Στατιστική σημαντικότητα διαφοράς μεταξύ των μετρήσεων των αρχικών επιπέδων
και των μετρήσεων μετά την εκπόνηση της θεραπευτικής παρέμβασης
για τις ψυχολογικές μεταβλητές σε συμμετέχοντες της ομάδας ελέγχου

Για να βρεθεί η διαφορά μεταξύ των μετρήσεων των αρχικών επιπέδων και των μετρήσεων μετά την εκπόνηση της θεραπευτικής παρέμβασης για τις ψυχολογικές μεταβλητές σε συμμετέχοντες της ομάδας ελέγχου έγινε ανάλυση με t-test. Η σύγκριση έγινε μεταξύ των μέσων όρων των μετρήσεων των αρχικών επιπέδων και των μετρήσεών μετά την εκπόνηση της θεραπευτικής παρέμβασης για τις ψυχολογικές μεταβλητές. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των μετρήσεων των αρχικών επιπέδων και των μετρήσεων μετά την εκπόνηση της θεραπευτικής παρέμβασης για τις εξής μεταβλητές: επίπεδα κατάθλιψης, (δοκιμασία-BDI), και οι παράγοντες T (υχοφυσιολογικής έντασης-άγχους)., D (κατάθλιψη-μελαγχολία), F (κόπωση-αδράνεια) για τους συμμετέχοντες της ομάδας ελέγχου. Υπήρξε όμως μία στατιστικά σημαντική διαφορά στην μεταβλητή V (Ζωτικότητα- Δραστηριότητα), (p<0.05), της ψυχολογικής δοκιμασίας (POMS), σε συμμετέχοντες της θεραπευτικής ομάδας, (Πίνακας 6).

Διασυνάφειες μεταξύ ψυχολογικών και ανοσολογικών μεταβλητών
σε μετρήσεις αρχικών επιπέδων για συμμετέχοντες της θεραπευτικής ομάδας

Οι συσχετίσεις (συνάφειες) μεταξύ των ψυχολογικών και ανοσολογικών μεταβλητών υπολογίστηκαν με το συντελεστή συσχέτισης του Pearson (r). Δημιουργήθηκε για αυτό το σκοπό πίνακας συσχέτισης (συνάφειας) μεταξύ του συνολικού αριθμού λεμφοκυττάρων (Τ4, Τ8, αναλογία Τ4:Τ8) και των εξής ψυχολογικών μεταβλητών: Επίπεδα κατάθλιψης, (δοκιμασiα-BDI), και παράγοντες Τ (υχοφυσιολογικής έντασης-άγχους), D (κατάθλιψη-μελαγχολία), V (Ζωτικότητα- Δραστηριότητα), F (κόπωση-αδράνεια) της δοκιμασίας (POMS). Παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές αρνητικές συσχετίσεις μεταξύ των μεταβλητών του POMS παράγοντα D (κατάθλιψη-μελαγχολία) και συνολικό αριθμό λεμφοκυττάρων (r=-0.7322, p<0.01)., POMS παράγοντα D (κατάθλιψη-μελαγχολία) και Τ4 λεμφοκύτταρα (r=-0.9278, p<0.01), POMS παράγοντας Τ (υχοφυσιολογική ένταση-άγχος) και Τ4 λεμφοκύτταρα (r=-0. 5496, p<0.05), BDI (κατάθλιψη) και Τ4 λεμφοκύτταρα (r=-0.7656, p<0.01) (Πίνακας 7).

Διασυνάφειες μεταξύ ψυχολογικών και ανοσολογικών μεταβλητών
σε μετρήσεις μετά την εκπόνηση της θεραπείας για συμμετέχοντες της θεραπευτικής ομάδας

Στις συσχετίσεις (συνάφειες) μεταξύ των ψυχολογικών και ανοσολογικών μεταβλητών που υπολογίστηκαν με το συντελεστή συσχέτισης του Pearson (r), σε μετρήσεις μετά την εκπόνηση της θεραπείας για συμμετέχοντες της θεραπευτικής ομάδας παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική αρνητική συσχέτιση μεταξύ των μεταβλητών του POMS παράγοντα D (κατάθλιψη-μελαγχολία) και τον αριθμό των Τ4 λεμφοκυττάρων (r=-0.7344, p<0.01), (Πίνακας 8).

Διασυνάφειες μεταξύ ψυχολογικών και ανοσολογικών μεταβλητών
σε μετρήσεις μετά την εκπόνηση της θεραπείας για συμμετέχοντες της ομάδας ελέγχου

Στις συσχετίσεις (συνάφειες) μεταξύ των ψυχολογικών και ανοσολογικών μεταβλητών που υπολογίστηκαν με το συντελεστή του Pearson (r), σε μετρήσεις μετά την εκπόνηση της θεραπείας για συμμετέχοντες της ομάδας ελέγχου δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των ψυχολογικών και ανοσολογικών μεταβλητών, (Πίνακας 9).

