνά επικρατούν παλινδρομικές τάσεις ο ψυχισμός αρχίζει από μια τέτοια αυθόρμητη χειρονομία. Η αυθόρμητη πράξη ενός ψυχισμού, ακριβώς επειδή περιέχει απλά θεμελιακά εγχαράγματα, συνιστά μια διαισθητική σύλληψη και παρέμβαση στα πολιτικά δρώμενα. Από εκεί και πέρα η διαπλοκή εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας βασίζεται στην τάση για επανάληψη και την ικανότητα για συγκράτηση (όχι εκκένωση) της έντασης. Έτσι αρχίζει να κατασκευάζεται ένα πολιτικό γεγονός.

Αυτή η κατάσταση σημαίνει αβεβαιότητα, ανοικτές δυνατότητες και μια προσπάθεια του Εγώ να αποφασισθεί η έκβαση και να τελειώσει η ασάφεια. Ένας αδιαπραγμάτευτος όμως όρος κάθε παιχνιδιού είναι ότι δεν χωρά καμιά απαισιοδοξία όσον αφορά τους κανόνες του. Το υποκείμενο μέσα στο παιχνίδι (Illusion) κυριολεκτικά κρύβεται πίσω από τον εαυτό του αλλά δεν χάνει την επαφή του με την τρέχουσα πραγματικότητα. Μπορεί να αποδειχθεί αυτά που δίνει έξω με την μορφή πράξεων και να αναστοχασθεί.

Μια ειδική δυσκολία παιχνιδιού στον ζωτικό χώρο μιας ψυχαναλυτικής Εταιρίας είναι δυνατόν να περιγραφεί ως γάντζωμα στην πραγματική σχέση η οποία βιώνεται ως απολύτως απαραίτητη για να διατηρηθούν τα όρια του εαυτού και το συμφέρον του Εγώ των μετεχόντων. Αντί για μια διυποκειμενική επικοινωνία έχουμε την ναρκισσιστική περιχαράκωση μια σαδομαζοχιστικής μάχης. Όταν το παιχνίδι γίνεται μη ασφαλές, διότι οι ενορμήσεις και τα συναισθήματα γίνονται απειλητικά για την αίσθηση της συνοχής και της συνέχειας του εαυτού τότε αυτό, το παιχνίδι, εγκαταλείπεται, εν μέρει η παντελώς.

Τότε οι κανόνες του παιχνιδιού δεν λειτουργούν ως μια εγγύηση, ή ως ένας δείκτης μιας διάκρισης μεταξύ της "real relationship" και της "as if" φύσης των ενεργειών μεταβιβαστικών κινήσεων. Τότε οι κανόνες των θεσμών της Εταιρίας αντιμετωπίζονται από τα μέλη με πεσιμισμό και ορισμένες φορές σαν μια ανεπεξέργαστη ακατανόητη απειλητική πραγματικότητα. Αυτό που τότε γίνεται πρωταρχικό είναι το αντικείμενο και όχι η χρήση του για την πορεία των διαδικασιών της εσωτερίκευσης. Είμαστε ακόμα στον χώρο της σκέψης, αλλά αυτή παραλύει.

Τότε φαίνεται ασύλληπτο, σε ένα μέλος, το να γίνεται αποδεκτό και να αναμένεται να είναι μέρος μιας ομαδικής κατάστασης για την οποία δεν γνωρίζει πως θα ήταν αν ήταν διαφορετική δεν προβάλει τον εαυτό του σε μια κατάσταση χωρίς αυτήν. Με άλλα λόγια η αποδοχή σε μια ομαδική κατάσταση σημαίνει για ορισμένα μέλη ότι η διαφορά ενός αντικειμένου δεν είναι επαρκής για να απορροφήσει την δυνητικά αφανιστική κατάσταση που γεννιέται από την εγγύτητα και την ετερότητα. Έτσι δεν μπορεί να χάσουν τον εαυτό τους. Και να πράξουν κάτι αυθόρμητα.

Το παράδοξο είναι ότι για να ανήκει κανείς σε αυτό το πλαίσιο χρειάζεται να επιτρέπει στον εαυτό του να κάνει αυθόρμητες πράξεις, δηλαδή χειρονομίες (εισάγοντας την πρωτόγονη φαντασίωση και το αμεταβόλιστα αντιληπτικά στοιχεία) που επιχειρούν να το υπερβούν (διάλυση/αταξία του πλαισίου) ενώ αυτό παραμένει εξωτερικό και σταθερό.

Η επεξεργασία (μη εκκένωση) των ενδο- και δι- υποκειμενικών καταλοίπων από την προσωπική ανάλυση εμπειριών οι οποίες καθιστούν δυνατήν την λειτουργία ενός χώρου/χρόνου σε μια ομάδα, βασίζεται στη από κοινού αποδοχή της πρόκλησης την οποία δίνει.

