Ιδιοπαθής περιβαλλοντική δυσανεξία: Ψυχιατρική θεώρηση
ΜΑΛΑΜΑ Ε.1, ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ Δ.2
1Παιδοψυχίατρος, Αναπληρώτρια Διευθύντρια Κέντρου Ψυχικής Υγιεινής Παγκρατίου, Νοσοκομείο "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ"
2Αλλεργιολόγος

Περίληψη
Η Ιδιοπαθής Περιβαλλοντική Δυσανεξία (ΙΠΔ) ανήκει στα ιατρικώς δυσεξήγητα σύνδρομα ή καταστάσεις, όπως και το Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης, με το οποίο συχνά συνυπάρχει. Περιγράφηκε τη δεκαετία του '50 (Πολλαπλή Χημική Ευαισθητοποίηση) ως αδυναμία προσαρμογής του ανθρώπου στο επιβαρημένο με χημικές ουσίες περιβάλλον με αποτέλεσμα τη πρόκληση πολυσυστηματικών, ποικίλης μορφής, έντασης και βαρύτητας συμπτωμάτων. Στη διάρκεια των χρόνων χρησιμοποιήθηκαν πολλοί όροι για την περιγραφή του συνδρόμου (π.χ. Αλλεργική τοξιναιμία, Οικολογική νόσος, Παναλλεργικό Σύνδρομο κλπ). Απετέλεσε το αντικείμενο της εναλλακτικής ιατρικής ειδικότητας της Κλινικής Οικολογίας. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ομοφωνία για τον ορισμό, τα διαγνωστικά κριτήρια, τους μηχανισμούς παθογένειας-παθοφυσιολογίας, συνυπάρχει δε ή αλληλεπικαλύπτεται με άλλα ιατρικώς δυσεξήγητα σύνδρομα ή καταστάσεις. Έχει παρατηρηθεί επιδημιολογικά και πειραματικά σε μεγάλο αριθμό ατόμων με αναφερόμενη ΙΠΔ αυξημένος επιπολασμός Σωματόμορφων, Αγχωδών και Καταθλιπτικών διαταραχών, καθώς και έχει ερμηνευθεί ως κλασικό εξαρτημένο αντανακλαστικό. Λόγω της πολυμορφίας και του αναφερομένου υψηλού επιπολασμού της ΙΠΔ στο γενικό πληθυσμό των χωρών της Ευρώπης και Β. Αμερικής, αποτελεί αντικείμενο μελέτης πολλών ιατρικών ειδικοτήτων και φαίνεται να υπάρχει απόλυτη ομοφωνία ότι τουλάχιστον ένας σημαντικός αριθμός ασθενών χρήζει Ψυχιατρικής εκτίμησης και ενδεχομένως ειδικής ψυχιατρικής θεραπευτικής παρέμβασης.

Λέξεις κλειδιά: Αλλεργία, Πολλαπλή Χημική Ευαισθητοποίηση, Ιδιοπαθής Περιβαλλοντική Δυσανεξία, Σωματοποίηση, Κατάθλιψη.

Εισαγωγή

Ο όρος Πολλαπλή Χημική Ευαισθητοποίηση (ΠΧΕ) χρησιμοποιήθηκε από τον Αλλεργιολόγο Theron G. Randolph (1906-1995) τη δεκαετία του '50, για να περιγράψει μία νέα (κατά τη γνώμη του) μορφή αλλεργίας, η οποία οφειλόταν σε διάφορους περιβαλλοντικούς παράγοντες, κυρίως όμως από τις χημικές ουσίες που είχαν επιβαρύνει το περιβάλλον συνεπεία της έντονης βιομηχανοποίησης μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα συμπτώματα της "νέας" νόσου ήταν ασαφή και πολυσυστηματικά, ενώ δεν ήταν δυνατή η τεκμηρίωση της αιτιολογικής τους συσχέτισης με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες με τη παραδοσιακή επιστημονική μεθοδολογία. Ακολούθησαν πολλές αναφορές και διογκώθηκε το θέμα για την επονομαζόμενη "παναλλεργία" στο περιβάλλον και πρωτοστατούντος του T. Randolph δημιουργήθηκε ένα επιστημονικό ρεύμα, το οποίο σχηματοποιήθηκε με την ίδρυση το 1965 της Επιστημονικής Εταιρείας της Κλινικής Οικολογίας (Society for Clinical Ecology). Τα μέλη της Εταιρείας αποκαλούσαν εαυτούς Κλινικούς Οικολόγους και επίκεντρο της "ειδικότητας" τους ήταν η αδυναμία προσαρμογής του ανθρώπου σε ένα επιβαρημένο περιβάλλον και τα επακόλουθα αυτής στην υγεία του. Η Εταιρεία μετονομάσθηκε αργότερα σε Αμερικανική Ακαδημία Περιβαλλοντικής Ιατρικής (American Academy of Environmental Medicine) και η οποία ουδεμία σχέση έχει με το American College of Occupational and Environmental Medicine. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάγνωση και θεραπεία διέφεραν σημαντικά από τη κλασική ιατρική μεθοδολογία. Αποτέλεσμα αυτών ήταν η άσκηση έντονης κριτικής από πολλούς επιστημονικούς φορείς στη πρακτική και τις μεθόδους της Κλινικής Οικολογίας, μεταξύ αυτών το American College of Occupational and Environmental Medicine,1 η American Medical Association,2 το American College of Physicians,3 η American Academy of Allergy, Asthma and Immunology,4 η International Society of Regulatory Toxicology and Pharmacology.5

