Σεροτονινεργικό Σύστημα του Εγκεφάλου:
Εξακολουθεί να αποτελεί στόχο ανάπτυξης φαρμάκων κατά της υπερφαγίας και της παχυσαρκίας;
ΑΝΤΩΝΑΤΟΣ Σ.1, ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΥ Π.2
1Ψυχίατρος, Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Αθηνών
2Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Φαρμακολογίας Ιατρικής Σχολής Αθηνών

Περίληψη
Ο ρόλος του σεροτονινεργικού συστήματος στην πρόσληψη τροφής χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα. Έχει θεμελιωθεί ο ρόλος των 5-ΗΤ2C υποδοχέων μεταξύ όσων εμπλέκονται στη ρύθμιση της όρεξης. Αυτό επήλθε μέσα από πειραματικές μελέτες και τη βοήθεια εκλεκτικών 5-ΗΤ2C αγωνιστών και ανταγωνιστών καθώς από μελέτες με μεταλλαγμένα ποντίκια στα οποία απουσιάζει εκ γενετής ο 5-ΗΤ2C υπότυπος. Επιπλέον, η μικροανάλυση της διατροφικής συμπεριφοράς υπαινίσσεται ότι η επαγωγή της διαδικασίας κορεσμού προκαλείται από αγωνιστές των 5-ΗΤ2C υποδοχέων. Στον άνθρωπο, τόσο σε προκλινικές όσο και κλινικές μελέτες προκύπτει πως οι 5-ΗΤ2C υποδοχείς μέσα από τη χορήγηση της d-φενφλουραμίνης που αποτελεί έναν μη εκλεκτικό αγωνιστή τους, είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για την ανορεκτική δράση της. Καθώς οι συγκεκριμένοι υποδοχείς εμφανώς απουσιάζουν από την περιφέρεια και ως εκ τούτου η ενεργοποίηση τους είναι μάλλον απίθανο να ευθύνεται για την καρδιοτοξικότητα και την πρωτοπαθή πνευμονική υπέρταση οι οποίες συνδέονται με τη χορήγηση της d-φενφλουραμίνης. Συνάγεται λοιπόν ότι η διέγερση των 5-ΗΤ2C υποδοχέων από τη χορήγηση όμως ενός εκλεκτικού αγωνιστή, αντιπροσωπεύει τη δυνατότητα για ανάπτυξη ασφαλούς και αποτελεσματικού φαρμακευτικού σκευάσματος κατά της υπερβολικής πρόσληψης τροφής. Τα δεδομένα αυτά καθιστούν το σεροτονινεργικό σύστημα να κατέχει επίκαιρο και διαχρονικό ρόλο στους μηχανισμούς της όρεξης και συνεπώς να αποτελεί σταθερό στόχο για την ανάπτυξη φαρμάκων στην καταπολέμηση της υπερφαγίας και της παχυσαρκίας.

Λέξεις κλειδιά: Σεροτονίνη, 5-ΗΤ2C υποδοχείς, 5-ΗΤ2C αγωνιστές, 5-ΗΤ2C ανταγωνιστές, d-φενφλουραμίνη, υπερφαγία, παχυσαρκία.

Εισαγωγή

Η επικράτηση της παχυσαρκίας στις χώρες της Δύσης αυξάνεται με ραγδαίο ρυθμό τα τελευταία χρόνια1,2. Οι κίνδυνοι για την υγεία και το οικονομικό κόστος που συνδέονται με την παχυσαρκία είναι προφανείς: η στενή συσχέτισή της με καρδιαγγειακές παθήσεις, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, παθήσεις των χοληφόρων και των αρθρώσεων καθώς και σοβαρού τύπου καρκίνους. επισημαίνουν δε ότι η έρευνα για την ανάπτυξη αποτελεσματικών φαρμάκων κατά της παχυσαρκίας οφείλει να ενταθεί στις μέρες μας3,4.

Για αρκετές δεκαετίες τώρα, το σύστημα σεροτονίνης (5-ΗΤ) του εγκεφάλου εμπλέκεται εκτός των άλλων και στην ρύθμιση της διαιτητικής συμπεριφοράς, και πιο συγκεκριμένα στην καταστολή της πρόσληψης τροφής1,2. Για την ιστορία, η συστηματική χορήγηση μη εκλεκτικών φαρμακευτικών ουσιών που τροποποιούν το σεροτονινεργικό σύστημα του εγκεφάλου προκάλεσε μεταβολές της διαιτητικής συμπεριφοράς τόσο στους επίμυες όσο και στους ανθρώπους. Ανατρέχοντας σχετικά στα τέλη της δεκαετίας του '60, βρέθηκε ότι μη εκλεκτικοί ανταγωνιστές των σεροτονινεργικών υποδοχέων όπως η κυπροεπταδίνη, επάγουν την πρόσληψη της τροφής στους ανθρώπους5. Στη συνέχεια αναφέρθηκε ότι η πρόδρομος ουσία της σεροτονίνης (5-ΗΤ), η L-τρυπτοφάνη, μειώνει την πρόσληψη της τροφής στα ποντίκια, ενώ βλάβες που προκαλούνται στους σεροτονινεργικούς νευρώνες με τη χορήγηση του εκλεκτικού νευροτοξικού παράγοντα 5,7- διϋδροξυτρυπταμίνη (5,7-DHT) οδήγησαν σε αύξηση της πρόσληψης τροφής και του σωματικού βάρους, αν και αυτό δεν αποτελεί σταθερό εύρημα5. Η d-φενφλουραμίνη η οποία διεγείρει την απελευθέρωση της σεροτονίνης και ταυτόχρονα αναστέλλει την επαναπρόσληψή της στους προσυναπτικούς νευρώνες, εμφανίζει σημαντικές ανορεκτικές ιδιότητες1,5,6. Όλα αυτά τα ευρήματα οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η σεροτονίνη (5-ΗΤ) δρα ως διαμεσολαβητής του κορεσμού5,6.

Η ανακάλυψη των ποικίλων σεροτονινεργικών υποδοχέων καθώς και των εκλεκτικών αγωνιστών και ανταγωνιστών τους συνέβαλε στην καλύτερη κατανόηση του ακριβούς μηχανισμού εκείνων των υποτύπων τους που διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στην ρύθμιση της όρεξης. Από το σύνολο των 5-ΗΤ υποδοχέων που έχουν μελετηθεί μέχρι σήμερα, ο 5-ΗΤ2C υπότυπος ίσως είναι ο πιο πολλά υποσχόμενος στόχος για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων κατά της υπερφαγίας και της παχυσαρκίας1,2,7,8.