Το πολιτικό γεγονός αποτελεί ένα θέμα, μια πλοκή η οποία δίνει τον καμβά για την ύφανση των μεταβιβαστικών/αντιμεταβιβαστικών κινήσεων. Εμπλέκει ορισμένες πλευρές του θεσμού, οι οποίες αναπαριστούν την λειτουργία μιας εγγύησης ότι οι κανόνες του παιχνιδιού θα τηρηθούν. Ενώ απειλεί τον θεσμό με διάλυση, ο σχηματισμός του συνιστά μια εγγύηση του παιχνιδιού το πλαίσιο διατηρεί την ιδιωτική του εξωτερικότητα, την αμεροληψία.

Η λειτουργία της σαγήνης

Για να έχει αυθεντικότητα το παιχνίδι μιας επικοινωνίας χρειάζεται να αφήνουμε μετέωρη την διάκριση φαντασίας/πραγματικότητας καθώς και συναισθήματος/αναπαράστασης. Έτσι επανεργοποιούνται μη απαρτιωμένα συναισθήματα/αναπαραστάσεις, τα οποία συνιστούν τον πηγαίο κώδικα της ύπαρξης.

Ας σκεφθούμε ένα μέλος, το οποίο αισθάνεται ναρκισσιστικά πληγωμένο από μια ενδόρρηξη ενός μη απαρτιωμένου συναισθήματος. Μπορεί να απαντήσει στις απαιτήσεις και στις προσδοκίες οι οποίες πηγάζουν από την θέση του ως μέλος με το διαψεύσει τις διαφορές οι οποίες ενυπάρχουν στην μεταβίβαση του προς την ομάδα και προς άλλα μέλη. Τότε είναι δυνατόν να μη κρατά το πλαίσιο των θεσμών με αναλυτικούς τρόπους και αποφεύγει τις εντάσεις με ναρκισσιστικές άμυνες οι οποίες ακινητοποιούν το παιχνίδι.

Συχνά σε ψυχαναλυτικές Εταιρίες συναντούμε έντονες ναρκισσιστικές αντιστάσεις προς τις συναισθηματικές συγκρούσεις και τις επενδύσεις των αντικειμένων. Οι ναρκισσιστικές αντιστάσεις αποφεύγουν τις εντάσεις και απορροφούν τις επιθυμίες καθιστώντας το μέλος μη διαθέσιμο για επικοινωνία.

Το πώς ένα ψυχικό στοιχείο διατελεί εν ζωή είναι θεμελιακό πρόβλημα του ψυχαναλυτικού έργου, ένα αντικείμενο της αναλυτικής σχέσης και ένα προϊόν των κινήσεων μεταβίβασης/αντιμεταβίβασης. Στον αντίθετο πόλο κείται μια αναφομοίωτη εντύπωση, η οποία δεν είναι κατάλληλη και δεν είναι δεκτή στο παιχνίδι μεταβίβασης/αντίστασης και επομένως δεν μπορεί να βρει μια έκβαση στην διαφοροποίηση και στην συμβολοποίηση.

Τα αναφομοίωτα αναπαραστατικά και αντιληπτικά ίχνη, αλλά και τα ανείπωτα τραυματικά βιώματα παραμένουν in abeyance σαν άδεια φαντάσματα σε μια nonmans land, τον Άδη των σκιών, περιμένοντας τον Οδυσσέα να κατέλθει να τους δώσει θυσία αίμα και σάρκα, την επανάληψη. Περιμένουν in limbo, τον συγγραφέα και την σκηνή για να στηθούν, σε πρόβες, να συμπληρώσουν το σενάριό τους και να γίνουν προσωπικές εμπειρίες, δηλαδή ανήκουσες στο εσωτερικό του ασθενούς. Η κοινωνική ομάδα του περιβάλλοντος παίζει ένα βασικό ρόλο δίνει ζωή και ύλη, περιεχόμενο και μορφή, σε αυτές τις άμορφες μορφές. Η μορφοποίηση συμβαδίζει με την αναγνώριση ότι οι ενορμήσεις δεν έχουν τίποτα το προσωπικό. Τα μέλη όμως της ομάδας οφείλουν να παίρνουν προσωπικά την εκδήλωση της ενόρμησης, για να δεχθούν στην πορεία την ετερότητά της.

Γνωρίζουμε ότι στον ψυχισμό μια αναφομοίωτη τραυματική εντύπωση γίνεται ο κόκκος της άμμου στην καρδιά ενός πολύτιμου σχηματισμού (Freud 1916-17). Γύρω από τον κόκκο αυτό ένα πλέγμα ενδιαφερόντων και συγκρούσεων υφαίνεται ως ένα γεγονός. Αυτό δεν είναι ισοδύναμο με την υλική πραγματικότητα, η οποία όμως περιέχεται στα μηνύματα μέσα από τα οποία μια πλευρά του ασυνειδήτου του άλλου διαβιβάζεται (Laplanche 1989). Κανένα μήνυμα δεν είναι αμιγώς συμβολικό, πάντα περιέχει και μια ωμή σωματική πλευρά.