Τη δεκαετία του '90, το πρόβλημα απέκτησε μεγαλύτερες διαστάσεις. Σε αυτό συνέτεινε και το ανεξήγητο Gulf War syndrome μετά το Πόλεμο του Περσικού Κόλπου που εμφανίσθηκε στους βετεράνους του πολέμου, πολλοί εκ των οποίων προσέφυγαν στα Δικαστήρια για αποζημιώσεις. Διοργανώθηκαν Διεθνή Συμπόσια για τη Πολλαπλή Χημική Ευαισθητοποίηση, με τελευταίο του Φεβρουαρίου του 1996 (συνδιοργανωτής ήταν η Διεθνής Οργάνωση Υγείας), τα κύρια συμπεράσματα του οποίου ήταν: α) Μετονομασία του "συνδρόμου" σε Ιδιοπαθή Περιβαλλοντική Δυσανεξία (ΙΠΔ), β) Δεν υπάρχουν διαγνωστικά κριτήρια για τον ορισμό της νόσου, γ) οι προταθείσες θεωρίες για τη παθογένεια και παθοφυσιολογία δεν αποδεικνύονται και δ) δεν αποδεικνύεται αιτιολογική συσχέτιση μεταξύ της έκθεσης στις ενοχοποιούμενες ουσίες και της εκλυόμενης συμπτωματολογίας.6

Μέχρι σήμερα οι αναφορές είναι πολλές στη διεθνή βιβλιογραφία, το θέμα απασχολεί συχνά-πυκνά τα μέσα ενημέρωσης και παραμένει αμφιλεγόμενο. Ο σκοπός αυτής της ανασκόπησης εστιάζεται κυρίως στη Ψυχολογική-Ψυχιατρική θεώρηση του προβλήματος στα πλαίσια των Ιατρικών Δυσεξήγητων Συμπτωμάτων. Σε πρόσφατες ανασκοπήσεις7,8 η ΙΠΔ θεωρείται ότι ερμηνεύεται καλλίτερα ως μία ψυχο-κοινωνική κατάσταση, παρά ως αυτόνομη νοσολογική οντότητα.

Ορολογία

Από την αρχική περιγραφή της Πολλαπλής Χημικής Ευαισθητοποίησης (ΠΧΕ) ή της Ιδιοπαθούς Περιβαλλοντικής Δυσανεξίας (ΙΠΔ), όπως λέγεται σήμερα, έχουν χρησιμοποιηθεί πολλοί όροι στη βιβλιογραφία για τη περιγραφή του περίεργου αυτού συνδρόμου (ή κατάστασης). Στο Πίνακα 1 αναφέρονται οι κυριότεροι από αυτούς.

Κλινική σημειολογία

Τα εκλυόμενα συμπτώματα είναι πολυσυστηματικής προέλευσης, η ένταση αυτών και η χρονική διάρκειά τους συνήθως μπορεί να ποικίλει, δεν είναι πάντοτε επαναλήψιμα και μερικές φορές είναι παροδικά και μέτριας βαρύτητας και λύονται χωρίς καμιά συγκεκριμένη παρέμβαση. Τα συχνότερα αναφερόμενα αφορούν το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα, το ανώτερο και κατώτερο αναπνευστικό, το δέρμα και το καρδιαγγειακό σύστημα (Πίνακας 2).

Αίτια

Τα αναφερθέντα πιθανά αίτια, η έκθεση στα οποία προκαλεί την έκλυση των συμπτωμάτων, είναι πολλά και πολυποίκιλα. Αυτά αφορούν χημικές ουσίες που ανευρίσκονται στο ενδο-, αλλά και έξω-οικιακό περιβάλλον, τροφές, φάρμακα, ακόμη και έκθεση σε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία.8-11 Ο κατάλογος είναι ιδιαίτερα μακρύς και στον Πίνακα 3, αναφέρονται μερικά από τα αίτια αυτά.

Επιπολασμός και συνύπαρξη της ΙΠΔ με άλλα δυσεξήγητα σύνδρομα

Η έλλειψη διαγνωστικών κριτηρίων δεν επιτρέπει υπολογισμό του επιπολασμού της ΙΠΔ12 και συχνά υπερεκτιμάται ιδιαίτερα από τους ιατρούς που με ευκολία θέτουν τη διάγνωση της ΙΠΔ.12 Σε μία μελέτη13 σε δείγμα 4046 ενηλίκων ατόμων γενικού πληθυσμού, το 6,3% ανέφερε ιατρική διάγνωση ΙΠΔ και το 15,9% ότι θεωρούν τον εαυτό τους αλλεργικό σε κάποια χημική ουσία. Κοινή είναι η παραδοχή ότι υπερέχουν οι γυναίκες έναντι των ανδρών, μέχρι και 4:1.8,13 Η ΙΠΔ αφορά ενήλικες.

Υπάρχουν αρκετές αναφορές ότι σε άτομα που εμφανίζουν ΙΠΔ συνυπάρχουν και εκδηλώσεις από άλλα ιατρικώς δυσεξήγητα σύνδρομα ή καταστάσεις.14-17 Στον Πίνακα 4 αναφέρονται οι καταστάσεις που έχει αναφερθεί ότι συνυπάρχουν ή αλληλεπικαλύπτονται με την ΙΠΔ, αν και πρέπει να υπογραμμισθεί ότι για καμία από αυτές δεν υπάρχουν σαφή διαγνωστικά κριτήρια.

Οι συχνότερες συσχετίσεις της ΙΠΔ αναφέρονται με το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, τη fibromyalgia και το σύνδρομο του Πολέμου του Περσικού Κόλπου, όπως επισημαίνει μία πρόσφατη μετα-ανάλυση δημοσιευμένων μελετών.16 Μία άλλη μελέτη που διερευνούσε ενδεχόμενη συχέτιση με γενετικούς παράγοντες και αφορούσε 127 ζεύγη διδύμων, όπου ο ένας εκ των διδύμων ανέφερε ότι έπασχε από σύνδρομο χρόνιας κόπωσης και αναζητήθηκε η συσχέτιση του με άλλα 10 δυσεξήγητα σύνδρομα στον έτερο των διδύμων.17 Οι υψηλότερες συσχετίσεις που βρέθηκαν αφορούσαν τη fibromyalgia, το σύνδρομο ευερεθίστου εντέρου και την ΙΠΔ.

Παθογενετικοί μηχανισμοί

Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 40 ετών, διάφορες θεωρίες έχουν προταθεί για να ερμηνεύσουν το παθογενετικό μηχανισμό μεταξύ της έκθεσης και της έκλυσης των συμπτωμάτων στην ΙΠΔ. Η ποικιλία είναι μεγάλη και η λεπτομερής περιγραφή εκάστης είναι αδύνατη στα πλαίσια μίας ανασκόπησης. Οι προταθείσες θεωρίες διαφοροποιούνται αισθητά στο περιεχόμενο και ανάλογα με την οπτική γωνία μπορούν να διακριθούν σε ανοσολογικές (αλλεργία, αυτοανοσία, οφειλόμενη σε μικροοργανισμούς κλπ), ανοσοτοξικές, τοξικολογικές, νευροτοξικές και ψυχιατρικής προέλευσης.1,6,8 Αρχικά προτάθηκε ότι η ΙΠΔ οφείλεται σε ανοσολογικούς και τοξικολογικούς μηχανισμούς ("κρυφή" ή μη-αναγνωρίσιμη αλλεργία ή μη-αναγνωρισμένη αντίδραση υπερευαισθησίας). Η άποψη αυτή μετέπεσε στην ανοσοτοξικότητα όπου η έκθεση στους περιβαλλοντικούς παράγοντες οδηγεί σε αυτοανοσία ή ανοσοανεπάρκεια. Τελευταία προτάθηκε η νευροτοξική θεωρία, σύμφωνα με την οποία υπάρχει ελάσσονα βλάβη στα νευρωνικά δίκτυα του οσφρητικού-μεταιχμιακού πλέγματος του εγκεφάλου και του υποθαλάμου εξαιτίας της έκθεσης στους περιβαλλοντικούς παράγοντες με συνέπεια την απελευθέρωση ελεύθερων ριζών (τοξική δράση) σε διάφορους ιστούς.6,8

Καμία από τις παραπάνω δεν ερμηνεύει πλήρως τη παθογένεια της ΙΠΔ. Η Ψυχογενής-Ψυχιατρική θεώρηση προσεγγίζει πιο πειστικά το θέμα6-8,18 και θα αναφερθεί στη συνέχεια.

Ψυχογενής θεώρηση

Η έλλειψη ομοφωνίας για τον ορισμό, επιδημιολογία, φυσική πορεία, αιτιολογία, διάγνωση και θεραπευτικό χειρισμό των ατόμων που αναφέρουν ότι πάσχουν από ΙΠΔ,1,6 καθώς και τα ευρήματα κλινικών και επιδημιολογικών μελετών που δείχνουν ότι ο συγκεκριμένος πληθυσμός εμφανίζει υψηλό επιπολασμό ψυχολογικών-ψυχιατρικών διαταραχών, έχει οδηγήσει πολλούς ερευνητές στη διατύπωση της άποψης ότι τελικά η ΙΠΔ αποτελεί πιθανώς μία υποκείμενη ψυχική διαταραχή ή όπως αναφέρθηκε μία ψυχοκοινωνική κατάσταση, παρά μία ξεχωριστή νοσολογική οντότητα.8,18-26

Συμπεριφερειολογική θεώρηση

Η ΙΠΔ ως κλασικό εξαρτημένο αντανακλαστικό

Η άποψη ότι η συμπτωματολογία της ΙΠΔ μπορεί να ερμηνευθεί με βάση τη κλασική θεωρία του Pavlov είναι μία διαφορετική προσέγγιση που έχει επιχειρηθεί από άλλους ερευνητές.27-30 Σύμφωνα με τη προσέγγιση αυτή, η εκλυόμενη συμπτωματολογία αποτελεί εξαρτημένο αντανακλαστικό που έχει συσχετισθεί με προηγούμενη βιωματική εμπειρία επικίνδυνης (τοξικής) ή πολύ ερεθιστικής έκθεσης σε κάποια χημική ουσία και στη συνέχεια το άτομο αντιδρά σε κάθε ουσία που ενδεχομένως σχετίζεται με τη βιωματική του εμπειρία. Δηλαδή ένα φαινόμενο αντίστοιχο με τη παρατηρούμενη ναυτία κατά τη χημειοθεραπεία των καρκινοπαθών και την ανάγκη "προθεραπείας" στις επόμενες συνεδρίες χημειοθεραπείας. Η έκθεση σε έντονες οσμές έχει μελετηθεί περισσότερο,28-30 με πολυσύνθετες μεθοδολογίες πειραματικής πρόκλησης28 και το τελικό συμπέρασμα είναι ότι τουλάχιστον σε ένα ποσοστό των ατόμων με αναφερόμενη ΙΠΔ, ιδίως στα άτομα με υψηλό επίπεδο νευρωτισμού, η έκλυση των συμπτωμάτων μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κλασικό εξαρτημένο αντανακλαστικό.

Όμως, έχει ασκηθεί κριτική στο κατά πόσον η συμπτωματολογία της ΙΠΔ μπορεί να ερμηνευθεί μόνο ως κλασικό εξαρτημένο αντανακλαστικό, αφού σε μεγάλο αριθμό ασθενών δεν υπάρχει επεισόδιο προηγούμενης τοξικής ή πολύ σοβαρής έκθεσης σε κάποιο ενοχοποιητικό παράγοντα που να μπορεί να συσχετισθεί με τη πρόκληση εξαρτημένου αντανακλαστικού.31