Στην παρούσα ανασκόπηση θα αναφερθούμε σε πειραματικές μελέτες σε ανθρώπους αλλά και σε ποντίκια φυσιολογικά ή και μεταλλαγμένα με εκ γενετής έλλειψη των 5-ΗΤ2C υποδοχέων. Στις συγκεκριμένες μελέτες χρησιμοποιήθηκαν αγωνιστές ή και ανταγωνιστές των 5-ΗΤ2C υποδοχέων, εκλεκτικοί ή μη. Σημειώνεται πως κάποιες από τις πειραματικές μελέτες έγιναν με τους γνωστούς ανορεκτικούς παράγοντες d-φενφλουραμίνη και σιμπουτραμίνη, οι οποίοι αποτελούν μη εκλεκτικούς 5-ΗΤ2C αγωνιστές. Γίνεται επίσης αναφορά στις αλληλεπιδράσεις των 5-ΗΤ2C υποδοχέων με κεντρικά νευροπεπτίδια, ορεξιογόνα και ανορεξιογόνα, που συντίθενται και δρουν στον υποθάλαμο, το κέντρο ρύθμισης της όρεξης. Τέλος, επιχειρείται η επέκταση του ρόλου των 5-ΗΤ2C υποδοχέων πέρα από τη ρύθμιση της πρόσληψης τροφής και στη ρύθμιση της επιλογής συγκεκριμένων θρεπτικών συστατικών, δηλαδή πρωτεΐνης, υδατάνθρακα ή και λίπους.

Συνοπτικά, από τα δεδομένα και τα ευρήματα που προκύπτουν από το σύνολο των μελετών αυτών, συγκλίνουμε στην άποψη ότι το σεροτονινεργικό σύστημα κατέχει επίκαιρο και διαχρονικό ρόλο στους μηχανισμούς της όρεξης, με τους 5-ΗΤ2C υποδοχείς να αποτελούν ελκυστικό στόχο για την ανακάλυψη νέας θεραπείας κατά της υπερβολικής πρόσληψης τροφής, πρωτίστως δε του υδατάνθρακα.

1. Μελέτες σε πειραματόζωα και 5-ΗΤ2C υποδοχείς

Μέχρι σήμερα έχουν ταυτοποιηθεί 14 υπότυποι των σεροτονινεργικών υποδοχέων. Αυτοί έχουν οργανωθεί σε 7 οικογένειες σύμφωνα με φαρμακολογικά και μοριακά κριτήρια, ως εξής: οι 5-ΗΤ1 υποδοχείς (5-ΗΤ, 5-ΗΤ, 5-ΗΤ1D, 5-HT1E και 5-HT1F), οι 5-HT2 (5-HT2A, 5-HT2B και 5-ΗΤ2C), οι 5-HT3, οι 5-HT4, οι 5-HT5A, οι 5-HT5B, οι 5-HT6 και οι 5-HT7 υποδοχείς8.

Έχει καταδειχθεί ότι οι 5-ΗΤ1Α αυτοϋποδοχείς που εντοπίζονται κυρίως στους πυρήνες της ραφής ευθύνονται για την υπερφαγική απάντηση που εμφανίζουν τα ποντίκια μετά τη χορήγηση χαμηλών δόσεων κάποιων εκλεκτικών 5-ΗΤ αγωνιστών όπως το 8-OH-DPAT, η ιπσαπιρόνη και η βουσπιρόνη9,10. Σε υψηλότερες δόσεις των ουσιών αυτών καταργείται η υπερφαγία και τελικά έχουμε ασθενή υποφαγία, πιθανόν λόγω εμφάνισης του "σεροτονινεργικού συνδρόμου" το οποίο τελικά παρεμβαίνει και διαταράσσει τη διατροφική συμπεριφορά10. Επίσης, η ενεργοποίηση των 5-HT2B υποδοχέων αναφέρεται πως αυξάνει την πρόσληψη της τροφής11. Αντιθέτως, η ενεργοποίηση των 5-ΗΤ, 5-HT2A και των 5-HT2C (πρώην ονομαζόμενοι 5-HT1C) υποδοχέων επιφέρει μείωση στην πρόσληψη της τροφής στα ζώα12,13. Από αυτούς, οι 5-HT2C φαίνεται πως διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο στη μείωση της όρεξης στα πειραματόζωα, ίσως μέσα από ένα μηχανισμό που ευοδώνει τον κορεσμό12-14.

Οι 5-ΗΤ2C υποδοχείς αρχικά εντοπίσθηκαν στο χοριοειδές πλέγμα στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα, καθότι μία θέση πρόσδεσης στον υποδοχέα εμφανίζει υψηλή ικανότητα δέσμευσης για τη 5-ΗΤ, τη μεσουλεργίνη, το λυσεργικό οξύ (LSD) και χαμηλή ικανότητα για την κετανσερίνη15. Η ενεργοποίησή τους διεγείρει τον ρυθμό ανακύκλησης της φωσφατιδυλινοσιτόλης15. Εξαιτίας της ικανότητας πρόσδεσης αυτού του υποδοχέα να μοιάζει με αυτή των 5-HT1A και των 5-ΗΤ παρά των 5-HT2 (τώρα πια ταυτοποιημένων ως 5-HT), η αρχική του ονομασία ήταν 5-HT1C. Ακολούθως, με τη βοήθεια της κλωνοποίησης ο συγκεκριμένος υποδοχέας αναδείχθηκε ως μέλος της οικογένειας των συνδεόμενων με G πρωτεΐνη υποδοχέων και μάλιστα με υψηλό επίπεδο ομολογίας και ανάλογο φαρμακολογικό profile με αυτό του υποτύπου 5-HT2A. Για το λόγο ότι οι δύο υποδοχείς υπήρξαν ξεκάθαρα μέλη της οικογένειας των 5-HT2, ο συγκεκριμένος υποδοχέας μετονομάστηκε σε 5-ΗΤ2C8,15.

Πρόσφατα, έχει καταγραφεί ένας μεγάλος αριθμός σχετικά εκλεκτικών αγωνιστών και ανταγωνιστών των 5-ΗΤ2C υποδοχέων. Οι ουσίες αυτές με τη διαθεσιμότητα μεταλλαγμένων ποντικών που δεν φέρουν εκ γενετής τον συγκεκριμένο 5-ΗΤ2C υποδοχέα, έχουν επιτρέψει στους ερευνητές να κατανοήσουν καλύτερα το λειτουργικό ρόλο αυτών των υποδοχέων στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Σε αντίθεση με τους 5-HT2A και 5-HT2B υποδοχείς, υπάρχει μικρή απόδειξη για την έκφραση των 5-ΗΤ2C εκτός ΚΝΣ15,16. Με τη βοήθεια ραδιοφαρμάκων σήμανσης για τις περιοχές πρόσδεσης έχουν εντοπισθεί 5-ΗΤ2C υποδοχείς σε υψηλή πυκνότητα -πέραν του χοριοειδούς πλέγματος όπου βρίθουν ως γνωστό- και σε περιοχές του νεοφλοιού, στον ιππόκαμπο, στον επικλινή πυρήνα του διαφράγματος, στην αμυγδαλή, στο ραχιαίο τμήμα του νεοραβδωτού σώματος και στη μέλαινα ουσία, τόσο στον ανθρώπινο εγκέφαλο όσο και στου ποντικού16.

1α. Χορήγηση 5-HT2C Αγωνιστών

Μία πρώιμη ένδειξη πως οι 5-ΗΤ2C υποδοχείς μπορεί να παίζουν σημαίνοντα ρόλο στην ρύθμιση της όρεξης προήλθε από μελέτες στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν οι αγωνιστές m-CPP (m-clorophenylpiperazine) και TFMPP (trifluoromethylpiperazine). Αυτά τα φάρμακα εμφανίζουν υψηλή ικανότητα σύνδεσης για τους 5-ΗΤ2C υποδοχείς, αλλά δεν είναι εκλεκτικοί και διαθέτουν επίσης υψηλή ικανότητα σύνδεσης και για τους 5-HT υποδοχείς14. Η δράση των συγκεκριμένων αγωνιστών στους 5-ΗΤ2C υποδοχείς έχει ξεκάθαρα αποδειχθεί in vitro, επιφέρουν δε σημαντική μείωση στην πρόσληψη της τροφής τόσο σε ποντίκια που βρίσκονται σε στέρηση τροφής (deprived) όσο και σε ελεύθερα τρεφόμενα (free feeding)12,14,17,18. Τα δεδομένα με τη χρήση 5-ΗΤ ανταγωνιστών όπως η μεσουλεργίνη και η μιανσερίνη και οι οποίοι εμφανίζουν εκλεκτικότητα για τους 5-ΗΤ2C υποδοχείς, υποστήριξαν σθεναρά την άποψη ότι οι συγκεκριμένοι υποδοχείς είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για την υποφαγία που προκαλείται10,12,14. Προϊόντος του χρόνου, η χρήση πιο εκλεκτικών 5-ΗΤ2C ανταγωνιστών, όπως το SB-200646 και το SB-242084, οι οποίοι μπλοκάρουν την υποφαγία που προκαλεί η χορήγηση του m-CPP, καθώς και η χρήση του εκλεκτικού 5-ΗΤ2C αγωνιστή ORG-37684 που επιφέρει σημαντική υποφαγία, συμβάλλουν με τη σειρά τους στην ενίσχυση αυτής της άποψης17,19,20.

Η παρατήρηση και η μικροανάλυση συμπεριφοράς των πειραματόζωων κατά τη διάρκεια όσο και μετά την παρουσίαση του γεύματος, βοήθησαν στη βαθύτερη κατανόηση του φαινόμενου της εκλεκτικής δράσης ενός φαρμάκου στους μηχανισμούς παραγωγής κορεσμού. Ως εκ τούτου, όταν επιτραπεί σε πεινασμένο ποντίκι να λάβει τροφή μέχρι κορεσμού, η διαδικασία πρόσληψης τροφής τυπικά ακολουθείται από σύντομη περίοδο αυξημένης δραστηριότητας πριν από τον καλλωπισμό τους, η οποία τελικά τα οδηγεί σε ανάπαυση. Το προσωρινό αυτό στοιχείο της συμπεριφοράς τους ονομάζεται αλληλουχία διαδικασίας κορεσμού (satiety sequence). Μία ειδική επίδραση του φαρμάκου στο μηχανισμό επαγωγής κορεσμού είναι η προαγωγή αυτού του χρονικού χαρακτηριστικού στοιχείου, με εμφάνιση συντομότερων περιόδων πρόσληψης τροφής και πρώιμη εμφάνιση δραστηριότητας, καλλωπισμού και ανάπαυσης21. Η υποφαγία που επέρχεται από τη δράση του m-CPP και του TFMPP συνδέεται με την προσωρινή αλλαγή στη συμπεριφορά των πειραματόζωων και μάλλον αντανακλά ενίσχυση της διαδικασίας του κορεσμού9,10.

Παρόλα αυτά η εξειδίκευση της δράσης των 5-ΗΤ2C αγωνιστών στους μηχανισμούς κορεσμού δεν έχει απόλυτα διευκρινιστεί. Οι πιπεραζίνες εκτός από την υποφαγία που επιφέρουν, μειώνουν και την κινητικότητα10,14,18. Στην περίπτωση του 5-ΗΤ2C αγωνιστή ΜΚ-212 η υποκινησία που προκαλείται θεωρείται ικανή και επαρκής για να ανασταλεί τελικά η διαδικασία κορεσμού22. Δυστυχώς στη συγκεκριμένη μελέτη εξετάστηκε μόνο η επίδραση μίας εφάπαξ υψηλής δόσης του ΜΚ-212, ενώ θα ήταν ενδιαφέρον να διενεργηθούν και μελέτες συμπεριφοράς όπου στα πειραματόζωα θα χορηγηθούν χαμηλότερες δόσεις, καθότι αυτές οι χαμηλότερες δόσεις (3-4 φορές πιο κάτω) έχει αναφερθεί πως οδηγούν σε σημαντική υποφαγία23. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ενώ υποκινησία επέρχεται στα ποντίκια από την ενεργοποίηση των 5-ΗΤ2C υποδοχέων, σε κάποιες άλλες πειραματικές μελέτες τόσο σε ποντίκια όσο και σε ανθρώπους δεν αναφέρεται τυχόν κατασταλτική δράση μετά από τη χορήγηση του m-CPP12,14.

Σχετικά πρόσφατα, έχει καταγραφεί ότι οι πιο εκλεκτικοί 5-ΗΤ2C αγωνιστές προκαλούν μείωση στην όρεξη. Το Ro 60-0175 και το Ro 60-0332 μείωσαν σημαντικά την πρόσληψη της τροφής σε δόσεις 10 mg/kg και 30 mg/kg αντιστοίχως, όταν αυτά χορηγήθηκαν από το στόμα24. Οι συγκεκριμένοι αγωνιστές εμφανίζουν μεγαλύτερη εκλεκτικότητα σύνδεσης για τους 5-ΗΤ2C υποδοχείς έναντι των 5-HT (πάνω ίσως και από 1000 φορές), σε σύγκριση με τις προαναφερθείσες πιπεραζίνες24. Παρόμοια αποτελέσματα είχαμε και όταν το Ro 60-0175 χορηγήθηκε υποδορίως ή ενδο-περιτοναϊκώς, με σημαντική υποφαγία να παρατηρείται στη μικρότερη αποτελεσματική δόση των 3 mg/kg. Σε αυτή τη δόση η ανάλυση της συμπεριφοράς κορεσμού έδειξε πως η πρόσληψη τροφής μειωνόταν όσο ενισχυόταν ο κορεσμός25,26. Επιπλέον, η υποφαγική δράση του Ro 60-0175 αντιστράφηκε σε σημαντικό βαθμό από την προηγηθείσα χορήγηση του εκλεκτικού 5-ΗΤ2C ανταγωνιστή SB-24208420,25. Τα ευρήματα αυτά βρίσκονται σε συμφωνία με πρόσφατες μελέτες σε ποντίκια όπου η δόση 3 mg/kg του Ro 60-0175 βρέθηκε να ενισχύει τη διαδικασία κορεσμού, μία δράση η οποία τελικά απωλέσθηκε όταν προηγήθηκε χορήγηση του SB-24208426-28. Ανάλογα ευρήματα είχαμε και με την υποφαγική δράση του εκλεκτικού 5-HT2C αγωνιστή ORG-37684, δράση που επίσης ανεστάλη από την προηγηθείσα χορήγηση του SB-24208417.

Η χρόνια συστηματική χορήγηση 5-ΗΤ2C αγωνιστών σε ποντίκια, καταλήγει στo να αναπτυχθεί αντοχή όσον αφορά τη δράση κορεσμού αυτών των φαρμάκων. Σχετικά, η δόση των 2.5 mg/kg του m-CPP που χορηγήθηκε καθημερινά για 14 συνολικά ημέρες, οδήγησε σε καταστολή της υποφαγικής δράσης του29. Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν και με το TFMPP30. Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις τέθηκε το ερώτημα εάν και κατά πόσο η ανάπτυξη αντοχής απέναντι στην ενεργοποίηση των υποδοχέων είναι σε θέση να εμποδίσει την εκμετάλλευση των συγκεκριμένων μηχανισμών για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. Όμως, αντοχή δεν αναπτύχθηκε απέναντι στη δράση κορεσμού που επιφέρει το m-CPP στους ανθρώπους όταν χορηγείται συνεχώς για 14 τουλάχιστον ημέρες31. Είναι ενδιαφέρον εδώ να τονιστεί, ότι η αντοχή που έτσι και αλλιώς αναπτύσσεται σε μελέτες με ένεση δεν παρατηρείται σε ποντίκια που λαμβάνουν χρονίως m-CPP μέσω μικροαντλίας. Η σημαντική υποφαγική δράση του m-CPP διατηρήθηκε επί 14 ημέρες, χρονική περίοδο όπου γινόταν έγχυση του αγωνιστή32. Θα μπορούσε τα επίπεδα του φαρμάκου στο πλάσμα στη μελέτη με τη χρήση μικροαντλίας να αντικατοπτρίζουν με τον καλύτερο τρόπο το φαρμακοκινητικό profile που επιτυγχάνεται στους ανθρώπους, καθόσον η αποτελεσματικότητα του m-CPP που παρατηρείται σε αυτές τις μελέτες οφείλεται ακριβώς σε αυτό τον τρόπο χορήγησής του.

1β. Χορήγηση 5-ΗΤ2C Ανταγωνιστών

Πρώιμη απόδειξη για την εμπλοκή των 5-ΗΤ2C υποδοχέων στην ρύθμιση της όρεξης προήλθε επίσης και από μελέτες με ανταγωνιστές τους. Μία μεγάλη ποικιλία λοιπόν από μη εκλεκτικούς 5-ΗΤ ανταγωνιστές προκάλεσε αύξηση στην πρόσληψη τροφής στα ποντίκια και από τα αποτελέσματα αυτά ενισχύθηκε η άποψη ότι οι υποδοχείς διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ρύθμιση της όρεξης10,17,18. Η ανάπτυξη πλέον εκλεκτικών 5-ΗΤ2C ανταγωνιστών με τουλάχιστον 100 φορές μεγαλύτερη ικανότητα σύνδεσης έναντι άλλων υποτύπων υποδοχέων, όπως το SB-242084 και το RS-102221 αποτέλεσε πρόσθετη απόδειξη της παραπάνω άποψης33. Είναι ενδιαφέρον ότι η χορήγηση για 14 ημέρες συνεχώς του RS-102221 αύξησε την πρόσληψη της τροφής καθώς και του σωματικού βάρους τόσο σε αρσενικά όσο και σε θηλυκά ποντίκια και αυτό συμφωνεί με ευρήματα από μελέτες άλλες με μη εκλεκτικούς ανταγωνιστές και παχύσαρκα knockout ποντίκια όσον αφορά τον 5-ΗΤ2C υποδοχέα34. Η οξεία χορήγηση (υποδορίως, ενδοπεριτοναϊκώς είτε και peros) του SB-242084 αντιστρέφει σε ικανοποιητικό βαθμό την υποφαγία που προκαλείται από το m-CPP21. Αντιθέτως, η χορήγηση για 5 ημέρες μόνον του SB-242084 δεν είχε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα ούτε στην όρεξη ούτε στο σωματικό βάρος20.

1γ. Χορήγηση των ανορεκτικών παραγόντων d-φενφλουραμίνη και σιμπουτραμίνη

Παράλληλα με τις μελέτες με εκλεκτικούς 5-ΗΤ2C αγωνιστές, έχουν πραγματοποιηθεί και μελέτες με μη εκλεκτικούς ή έμμεσους 5-ΗΤ αγωνιστές οι οποίες με τη σειρά τους υποστηρίζουν σθεναρά τον ρόλο κλειδί των 5-ΗΤ2C υποδοχέων στην ρύθμιση της όρεξης34. Το καλύτερο παράδειγμα σε αυτό αποτέλεσαν οι μελέτες με τον ανορεκτικό παράγοντα d-φενφλουραμίνη (σκεύασμα με την εμπορική ονομασία Redux), που χρησιμοποιήθηκε αρκετά χρόνια για την καταπολέμηση της υπερφαγίας και της παχυσαρκίας μέχρι που αποσύρθηκε εξαιτίας της καρδιοτοξικότητας που προκαλούσε η χρήση του35,36. Έχει αποδειχθεί ότι η d-φενφλουραμίνη επάγει τη διαδικασία του κορεσμού στα ποντίκια και ως εκ τούτου μειώνει την πρόσληψη της τροφής21,37,38. Ο κυριότερος μηχανισμός της δράσης του συγκεκριμένου ανορεκτικού παράγοντα πιστεύεται ότι είναι η διέγερση της απελευθέρωσης σεροτονίνης (5-ΗΤ) από τις σεροτονινεργικές απολήξεις και η αναστολή επαναπρόσληψής της στις προσυναπτικές νευρικές απολήξεις, τα οποία καταλήγουν στην ενεργοποίηση προ- και μετασυναπτικών 5-ΗΤ υποδοχέων. Από τους πολυάριθμους σεροτονινεργικούς υποδοχείς που μπορεί να εμπλέκονται στην παρατηρούμενη υποφαγία από τη χορήγηση της d-φενφλουραμίνης, οι 5-HT και οι 5-ΗΤ2C υποδοχείς θεωρούνται οι κύριοι υπεύθυνοι για αυτό. Μελέτες με εκλεκτικούς 5-HT ανταγωνιστές έδωσαν ανάμικτα αποτελέσματα. Αντιθέτως, ένας αριθμός μελετών κατέδειξε την αντιστροφή της υποφαγίας από d-φενφλουραμίνη μετά από τη χορήγηση τόσο των μικτού τύπου 5-HT2Α/2C ανταγωνιστών όπως π.χ. της ριτανσερίνης, όσο και των πιο εκλεκτικών 5-ΗΤ2C ανταγωνιστών όπως του SB-200646 και του SB-2420847,25,38.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η d-φενφλουραμίνη και σε μεγαλύτερο βαθμό ο κύριος μεταβολίτης της, η d-νορφενφλουραμίνη, έχει καταγραφεί πως εμφανίζουν άμεση δράση στους 5-ΗΤ2C υποδοχείς in vitro13,34. Ως εκ τούτου η υποφαγία που αυτές οι ουσίες επιφέρουν, οφείλεται μάλλον στην άμεση δράση στους 5-ΗΤ2C μετασυναπτικούς υποδοχείς παρά στην απελευθέρωση της σεροτονίνης13,34,39.

Η σιμπουτραμίνη αποτελεί έναν μικτού τύπου αναστολέα επαναπρόσληψης σεροτονίνης (5-ΗΤ) και νοραδρεναλίνης, η οποία κυκλοφορεί στο εμπόριο για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. Σε πολυάριθμες κλινικές μελέτες έχει καταγραφεί η μακροχρόνια απώλεια βάρους στον άνθρωπο με χορήγηση σιμπρουτραμίνης40. Όμως, η αντένδειξη για τη χορήγησή της σε ασθενείς με ιστορικό καρδιαγγειακών παθήσεων ή υπέρτασης που δύσκολα ελέγχεται, μπορεί να περιορίσει τη χρήση της στους παχύσαρκους41. Ενώ οι αιμοδυναμικές επιδράσεις του φαρμάκου πιθανόν προέρχονται από τη νοραδρενεργική της δράση, πιθανολογείται ότι η υποφαγική της δράση τουλάχιστον εν μέρει οφείλεται στην ενεργοποίηση των 5-ΗΤ2C υποδοχέων. Έτσι, σε μελέτες διαιτητικής συμπεριφοράς στα ποντίκια παρατηρείται πως η υποφαγία από χορήγηση σιμπουτραμίνης αναστρέφεται μερικώς από τον 5-HT2Β/2C ανταγωνιστή SB-200646, υπερθεματίζοντας για την εμπλοκή των υποδοχέων στη ρύθμιση της όρεξης40,41.

1δ. Μεταλλαγμένα ποντίκια με εκ γενετής έλλειψη των 5-ΗΤ2C υποδοχέων

Η δημιουργία διαγονιδιακών, μεταλλαγμένων ποντικών στα οποία απουσιάζει η έκφραση ειδικών 5-ΗΤ υποδοχέων έχει βοηθήσει στην κατανόηση των μηχανισμών μέσω των οποίων η 5-ΗΤ επιφέρει υποφαγία. Κάποιες μελέτες έχουν επικεντρωθεί σε μία σειρά ποντικιών στα οποία απουσιάζει εκ γενετής ο υπότυπος και τα οποία είναι επιρρεπή στην εμφάνιση επιληψίας. Παράλληλα παρουσιάζουν μειωμένη ανταπόκριση σε σεροτονινεργικά ανορεξιογόνα φάρμακα όπως η d-φενφλουραμίνη και όψιμη εμφάνιση σύνδρομο παχυσαρκίας που έχει στοιχεία που μοιάζουν σε μορφές ανθρώπινης παχυσαρκίας42,43.

Η επιλεγμένη μετάλλαξη στο γονίδιο που ρυθμίζει την έκφραση των 5-ΗΤ2C υποδοχέων έχει ως αποτέλεσμα να αναπτυχθεί παχυσαρκία μετά από αρκετό χρονικό διάστημα44. Επιπρόσθετα, τα συγκεκριμένα ζώα εμφανίζουν μία αμβλεία υποφαγική απάντηση στη θεραπεία με d-φενφλουραμίνη43. Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά τα αποτελέσματα, προτείνεται ότι οι 5-ΗΤ2C υποδοχείς διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στους μηχανισμούς κορεσμού και στην ανορεξία που προκαλείται από χορήγηση d-φενφλουραμίνης43.

2. Κλινικές μελέτες στον άνθρωπο και 5-ΗΤ2C υποδοχείς

Η ικανότητα της d-φενφλουραμίνης να επιφέρει μείωση στην πρόσληψη της τροφής σε πειραματικά μοντέλα με ζώα έχει επανειλημμένα καταδειχθεί και βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με την κλινική αποτελεσματικότητα που αυτή επιδεικνύει στην καταπολέμηση της παχυσαρκίας στον άνθρωπο. Πριν αποσυρθεί από την αγορά στα 1997, πάνω από 14 εκατομμύρια συνταγές γράφηκαν στις ΗΠΑ, και οι πωλήσεις αυξάνονταν ραγδαία μέχρι τη στιγμή της απόσυρσης. Η επιτυχία της d-φενφλουραμίνης προήλθε τόσο από το μέγεθος της αγοράς για ένα αποτελεσματικό κατά της παχυσαρκίας φαρμακευτικό ανάλογο όσο και από την ικανότητά της να διατηρεί την απώλεια του σωματικού βάρους πάνω από 12 μήνες45. Είναι ξεκάθαρο ότι στα πειραματόζωα η ανορεκτική δράση της d-φενφλουραμίνης αποδίδεται στην ενεργοποίηση των 5-ΗΤ2C υποδοχέων. Τα δεδομένα αυτά υποστηρίζονται από τα αποτελέσματα μίας κλινικής μελέτης, όπου χορηγήθηκε d-φενφλουραμίνη μαζί είτε με εικονικό φάρμακο (placebo) είτε με τον 5-ΗΤ2Α/2C ανταγωνιστή ριτανσερίνη46. Τα άτομα που χορηγήθηκε d-φενφλουραμίνη μαζί με εικονικό φάρμακο παρουσίασαν σημαντική μείωση στο μέγεθος του γεύματος, ενώ η χορήγηση της ριτανσερίνης εξασθένησε σε σημαντικό βαθμό την προκαλούμενη ανορεξία.

Η απόδειξη για το σημαντικό ρόλο των 5-ΗΤ2C υποδοχέων στην ανορεκτική δράση της d-φενφλουραμίνης ενισχύεται από κλινικές μελέτες όπου έγινε χορήγηση του 5-ΗΤ2C αγωνιστή m-CPP. Το m-CPP θεωρείται ασφαλές για χρήση σε κλινικές μελέτες καθώς είναι ο μεταβολίτης του αντικαταθλιπτικού σκευάσματος τραζοδόνη, το οποίο κυκλοφορεί στην αγορά47. Ως εκ τούτου, σε συγκεκριμένη μελέτη με χρήση m-CPP, η δόση 0.4 mg/kg από το στόμα, μείωσε σημαντικά την πρωτεΐνη, τον υδατάνθρακα και το λίπος σε υγιείς εθελοντές θηλυκού γένους48. Στη διπλή-τυφλή αυτή μελέτη, η πρόσληψη τροφής συνδέθηκε με τη μείωση της πείνας. Ενώ το m-CPP επίσης αυξάνει το αίσθημα ναυτίας, η δράση του αυτή έχει ήδη πάψει να υφίσταται ακριβώς πριν τη σίτιση. Επιπλέον, σε μελέτες με ζώα, η υποφαγία που προκαλείται από το m-CPP δε θεωρείται ότι σχετίζεται με την πρόκληση ναυτίας48. Σε ανάλογη μελέτη με χρόνια χορήγηση m-CPP σε παχύσαρκα άτομα (άνδρες και γυναίκες μέσης ηλικίας 26-32 ετών), το φάρμακο διατήρησε την απώλεια της όρεξης και τη μέτρια απώλεια σωματικού βάρους για διάστημα θεραπείας μεγαλύτερο από 2 εβδομάδες14,31.

3. Αλλεπιδράσεις των 5-HT2C υποδοχέων με υποθαλαμικά νευροπεπτίδια - ορεξιογόνα, ανορεξιογόνα

Η λειτουργική έκφραση των 5-ΗΤ2C υποδοχέων στον υποθάλαμο είναι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, με δεδομένο το σπουδαίο ρόλο-κλειδί του υποθαλάμου στην ρύθμιση της διατροφικής συμπεριφοράς1,2,15,49. Τόσο η πρόσληψη τροφής όσο και η μέριμνα για την εξασφάλισή της προκαλούν απελευθέρωση της 5-ΗΤ στον υποθάλαμο, όπως έχει υπολογισθεί με μικροδιάλυση in vivo49,50. Επιπλέον, εκλεκτικές βλάβες σε σεροτονινεργικούς (5-ΗΤ) νευρώνες στον υποθάλαμο καταλήγουν σε αύξηση της όρεξης και του σωματικού βάρους στα ποντίκια5. Ο ρόλος του υποθαλάμου στη δράση των ενδογενών πεπτιδίων ορεξιογόνων και ανορεξιογόνων, όπως το νευροπεπτίδιο Υ (NPY) και οι μελανοκορτίνες (MC) αντίστοιχα, ενισχύει την άποψη ότι οι υποθαλαμικοί 5-ΗΤ2C υποδοχείς διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον έλεγχο της όρεξης51. Σχετικά, το νευροπεπτίδιο Υ (NPY) συντίθεται στους νευρώνες που βρίσκονται στον τοξοειδή πυρήνα του υποθαλάμου (arcurate nucleus, ARC) και απελευθερώνεται στον παρακοιλιακό πυρήνα (paraventricular nucleus, PVN), περιοχή που βρίθει σε 5-ΗΤ2C υποδοχείς52. Θεωρείται από τα λίγα ορεξιογόνα πεπτίδια όπου σε χρόνια απευθείας χορήγησή του στον PVN είτε στις εγκεφαλικές κοιλίες, επιφέρει σημαντικού βαθμού υπερφαγία και παχυσαρκία52,53. Σε άλλες μελέτες γίνεται αναφορά στην επίδραση των 5-ΗΤ2C υποδοχέων στις υποθαλαμικές οδούς που σχετίζονται με τις μελανοκορτίνες (MC), που ως γνωστόν ασκούν ανορεξιογόνο δράση. Έχει βρεθεί ότι οι 5-ΗΤ2C υποδοχείς εκφράζονται σε νευρώνες του τοξοειδούς πυρήνα (ARC) που αποτελεί τόπο παραγωγής του προδρόμου των μελανοκορτινών πολυπεπτιδίου (POMC)54,55. Συμπληρωματικά με την παρουσία των 5-ΗΤ2C υποδοχέων σε διάφορες περιοχές του υποθαλάμου ο οποίος θεωρείται ως το κέντρο ρύθμισης της όρεξης, η απευθείας χορήγηση του 5-ΗΤ2C αγωνιστή TFMPP στον παρακοιλιακό πυρήνα του (paraventricular nucleus, PVN) επιφέρει δοσοεξαρτώμενη μείωση στην κατανάλωση της τροφής στα ποντίκια56. Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν και με τη μικροέγχυση σεροτονίνης (5-ΗΤ) στο μεσοκοιλιακό (ventromedial nucleus, VMN) και στον ραχιαίο έσω πυρήνα (dorsomedial nucleus, DMN) του υποθαλάμου57. Οι 5-HT2C υποδοχείς εκφράζονται ευρέως σε αυτές τις υποθαλαμικές περιοχές και εμπλέκονται καθώς φαίνεται άμεσα στην ρύθμιση της ενεργειακής ισορροπίας8,13-15. Ο βαθμός όμως στον οποίο εμπλέκονται οι 5-ΗΤ2C υποδοχείς στη ρύθμιση της ενεργειακής ισορροπίας παραμένει για περαιτέρω διευκρίνιση.

Επιπλέον, είναι πιθανό ότι η παρουσία των 5-ΗΤ2C υποδοχέων σε εξωϋποθαλαμικές περιοχές όπως στο εγκεφαλικό στέλεχος, μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην ρύθμιση της διατροφικής συμπεριφοράς. Η χορήγηση του 5-ΗΤ2C αγωνιστή m-CPP απευθείας στην τέταρτη κοιλία του εγκεφάλου μειώνει την κατανάλωση της γλυκόζης στα ποντίκια, ενώ η χορήγηση μεσουλεργίνης στην ίδια περιοχή αντιστρέφει πλήρως την υποφαγική δράση που προκαλεί το m-CPP όταν χορηγηθεί περιφερικά58.

4. Μελέτες επιλογής της τροφής στα ζώα και 5-ΗΤ2C υποδοχείς

Σχετικά με την επιλογή της τροφής, είναι γνωστό και καλά θεμελιωμένο ότι η σεροτονίνη (5-ΗΤ) στα πλαίσια της υποφαγικής της δράσης, επηρεάζει επίσης και τις διαιτητικές προτιμήσεις. Σε μελέτες όπου έγινε απευθείας χορήγηση 5-ΗΤ στον υποθάλαμο ή συστηματική χορήγηση σεροτονινεργικών ανάλογων, αναδεικνύεται ο ρόλος της σεροτονίνης στην επιλογή τροφής59-61. Ο ρόλος αυτός προτάθηκε σε ό,τι αφορά τον έλεγχο της πρόσληψης υδατάνθρακα και πρωτεΐνης ως δράση διατήρησης της πρωτεϊνικής πρόσληψης με παράλληλη ελάττωση της κατανάλωσης υδατάνθρακα ("protein sparing, carbohydrate suppressing effect")23,61. Αυτό το φαινόμενο εμφανίσθηκε αρχικά σε πειράματα με δυνατότητα επιλογής από δύο δίαιτες, πρώτα με περιφερική χορήγηση d-φενφλουραμίνης και φλουοξετίνης και στη συνέχεια με απευθείας έγχυση 5-ΗΤ ή νορφενφλουραμίνης στον παρακοιλιακό πυρήνα (PVN) του υποθαλάμου60,61.

Σε δικά μας πειράματα (θα ακολουθήσει σε επόμενο τεύχος του περιοδικού λεπτομερής αναφορά τους) με δύο ισοθερμιδικές δίαιτες εμπλουτισμένες σε πρωτεΐνη ή υδατάνθρακα αντίστοιχα αλλά με σταθερή αναλογία λίπους, έγινε χορήγηση του μη εκλεκτικού 5-ΗΤ2C αγωνιστή m-CPP καθώς και του 5-ΗΤ2C ανταγωνιστή μεσουλεργίνης σε επίμυες που βρίσκονταν σε κυκλική στέρηση τροφής. Καταδείχθηκε ότι η διέγερση των υποδοχέων συνδέεται άμεσα με τη σημαντική μείωση της κατανάλωσης του υδατάνθρακα ενώ η πρωτεΐνη διατηρείται σχεδόν ανεπηρέαστη62-64.

Άλλες μελέτες εξέτασαν πιο διεξοδικά αυτό το φαινόμενο σε ελεύθερα όμως τρεφόμενα ζώα, και στα οποία αυτή τη φορά προσφέρθηκαν τρεις ξεχωριστές σε θρεπτικά συστατικά δίαιτες60,61. Οι συγκεκριμένες μελέτες ανέδειξαν ότι η 5-ΗΤ ή οι μη εκλεκτικοί 5-ΗΤ2C αγωνιστές όπως η d-νορφενφλουραμίνη και η φλουοξετίνη, όταν χορηγηθούν απευθείας στον παρακοιλιακό πυρήνα (PVN) καταστέλλουν την πρόσληψη του υδατάνθρακα εκλεκτικά και δοσοεξαρτώμενα, ενώ αφήνουν σχεδόν ανεπηρέαστη ή αυξάνουν και λίγο την πρόσληψη πρωτεΐνης ή λίπους. Αυτό πρωτίστως παρατηρήθηκε σε χαμηλές δόσεις των αγωνιστών, ενώ σε μεγαλύτερες δόσεις ή σε χρόνια χορήγησή τους επιπρόσθετα μειώνεται και η πρόσληψη του λίπους60,61.

Η περιφερική χορήγηση των μη εκλεκτικών 5-ΗΤ2C αγωνιστών, όπως d-φενφλουραμίνης, φλουοξετίνης και κουΐπαζίνης, οδήγησε σε μείωση των προσλαμβανόμενων θερμίδων εξαιτίας της μείωσης στην πρόσληψη του υδατάνθρακα ή/και λίπους, ενώ η πρόσληψη της πρωτεΐνης διατηρείται σταθερή61,65.

Η χορήγηση εξάλλου κάποιων μη εκλεκτικών 5-ΗΤ2C ανταγωνιστών όπως η κυπροεπταδίνη, η μεσουλεργίνη, η μετεργολίνη και η μιανσερίνη αντιστρέφει την παραπάνω συμπεριφορά με αύξηση της πρόσληψης τροφής ως αναμένεται, η οποία οφείλεται στη μεγάλη αύξηση της πρόσληψης του υδατάνθρακα ή/και λίπους ενώ και πάλι η πρωτεΐνη διατηρείται πρακτικά ανεπηρέαστη61,65.

Τονίζεται ότι οι μελέτες επιλογής τροφής προβληματίζουν με τα μεθοδολογικά τους προβλήματα, καθώς τα αποτελέσματα που προκύπτουν από αυτές είναι συνήθως αντιφατικά.

Ίσως αυτό να οφείλεται σε διάφορες παραμέτρους που χαρακτηρίζουν τις πειραματικές συνθήκες, όπως η υψηλή ή η χαμηλή δόση των φαρμάκων που μελετώνται, το πρωτόκολλο στέρησης ή ελεύθερης πρόσβασης στην τροφή, η μορφή της χορηγούμενης δίαιτας π.χ. υγρή ή στερεή, η οξεία ή χρόνια χορήγηση των ουσιών κ.α.61.

Συμπεράσματα

Έχει θεμελιωθεί ο σπουδαίος ρόλος των 5-ΗΤ2C υποδοχέων στην ρύθμιση της όρεξης στα ζώα, διαμέσου της χρήσης εκλεκτικών 5-ΗΤ2C αγωνιστών και ανταγωνιστών καθώς και σε πειραματικά μοντέλα με διαγονιδιακά ποντίκια στα οποία απουσιάζει εκ γενετής ο 5-ΗΤ2C υπότυπος. Επιπλέον, η ανάλυση διατροφικής συμπεριφοράς υπαινίσσεται ότι η επαγωγή της διαδικασίας του κορεσμού προκαλείται από τους 5-ΗΤ2C αγωνιστές, παρέχοντας με αυτό τον τρόπο απόδειξη ότι αυτά τα φαρμακευτικά ανάλογα διαθέτουν μία ειδική δράση στην πρόσληψη τροφής και πιθανόν μειώνουν την όρεξη επάγοντας τον κορεσμό. Είναι ενδιαφέρον ότι από προκλινικές και κλινικές μελέτες προκύπτει πως οι 5-ΗΤ2C υποδοχείς είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για την ανορεκτική δράση της d-φενφλουραμίνης. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προαναφερθέντα δεδομένα, συνάγεται ότι οι 5-ΗΤ2C υποδοχείς είναι ένας ελκυστικός στόχος για την ανακάλυψη νέας θεραπείας κατά της παχυσαρκίας. Ενώ φάρμακα όπως η d-φενφλουραμίνη είναι αναμφίβολα αποτελεσματικά ως ανορεκτικά ανάλογα, έχουν τελικά αποτύχει ως θεραπεία εξαιτίας των ανεπιθύμητων ενεργειών και της τοξικότητας. Οι 5-ΗΤ2C υποδοχείς εμφανώς απουσιάζουν από την περιφέρεια και ως εκ τούτου η ενεργοποίηση τους είναι μάλλον απίθανο να ευθύνεται για την καρδιοτοξικότητα και την πρωτοπαθή πνευμονική υπέρταση οι οποίες συνδέονται με τη d-φενφλουραμίνη. Η άμεση ενεργοποίηση των 5-ΗΤ2C υποδοχέων από τη χορήγηση ενός εκλεκτικού αγωνιστή λοιπόν, αντιπροσωπεύει τη δυνατότητα για ανάπτυξη ασφαλούς και αποτελεσματικού φαρμακευτικού σκευάσματος για την καταπολέμηση της υπερφαγίας και της παχυσαρκίας. Τα δεδομένα αυτά υπαινίσσονται τον επίκαιρο ρόλο του σεροτονινεργικού συστήματος στην έρευνα των μηχανισμών της όρεξης και των διαταραχών της.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Bray GA, Tartaglia LA. Medicinal strategies in the treatment of obesity. Nature 2000, 404: 672-677.
  2. Wilding JPH. Neuropeptides and appetite control. Diabetes UK. Diabetic Medicine 2002, 19: 619-627.
  3. Bray GA. Obesity: a time bomb to be defused. Lancet 1998, 352: 160-161.
  4. Wolf AM, Golditz GA. Current estimates of the economic cost of obesity in the United States. Obes Res 1998, 6: 97-106.
  5. Blundell JE, Halford JCG. Serotonin and appetite regulation. CNS Drugs 1998, 9: 473-495.
  6. Kennett GA. 5-HT drugs and eating disorders. Drugs 1998, 1: 456-470.
  7. Dourish CT. Multiple serotonin receptors: opportunities for new treatments for obesity. Obes Res 1995, 3(Suppl.): 449S-462S.
  8. Hoyer D, Hannon JP, Martin GR. Molecular, pharmacological and functional diversity of 5-HT receptors. Pharmacol Biochem Behav 2002, 71: 533-554.
  9. Schreiber R, De Vry J. Effects of 5-HT1/2 receptor agonists on dark-phase ingestive behavior in rats. Behav Pharmacol 1999, 10(1):S82.
  10. De Vry J, Schreiber R. Effects of selected serotonin 5-HT1 and 5-HT2 receptor agonists on feeding behavior: possible mechanisms of action. Neurosci Biobehav Rev 2000, 24: 341-353.
  11. Kennett GA, Ainsworth K, Trarl B, Blackburn TP. BW 723C86, a 5-HT2B receptor agonist, causes hyperphagia and reduced grooming in rats. Neuropharmacology 1997, 36: 233 239.
  12. Bickerdike MJ, Vickers SP, Dourish CT. 5-HT2C receptor modulation and the treatment of obesity. Diabetes, Obesity and Metabolism 1999, 1: 207-214.
  13. Clifton PG, Lee MD, Somerville EM, Kennett GA, Dourish CT. 5-HT1B receptor knockout mice show a compensa tory reduction in 5-HT2C receptor function. Eur J Neurosci 2003, 17: 185-190.
  14. Vickers SP, Easton N, Webster LJ, Wyatt A, Bickerdike MJ, Dourish CT, Kennett GA. Oral administration of the 5-HT2C receptor agonist, mCPP, reduces body weight gain in rats over 28 days as a result of maintained hypophagia. Psychopharmacology (Berl) 2003, 167(3): 274-280.
  15. Giorgetti M, Tecott LH. Contributions of 5-HT2C receptors to multiple actions of central serotonin systems. Eur J Pharmacol 2004, 488: 1-9.
  16. Lopez-Gimenez JF, Mengod G, Palacios JM, Vilaro MT. Regional distribution and cellular localization of 5-HT2C receptor mRNA in monkey brain: comparison with [3H] mesulergine binding sites and choline acetyltranferase mRNA. Synapse 2001, 42: 12-26.
  17. Schreiber R, De Vry J. Role of 5-HT2C receptors in the hypophagic effects of m-CPP, ORG 37648 and CP-94,253 in the rat. Prog Neuro-Psychopharmacol Biol Psychiatry 2002, 26: 441-449.
  18. De Vry J, Schreiber R, Daschke A, Jentzsch KR. Effects of serotonin 5-HT1/2 receptor agonists in a limited-access operant food intake paradigm in the rat. Eur J Pharmacol 2003, 13: 337-345.
  19. Kennett GA, Wood MD, Glen A, Grewal S, Forbes I, Garde A, Blackburn TP. In vivo properties of SB 200646A, a 5- HT2C/2B receptor antagonist. Br J Pharmacol 1994, 111: 797-802.
  20. Kennett GA, Wood MD, Bright F, Trail B, Riley G, Holland V, Avenell KY, Stean T, Upton N, Bromidge S, Forbes IT, Brown AM, Middlemiss DN, Blackburn TP. SB 242084, a selective and brain penetrant 5-HT2C receptor antagonist. Neuropharmacology 1997, 36: 609-620.
  21. Halford JCG, Wanninyake SCD, Blundell JE. Behavioural satiety sequence (BSS) for the diagnosis of drug action on food intake. Pharmacol Biochem Behav 1998, 61:159-168.
  22. Halford JCG, Lawton CL, Blundell JE. The 5-HT2 receptor agonist MK-212 reduces food intake and increases resting but prevents the behavioural satiety sequence. Pharmacol Biochem Behav 1997, 56: 41-46.
  23. Lawton CL, Blundell JE. 5-HT manipulation and dietary choice: variable carbohydrate (polycose) suppression demonstrated only under specific experimental conditions. Psychopharmacology 1993, 112: 375-382.
  24. Martin JR, Boss M, Jenck F, Moreau J, Mutel V, Sleight AJ, Wichmann J, Andrews JS, Berendsen HH, Broekkamp CL, Ruigt GS, Kohler C, vanDelft AM. 5-HT2C receptor agonists: pharmacological characteristics and therapeutic potential. J Pharmacol Experiment Ther 1998, 286: 913-924.
  25. Dourish CT, Vickers SP, Clifton PG. The selective 5-HT2C receptor agonist Ro 60-0175 decreases meal size and accelerates the onset of the behavioural satiety sequence in the rat. Soc Neurosci 1998, 24:406.5.
  26. Hewitt KN, Lee MD, Dourish CT, Clifton PG. Serotonin 2C receptor agonists and the behavioural satiety sequence in mice. Pharmacol Biochem Behav 2002, 71: 691-700.
  27. Hewitt KN, Dourish CT, Clifton PG. 5-HT2C receptors and ingestive behavioural in mice. J Psychopharmacol 1998, 12: A38.
  28. Clifton PG, Lee MD, Dourish CT. Similarities in the action of Ro 60-0175, a 5-HT2C receptor agonist, and d-fenflu ramine on feeding patterns in the rat. Psychopharmacology 2000a, 152:256-267.
  29. Kennedy AJ, Gibson EL, O'Connell MT, Curzon G. Effects of housing, restraint and chronic treatments with mCPP and sertraline on behavioural responses to mCPP. Psychopharmacology 1993, 113:262-268.
  30. Rouru J, Pesonen U, Isaksson K, