Προσαρμογή της κλίμακας D σε Ελληνικό Πληθυσμό Ηλικιωμένων
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ Μ., ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ Ε., ΤΣΟΛΑΚΗ Μ., ΚΟΥΝΤΗ Φ., ΚΙΟΣΕΟΓΛΟΥ Γ., ΤΣΟΛΑΚΗ Σ., ΚΑΖΗΣ Α.
Γ' Νευρολογική Κλινική και Τμήμα Ψυχολογίας, Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Περίληψη
Η Άνοια τύπου Alzheimer είναι μια ασθένεια που προσβάλλει τους ηλικιωμένους. Μια από τις σοβαρές επιπτώσεις που επιφέρει αφορά και την λειτουργικό-τητα των ασθενών στην καθημερινή τους ζωή. Η D-Scale -μια τροποποιημένη έκδοση του Ferm's D-Test- αναφέρεται στις βασικές καθημερινές λειτουργίες, όπως είναι το ντύσιμο, το φαγητό, το πλύσιμο, η επικοινωνία, ο προσανατολισμός, η αναγνώριση προσώπων κ.ά. και εκτιμάει αν και κατά πόσο μπορεί ο ασθενής να ανταπεξέλθει σε αυτές.

Στόχος της συγκεκριμένης μελέτης ήταν η εφαρμογή της κλίμακας D σε δείγμα ασθενών από την Ελλάδα, με σκοπό να αποδειχτεί η εγκυρότητα των αποτελεσμάτων της. Η κλίμακα αφορά ασθενείς που πάσχουν από μέτρια μέχρι σοβαρή άνοια. Για την αντικειμενικότητα των αποτελεσμάτων και για το λόγο ότι στα προχωρημένα στάδια της νόσου οι νοητικές λειτουργίες του ασθενούς επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό, αποσπάσαμε τις πληροφορίες που απαιτούσε η κλίμακα από τους περιθάλποντες. Στην έρευνα συμμετείχαν 128 ασθενείς, που κάλυπταν και τα τρία στάδια της νόσου. Για την διεκπεραίωση του στόχου μας εξετάσαμε τις μεταβλητές που αναφέρονταν στην νοητική κατάσταση των ασθενών (MMSE), την ύπαρξη ή μη κατάθλιψης (GDS, HAMILTON), το είδος της άνοιας από το οποίο έπασχαν καθώς και τη διάρκεια της νόσου. Επίσης, εξετάσαμε κατά πόσο μπορεί να επηρεάσουν την καθημερινή λειτουργικότητα των ασθενών παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο και η εκπαίδευση. Τέλος, κρίθηκε απαραίτητο για την καλύτερη διεξαγωγή της έρευνας η σύγκρισή της με άλλες σταθμισμένες λειτουργικές κλίμακες, όπως είναι το FRSSD και το FUCAS.

Λέξεις κλειδιά: Λειτουργική Κλίμακα D, Άνοια, Ελληνικός Πληθυσμός.

Εισαγωγή

Η αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων που παρατηρήθηκε κατά τα τελευταία χρόνια επέφερε ως αποτέλεσμα την μελέτη και την αντιμετώπιση των ιατροκοινωνικών προβλημάτων των ατόμων αυτών1 (Α. Κωσταρίδου-Ευκλείδη, 1999). Η ανωτέρω αναφε-ρόμενη αύξηση του ηλικιωμένου πληθυσμού κάθε χώρας είχε ως λογικό επακόλουθο την ταυτόχρονη αύξηση των νευροεκφυλιστικών νοσημάτων και κυρίως της νόσου του Alzheimer, οι οποίες προσβάλλουν κυρίως τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. Είναι γνωστό ότι τόσο η νόσος του Alzheimer όσο και οι άλλες άνοιες είναι νοητικές και συμπεριφορικές διαταραχές που παρεμβαίνουν και εξασθενίζουν τη λειτουργικότητα του ατόμου στην καθημερινή του ζωή.

Ένα άτομο μπορεί να οριστεί ως λειτουργικό, όταν μπορεί και αυτοεξυπηρετείται και όταν μπορεί να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις και τις ανάγκες της καθημερινής του ζωής. Με λίγα λόγια όταν μπορεί να ζει και να λειτουργεί ανεξάρτητο και αυτόνομο. Στον κλάδο της ιατρικής και της ψυχολογίας έχουν εφαρμοστεί και σταθμιστεί διάφορες κλίμακες, οι οποίες έχουν ως σκοπό να μετρήσουν και συγχρόνως να μελετήσουν τη λειτουργικότητα των ασθενών που πάσχουν από άνοια. Οι δραστηριότητες στην καθημερινή ζωή μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δύο τύπους: στις βασικές λειτουργίες, όπως είναι το φαγητό, το ντύσιμο κτλ. και στις σύνθετες λειτουργί-ες που είναι πιο περίπλοκες, όπως είναι η χρήση του τηλεφώνου, τα ψώνια, το μαγείρεμα, το νοικοκυριό, η χρήση μεταφορικών μέσων και η αυτόνομη ιατρική περίθαλψη. Η κλίμακα, λοιπόν, που μελετάμε στην συγκεκριμένη έρευνα εξετάζει τις βασικές λειτουργίες και αναφέρεται σε διάφορους τομείς της καθημερινότητας, όπως είναι οι λειτουργίες αυτοεξυπηρέτησης (ντύσιμο, πλύσιμο κ.τ.λ.), συντήρησης (τροφή, ύπνος), επικοινωνίας και άλλα.