Περιγραφική ανάλυση των συνεδριάσεων της ηλεκτρομυογραφικής βιοανάδρασης
που ελήφθη από τους συμμετέχοντες της θεραπευτικής ομάδας

Με σκοπό την εκτίμηση των επιπέδων χαλάρωσης πριν, μετά και σε επαναληπτική αξιολόγηση (baseline, post and 6 week follow-up) από την εκπόνηση της εκπαίδευσης/θεραπείας ηλεκτρομυογραφικής βιοανάδρασης σε συμμετέχοντες της θεραπευτικής ομάδας, καταγράφηκαν τα αρχικά επίπεδα (baseline measurements) οι μετρήσεις των 5 συνεδριάσεων ηλεκτρομυογραφικής βιοανάδρασης, καθώς και οι μετρήσεις των συνεδριάσεων στην επαναληπτική αξιολόγηση μετά από έξι εβδομάδες. Η προ-θεραπείας συνεδρίαση (αρχικά επίπεδα) καταγράφηκε ως η μέση τιμή δύο 5λεπτων μετρήσεων της μετωπιαίας ηλεκτρομυογραφίας. Η μέση τιμή των δύο 5λεπτων μετρήσεων αποτέλεσε το επίπεδο χαλάρωσης πριν την παρέμβαση/θεραπεία. Οι συνεδριάσεις εκπαίδευσης στην ηλεκτρομυογραφική βιοανάδραση ήταν στο σύνολο πέντε 20λεπτες συνεδριάσεις με καταγραφές ανά 5 λεπτά διαστήματα. Κατά τη διάρκεια της επαναληπτικής αξιολόγησης μετά από 6 εβδομάδες, έγιναν δύο 5λεπτες καταγραφές της μετωπιαίας ηλεκτρομυογραφίας για να εκτιμηθεί η ικανότητα των συμμετεχόντων να χαλαρώσουν χωρίς την βοήθεια της ηλεκτρομυογραφικής συσκευής.

Οι μέσες τιμές επιπέδων χαλάρωσης που καταγράφηκαν για τους 14 συμμετέχοντες της θεραπευτικής ομάδας πριν, μετά και σε επαναληπτική αξιολόγηση 6 εβδομάδες μετά (baseline, post and 6 week follow-up) από την εκπόνηση της εκπαίδευσης/θεραπείας ηλεκτρομυογραφικής βιοανάδρασης παρουσιάζονται παρακάτω (Πίνακας 10).

ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Έχοντας υπόψη την υπάρχουσα βιβλιογραφία και με περαιτέρω θεώρηση της σοβαρότητας της νόσου του AIDS, καθώς και την απουσία κατάλληλων φαρμακευτικών αγωγών, ειδικά στα πρώτα στάδια της λοίμωξης από τον ιό HIV, αναπτύχθηκε μια συνδυασμένη θεραπευτική παρέμβαση εντός ενός βιοψυχοκοινωνικού πλαισίου, με τη χρήση ατομικής γνωσιακής-συμπεριφορικής θεραπείας και ηλεκτρομυογραφικής-βιοανάδρασης. Σκοπός αυτής της παρέμβασης ήταν να χρησιμεύσει ως μια πιο αποτελεσματική συμπληρωματική θεραπευτική μέθοδος στις διαθέσιμες φαρμακευτικές αγωγές, ή ακόμα και να αντικαταστήσει τις επί παρόντος διαθέσιμες φαρμακευτικές αγωγές στα προκλινικά στάδια της λοίμωξης με τον ιό HIV.

Περαιτέρω σκοπός της μελέτης ήταν να αξιολογηθούν οι ψυχονευροανοσολογικές επιδράσεις της παραπάνω θεραπείας και να διαπιστωθούν τυχόν συσχετίσεις μεταξύ των ψυχολογικών και ανοσολογικών παραγόντων σε ασυμπτωματικούς φορείς του AIDS. Η συζήτηση των αποτελεσμάτων εντοπίζεται στις παρακάτω παραμέτρους.

Αντιστοιχία μεταξύ θεραπευτικής ομάδας
και ομάδας ελέγχου πριν την εκπόνηση της θεραπευτικής παρέμβασης

Τα ευρήματα αποκάλυψαν στατιστική αντιστοιχία (δεν υπήρχε δηλαδή καμίά στατιστικά σημαντική διαφορά) μεταξύ των ομάδων (θεραπευτική ομάδα και ομάδα ελέγχου) πριν την εκπόνηση της θεραπευτικής παρέμβασης (αρχικά επίπεδα) τόσο για τις ανοσολογικές όσο και για τις ψυχολογικές μεταβλητές. Αντιστοιχία μεταξύ των ομάδων υπήρχε και στις ηλικίες, εθνικότητα και κοινωνικοοικονομική κατάσταση των συμμετεχόντων.