Η Roux (1993) μελετώντας τον ρόλο της σαγήνης στην λειτουργία της ομάδος έγραφε: Μου φαiνεται ότι οι κανόνες και το πλαίσιο των θεσμών μας οφείλουν να έχουν αυτόν τον ίδιο ρόλο με την μητρική φροντίδα: διέγερση, ανακίνηση (Stimulation), ενθάρρυνση, και ταυτόχρονα όρια, προστατευτική ασπίδα, και αποσεξουαλικοποίηση από τον ερωτικό δεσμό. Εάν η μεταβίβαση είναι πράγματι η μόνη πηγή της θεραπείας και εάν οι βρεφικές παιδικές επιλογές αντικειμένου επανευρίσκονται στην επιθυμία του να είναι κανείς αναλυτής, μπορεί να υποτεθεί ότι το πλαίσιο το οποίο προσφέρει ο θεσμός επίσης αναπαριστά το τρίτο πρόσωπο το οποίο η επιθυμία θα πρέπει να συναντήσει σε αντιπαράθεση για να το διερευνήσει και να ενδυναμώσεις τις επιπτώσεις τις οποίες αυτό το πλαίσιο έχει... Με αυτή την έννοια, η ψυχαναλυτική ομάδα μπορεί πράγματι να λειτουργήσει ως θεσμός μόνο μελετώντας την δικής ασυνείδητη λειτουργία και ιδιαίτερα καθιστώντας ικανή, δια μέσου των κανόνων της, την ασυνείδητη λειτουργία καθενός από τα μέλη της να αποκαλυφθεί αλλού σε ένα ιδιωτικό χώρο, ο οποίος δεν θα υποστεί εισβολή. Είναι πράγματι μια ανέφικτη κατάσταση "doing/undoing"... στην οποία οι θεσμοί και οι προσωπικές θεραπείες είναι σε μια διαλεκτική σχέση όπου ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να αντανακλούν το ένα στο άλλο (θεσμού/προσωπικές θεραπείες) εμπρός/πίσω, σε μια θανάσιμη αντιπαράθεση (p.p. 38-39).

Η επικοινωνία μεταξύ των μελών μιας Εταιρίας είναι εφικτή διότι ενυπάρχει σε αυτήν η συνθήκη της αρχικής σαγήνης που πραγματοποιείται μέσα από αινιγματικά μηνύματα τα οποία διαμορφώνονται και από την εσωτερική και από την εξωτερική πραγματικότητα και θέτουν μια απαίτηση η οποία συναντά ασύμμετρα ένα αίτημα. Ο ψυχισμός σχηματίζει ένα νόημα σε ένα κλίμα αυταπάτης, η οποία σταδιακά συναντά την ασυμμετρία (έλλειψη/διαφορά).

Το πλαίσιο της Ψυχαναλυτικής Εταιρίας

Δεν μπορεί να υπάρξει ψυχανάλυση όπως και οτιδήποτε άλλο στην ζωή χωρίς το πλαίσιό του, που πρέπει να αποκαθίσταται με την ερμηνευτική ψυχική εργασία του ψυχαναλυτού και της ψυχαναλυτικής ομάδος. Και όμως δεν μπορεί να υπάρξει μια ανάγκη για δόμηση, επαναδόμηση, και αναθεώρηση του πλαισίου ενός θεσμού, εκτός εάν υπάρχει μια πράξη που απειλεί την τάξη του με διάλυση.

Αυτή η δράση εξυπηρετεί τον δράστη να εκφορτίσει την ένταση και αναγκάζει την ομάδα να σχηματίσει κανόνες του παιχνιδιού που την απαρτιώνουν σε μια ταυτόχρονη μετάφραση, σε αφήγηση, ένα πλαίσιο, η οποία μπορεί να αναπτυχθεί σε μια νέα ιδέα και να αναγνωρισθεί ως τέτοια.

Μια σημαντική πλευρά της ψυχανάλυσης είναι ότι ξεκίνησε από την αρχή ως ένα πολιτικό κίνημά κάποιας μορφής. Μοιάζει με την εγκαθίδρυση του Νόμου στην Αρχαία Ελλάδα, που επενοήθη και συνεφωνήθη, από τους ανθρώπους, για να καταστήσουν δυνατή την συνύπαρξη της φαντασίας με την πραγματικότητα. Ο Δημοσθένης υπενθύμησε στους Αθηναίους ότι εάν θέλουν να πιστεύουν αυτά που βλέπουν χρειάζοντο τα όρια τα οποία έθετε ο νόμος (de Romilly 1971).

Μεταξύ των πολλών συνεπειών της πολιτικής φύσης της Ψυχανάλυσης ήταν επίσης το γεγονός ότι το Κατεστημένο (Bion) όφειλε να πάρει μια απόφαση και να κάνει μια επιλογή ως προς το τι θα συμπεριληφθεί και τι θα αποκλεισθεί από το σώμα της θεωρίας (Grinberg 1990). Με αυτόν τον τρόπο ένας ανθρώπινος παράγων εισαγόταν για να αποφασίσει ως προς το ψυχαναλυτικό status μιας ιδέας. Παραδόξως αυτή η απόφαση αγνοούσε το προσωπικό πεπρωμένο του στοχαστού της ιδέας, παρά μόνο εάν εθεωρείτο ότι συνιστούσε μια αντίσταση.