Στην συγκεκριμένη μελέτη, λοιπόν, χρησιμοποιήθηκε η λειτουργική κλίμακα D. Ο στόχος της δικής μας έρευνας ήταν να εφαρμοστεί η κλίμακα αυτή σε δείγμα ασθενών με άνοια από την Ελλάδα και να μελετηθεί, αναλόγως με τα αποτελέσματα, αν μπορεί να εκτιμήσει αντικειμενικά και ρεαλιστικά την παρούσα κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ασθενείς.

Η κλίμακα D αφορά την τροποποιημένη έκδοση του Ferm D-Test (modified D-Test, Ferm 1974) και περιλαμβάνει μια 6βαθμη κλίμακα βαθμολόγησης, η οποία εκτιμάει 16 κατηγορίες που αναφέρονται στην καθημερινή λειτουργικότητα του ατόμου.

Πιο αναλυτικά, οι κατηγορίες αυτές έχουν ως σκοπό να μελετήσουν την ικανότητα των ασθενών να κινηθούν, να πλυθούν, να ντυθούν, να φάνε, να ελέγχουν την ούρηση και την εντερική τους λειτουργία και γενικότερα τις συνθήκες υγιεινής, να επικοινωνούν, να προσανατολίζονται στον χώρο, να αναγνωρίζουν πρόσωπα, να συμμετέχουν σε ομαδικές δραστηριότητες και χόμπι όπως επίσης και τον ρυθμό που κοιμούνται και ξυπνούν καθώς και την συμπεριφορά τους (K.Arnold, H.Lehfeld, Th.Mosler, H.Erzigkeit. Scale Properties of the D-Scale in Severe Dementia. Neurobiol. Aging, 19 (Suppl.4s) abstract No.30, 1998). Ενώ αναλυτικά οι 6 διαβαθμίσεις βαθμολόγησης της κάθε ερώτησης αναφέρονται στην πλήρη ανεξαρτησία, την μειωμένη ανεξαρτησία, την ελάχιστη ανεξαρτησία, την περιορισμένη βοήθεια, την μέγιστη βοήθεια και την πλήρη εξάρτηση.

Αν και η κλίμακα D δεν είναι τόσο ευρέως διαδεδομένη σε σύγκριση με άλλες λειτουργικές κλίμακες, ωστόσο έχει χρησιμοποιηθεί κυρίως σε έρευνες που αφορούν τη χορήγηση μεμαντίνης. Σε μελέτη που έγινε σε πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Σουηδίας αποδείχθηκε ότι η θεραπεία με μεμαντίνη σε ασθενείς με άνοια τύπου Alzheimer και αγγειακή οδήγησε στη λειτουργική τους βελτίωση, καθώς επίσης και στα πιο προχωρημένα στάδια επέφερε μείωση της εξαρτημένης φροντίδας που δέχονται από τους περιθάλποντές τους (Winblad B., Poritis N., 1999). Μία ακόμη μελέτη που έχει διεξαχθεί στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Γερμανία αποδεικνύει για μια ακόμη φορά την αποτελεσματικότητα της μεμαντίνης. Στην συγκεκριμένη έρευνα επιχειρήθηκε να αποδείξουν την ευαισθησία για αλλαγή της κλίμακας -D-Scale-of-Change- η οποία αφορούσε ασθενείς που βρίσκονταν σε μέτρια και σοβαρά στάδια άνοιας και απευθυνόταν στους περιθάλποντες. Η αλλαγή της κλίμακας D σε κλίμακα D-Scale-of-Change επήλθε, όταν η πρώτη ελέγχθηκε για την καταλληλότητά της (Arnold et al., 1998) και κρίθηκε ότι η κλίμακα D μετά την τροποποίησή της από τον Ferm (1974) αφορούσε τα ήπια, μέτρια και σοβαρά στάδια της άνοιας και ήταν πρακτική κυρίως για μη νοσοκομειακές καταστάσεις, όπως είναι το σπίτι ή τα ιδρύματα που παρέχουν φροντίδα. Τα αποτελέσματα της έρευνας αναφέρουν βελτίωση τόσο στις νοητικές και κινητικές λειτουργίες όσο και στις στοιχειώδεις λειτουργίες της καθημερινής ζωής των ασθενών σε όποιο στάδιο της κλίμακας Global Deterioration και αν βρισκόταν, συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου 7, το οποίο αφορά την "πολύ σοβαρή" άνοια και στο οποίο οι ασθενείς έχουν χάσει τις λεκτικές τους ικανότητες και ενδεχομένως την ικανότητά τους να κινούνται ή ακόμη και τον γενικότερο έλεγχο των σωματικών τους λειτουργιών (E.Ruther, A.Glaser, S.Bleich, D.Degner, J.Wiltfang, 2000).