Η επίδραση της θεραπευτικής παρέμβασης σε επιλεγμένους δείκτες ανοσολογικής λειτουργίας

Οι στατιστικές αναλύσεις έδειξαν πως δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων μετά την εκπόνηση της θεραπευτικής παρέμβασης όσον αφορά τις ανοσολογικές μεταβλητές. Πάντως, υπήρχαν κάποιες σημαντικές στατιστικές διαφορές ανάμεσα στις αρχικές ανοσολογικές μετρήσεις και μετρήσεις μετά την εκπόνηση της θεραπευτικής παρέμβασης στην θεραπευτική ομάδα, ειδικότερα, αυξήθηκε σημαντικά ο συνολικός αριθμός των λεμφοκυττάρων. Αυτή η αύξηση στο συνολικό αριθμό των λεμφοκυττάρων ήταν επίσης κλινικά σημαντική διαφορά, καθώς υπάρχει σχέση μεταξύ των αυξήσεων στο συνολικό αριθμό των λεμφοκυττάρων και την αυξημένη αντίσταση στις ευκαιριακές λοιμώξεις που σχετίζονται με τη λοίμωξη από τον ιό HIV. Υπήρξε, επίσης, αύξηση στις μετρήσεις του βοηθητικού Τ4 λεμφοκυττάρου στους συμμετέχοντες στη θεραπευτική ομάδα, η οποία ήταν επίσης κλινικά σημαντική διαφορά αλλά όχι στατιστικά σημαντική διαφορά. H αύξηση των Τ4 λεμφοκυττάρων μπορεί να θεωρηθεί κλινικά σημαντική διότι αυτά τα κύτταρα επιφέρουν ανοσολογικές επιπτώσεις ελκύοντας λεμφοκίνες που δρουν ως ανοσοορμόνες, ρυθμίζοντας άλλα Τλεμφοκύτταρα και μακροφάγα. Επιπλέον είναι τα κύτταρα που επηρεάζονται άμεσα από τον ιό της Ανθρώπινης Ανοσοανεπάρκειας (HIV), και η έντονη ανοσολογική καταστολή που χαρακτηρίζει τα μεταγενέστερα στάδια της λοίμωξης από τον ιό HIV οφείλεται στην προοδευτική λειτουργική εξασθένιση και την επιλεκτική απώλεια των Τ4 λεμφοκυττάρων. H μέτρηση των Τ4 λεμφοκυττάρων χρησιμεύει, επίσης, ως δείκτης της εξέλιξης της νόσου και σχετίζεται με τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων της νόσου. Μια μείωση αυτών των κυττάρων σε επίπεδο κάτω των 200 (ανά όγκο αίματος-per volume of blood) σχετίζεται με την αύξηση ευκαιριακών λοιμώξεων και εκδήλωση κλινικού AIDS. Επιπρόσθετα των αυξήσεων των Τ4 λεμφοκυττάρων, σημειώθηκαν μειώσεις στις συνολικές μετρήσεις των Τ8 λεμφοκυττάρων, μεταβάλλοντας έτσι την αναλογία Τ4:Τ8 λεμφοκυττάρων προς μια κατεύθυνση που υποδηλώνει βελτίωση της ανοσολογικής λειτουργίας. Η αναλογία Τ4:Τ8 λεμφοκυττάρων σχετίζεται με τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων της λοίμωξης, συμπεριλαμβανομένων την κούραση και την κατάθλιψη, ενώ αποτελεί ένα ακόμη σημάδι για την εξέλιξη της νόσου. Ωστόσο, καθώς τα παραπάνω ευρήματα δεν ήταν στατιστικά σημαντικά, αλλά κλινικά σημαντικά, εκτός από την περίπτωση των μετρήσεων συνολικών λεμφοκυττάρων, τα αποτελέσματα δεν μπορούν να συζητηθούν σε τέτοιο βαθμό που θα οδηγούσε στη γενίκευση των ευρημάτων. Κάποιες εξηγήσεις, όμως, μπορούν να δοθούν για να δικαιολογηθούν οι λόγοι για τους οποίους αυτά τα ευρήματα ήταν κλινικά, και όχι στατιστικά, σημαντικά. Οι μελέτες των Antoni, et al (1990), Reed, Kemeny, Taylor, Wang & Visscher (1994), Eller (1995) και Kiecolt-Glaser & Glaser (1992), υποδεικνύουν ότι το χρονικό διάστημα μεταξύ της αρχικής συλλογής και των επακολούθων συλλογών ανοσολογικών δεδομένων ήταν πολύ μικρό για να ανιχνευθούν σημαντικές διαφορές. Είναι πράγματι πιθανό σημαντικές στατιστικές μεταβολές να είχαν παρουσιαστεί αν η παρέμβαση γινόταν με μεγαλύτερη διάρκεια χρόνου, κάτι που θα επέτρεπε την εμφάνιση περισσότερων αλλαγών. Είναι επίσης, πιθανό, οι μεταβλητές που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτή τη μελέτη για τις ανοσολογικές αναλύσεις, να μην ήταν αρκετά ευαίσθητες για να μπορέσουν να διακρίνουν τις μεταβολές πριν και μετά τη θεραπευτική παρέμβαση, ή να επιτρέψουν την ανίχνευση στατιστικά σημαντικών αλλαγών μεταξύ των ομάδων, όπως θα συνέβαινε με τη χρήση πιο ευαίσθητων μεταβλητών, όπως αυτές που χρησιμοποίησαν οι Antoni et al. (1990) και οι La Perriere, et al. (1990), για παράδειγμα τα κύτταρα Τ56 ή μια υποομάδα Τ4 λεμφοκυττάρων, τα λεμφοκύτταρα (2Η+ Τ4+). Επομένως, η έλλειψη στατιστικά σημαντικών ανοσολογικών μεταβολών μεταξύ των ομάδων μπορεί ίσως να αποδοθεί στην έλλειψη πιο ευαίσθητων μεταβλητών της ανοσοανεπάρκειας, και όχι τόσο στην έλλειψη σημαντικών ανοσολογικών μεταβολών. Θπότε, είναι πιθανό, οι κλινικά σημαντικές μεταβολές να είχαν καταλήξει σε στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων αν οι παραπάνω παράγοντες είχαν ληφθεί υπόψη.