Ψυχιατρική θεώρηση

Σωματόμορφες-αγχώδεις-καταθλιπτικές διαταραχές

Οι πλέον συχνές ψυχιατρικές διαταραχές που έχουν συσχετισθεί με την ΙΠΔ, είναι οι σωματόμορφες, αγχώδεις και καταθλιπτικές διαταραχές.11,24-26 Μία χαρακτηριστική προοπτική μελέτη προέρχεται από το Ψυχιατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Iowa των Η.Π.Α.11 Οι ερευνητές παρακολούθησαν ένα δείγμα ασθενών με ΙΠΔ από το 1988 έως και το 1997 και διαπίστωσαν ότι σύμφωνα με το DSM-IV το 86% αυτών εμφάνιζαν σταθερή καταθλιπτικού τύπου διαταραχή, το 56% σωματόμορφη διαταραχή και το ίδιο ποσοστό αγχώδεις διαταραχές. Τα συχνότερα αναφερόμενα συμπτώματα ήταν: κεφαλαλγίες, αρθραλγίες, πόνο στο λαιμό, απώλεια μνήμης, ναυτία, ραχιαλγία, μυαλγίες, ναυτία. Στο ανωτέρω χρονικό διάστημα η πλειονότητα βελτιώθηκε με ψυχιατρική αγωγή, αλλά σε ικανό αριθμό ατόμων παρέμειναν τα συμπτώματα. Όμως, το 89% των ασθενών παρέμειναν πεπεισμένοι ότι αίτιο των συμπτωμάτων τους ήταν η έκθεση τους σε περιβαλλοντικούς παράγοντες (αρώματα, χημικές ουσίες κλπ). Σε μία άλλη πρόσφατη μελέτη από τη Γερμανία19, από τους 264 "περιβαλλοντικούς ασθενείς", στο 75% τεκμηριωνόταν (σύμφωνα με το DSM-IV) κάποια ψυχιατρική διαταραχή με προεξάρχουσες τις σωματόμορφες διαταραχές (στο 35% των ασθενών). Μάλιστα οι ερευνητές, κάνοντας ένα βήμα περισσότερο, προτείνουν ότι ένα σημαντικό ποσοστό των ατόμων με αναφερόμενη ΙΠΔ πιθανόν να αποτελούν ιδιαίτερη ομάδα στη κατηγορία των σωματόμορφων διαταραχών. Αντίστοιχη είναι και μία μελέτη από την Ιαπωνία,23 όπου διαπιστώθηκαν αυξημένες τιμές άγχους και κατάθλιψης σε άτομα με ΙΠΔ, συγκριτικά με αντιπροσωπευτικό δείγμα μαρτύρων (ασθενείς Οφθαλμιατρικού Τμήματος). Από τις σωματόμορφες διαταραχές η πλέον συχνή είναι η διαταραχή σωματοποίησης.7,22,24

Επίσης έχει μελετηθεί και ο επιπολασμός ψυχιατρικής νόσου σε συγγενείς πρώτου βαθμού ατόμων με αναφερόμενη ΙΠΔ.32 Στη μελέτη αυτή βρέθηκε ότι πολλοί ασθενείς προέρχονται από οικογενειακό περιβάλλον με υψηλό (συγκριτικά με τους μάρτυρες) επιπολασμό ψυχιατρικών νόσων (κατάθλιψη, αλκοολισμό, διαταραχές πανικού, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, αντικοινωνική συμπεριφορά) και περίπου το 30% των συγγενών ανέφεραν συμπτωματολογία ΙΠΔ.

Ο Leznoff33 μελέτησε πειραματικά με πνευμονική πρόκληση άτομα με ΙΠΔ και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πιο λογική ερμηνεία των ευρημάτων του συνηγορούσε με την ύπαρξη αγχώδους διαταραχής και στους περισσότερους η παρατηρούμενη συμπτωματολογία ήταν εκδήλωση συνδρόμου υπεραερισμού.

Διαταραχές πανικού

Άλλοι ερευνητές εστιάζουν ως πιθανή αιτιολογία (μερική ή ολική) της συμπτωματολογίας της ΙΠΔ, υποκείμενη διαταραχή πανικού.34-36 Αξίζει να τονισθεί ότι πρόκειται για πειραματικές μελέτες. Στην πρώτη,34 αναζητήθηκε στο DNA ασθενών με ΙΠΔ και σε φυσιολογικά άτομα τα αλληλόμορφα γονίδια του υποδοχέα της χολεκυστοκινίνης Β (CCK-B), που είναι γνωστό ότι σχετίζεται η παρουσία τους με τις διαταραχές πανικού. Ο επιπολασμός του γονιδίου βρέθηκε σε ποσοστό 40,9% στους ασθενείς, συγκριτικά με 9,1% στους μάρτυρες, εύρημα που κατά τους ερευνητές αποτελεί ένδειξη ότι η ΙΠΔ και οι διαταραχές πανικού έχουν κοινή νευρογενετική παθοφυσιολογία. Η δεύτερη35 από την ίδια ομάδα ερευνητών από τον Καναδά, προχώρησε σε πρόκληση με φυσιολογικό ορό και γαλακτικό νάτριο (το οποίο αναπαραγάγει τη συμπτωματολογία σε υποκείμενη διαταραχή πανικού) και επιβεβαίωσε τα προηγούμενα ευρήματα, ότι δηλαδή τουλάχιστον ένα μέρος από τους ασθενείς με αναφερόμενη ΙΠΔ στη πραγματικότητα πάσχει από διαταραχές πανικού. Αντίστοιχα ευρήματα διαπιστώθηκαν και στη τρίτη μελέτη36 με δοκιμασία πρόκλησης με διοξείδιο του άνθρακα, όπου το 71% των ατόμων με ΙΠΔ εμφάνισαν αντίδραση πανικού στη πρόκληση συγκριτικά με το 26% των φυσιολογικών ατόμων.

Σχόλιο-Συμπέρασμα

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ΙΠΔ ανήκει στη κατηγορία των ιατρικώς δυσεξήγητων συμπτωμάτων. Μέχρι σήμερα8 δεν υπάρχει ομοφωνία για τον ορισμό, τα διαγνωστικά κριτήρια, τη παθογένεια και τη παθοφυσιολογία της περίεργης αυτής κατάστασης. Το ίδιο ισχύει για τη θεραπεία της περίεργης αυτής κατάστασης, όπου επίσης δεν υπάρχουν γενικοί κανόνες θεραπευτικής προσέγγισης και οι εφαρμοζόμενες θεραπευτικές παρεμβάσεις είναι αναποτελεσματικές. Επίσης δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αποτελεί ένα υπαρκτό πρόβλημα που απασχολεί ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού της Ευρώπης και Β. Αμερικής και έχει οδηγήσει στη δημιουργία της "ειδικότητας" της Κλινικής Οικολογίας. Το συνολικό κοινωνικο-οικονομικό κόστος δεν έχει υπολογισθεί. Το γεγονός ότι η Π.Ο.Υ. ασχολήθηκε με την ΙΠΔ, η πληθώρα των μελετών στη διεθνή βιβλιογραφία, δικαστικές αποφάσεις αποζημιώσεων που βασίζονται στη διάγνωση της ΙΠΔ (στις Η.Π.Α.), η δημιουργία πειραματικά "οικολογικών" κατοικιών απαλλαγμένων από χημικά και πολλά άλλα, επισημαίνουν τη σπουδαιότητα του προβλήματος. Από την άλλη πλευρά, η αναζήτηση από τους "περιβαλλοντικούς" ασθενείς λύσης στο πρόβλημα τους με τη προσφυγή τις περισσότερες φορές σε μεθοδολογίες επιστημονικά ανεπιβεβαίωτες, πολλάκις δαπανηρές, έχει σαν αποτέλεσμα τη διάψευση των προσδοκιών τους για οριστική θεραπεία. Λογική συνέπεια είναι η δραματική μείωση του επιπέδου της ποιότητας της καθημερινής τους ζωής. Ο κοινός παρανομαστής των ατόμων με ΙΠΔ είναι η εδραιωμένη πεποίθησή τους ότι η αιτία των συμπτωμάτων τους είναι η έκθεση τους στην "ένοχο" ή ένοχο ουσία.24 Πολλές φορές η πεποίθηση αυτή ενισχύεται από το θεράποντα ιατρό, ιδιαίτερα εάν αυτός αποδέχεται τις απόψεις της Κλινικής Οικολογίας.12 Είναι επίσης βέβαιο, ότι ένας μεγάλος αριθμός (αν όχι όλος) από τους περιβαλλοντικούς ασθενείς έχει ανάγκη από Ψυχιατρική διερεύνηση. Σε αυτό κατατείνει η πλειοψηφία των μέχρι σήμερα επιδημιολογικών και πειραματικών μελετών. Οι Σωματόμορφες, Αγχώδεις, Καταθλιπτικές, αλλά και άλλες διαταραχές εμφανίζουν μεγάλο επιπολασμό στο πληθυσμό των ατόμων με αναφερόμενη ΙΠΔ. Αυτό σημαίνει ότι η Ψυχιατρική παρέμβαση μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα, σε ένα τουλάχιστον αριθμό από τους "περιβαλλοντικούς" ασθενείς. Η μεγαλύτερη δυσκολία είναι να πεισθεί ο ασθενής να συνεργασθεί. Από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να υποεκτιμηθεί και η πιθανότητα ότι ένα (μικρό ίσως) μέρος των ατόμων με ΙΠΔ να είναι άτομα που υποκρίνονται ή προσποιούνται νόσο με την προσδοκία αποκομιδής οφέλους (οικονομικού ή άλλου). Από τη βιβλιογραφία φαίνεται ότι οι περισσότεροι ασθενείς δεν υποκρίνονται, αλλά πραγματικά νιώθουν τα συμπτώματα που αναφέρουν1,6,8 και περιφέρονται σε όλες τις ιατρικές ειδικότητες. Χωρίς αμφιβολία πολλά μέλλουν να διευκρινισθούν για την ΙΠΔ, αλλά και για άλλα δυσεξήγητα σύνδρομα (π.χ. σύνδρομο χρόνιας κόπωσης) με τα οποία υπάρχει σημαντική αλληλοεπικάλυψη. Είναι ένας χώρος όπου απαιτείται η συνεργασία πολλών ειδικοτήτων. Θεωρούμε ότι σε κάθε ασθενή που εμφανίζει συμπτώματα που δεν ερμηνεύονται με τη κλασική γνώση κάθε ειδικότητας, θα πρέπει να γίνεται Ψυχιατρική εκτίμηση (και αν απαιτείται και θεραπευτική παρέμβαση) και αυτό πιστεύουμε ότι κυρίως αφορά τα άτομα με αναφερόμενη Ιδιοπαθή Περιβαλλοντική Δυσανεξία.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Position Statement on Multiple Chemical Sensitivities: Idiopathic Environmental Intolerance. American College of Occupational and Environmental Medicine, April 26, 1999.
  2. AMA Council on Scientific Affairs. Clinical ecology. JAMA 1992; 268:3465-3467.
  3. Terr AI. Clinical ecology in the workplace. Journal of Occupational Medicine 1989; 31:257-261.
  4. Anderson JA and others. Position statement on clinical ecology. Journal of Allergy and Clinical Immunology 1986; 78: 269-270.
  5. Board of the International Society of Regulatory Toxicology and Pharmacology. Report of the ISRTP Board. Regulatory Toxicology and Pharmacology 1993; 18:79.
  6. Terr AI, Bardana EJ, Altman LC. Position statement: Idiopathic environmental intolerances (IEI). American Journal of Allergy and Immunology 1999; 103:36-40
  7. Bornschein S, Forstl H, Zilker T. Idiopathic environmental intolerances (formerly multiple chemical sensitivity) psychiatric perspectives. J Intern Med. 2001; 250(4):309-21.
  8. Terr AI. Environmental sensitivity, Immunol Allergy Clin North Am, 2003; 23(2): 311-28
  9. Levallois P, Neutra R, Lee G, Hristova L. Study of self-reported hypersensitivity to electromagnetic fields in California. Environ Health Perspect., 2002; 110 Suppl 4:619-23.
  10. Levallois P. Hypersensitivity of human subjects to environmental electric and magnetic field exposure: a review of the literature. Environ Health Perspect., 2002; 110 Suppl 4:613-8.
  11. Black DW, Okiishi C, Schlosser S. The Iowa follow-up of chemically sensitive persons. Ann N Y Acad Sci., 2001; 933:48-56.
  12. Kutsogiannis DJ, Davidoff AL. A multiple center study of multiple chemical sensitivity syndrome. Arch Environ Health., 2001; 56(3):196-207.
  13. Kreutzer R, Neutra RR, Lashuay N. Prevalence of people reporting sensitivities to chemicals in a population-based survey. Am J Epidemiol., 1999; 150(1):1-12.
  14. Jason LA, Taylor RR, Kennedy CL. Chronic fatigue syndrome, fibromyalgia, and multiple chemical sensitivities in a community-based sample of persons with chronic fatigue syndrome-like symptoms. Psychosom Med., 2000; 62(5):655-63.
  15. Reid S, Hotopf M, Hull L, Ismail K, Unwin C, Wessely S. Multiple chemical sensitivity and chronic fatigue syndrome in British Gulf War veterans. Am J Epidemiol. 2001; 15;153(6):604-9.
  16. Aaron LA, Buchwald D. A review of the evidence for overlap among unexplained clinical conditions. Ann Intern Med., 2001; 1;134(9 Pt 2):868-81.
  17. Aaron LA, Herrell R, Ashton S, Belcourt M, Schmaling K, Goldberg J, Buchwald D. Comorbid clinical conditions in chronic fatigue: a co-twin control study. J Gen Intern Med., 2001; 16(1):24-31.
  18. Staudenmayer H. Idiopathic environmental intolerances (IEI): myth and reality. Toxicol Lett., 2001; 120(1-3):333-42.
  19. Bornschein S, Hausteiner C, Zilker T, Forstl H. Psychiatric and somatic disorders and multiple chemical sensitivity (MCS) in 264 'environmental patients'. Psychol Med., 2002; 32(8):1387-94.
  20. Tarlo SM, Poonai N, Binkley K, Antony MM, Swinson RP. Responses to panic induction procedures in subjects with multiple chemical sensitivity /idiopathic environmental intolerance: understanding the relationship with panic disorder. Environ Health Perspect., 2002; 110 Suppl 4:669-71.
  21. Staudenmayer H, Kramer RE. Psychogenic chemical sensitivity: psychogenic pseudoseizures elicited by provocation challenges with fragrances. J Psychosom Res., 1999; 47(2):185-90.
  22. Caccappolo-van Vliet E, Kelly-McNeil K, Natelson B, Kipen H, Fiedler N. Anxi-ety sensitivity and depression in multiple chemical sensitivities and asthma. J Occup Environ Med., 2002; 44(10):890-901.
  23. Tonori H, Aizawa Y, Ojima M, Miyata M, Ishikawa S, Sakabe K. Anxiety and depressive states in multiple chemical sensitivity. Tohoku J Exp Med., 2001; 193(2):115-26.
  24. Staudenmayer H. Psychological treatment of psychogenic idiopathic environ-mental intolerance. Occup Med., 2000; 15(3):627-46.
  25. Black DW. The relationship of mental disorders and idiopathic environmental in-tolerance. Occup Med., 2000; 15(3):557-70.
  26. Hartman DE. Missed diagnoses and misdiagnoses of environmental toxicant ex-posure. The psychiatry of toxic exposure and multiple chemical sensitivity. Psy-chiatr Clin North Am., 1998; 21(3):659-70, vii.
  27. Siegel S. Multiple chemical sensitivity as a conditional response. Toxicol Ind Health., 1999; 15(3-4):323-30.
  28. Devriese S, Winters W, Stegen K, Van Diest I, Veulemans H, Nemery B, Eelen P, Van de Woestijne K, Van den Bergh O. Generalization of acquired somatic symp-toms in response to odors: a pavlovian perspective on multiple chemical sensitiv-ity. Psychosom Med., 2000; 62(6):751-9.
  29. Otto T, Giardino ND. Pavlovian conditioning of emotional responses to olfactory and contextual stimuli: a potential model for the development and expression of chemical intolerance. Ann N Y Acad Sci., 2001; 933:291-309.
  30. Van den Bergh O, Devriese S, Winters W, Veulemans H, Nemery B, Eelen P, Van de Woestijne KP. Acquiring symptoms in response to odors: a learning perspec-tive on multiple chemical sensitivity. Ann N Y Acad Sci., 2001; 933:278-90.
  31. Staudenmayer Η. Multiple chemical sensitivities or idiopathic environmental in-tolerances: Psychophysiologic foundation of knowledge for a psychogenic expla-nation. J Allergy Clin Immunol, 1997; 99(4): 434-7.
  32. Black DW, Okiishi C, Gabel J, Schlosser S. Psychiatric illness in the first-degree relatives of persons reporting multiple chemical sensitivities. Toxicol Ind Health.,1999; 15(3-4):410-4.
  33. Leznoff Α. Provocative challenges in patients with multiple chemical sensitivity. J Allergy Clin Immunol, 1997; 99(4):438-42.
  34. Binkley K, King N, Poonai N, Seeman P, Ulpian C, Kennedy J. Idiopathic envi-ronmental intolerance: increased prevalence of panic disorder-associated chole-cystokinin B receptor allele 7. J Allergy Clin Immunol., 2001; 107(5):887-90.
  35. Binkley KE, Kutcher S. Panic response to sodium lactate infusion in patients with multiple chemical sensitivity syndrome. J Allergy Clin Immunol. 1997; 99(4):570-4.
  36. Poonai N, Antony MM, Binkley KE, Stenn P, Swinson RP, Corey P, Silverman FS, Tarlo SM. Carbon dioxide inhalation challenges in idiopathic environmental intolerance. J Allergy Clin Immunol. 2000; 105(2 Pt 1):358-63