Το ξεκίνημα της ψυχανάλυσης καθορίσθη από τιςδιαθέσιμες, στον ιδρυτή της, αναπαραστάσεις στις επικρατούσες κοινωνικές/πολιτισμικές και επιστημονικές συνθήκες. Από την αρχή φαίνεται ότι ο Freud ανακάλυπτε, (σκεφτόταν) περισσότερα από αυτά που μπορούσε να συμπεριλάβει στην μεταψυχολογία του.

Έπαυε να είναι κάτι ψυχανάλυση χωρίς την ασυνείδητη εσωτερική πραγματικότητα και την μεταψυχολογία που θα την ερμήνευε. Όλες οι επόμενες εξελίξεις έκαναν ένα παρόμοιο πέρασμα, αρχίζοντας από ένα κομμάτι εσωτερικής πραγματικότητας, εφήρμοσαν μια θεωρία να το εξηγήσει για να, σχηματίσουν ένα νέο συμβιβασμό. Ο Freud, ως γνωστόν, δεν ανεχόταν την εγκατάλειψη θεωρητικών κατασκευών όταν έκρινε ότι αυτό θα απειλούσε τα θεμέλια του δημιουργήματός του.

Η πολιτική πλευρά της ψυχανάλυσης εμφανιζόταν όταν μια απόφαση της ομάδος έπρεπε να κρίνει τι συνιστούσε μια ψυχαναλυτική πράξη και τι όχι. O Grinberg (1990, p. 148) εκφράζοντας τις ανησυχίες του για την προκατειλλημένη απόριψη νέων ιδεών, σχολιάζει: Συναισθηματικοί παράγοντες έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο σε αυτήν την σύγκρουση μεταξύ μιας πλέον συντηρητικής στάσης από την μια μεριά, και καινοτομίας από την άλλη, και ενίοτε ήταν τα στοιχεία αυτά τα πλέον αποφασιστικά στην επιρροή στις σοβαρές αντιθέσεις που συνέβησαν σε ορισμένα ψυχαναλυτικά κέντρα.

Σε ιδανικές συνθήκες είναι οι ψυχαναλυτικές αρχές που εφαρμόζονται για να λυθεί η κρίση και να ληφθεί μια απόφαση σχετικά με το ποιος πρέπει να γίνει αποδεκτός και πως ως μέλος της εταιρίας. Τα επακόλουθα αναπόφευκτα ναρκισσιστικά τραύματα που είναι και οι πλέον κοινές απώλειες που έχουν περιγραφεί σε αυτό το πλαίσιο, αναμένεται να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας από τον αναλυτή στην προσωπική του ανάλυση ή αυτό-ανάλυση. Η ομάδα επίσης θα διέλθει τον μόχθο μιας ανάλογης ψυχικής εργασίας. Δεν αφήνει το μέλος να τα βγάλει πέρα μόνος του.

Σε ορισμένες ομάδες βλέπουμε την λύση της παραίτησης ενός μέλους ή της αυτό-απενεργοποίηqης. Έχουμε επιχειρήσει να εξηγήσουμε τέτοια γεγονότα ακολουθώντας τρεις γραμμές αναζήτησης (Kontos et al., 1995):

  1. Η απαρτίωση των νέων ιδεών στην ιστορία και στο σύγχρονο κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο της Ελλάδος,
  2. Οι συναισθηματικοί παράγόντες των προσωπικοτήτων που εμπλέκονται, και
  3. Το διατηρείν και το μεταδίδειν της ψυχαναλυτικής γνώσης.

Μια καρποφόρος προσέγγιση είναι και η θεώρηση των μετασχηματισμών των τραυματικών εντάσεων σε μια ψυχαναλυτική ομάδα όπου η ψυχο-ποιητική λιβιδινική διαθεσιμότητα του ψυχαναλυτού απαιτείται ως μέρος των υποχρεώσεών του. Ο ψυχαναλυτής αναμένεται να αφήσει τον δικό του ψυχαναλυτή, σε ένα μέτρο, και να τον καταστήσει απόντα για να μεταβιβάσει τα ενδιαφέροντά του από τον τρόπο με τον οποίο εργαζόταν μαζί του στον τρόπο που η ψυχανάλυση εργάζεται και στον τρόπο με τον οποίο η μέθοδος της μεταδίδεται.

Η λιβιδινική διαθεσιμότητα

Η εμπειρία μας δείχνει ότι εξ αιτίας επανεργοποιούμενων τραυμάτων μερικά μέλη της Εταιρίας δεν διαθέτουν τους εαυτούς τους, δεν μένουν ευάλωτοι στην υπηρεσία μιας γλώσσας (επικοινωνία με συμβολικές αναπαραστάσεις μεταξύ εσωτερικών ασυνειδήτων διεργασιών και εξωτερικής πραγματικότητας) που θα ενίσχυε την εξέλιξη της ψυχανάλυσης και θα απέδιδε σαν κέρδος την βαθύτερη κατανόησή της.

Ας μη ξεχνούμε ότι η δημιουργία και χρήση των πολιτικών κρίσεων αφορά στο ερώτημα του τι κάνει μια ομάδα με τα υπολείμματα (μη αναλύσιμα) στοιχεία των μελών της. Ερμηνείες εκτός του πλαισίου δεν κάνει. Πως λοιπόν το μέλος και η ομάδα τα βγάζει πέρα με τα αμεταβόλιστα στοιχεία του; Αυτά αναπόφευκτα κινητοποιούνται από την συμβολική επικοινωνiα, που όπως είδαμε δεν είναι ποτέ αμιγώς συμβολική, ποτέ παντελώς απηλλαγμένη από αμεταβόλιστα στοιχεία.

Σε ορισμένες ομάδες τα μέλη καταβάλλουν όλες τους τις προσπάθειες σε ένα είδος ίασης/διαιώνισης των τραυμάτων τους. Αυτή η κατάσταση μπορεί να εξηγηθεί με την υπόθεση ότι όταν δεν υπάρχει επαρκής δημιουργικότητα σε μια ομάδα τότε τα όρια είναι η εστία της ανησυχίας και χρειάζονται διαρκώς ορισμό και υπεράσπιση.

Τότε δεν αναγνωρίζομε και δεν δεχόμαστε την διεργασία ομάδος (με εντάσεις και αντιζηλίες), η οποία εκτυλίσσεται ενώ χρόνω προσπαθούμε να ανταποκριθούμε στην ανάγκη να δοκιμάσουμε και να απαρτιώσουμε την εμπειρία και την θεωρία των άλλων. Συχνά οι επιθυμίες και οι μεταβιβάσεις των άλλων απορρίπτονται. Τότε η άρση των διαψεύσεων των διαφορών μπορεί να γίνει τραυματική.

Δεν πρόκειται μόνο περί φθόνου, αλλά επίσης περί της εμμονής να υποφέρει μια τραυματική κατάσταση με αντίσταση στο έργο του πένθους. Ο μη διαθέσιμος και μη συνεργάσιμος αναλυτής δίνει μια πέραν κάθε αίσθησης μετριασμού τις ακραίες άμυνες της ψευδο-βλακείας και αδεξιότητας καταστρέφοντας έτσι κάθε απόπειρα για παιχνίδι. He plays dead. Δεν λέει απλά έπαιξα και έχασά και θα ξαναπροσπαθήσω να βρω ένα δρόμο. Δεν λέει ότι ορισμένα πράγματα τα καταλαβαίνει, άλλα όχι, και άλλα δεν θέλει να τα καταλάβει. Λέει ότι τα γνωρίζει όλα.

Σε παρόμοιες περιπτώσεις οι εναλλακτικές λύσεις είναι για το άτομο είτε να ζητήσει ανάλυση, ή να λιμνάσει, ή να διαλέξει μια άλλή ομάδα, ή να εργασθεί μόνο του, ή να περιορίσει τον εαυτό του στην εφαρμογή της ψυχαναλυτικής θεωρίας σε άλλα πεδία, π.χ. εκπαίδευση, ψυχοθεραπεία, όχι ως ένα τρόπο να διευρύνει τον ορίζοντα και να βρει νέές πλευρές του αντικειμένου της μεταβίβασής του από τον αναλυτή στην ψυχανάλυση γενικώς, αλλά ως μια έξοδο διαφυγής της έντασης.

Είναι σαν κάποιος να νομίζει ότι γνωρίζει όλες τις απαντήσεις μόνο και μόνο για να ανακαλύπτει διαρκώς ότι του έχουν αλλάξει τα ερωτήματα. Μετά μπορεί να διαφύγει την αντιπαράθεση με την ένταση με διχοτομήσεις και προβληματικές ταυτίσεις λέγοντας δηλαδή κυνικά: "Ποτέ δεν πίστευα ότι θα ήταν τίποτα το διαφορετικό. Αυτός ο κυνισμός πηγάζει από ένα ναρκισσιστικό τραύμα:" Δεν θα αφήσω ποτέ πια ξανά τον εαυτό μου να αισθανθεί έτσι, αβοήθητος.

Σε μια κατάσταση ομάδος το παιχνίδι εκτυλίσσεται γύρω από τους κανόνες του παιχνιδιού, με εισαγωγή του τρίτου στοιχείου της απόστασης και της ταύτισης, κανόνες της οιδιποδειακής τάξεως. Μπορούν όμως οι κανόνες να αναγνωσθούν από την γλώσσα των μη διαθεσίμων αντιληπτικών/φαντασιακών στοιχείων που είναι εν μέρει μεταβολισμένα; Αναγνωρίζουν, αναγιγνώσκουν την γλώσσα των κανόνων;

Αντίστοιχα, μπορούν οι συμμετέχοντες σε μια ομάδα να αναγνωρίζουν τις απωθήσεις τους, τις ασυνείδητες φαντασίες τους, τις τραυματικές ή ψυχωτικές καταστροφές; Μπορούν να εκπλαγούν; Τι είδους εμπειρίες χρειάζεται να δημιουργήσουν για να εκπλαγούν;

Τίποτα δεν μπορεί να γίνει ένα αληθινό πολιτικό γεγονός έξω από ασυνείδητο πλαίσιο του. Το πολιτικό γεγονός υφαίνεται γύρω από μια παρεξήγηση, ένα λάθος, μια λανθάνουσα δυνητικότητα, μια ικανότητα μετέωρης αναμονής. Δεν μιλάμε πια για μια ιστορία η οποία ορίζεται με ημερομηνίες, αλλά με ένά κλίμά. Το λάθος μετασχηματίζεται μέσα σε ένα κλίμα αμοιβαίας ανταλλαγής μεταφορών (Arlow 1993). Σε αυτό το κλίμα μια εργασία πένθους γίνεται δυνατή, η απώλεια της παντοδυναμίας γίνεται αποδεκτή, και η δημιουργικότητα ανθίζει με δημοσιεύσεις, έρευνα και επαρκώς καλή εκπαίδευση. Σε αυτή την κίνηση δεν χωρά καμιά απάτη.

Το κόλπό με το οποίο κανείς εξαπατά αυτές τις διαδικασίες δεν του επιτρέπει καμιά ευκαιρία για ελπίδα και προοπτική. Η απάτη ξεκινά από ένα ελλειμματκό Υπερεγώ το οποίο αφήνει το ιδεώδες του εγώ στα φτερά του ιδεώδους εγώ. Αυτό τον εξακοντίζει μέχρι τον ουρανό με την έκσταση της απεριόριστης επιτυχίας και τον ρίχνει στην οδύνη και στον τρόμο μιας κατάρρευσης, στο χάος μιας ολικής οικολογικής καταστροφής. Αυτό το ιδεώδες εγώ ενσαρκώνεται από ένα άτομο ή μια σέχτα. Παίρνει μια διοικητική απόφαση ότι η πραγματικότητα θα ορίζεται σύμφωνα με την εσωτερική του φιλοσοφική ιδεολογία.

Σε ορισμένες περιπτώσεις πρέπει να αποδεχθούμε το γεγονός ότι δεν μπορούν όλοι να πληρώσουν την εισφορά που οφείλουν ως μέλη. Μερικοί πηγαίνουν underground. Σε κάθε περίπτωση όμως χρειάζεται να αναρωτηθούμε και να εξετάσουμε αν η πολιτική της ομάδος, στην λειτουργία της στην κατασκευή των γεγονότων, σέβεται το πλαίσιο της ανάλυσης (την αποδοχή της έλλειψης/διαφοράς).

Αυτό που είναι τραυματικό δεν είναι το αναπόφευκτο μίσος εναντίον μιας διεργασίας που εξερευνά τον πυρήνα του εαυτού αλλά ο ερμηνευτικός σφετερισμός έξω από το πλαίσιο του νοήματος μια ψυχικής παραγωγής. Αυτή η ερμηνευτική κατάχρηση της εξουσίας είναι μια αντίσταση στην λειτουργία μιας ομάδος. Η αντίσταση αυτή εκδηλώνεται επίσης στον ζωτικό χώρο της ομάδος και η ομάδα πρέπει να το αναλύσει αυτό πρώτα. Το πλαίσιο του θεσμού μπορεί να διαστραφεί σε μέσον αποκατάστασης του ναρκισσισμού μας. Έτσι καταστρέφεται ο χώρος όπου οι μεταβιβαστικές κινήσεις παίζονται και η προσωπική ευθύνη αυτών αναλαμβάνεται.

Εντούτοις το δίκτυο της ομάδος, διοίκηση, εκπαίδευση, έρευνα, δεν παίρνει την θέση των θεσμών και δεν ταυτίζεται με αυτό. Το δίκτυο αφορά στην διαπλοκή συνδέσεων επικοινωνίας, δηλαδή στην περιέχουσα λειτουργία. Για να είναι δυνατή αυτή η διαπλοκή χρειαζόμαστε την πατρική λειτουργία των θεσμών. Εάν όμως το δίκτυο επικοινωνίας ταυτισθεί με τους θεσμούς τότε έχουμε ένα πατέρα ο οποίος ταυτίζεται με το Υπερεγώ των μελών της οικογένειας.

Όταν υπάρξει μια καταστροφή που έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια ενός μέλους, όχι την συμβολική του απουσία, την προϋπόθεση για την μεταφορά (μεταβίβαση) αλλά το σχίσμα, τον ακρωτηριασμό της ομάδος, τότε μερικά κομμάτια τραυματικών καταλοίπων παραμένουν προς επεξεργασία. Ο τρόπος για να κάνουμε αυτά τα κομμάτια να εισέλθουν στην ιστορικότητα της ομάδος μοιάζει με τη δίκη του Ορέστη μετά την καταστροφή της μητρικής πλευράς της οργάνωσης (πόλης).