Η επίδραση της θεραπευτικής παρέμβασης σε επιλεγμένους δείκτες ψυχολογικής λειτουργίας

Οι στατιστικές αναλύσεις υπέδειξαν σημαντικές στατιστικές διαφορές μεταξύ των ομάδων στις μετρήσεις μετά την εκπόνηση της θεραπευτικής παρέμβασης, όσον αφορά στους παράγοντες POMS T (υχοφυσιολογικής έντασης-άγχους), D (κατάθλιψης όπως μετρήθηκε από την δοκιμασία BDI. Καθώς δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές σε καμία από τις παραπάνω αναφερόμενες μεταβλητές στις προθεραπευτικές εκτιμήσεις (αρχικά επίπεδα) μεταξύ των ομάδων, συμπεραίνεται ότι τα σημαντικά μετά την παρέμβαση, χαμηλά επίπεδα, ψυχοφυσιολογικής έντασης-άγχους, κατάθλιψης-μελαγχολίας, κόπωσης-αδράνειας και σύγχυσης-ταραχής, ήταν αποτέλεσμα της θεραπευτικής παρέμβασης. Επιπρόσθετα, στις σημαντικές στατιστικές μεταβολές ανάμεσα στις ομάδες όσον αφορά τους παραπάνω ψυχολογικούς παράγοντες, υπήρξαν και κάποιες στατιστικά σημαντικές ενδοομαδικές διαφορές στους ψυχολογικούς δείκτες της θεραπευτικής ομάδας. Πιο συγκεκριμένα, στατιστικά σημαντικές ενδοομαδικές αλλαγές καταγράφηκαν ανάμεσα στις αρχικές μετρήσεις και τις μετρήσεις μετά την εκπόνηση της θεραπείας στα επίπεδα έντασης-άγχους, κατάθλιψης-μελαγχολίας, ζωτικότητας-δραστηριότητας και κόπωσης-αδράνειας στην θεραπευτική ομάδα. Τα παραπάνω ευρήματα είναι σύμφωνα με την μελέτη των La Perriere, et al. (1990), καθώς και την μελέτη των Kiecolt-Glaser, et al. (1992), όπου τονίζεται ότι η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία οδήγησε σε βελτιώσεις της διάθεσης και σε μείωση των συνολικών διαταραχών διάθεσης των HIV οροθετικών ασθενών. Στην ουσία τα παραπάνω ευρήματα καταδεικνύουν ότι είναι εφικτές οι αλλαγές που σχετίζονται με ψυχοπαθολογικές διαταραχές συναισθήματος σε οροθετικούς ασθενείς.