Στόχος της συγκεκριμένης μελέτης ήταν η εφαρμογή της κλίμακας D σε δείγμα ασθενών από την Ελλάδα, με σκοπό να αποδειχτεί η εγκυρότητα των αποτελεσμάτων της. Επίσης δεύτερος στόχος ήταν να αποδειχτεί αν υπάρχει σημαντική διαφορά ανάμεσα στους ασθενείς με άνοια τύπου Alzheimer και τις άλλες άνοιες σύμφωνα με τα αποτελέσματα που θα μας έδινε η κλίμακα D.

Υλικό και μέθοδοι

Α. Κλίμακα D

Η άνοια είναι μια χρόνια, προοδευτική νοητική διαταραχή, η επίδραση της οποίας ταλαιπωρεί και εξαθλιώνει τόσο τους ίδιους τους ασθενείς όσο και τους περιθάλποντες αλλά και ολόκληρη την οικογένειά τους. Στην συγκεκριμένη περίπτωση θα εστιάσουμε την προσοχή μας κυρίως στους περιθάλποντες, οι οποίοι πρέπει να αποδεχτούν τη σταδιακή νοητική, λειτουργική και συμπεριφορική ολίσθηση των ανθρώπων τους, αλλά και συγχρόνως να δεχτούν την ευθύνη που φέρουν οι ίδιοι απέναντι στην φροντίδα αυτών των ανθρώπων. Καθώς είναι γνωστό ότι στα τελευταία στάδια της νόσου οι περισσότερες περιπτώσεις οδηγούνται σε πλήρη εξάρτηση.

Επειδή το δείγμα της έρευνάς μας καλύπτει και τα τρία στάδια της νόσου (ήπια, μέτρια και σοβαρή άνοια), προκειμένου να υπάρχει αντικειμενικότητα και σταθερότητα στις εκτιμήσεις -όσο αυτό ήταν δυνατό- η κλίμακα D συμπληρωνόταν σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και τις απαντήσεις των συνοδών. Η επαφή μας με τους περιθάλποντες πραγματοποιήθηκε κυρίως κατά τις ιατρικές επισκέψεις των ασθενών στο Ιατρείο Μνήμης και Άνοιας στο Γενικό Περιφερειακό Νοσοκομείο "Γ. Παπανικολάου".

Η κλίμακα είναι βασισμένη στην τροποποιημένη έκδοση του Ferm (1974) και απλώς την προσαρμόσαμε στην ελληνική γλώσσα. Άλλες κλίμακες που χρησιμοποιήθηκαν για την ολοκλήρωση και την διευθέτηση της μελέτης ήταν το Mini Mental State Examination για την εκτίμηση της νοητικής κατάστασης των ασθενών (Φουντουλάκης Κ, Τσολάκη Μ, Χαντζή Ε, Κάζης Α., 1994), το Geriatric Depression Scale (GDS) (Fountoulakis KN, Tsolaki M., Iacovides A., Yesavage J., O' Hara R., Kazis A. and Ierodiaconou CH. 1999) και η κλίμακα του Hamilton για την εκτίμηση κατάθλιψης, καθώς και δύο λειτουργικές κλίμακες η Functional Rating Scale for Symptoms of Dementia (FRSSD) και το Functional and Cognitive Assessment Scale (FUCAS (Kounti, M. Tsolaki, A. Kazis, A. Evklides. FUCAS- 1999). Επιπλέον για την καλύτερη διεξαγωγή της έρευνας κρίθηκε απαραίτητο να ληφθούν υπόψη και κάποια περαιτέρω στοιχεία του ασθενή. Αυτά αφορούσαν κάποια δημογραφικά στοιχεία, όπως ηλικία, έτη εκπαίδευσης, επάγγελμα και ποιος ήταν ο περιθάλποντας. Απαραίτητη επίσης ήταν η διάγνωση της ασθένειας και ο χρόνος διάρκειάς της.

Η διαδικασία εφαρμογής της κλίμακας D, που ακολουθήθηκε, είχε ως εξής. Υποβάλαμε στον περιθάλποντα υπό την μορφή ερωτήσεων τις 16 μεταβλητές που αναφέρονται στην καθημερινή λειτουργικότητα του ασθενή και αναλόγως με την απάντησή του τις αξιολογούσαμε σύμφωνα με την 6βαθμη κλίμακα βαθμολόγησης. Για παράδειγμα, ρωτούσαμε τον περιθάλποντα αν ο ασθενής μπορεί να κάνει μόνος του μπάνιο. Αν η απάντηση ήταν του τύπου δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί καθόλου μόνος του και ότι ο ίδιος ο περιθάλπων τον κάνει μπάνιο, τότε αυτομάτως την απάντηση αυτή θα την αξιολογούσαμε με βαθμό 6, ο οποίος αντιστοιχεί με την ολική εξάρτηση.

Βέβαια, πολλές φορές για τον καλύτερο καθορισμό των απαντήσεων και για μεγαλύτερη σαφήνεια και ακρίβεια έπρεπε να δοθούν κάποιες διευκρινίσεις τόσο στο τμήμα που αφορούσε τις 16 καθημερινές ικανότητες όσο και στον τρόπο των απαντήσεων, ώστε να μπορούν στη συνέχεια να αξιολογηθούν σωστά. Συνήθως αρκετοί από τους περιθάλποντες έδιναν κλειστές απαντήσεις του τύπου ναι/ όχι, κάτι το οποίο δεν εξυπηρετούσε τα εύκαμπτα όρια αξιολόγησης που θέτει η κλίμακα D. Σαφώς για να γίνουν όλα αυτά κατανοητά οφείλουμε να εκθέσουμε ένα παράδειγμα. Στην ερώτηση "Μπορεί να αναγνωρίζει πρόσωπα;" ήταν απολύτως βέβαιο ότι χωρίς καμία διευκρίνιση και παρότρυνση δική μας ο περιθάλπων θα απαντούσε με ένα ναι ή ένα όχι. Επομένως ήταν αναγκαίο και σχεδόν αναπόφευκτο να μη δοθεί διευκρίνιση του τύπου "Αναγνωρίζει όλα τα πρόσωπα, γνωστούς-γείτονες/οικείους, στενούς-συγγενείς/πολύ κοντινούς;". Οπότε αναλόγως με την απάντηση κρινόταν και η αντίστοιχη βαθμολόγηση. Όσον αφορά τον τρόπο των απαντήσεων έπρεπε να εξερευνήσουμε όλες τις πτυχές που μπορεί να έκρυβε ένα ναι -για παράδειγμα- στην ερώτηση "Μπορεί να ντυθεί μόνος του;". Το ναι στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα απαντήσεων από το να ντύνεται εντελώς μόνος του μέχρι το να ετοιμάζει τα ρούχα ο περιθάλπων και αυτός /-ή απλώς να τα φοράει. Κάτι το οποίο αν δεν συνηθιζόταν να γίνεται κατά το παρελθόν, διαδραμάτιζε ουσιαστικό ρόλο στη βαθμολόγησή μας.

Ένα πλεονέκτημα της κλίμακας D είναι ότι εξετάζει κάποιες μεταβλητές, οι οποίες δεν υπάρχουν σε παρόμοιες κλίμακες. Πιο αναλυτικά, αν την συγκρίνουμε με την λειτουργική κλίμακα FRSSD, η οποία αφορά επίσης τις βασικές καθημερινές λειτουργίες, μπορούμε αμέσως να ξεχωρίσουμε ποιες είναι αυτές οι μεταβλητές. Ενώ και οι δύο μελετούν την ικανότητα της τροφής, η D ασχολείται επιπλέον και με την ικανότητα λήψης υγρών. Επίσης, εξετάζει την ικανότητα κίνησης των ασθενών, κάτι το οποίο δεν συναντάμε καθόλου στην FRSSD. Στη συνέχεια, ενώ η τελευταία εξετάζει την ικανότητα της ομιλίας, η κλίμακα D είναι πιο συγκεκριμένη και εστιάζεται στην ικανότητα της επικοινωνίας του ασθενή τόσο στο να κατανοεί τους γύρω του όσο και στο να γίνεται ο ίδιος κατανοητός. Επιπλέον η D εξετάζει την ικανότητα συμμετοχής τους σε ομαδικές δραστηριότητες και χόμπι. Σαφώς και η κλίμακα FRSSD αντιστοίχως περιλαμβάνει κάποιες μεταβλητές οι οποίες δεν υπάρχουν στη D.

Στόχος της έρευνάς μας ήταν να αποδειχτεί αν υπάρχει σημαντική διαφορά ανάμεσα στους ασθενείς με Alzheimer και τις άλλες άνοιες σύμφωνα με τα αποτελέσματα που θα μας έδινε η κλίμακα D. Επίσης έπρεπε να εξετάσουμε αν υπάρχει διαφορά στα αποτελέσματα της D σε σύγκριση με την αντίστοιχη βαθμολογία του MMSE. Αν δηλαδή στα πιο προχωρημένα στάδια (μέτριο και σοβαρό) της νόσου (MMSE<15 βαθμούς) επηρεάζεται και κατά πόσο η λειτουργικότητα του ασθενούς σε σύγκριση με τους ασθενείς με μέτρια και ήπια νοητική διαταραχή (MMSE<30βαθμούς). Επίσης θέλαμε να αποδείξουμε κατά πόσο κάποιοι παράγοντες επηρεάζουν τη λειτουργικότητα, όπως είναι το φύλο, η ηλικία, η εκπαίδευση και η διάρκεια της νόσου του ασθενή. Ακόμη μια άλλη υπόθεση ήταν αν η κατάθλιψη διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στη μείωση της λειτουργικότητας και για το λόγο αυτό τη συσχετίσαμε με τις κλίμακες που αξιολογούν την κατάθλιψη, GDS και HAMILTON. Τέλος θέλαμε να αποδείξουμε και να συγκρίνουμε αν και κατά πόσο η D-Scale συμφωνούσε με τα αποτελέσματα των κλιμάκων FRSSD και FUCAS. Να αποδεικνύαμε δηλαδή αν τα αποτελέσματα της D είναι αξιόπιστα.

Αυτοί ήταν αρχικοί στόχοι, όμως στην πορεία και κατά την διεξαγωγή της έρευνας προέκυψαν και κάποιοι περαιτέρω, οι οποίοι αφορούσαν τις άλλες κλίμακες (FRSSD, FUCAS, GDS, HAMILTON) και την ανάλυση των αποτελεσμάτων τους σύμφωνα με τις παραμέτρους που αφορούσαν το φύλο, την ηλικία, την εκπαίδευση, το MMSE, την νόσο από την οποία έπασχαν καθώς και τη διάρκειά της.

Β. Μέθοδος

Υποκείμενα

Στην έρευνα συμμετείχαν 128 άτομα. Από αυτά οι 56 ήταν άντρες και οι 72 γυναίκες. Χωρίστηκαν σε δύο ομάδες με βάση το είδος της άνοιας από την οποία έπασχαν. Ειδικότερα, την πρώτη ομάδα αποτελούσαν 67 ασθενείς που είχαν άνοια τύπου Alzheimer, ενώ τη δεύτερη 50 ασθενείς με άλλες άνοιες όπως μετωπιαία ή μετωποκροταφική, μετατραυματική, μικτού τύπου, αγγειακή, LBD, καθώς και άτομα με ήπιες νοητικές διαταραχές, κατάθλιψη, προϊούσα υπερπυρηνική παράλυση, ιδιοπαθή τρόμο και μία περίπτωση υδροκεφάλου. Επιπλέον μια τρίτη ομάδα αποτελούσαν 6 άτομα υγιή, τα οποία όμως λόγω του μικρού τους αριθμού, που αποτελούσαν ως δείγμα δεν συμπεριλήφθηκαν στην έρευνά μας. Τα υπόλοιπα 5 άτομα εξαιρέθηκαν από το δείγμα, τουλάχιστον όσον αφορά στις άνοιες, καθότι μας ήταν άγνωστη η διάγνωσή τους.

Πέρα από αυτές τις δύο ομάδες, τα υποκείμενα χωρίστηκαν και σε ομάδες με βάση το MMSE, την ηλικία, το φύλο, την εκπαίδευση, την ύπαρξη ή όχι κατάθλιψης και τη διάρκεια της άνοιας. Συγκεκριμένα, με βάση το MMSE δημιουργήθηκαν δύο ομάδες, όπου στην πρώτη οι ασθενείς είχαν βαθμολογία 0-15 ενώ στη δεύτερη 16-30. Με βάση την ηλικία, δημιουργήθηκαν πάλι δύο ομάδες, η πρώτη με υποκείμενα ηλικίας 50-70 και η δεύτερη από 71 και άνω. Σχετικά με την εκπαίδευση, τα υποκείμενα κατανεμήθηκαν με βάση τα έτη εκπαίδευσης τους, 0-9 μία ομάδα και από 9 και άνω μία δεύτερη. Τέλος, για τη διάρκεια της νόσου έγιναν τρεις ομάδες, μία 0-2 χρόνια, η δεύτερη 3-6 και η τρίτη από 7 και πάνω. Πέρα από τα παραπάνω, ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι περισσότεροι ασθενείς ήταν κάτοικοι Θεσσαλονίκης ενώ ένα μικρότερο ποσοστό κατοικούσε στις γύρω περιοχές όπως Περαία, Επανωμή, Μηχανιώνα, Ασβεστοχώρι, Σέρρες, Κιλκίς, Κατερίνη και Καβάλα.