Σύνεση και σκεπτικισμός

Αυτό που αναμφίβολα μας έδωσαν οι Συζητήσεις επί των Αντιθέσεων Α. Freud/M. Klein, ήταν η αξία της ελευθερίας των ψυχαναλυτών, ως ένα βασικό αναφερόμενο, που οργανώνει κάθε νέα εμπειρία ενός ψυχαναλυτού. Κάτι που προτείνεται δεν γίνεται δεκτό απλά επειδή το είπε η φυσική κόρη του Freud, ή η αληθινή (ψυχαναλυτική) κόρη του, όπως πίστευε η ίδια, η Klein. Μετά από ένα ξεκίνημα μόνο σε κατάσταση ανεξαρτησίας, όχι σε κατάσταση πολιορκίας, μπορεί να γίνει η γόνιμη συνάντηση θεωρίας και πρακτικής του καθενός μας.

Οι Αντιθέσεις μας έδειξαν πως χαράσσονται νέα περάσματα που αλλάζουν την κυκλοφορία των κινήσεων: με μικρά φράγματα προστασίας. Τα μεγάλα διαχωριστικά τείχη επιφέρουν κατακερματισμό και απερήμωση της χώρας μας. Η πορεία μιας Εταιρίας κρίνεται από το αν αφήνονται ασυνέχειες που κάνουν χώρο για κάτι νέο να βλαστήσει. Η νεωτερικότητα και η αειφόρος ανάπτυξη είναι το ζητούμενο σε κάθε ζώντα οργανισμό.

Από τις Αντιθέσεις και μετά αναγνωρίζουμε ότι τα σχίσματα συνήθως επικεντρώνονται στις εντάσεις που δημιουργούνται από τα θέματα της εκπαίδευσης: της μετάδόσης του ψυχαναλυτικού πνεύματος από την μια γενιά στην επομένη.

Δεν μιλώ για άλλες ομάδες. Σε καμιά ψυχαναλυτική Εταιρία δεν πέφτει λόγος να αποφανθεί αν μια άλλη ομάδα είναι ψυχαναλυτική ή όχι. Κανείς δεν την έχει ρωτήσει. Κανείς δεν έχει αναλάβει να κάνει ψυχαναλυτικοποιήσεις.

Μια Ψυχαναλυτική Εταιρία έχει αναλάβει να αποφασίζει εάν ο εκπαιδευόμενος της μπορεί να γίνει μέλος της. Όταν γίνει μέλος ονομάζεται ψυχαναλυτής, από δικαίωμα στην κληρονομιά του Freud. Δεν τελειώνει όμως εκεί το θέμα της ταυτότητας του ψυχαναλυτή, η οποία βεβαίως δεν κατακτάται με την πείρα.

Οι αναπαραστάσεις μιας νέας ταυτότητας συντηρούνται στον ψυχισμό και μεταστοιχειώνονται ή στοιχειώνουν και καταδιώκουν τον αναλυτή ως άνεκρα φαντάσματα. Στοιχειώνουν, π.χ., σε μια ιδιωτική θρησκεία, σε ένα καλτ, γέννημα θρέμμα διαδικασιών καταστολής και κατακερματισμού ενός κινήματος.

Η συμβολοποίηση συνιστά (και συνίσταται από) μια διαδικασία, η οποία θέτει σε κίνηση και αρθρώνει το συντακτικό μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας. Αντίθετα σε ένα καλτ τα σύμβολα μνημοποιούνται, όπως οι εικόνες μιας εκκλησίας. Μιλώ για τους ψυχαναλυτικούς όρους που απολιθώνονται και ζητούν θυσίες. Παύουν να εκπροσωπούν διαδικασίες και επομένως σταματούν την εξέλιξη.

Σε ένα καλτ, οι διαπροσωπικές διαμάχες πραγματοποιούνται γύρω από μια εικόνα ιδεώδους εγώ και διεξάγονται άγονα και υπό την απειλή της καταστροφής. Θα ήταν μια ποιητική δημιουργία αν μια αναπαράσταση, δεν την αποσπούσαν από το συντακτικό της και δεν την έκαναν έμβλημα ειδωλολατρίας.

Οι συμμετέχοντες σε μια ιδιωτική λατρεία μιας σέχτας προσαρμόζονται για να κρατήσουν μια επαφή μεταξύ τους και έτσι απαρτίζουν έναν τρελό κόσμο έτσι που δικαίως μετά να μη ξέρει κανείς ποιός τρελαίνει ποιόν.

Ο Αισχύλος εισάγει κάτι χρήσιμο για μας στις Ικέτιδες: την σύνεση και το σκεπτικισμό, στην θέση της ηγεμονικής αποστολικής αισιοδοξίας και της περιχαράκωσης της Πόλης. Η σκηνή στις Ικέτιδες γεμίζει με ετερογενή στοιχεία: μια πολυφωνία. Η πόλη ανοίγεται σε νέες δυνατότητες. Τα πολλά πρόσωπα επί σκηνής θυμίζουν τα πολλά σημεία συνάντησης συναισθημάτων, αναπαραστάσεων, και αναφομοίωτων στοιχείων. Στην θέση του τυρανικού ιδεώδους o Αισχύλος τοποθετεί την δημοκρατία των συναισθημάτων/σκέψεων, την πολυπλοκότητα των συνδέσεων.

Συμπεραίνω λοιπόν ότι το ουσιαστικό θέμα σε μια Εταιρία είναι αν γίνεται επικοινωνία μεταξύ των δομών και έντιμη επεξεργασία των συγκρούσεων. Τα πολιτικά γεγονότα μεσολαβούν για να γίνει αυτή η επεξεργασία.

Δεν μιλάμε πια για χωριστά όργανα, αλλά για χωριστές λειτουργίες, με διαπλεκόμενα συμφέροντα, με θεσμούς, οι οποίοι προστατεύουν τα δίκτυα της επικοινωνίας και επιτρέπουν την ζύμωση: δηλαδή τις ανακατασκευές, τις αναψηλαφήσεις της μνήμης και τις επανακατηγοριοποιήσεις. Δεν μιλάμε για στεγανά. Μιλάμε για ανάθεση ρόλων και για θητεία.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Arendt, H. (1966) The Origins of Totalitarianism. Harcourt, Brace and Wold. New York.

Arlow J. (1993) Discussion of "The mind of the analyst". Int. J. Psycho-Anal. 74: 1147-1162.

Aulagnier, P. (1979) Les' Destins du Pleasir. Paris. Presses Univ. France.

Baranger, M. (19931 The mind of the analyst: from listening to interpretation. Int. J. Psycho-Anal. 74 (1) 15-24.

Bion, W (1962) Learning From Experience. Heinemann. London.

Hayman, A. (1989) What do we mean by "phantasy"? In. J. PsychoAnal. 70 (1) 105-114.

Freud, S. (1896) Extracts from the Flies Papers. (1950 [1892-1899]). SE 1.

Freud S. (1916-17) Introductory lectures in psychoanalysis, Se 15 and 16.

Hayman, A. (1994) Some remarks about the "Controversial Discussions". Int. J. Psycho-Anal. 75 (2) 343-358.

Huizinga, J. (1938), Homo Ludens, A study of the Play Element in Culture. London: Routledge & Kegan Paul. 1949.

Green, A. (1999a) The Fabric of Affect in the Psychoanalytic Discourse. Translated by Alan Sheridan. First published as "La Discourse vivarit", Press Universitaires de France, 1973. Routledge. London and New York.

Green, A. (1999b) The Greening of Psychoanalysis. Andre Green in dialogue with Gregorio Kohon. In G. Kohon (ed) The Deal Mother. The Work of Andre Green. Routledge. London and New York.

Grinberg L. (1990) The Goals of Psychoanalysis, Identification, Identity, and Supervision, Karnac Books, London.

King, P., Steiner R. (1991) The Freud-Klein Controversies 194145. London and New York. Tavistock/Routledge.

Kontow J., Manolopoulos S., Kouretas N. (1944) The history of the psychoanalytic movement in Greece. Accepted to be published in: Peter Kutter (1992, 1994) Psychoanalysis International. A Guide to Psychoanalysis throughout the World, Vol 1,2. Frommann-Holzboog, Stuttgard.

Kristeva, J. (2000) Crisis of the European Subject. Other Press. New York.

Kutter P. (1992), 1994) Psychoanalysis International. A Guide to Psychoanalysis throughout the World, Vol 1,2. Frommann-Holzboog, Stuttgard.

Laplanche, J. (1989) New Foundations for Psychoanalysis, Translated by David Macey, Basil Blackwell, Oxford.

Perron R. (1999) Book review: Emprise et satisfaction. Les deux formants de la pulsion 3Mastery and satisfaction, the two formants of the drive4. By Paul Denis. Paris: Presses Universitaires de France 1997. Int. J. Psycho-Anal. 80 (5) 1036-1308. de Romilly J. (1971) La Loi Dans la Pensee Grecque des rigines a Aristotle, Societe d edition "Les Belles Lettres" Paris.

Rosenfeld, H. (1987) Impasse and Interpretation. London and New ork. Routtedge. Roux M-L. (1993) Internal and external reality in the candidates training, EPF Bulletin 40: 30-41.

Sandler, J. with A. Freud (1985) The Analysis of Defense: The Ego and the Mechanisms of Defense Revisited. New York. Int. Univ. Press, Inc.

Schafer, R. (1994) One perspective on the Freud-Klein controversies 1941-45. Int. J. Psychol-Anal: 75 (2): 343-358.

Segal, H. (1991) Dream, Fantasy and Art. Routledge. London and New York.

Steiner, R. (1999). Ποιές είναι οι επιπτώσεις των αντιθέσεων Anna Freud/Melanie Klein σήμερα; Ανακοίνωση στο Ψυχαναλυτικό Συμπόσιο της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρίας. 1939-1999. 60 χρόνια από τον θάνατο του Freud. 15-16 Οκτωβρίου 1999. Αθήνα

Winnicott W.D. (1971) Paying and Reality. Tavistock. London.