Ενδο-ομαδικές συγκρίσεις πριν και μετά την εκπόνηση της ηλεκτρομυογραφικής παρέμβασης
σε συμμετέχοντες στην θεραπευτική ομάδα

Οι ενδο-ομαδικές συγκρίσεις πριν και μετά την εκπόνηση της θεραπευτικής παρέμβασης έδωσαν κάποια ενδιαφέροντα αποτελέσματα σχετικά με την επίδραση της παρέμβασης της ηλεκτρομυογραφικής βιοανάδρασης στους HIV οροθετικούς συμμετέχοντες. Φαίνεται ότι οι συνεδριάσεις της ηλεκτρομυογραφικής βιοανάδρασης για την εκπαίδευση επιβοηθούμενης χαλάρωσης παρήγαγαν τις αναμενόμενες επιδράσεις χαλάρωσης στους περισσότερους από τους συμμετέχοντες στην θεραπευτική ομάδα. Κατά τη διάρκεια των θεραπευτικών συνεδριάσεων, 11 από τους 14 συμμετέχοντες έφτασαν το απαιτούμενο επίπεδο χαλάρωσης μέσω της βιοανάδρασης, δηλαδή 1,5 mv/rms. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί, ότι τα άτομα που σημείωσαν μεγαλύτερη πτώση ηλεκτρομυογραφικών επιπέδων, είχαν και τη μεγαλύτερη αύξηση στις μετρήσεις ανοσίας μετά τις συνεδρίες ηλεκτρομυογραφικής βιοανάδρασης για την εκμάθηση χαλάρωσης. Τα παραπάνω ευρήματα υποστηρίζονται και από τα ευρήματα των Gruber, et al. (1988). και Gruber, et al. (1993) όπου μια παρέμβαση ηλεκτρομυογραφικής βιοανάδρασης επιβοηθούμενης χαλάρωσης σε συνδυασμό με καθοδηγημένες νοητικές απεικονίσεις είχε θετική συσχέτιση με σημαντικές ανοσολογικές μεταβολές σε ασθενείς με μεταστατικό καρκίνο. Το άλλο σημαντικό εύρημα σε αυτή τη μελέτη, ήταν η ύπαρξη της τάσης των πιο αγχωτικών ατόμων, όπως καταγράφηκε από τα επίπεδα έντασης στην ηλεκτρομυογραφία, να έχουν χαμηλότερες αρχικές, αλλά υψηλότερες τελικές μετρήσεις Τ4 λεμφοκυττάρων. Το εύρημα αυτό είναι σύμφωνο με αυτό του Gruber, et al. (1988), όπου τα επίπεδα λεμφοκυττάρων και άλλων υποομάδων λεμφοκυττάρων ήταν χαμηλότερα σε συμμετέχοντες που ανέφεραν υψηλότερο άγχος και ψυχοφυσιολογική ένταση στο αρχικό επίπεδο. Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης συμβαδίζουν επίσης με αυτά των Peavey, et al. (1985) και της μελέτης των Weinmann, et al. (1983), οι οποίοι βρήκαν ότι τα άτομα με υψηλό άγχος εμφάνισαν μεταβολές στα επίπεδα ψυχολογικής έντασης πριν και μετά την θεραπεία, ενώ τα άτομα με χαμηλά επίπεδα άγχους δεν παρουσίασαν τέτοιες αλλαγές. Η μορφή θεραπείας σε αυτές τις μελέτες ήταν η ηλεκτρομυογραφική βιοανάδραση.

Οι επιδράσεις του συνδυασμού γνωσιακής-συμπεριφορικής θεραπείας
και ηλεκτρομυογραφικής βιοανάδρασης στην ψυχολογική λειτουργία,
τους ανοσολογικούς δείκτες και την HIV οροθετικότητα

Τα ευρήματα αυτής της μελέτης αποκάλυψαν κάποιες ενδιαφέρουσες συσχετίσεις μεταξύ ψυχολογικής λειτουργίας-ανοσολογικών δεικτών και οροθετικής κατάστασης, όσο αφορά στις επιδράσεις της συνδυασμένης παρέμβασης. Δεν σημειώθηκαν στατιστικά σημαντικές ανοσολογικές μεταβολές μεταξύ των ομάδων πριν και μετά την θεραπεία, εκτός από την περίπτωση των συνολικών μετρήσεων των λεμφοκυττάρων, σε αντίθεση με τα ευρήματα των Antoni, et al. (1990) και των La Perriere, et al. (1990), όπου οι μεταβολές στην ψυχολογική λειτουργία δεν ήταν ανεξάρτητες από την ανοσολογική λειτουργία. Από αυτή την άποψη, ο παράγοντας κατάθλιψημελαγχολία του POMS ήταν αρνητικά συσχετισμένος με τη συνολική μέτρηση των λεμφοκυττάρων και o παράγοντας ένταση-άγχος ήταν αρνητικά συσχετισμένος με τις μετρήσεις των Τ4 λεμφοκυττάρων. Υπήρξε ακόμα, μια αρνητική συσχέτιση μεταξύ της κλίμακας BDI (κλίμακα κατάθλιψης) και των μετρήσεων Τ4 λεμφοκυττάρων. Οι παραπάνω σημαντικές αρνητικές συσχετίσεις υποδηλώνουν ότι όσο υψηλότερα είναι τα αρχικά επίπεδα κατάθλιψης και έντασης-άγχους, τόσο χαμηλότερες ήταν οι μετρήσεις τόσο του συνόλου των λεμφοκυττάρων όσο και των Τ4 λεμφοκυττάρων. Τα παραπάνω αποτελέσματα συμφωνούν με αυτά που βρέθηκαν από τους Kemmeny, et al. (1989), όπου αναφέρθηκε ότι η χρόνια κατάθλιψη έχει ως συνέπεια τη μείωση των Τ4 λεμφοκυττάρων στους HIV οροθετικούς άνδρες. Οι αρνητικές συσχετίσεις που βρέθηκαν ανάμεσα στην κατάθλιψη και την ένταση-άγχος και οι μετρήσεις των Τ4 λεμφοκυττάρων κατά τις αρχικές μετρήσεις, διήρκεσαν και μετά την θεραπεία. Πιο συγκεκριμένα, οι συμμετέχοντες στην ομάδα θεραπείας που είχαν χαμηλά επίπεδα κατάθλιψης και έντασης-άγχους στις μετά- παρεμβατικές μετρήσεις, παρουσίασαν τις μεγαλύτερες βελτιώσεις στους κυτταρικούς δείκτες ανοσίας, κυρίως στο σύνολο των λεμφοκυττάρων και των Τ4 λεμφοκυττάρων. Τα παραπάνω ευρήματα φαίνεται να υποδηλώνουν ότι η βελτιωμένη ψυχολογική διάθεση σχετίζεται με τις υψηλότερες συνολικά μετρήσεις των Τ4 λεμφοκυττάρων. Από αυτή την άποψη, προηγούμενα ευρήματα των Reed, et al. (1994) έδειξαν ότι η βελτιωμένη ψυχολογική διάθεση και η ικανότητα αντιμετώπισης σχετίζονται με την μειωμένη νοσηρότητα και θνησιμότητα, κάτι που θα αποδειχθεί αληθές και στην ανάλυση της παρούσας υπόθεσης. Επιπλέον, τα αυξημένα επίπεδα κατάθλιψης σχετίζονται με την μειωμένη ικανότητα του σώματος να καταπολεμήσει τον ιό HIV σε ψυχολογικό επίπεδο, όπως αποδείχθηκε από μια σημαντική αρνητική συσχέτιση μεταξύ της κατάθλιψης και των Τ4 λεμφοκυττάρων στις αρχικές μετρήσεις Και αυτές που έγιναν μετά τη θεραπεία. Τα παραπάνω ευρήματα συμφωνούν με αυτά των μελετών των Antoni, et al. (1990) & La Perriere, et al. (1990), καθώς και των Kiecolt-Glaser, et al. (1992) και Wolff, et al. (1996). Φαίνεται, λοιπόν, από τα παραπάνω αποτελέσματα ότι οι μειώσεις στα επίπεδα κατάθλιψης και έντασης-άγχους επέφεραν μια θετική μεταβολή στη συνολική κατάσταση διάθεσης των συμμετεχόντων, που θα μπορούσε να σχετίζεται με την αυξημένη ικανότητα της ανοσολογικής αντίδρασης του σώματος να καταπολεμήσει τον HIV. Πιο συγκεκριμένα, αυξάνοντας την ανοσολογική αντίδραση του σώματος, οι συμμετέχοντες-οροθετικοί του HIV αυξάνουν και την αντίστασή τους στην ανάπτυξη λοιμώξεων και νόσων που σχετίζονται με τον HIV οπότε και παρατείνουν την ασυμπτωματική φάση της λοiμωξης. Παρατείνοντας την ασυμπτωματική φάση της λοίμωξης, δεν αυξάνουν μόνο το προσδόκιμο επιβίωσης τους, αλλά και την ποιότητα ζωής τους καθώς και την διαπροσωπική λειτουργικότητα. Τα παραπάνω ευρήματα είναι σύμφωνα με τους Kemmeny, Weiner και Taylor (1994) και τους Lyketsos, Hoover και Guccione (1993), όπου αποδείχθηκε μια δυναμική σχέση μεταξύ των Τ4 λεμφοκυττάρων, της κατάθλιψης και της εξέλιξης των ευκαιριακών λοιμώξεων που συνδέονταν με τον HIV. Ένα άλλο ενδιαφέρον εύρημα ήταν οι συμμετέχοντες που είχαν υψηλότερα επίπεδα έντασης-άγχους, είχαν επίσης και υψηλά επίπεδα κατάθλιψης. Τα παραπάνω ευρήματα είναι επίσης σύμφωνα με τις μελέτες των Εller (1995) & Wolff, et al. (1996), που βρήκαν παρόμοιες συσχετίσεις μεταξύ των ψυχολογικών και ανοσολογικών μεταβλητών σε οροθετικούς ασθενείς με HIV οι οποίοι έλαβαν γνωσιακές-συμπεριφορικές παρεμβάσεις.