Η επιλογή του δείγματος έγινε με τυχαία δειγματοληψία. Η συμμετοχή των υποκειμένων στην έρευνα ήταν σαφώς προαιρετική, οι συγγενείς μας έδιναν προφορική συγκατάθεση και υπήρχαν ομολογουμένως κάποιες αρνήσεις από μέρους συνοδών για συμμετοχή για δικούς τους προσωπικούς λόγους.

Μέσα συλλογής των δεδομένων

Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε -όπως έχει άλλωστε προαναφερθεί- η κλίμακα D με τη μορφή ερωτηματολογίου. Οι ερωτήσεις ωστόσο γίνονταν από τους ίδιους τους ερευνητές, με τη μορφή συνέντευξης, και απευθύνονταν στους συνοδούς των ασθενών, με εξαίρεση ελάχιστες περιπτώσεις όπου τα υποκείμενα ήταν υγιή ή ήταν σε αρκετά καλή νοητική κατάσταση, ώστε να μπορούν να απαντήσουν τα ίδια από μόνα τους, αλλά και πάλι με την προϋπόθεση ότι δεν υπήρχε συνοδός. Ένας λόγος για τον οποίο οι ερωτήσεις απευθύνονταν στους συνοδούς ήταν επειδή θα ήταν πιο αντικειμενικοί, καθώς οι ερωτήσεις αφορούσαν τη λειτουργικότητα των ασθενών. Επίσης είναι κατανοητό ότι ασθενείς με προχωρημένη άνοια θα ήταν αδύνατο να απαντήσουν οι ίδιοι.

Διαδικασία συλλογής των δεδομένων

Η συλλογή των δεδομένων και η συμπλήρωση των ερωτηματολογίων έγινε, όπως ήδη αναφέρθηκε, στο Ιατρείο Μνήμης και Άνοιας του νοσοκομείου "Γ. Παπανικολάου" στην Εξοχή Θεσσαλονίκης. Επίσης κάποια ερωτηματολόγια απαντήθηκαν στο Χαρίσειο Γηροκομείο στην Άνω Τούμπα Θεσσαλονίκης από τους περιθάλποντες που παρευρίσκονταν εκεί λόγω εκπαιδευτικού προγράμματος που διεξάγεται εβδομαδιαίως από την Ελληνική Εταιρεία Νόσου Alzheimer και Συναφών Διαταραχών.

Αποτελέσματα

Αφού συλλέξαμε τα δεδομένα, κωδικοποιήσαμε τις ομάδες και περάσαμε τα δεδομένα στο πρόγραμμα στατιστικής ανάλυσης SPSS. Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο ανάλυσης t-test καταλήξαμε στα παρακάτω αποτελέσματα:

Όπως φαίνεται και από τους πίνακες, δεν υπάρχει στατιστικώς σημαντική διαφορά στο σκορ των δύο πρώτων ομάδων, ΑΤΑ και άλλων ανοιών στη D-Scale.

Στατιστικώς σημαντική διαφορά υπήρξε όταν χωρίσαμε τους ασθενείς με βάση το MMSE.

Εκτός από το ΜΜSE και τις άνοιες, συγκρίναμε τα αποτελέσματα στο σκορ της κλίμακας D και με άλλες παραμέτρους, όπως την εκπαίδευση, το φύλο, την ηλικία, τη διάρκεια της νόσου κα την κατάθλιψη. Τα αποτελέσματα των αναλύσεων έδειξαν ότι τα έτη εκπαίδευσης δεν επηρεάζουν τη λειτουργικότητα των ασθενών.

Δεν υπήρχε επίσης στατιστικά σημαντική διαφορά σχετικά με το φύλο των ασθενών.

Δεν υπήρχε επίσης στατιστικά σημαντική διαφορά σχετικά με την ηλικία.

Στατιστικά σημαντική διαφορά υπήρχε στη σύγκριση του σκορ της κλίμακας D σε σχέση με τη διάρκεια της νόσου. Συγκεκριμένα, οι ασθενείς που είχαν μεγαλύτερη διάρκεια νόσου είχαν και υψηλότερο σκορ.

Επίσης, στατιστικώς σημαντική συσχέτιση των αποτελεσμάτων της κλίμακας D υπήρχε και με την κατάθλιψη.

Ταυτόχρονα με την ανάλυση των δεδομένων για την D-Scale, αναλύσαμε και τα σκορ από τις υπόλοιπες κλίμακες, δηλαδή την FRSSD, τη FUCAS, τη GDS και τη Hamilton.

Σχετικά με την FRSSD έγιναν και πάλι συγκρίσεις με το MMSE, την άνοια, την ηλικία, το φύλο, την εκπαίδευση, την κατάθλιψη και τη διάρκεια της νόσου. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν είχαν ως εξής:

Στατιστικώς σημαντική διαφορά υπήρχε μόνο σε σχέση με το MMSE, την κατάθλιψη και τη διάρκεια της νόσου.

Όσον αφορά την άνοια, δεν βρέθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά.

Στατιστικώς σηματική διαφορά βρέθηκε σε σχέση με την κατάθλιψη.

Τέλος, στατιστικώς σημαντική διαφορά βρέθηκε και σε σχέση με τη διάρκεια της νόσου.

Τα αποτελέσματα των αναλύσεων της κλίμακας FUCAS με τις παραπάνω αντίστοιχες παραμέτρους έδειξε μη στατιστικώς σημαντική διαφορά στη συσχέτιση FUCAS και είδους άνοιας (p=0,344), με την ηλικία (p=0,092), με το φύλο (p=0,262) στατιστικά σημαντική συσχέτιση με το MMSE (p=0,002), την εκπαίδευση (p=0,018), την κατάθλιψη (p=0,002), τη διάρκεια της νόσου (p=0,020).

Συζήτηση

Θα αναφερθούμε αρχικά στον ελεύθερο σχολιασμό των όσων διατυπώθηκαν στην έρευνα, την κριτική αξιολόγηση των ευρημάτων αυτών και την επισήμανση των θεωρητικών και πρακτικών επιπτώσεών τους.

Ξεκινώντας από τον σχολιασμό θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των υποθέσεών μας, επιβεβαιώθηκε. Ωστόσο, δεν έλειψαν κάποια ανατρεπτικά αποτελέσματα, που όπως είναι λογικό δεν ήταν αναμενόμενα.

Σχετικά με την κλίμακα D, η υπόθεσή μας για το αν θα διαφέρουν οι δύο ομάδες ως προς τις άνοιες, δεν επιβεβαιώθηκε. Τα αποτελέσματά μας φανερώνουν ότι στα προχωρημένα στάδια (σοβαρή διαταραχή) τα λειτουργικά προβλήματα που επιφέρει οποιαδήποτε άνοια είναι του ίδιου βαθμού. Όσον αφορά το MMSE, η υπόθεσή μας επιβεβαιώθηκε. Δηλαδή, όσο πιό σοβαρή είναι η άνοια και μικρότερο το MMSE, τόσο μεγαλύτερα είναι τα λειτουργικά προβλήματα. Το ίδιο ισχύει και για τη διάρκεια της νόσου, το οποίο είχαμε υποθέσει και επιβεβαιώθηκε. Η υπόθεσή μας σε σχέση με την ηλικία δεν επιβεβαιώθηκε. Δηλαδή, ενώ περιμέναμε η αύξηση της ηλικίας να επιβαρύνει τη λειτουργικότητα των ασθενών κατά πολύ, η ανάλυση δεν έδειξε κάτι τέτοιο. Τέλος, αποδεικνύεται πως η κατάθλιψη όντως επηρεάζει κατά πολύ τη λειτουργικότητα. Το ίδιο επιβεβαιώνεται και για τις υπόλοιπες κλίμακες.

Το γεγονός ότι στην κλίμακα FRSSD βρέθηκε διαφορά ως προς τις άνοιες, είναι κάτι που μας προβληματίζει γιατί είναι μια κλίμακα που εξετάζει σχεδόν τις ίδιες μεταβλητές με την κλίμακα D με τη μόνη διαφορά ότι εξετάζει και κάποιες νοητικές παραμέτρους, όπως π.χ. τη μνήμη, την προσοχή, τον προσανατολισμό. Θα περιμέναμε ίσως στα πρώτα στάδια να υπήρχαν διαφορές, όπου παρατηρείται διαφορετικό επίπεδο διαταραχών στις διάφορες νοητικές λειτουργίες. Τα αποτελέσματά μας συνηγορούν στο ότι και στα προχωρημένα στάδια υπάρχουν διαφορές στις νοητικές λειτουργίες μεταξύ των διαφόρων τύπων ανοιών. Ως προς τις υπόλοιπες δοκιμασίες, οι υποθέσεις μας επιβεβαιώθηκαν στον ίδιο βαθμό όπως και στην κλίμακα D. Στην δοκιμασία FUCAS, οι υποθέσεις μας, καθότι ήταν ίδιες με την κλίμακα D και αφού και τα αποτελέσματα ήταν παρόμοια, επιβεβαιώθηκαν αντίστοιχα στον ίδιο βαθμό.

Στις δύο τελευταίες κλίμακες, GDS και HAMILTON, παρόλο που και οι δύο μετρούν την κατάθλιψη, σε αρκετές μεταβλητές υπήρχαν διαφορές. Ως προς τις άνοιες, η υπόθεσή μας ότι δεν θα υπάρχει διαφορά επιβεβαιώθηκε και για τις δύο κλίμακες. Στη συνέχεια, όπως φαίνεται και από τον πίνακα, οι δύο κλίμακες διαφοροποιούνται ως προς τη συσχέτιση με το MMSE. Οι δύο κλίμακες έχουν βέβαια δύο διαφορετικούς ηλικιακούς στόχους, η GDS έχει δομηθεί για τους ηλικιωμένους, ενώ η HAMILTON για τους νεώτερους στην ηλικία. Στην πρώτη φαίνεται ότι υπάρχει διαφορά, ενώ στη δεύτερη όχι. Διαφοροποίηση επίσης υπάρχει και στην ανάλυση με τα έτη εκπαίδευσης. Στα υπόλοιπα φαίνεται πως υπάρχει μια συμφωνία, κάτι που επιβεβαιώνει και τις αρχικές μας προβλέψεις.

Σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητο να επισημάνουμε κάποια μειονεκτήματα και κάποιες ελλείψεις της έρευνας. Αρχικά, πρέπει να αναφέρουμε πως ο αριθμός των πασχόντων που είχαμε για τις τρεις τελευταίες κλίμακες, δηλαδή την FUCAS, την GDS και τη HAMILTON είναι μικρός (29, 46 και 30 αντίστοιχα) για να μπορέσουν να γενικευθούν τα αποτελέσματα. Ίσως και γι' αυτό να υπήρχε κάποια ασυμφωνία μεταξύ των κλιμάκων. Βέβαια, η ανάλυση και αυτών των κλιμάκων είναι κάτι που προέκυψε στην πορεία της έρευνας και δεν ήταν ο αρχικός μας σκοπός. Επίσης αξιοσημείωτη είναι και η διαφορά των κλιμάκων D και FRSSD ως προς τις άνοιες και αυτό ενδεχομένως να οφείλεται στα εύκαμπτα όρια της 6βαθμης κλίμακας αξιολόγησης της D, όπου η υποκειμενικότητα τόσο του περιθάλποντα όσο και του εξεταστή είναι κάτι που μπορεί να την επηρεάσει. Ακριβώς, λοιπόν, γι΄ αυτόν το λόγο η χρησιμοποίηση της κλίμακας D πρέπει να γίνεται με πάρα πολύ προσοχή και παρατήρηση. Σαφώς τα μειονεκτήματα αυτά δεν πρόκειται να αποτελέσουν το έναυσμα για παραίτηση, αλλά αντιθέτως το κίνητρο για περαιτέρω διερεύνηση του θέματος.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Κωσταρίδου-Ευκλείδη Α. Θέματα Γηροψυχολογίας και Γεροντολογίας. Αθήνα 1999, Ελληνικά Γράμματα.
  2. Arnold k., Lehfeld H., Mφsler Th., Erzigkeit H. Scale Properties of the D-Scale in Severe Dementia. Neurobiol. Aging, 19 (Suppl. 4S) abstract No. 30, 1998
  3. Wimblad B., Poritis N., Memantine in Severe Dementia. Int. J. Geriatric Psychiatry 1999, 14, 135-146.
  4. Ruther E., Glaser A., Bleich S., Degner D., Wiltfang J. A Prospective PMS Study to Validate the Sensitivity for Change of the D-Scale in Advanced Stages of Dementia Using the NMDA-Antagonist Memantine. Department of Psychiatry, Georg-August University, Germany 2000.
  5. Φουντουλάκης Κ., Τσολάκη Μ., Χαντζή Ε., κάζης Α. MINI MENTAL STATE EXAMINATION (MMSE). Εφαρμογή του στον Ελληνικό πληθυσμό σε ασθενείς με άνοια. Εγκέφαλος 1994: 31:93-102.
  6. Fountoulakis K., Tsolaki M., Iacovides A., Yesavage J., O' Hara R., Kazis A., Ierodiaconou C. the validation of the short form of Geriatric Depression Scale in Greece. Aging Clinical Aging and Experimental Research, 1999, 11:367-372
  7. Kounti F.,Tsolaki M.,Kazis A., Evkleides A. FUCAS-Functional-Cognitive Assessment Scale: a new scale to predict early dementia. Ανακοινώθηκε ολοκληρωμένη εργασία στο: A meeting of minds. Care and Science in Dementia, 9th Alzheimer Europe Meeting, 20th Anniversary Conference, Alzheimer's Disease Society, London, 1999.
  8. Kounti F., Ntina F., Efklides A., Tsolaki M. The relations between Cognitive-Memory tests and the Functional-Cognitive Assessment Scale (FUCAS) when administered to demented patients. 5th European Conference on Psychological Assessment, Patras 1999.
  9. Παρασκευόπουλος Ι. Ν. Μεθοδολογία Επιστημονικής Έρευνας. Αθήνα, 1993.