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η δυνατότητα εκούσιας ρύθμισης των παραμέτρων του ανοσοποιητικού συστήματος σε HIV οροθετικούς μέσω βιοψυχοκοινωνικών μεθόδων, φαίνεται πως είναι πιθανή. Η παραπάνω παρέμβαση έδειξε ότι η μείωση των στρεσογόνων ψυχοκοινωνικών και ψυχοφυσιολογικών ερεθισμάτων είχαν θετική επίδραση στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος στους HIV οροθετικούς. Από αυτή την άποψη, υποστηρίζονται τα ευρήματα ότι χαμηλότερα επίπεδα ψυχολογικής έντασης συσχετίζονται με βελτιωμένα επίπεδα ανοσοποιητικής λειτουργίας σε αυτά τα άτομα, οπότε και επιταχύνεται η κινητοποίηση των φυσικών αμυντικών μηχανισμών. Ωστόσο, αυτά τα ευρήματα είναι περιορισμένα στους ασυμπτωματικούς και πρόωρα συμπτωματικούς HIV οροθετικούς και δεν πρέπει να γενικεύονται σε άλλες κατηγορίες φορέων του AIDS. Είναι επίσης, σημαντικό να σημειώσουμε ότι περισσότερες καλά ελεγχόμενες έρευνες με μεγαλύτερα δείγματα και πιο ευαίσθητες ανοσολογικές μεταβλητές είναι αναγκαίες για να επιβεβαιωθούν και να επεκταθούν αυτά τα ευρήματα.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Ader, R., Fetter, D.L., Cohen, N. (Eds.). (1991). Psychoneuroimmunology, (2nd ed.) San Diego: Academic Press.
  2. Antoni, M.H., Schneiderman, N., Fletcher, M.A., Goldstein, D.A., Ironson, G., & LaPerriere, A. (1990). Psychoneuroimmunology and HIV-1. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 58 (1), 38-49.
  3. Antoni, M.H., Baggett, L., Ironson, G., LaPerriere, A., August, S., Klimas, N., Schneiderman, N. & Fletcher, M.A. (1991). Cognitive-behavioural stress management intervention buffers distress responses and immunologic changes following notification of HIV-1 seropositivity. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 59(6), 906-915.
  4. Auerbach, J.E., Oleson, T.D., Solomon, G.F. (1992). Biofeedback, guided imagery, and hypnosis as an adjunctive treatment for AIDS and AIDS-related complex. Proceedings of the Third National Conference on the Psychology of Health, Immunity, and Disease. Storrs, CT: The National Institute for the Clinical Application of Behavioral Medicine, 50.
  5. Barnett, T., & Blaikie, D. (1992). Aids In Africa: its present and future impact. London: Belhaven Press.
  6. Beck, A.T., Ward, C.H., Mendelson, M., Mock, J & Erbaugh, J. (1961). Archives of Genera/ Psychiatry, VoI 4.
  7. Chrousos, G.P. and Gold, P.W. (1992). The concepts of stress and stress disorders: Overview of physical and behavioral homeostasis. Journal of the American Medical Association 267, 1244-1252.
  8. Cohen, S., & Williamson, G.M. (1991). Stress and infectious disease in humans. Psychological Bulletin 109, 5-24.
  9. Eller, L.S. (1995). Effects of two Cognitive-Behavioral intervention's on Immunity and Symptoms in persons with HIV. Annals of Behavioral Medicine, 17, (4) 339-348.
  10. Gruber, B.L., Hall, N.R., Hersch, S.P., & Dubois, P. (1988) Immune system and psychological changes in metastatic cancer patients while using ritualized relaxation and guided imagery. Scandinavian Journal of Behavior Therapy, 17, 25-46.
  11. Gruber, B.L., Hersh, S.P., Hall, N.R.S., Waletzky, L.R., Kunz, J.F., Carpenter, J.K., Kverno, S.K., & Weiss, S.M. (1993), Immunological Responses of Breast Cancer Patients to Behavioural Interventions. Biofeedback and Self-Regulation, 18 (4) 1-20.
  12. Herbert, T.B., Cohen, S. (1993). Depression and immunity: A metaanalytic review. Psychological Bulletin, 113, 472-486.
  13. Kalichman, S.C. (1998). Understanding AIDS. Advances in Research and Treatment. (2nd ed.) American Psychological Association.
  14. Kaplan, H.L, Sadock, B.J., & Grebb, J.A. (1994). Synopsis of Psychiatry Behavioural Sciences Clinical Psychiatry. (7th Edition). Williams and Wilkins Publishing.
  15. Kelly, J.A. & Murphy, D.A. (1992). Psychological Interventions With AIDS and HIV: Prevention and Treatment. Journal of Consulting and Clinical Psychology. 60 (4), 576-585.
  16. Kelly, J.A., Murphy, D.A., Bahr, G.R., Kalichman, S.C., Morgan, M.G., Stevenson, Y., Koob, J.J., Brasfield, T.L. & Bernstein, B.M. (1993). Outcome of Cognitive-Behavioral and Support Group Brief Therapies for the Depressed, HIV-Infected Persons. American Journal of Psychiatry. 150 (11) 1679-1685.
  17. Kemmeny, M.E., Duran, R., Weiner, H., Taylor, S., Visscher, B., & Fahey, J.L. (1989). Changes in lymphocyte phenotype and function in HIV Seropositive homosexual men following the death of a partener. Presented at the Filth International Conference on AIDS, Montreal, Canada, June 4-9.
  18. Kemeny, M.E., Weiner, H., Taylor, S.E. (1994). Repeated bereavement depressed mood, and immune parameters in HIV Seropositive and seronegative gay men. Health Psychology. 13, 14-24.
  19. Kiecolt-Glaser, J.K., Garner, W., Speicher, C.E., Penn, G., and Glaser, R. (1984). Psychosocial modifiers of immunocompetence in medical students. Psychosomatic Medicine, 46, 7-14.
  20. Kiecolt-Glaser, R., Strain, E., Strout, J., Tarr, K., Holliday, J., & Speicher, C.E. (1986). Modulation of cellular immunity in medical students. Journal of Behavioral Medicine, 9, 5-21.
  21. Kiecolt-Glaser, JK & Glaser, G. (1992). Psychoneuroimmunology: can psychological interventions modulate immunity. Journal of Consulting and Clinical Psychology. 60(4), 569-577.
  22. Landmann, R.M., Muller, F.B., Perini, C.H. (1984). Changes of immunoregulatory cells induced by psychological and physical stress: Relationship to plasma catecholamines. Clinical Experimental Immunology, 58, 127-135.
  23. LaPerriere, A., Schneiderman, N., Antoni, M.H., & Fletcher, M.A. (1990) Aerobic Exercise Training and Psychoneuroimmunology. In L. Temoshok., A. Baum, & L. Erlbaum (Eds.), Psychological perspectives on AIDS: Etiology, Prevention and Treatment. Associates, Publishers Hillsdale, New Jersey.
  24. Lindegger, G., Wood, G. (1995). The AIDS crisis: review of psychological issues and implications, with special reference to the South African situation. South African Journal of Psychology. 25, (1), 1-9.
  25. Lyketsos, C.G., Hoover, D.R., Guccione, M. (1993). Depressive symptoms as predictors of medical outcomes in HIV. Journal of the American Association. 270, 2563-2567.
  26. Manuck, S.B., Cohen, S., Rabin, B.S. (1991). Individual differences in cellular immune responses to stress. Psychological Science, 2, 111-115.
  27. Nicholson, W.D., & Long, B.C. (1990). Self-Esteem, Social Support, Internalized Homophobia, and Coping Strategies of HIV + Gay Men. Journal of Consulting and Clinical Psychology. 58 (6). 873-876.
  28. Peavey, B.S., Lawlis, G.F., & Goven, A. (1985) BiofeedbackAssisted Relaxation: Effects on Phagocytic Capacity. Biofeedback and Self-Regulations. 10 (1) 33-45.
  29. Reed, T.M., Kemeny, M.E., Taylor, S.E., Wang, H.J & Visecher B.P (1994). Realistic acceptance as a predictor of decreased survival time in gay men with AIDS. Health Psychology, 13 (4), 299.307.
  30. Scneiderman, N. (1992). Aerobic exercise intervention in a multiethnic sample of early symptomatic HIV-1 infected men and women. Research proposal for 1993.
  31. Scott, M. (1989). A Cognitive-behavioural Approach to Client s Problem. Tanistock/Routledge. London and New York.
  32. Scwartz, M.S. & Associates, (1987). Biofeedback, A Practitioner s Guide. The Guilford Press.
  33. Schwartz, G.E., & Beatty, J. (1977). Biofeedback, Theory and Research. Academic Press. New York.
  34. Weinmann, M.L., Semchuk, K.M., Gaebe, G., & Mathew, R.J. (1983). The Effect of Stressful Life Events on EMG Biofeedback and Relaxation Training in the Treatment of Anxiety. Biofeedback and Self-Regulation, 8, (2).
  35. Weisse, C.S. (1992). Depression and immunocompetence: a review of the literature. Psychological Bulletin, 111(3), 475-489.
  36. Wolff, E., Messinis, L., Lamb, T., LaPerriere, A. (1996). A cross-cultural examination of a Group-Based CognitiveBehavioral and Exercise intervention in HIV-1 infected persons. Annals of Behavioral Medicine. (18), 83.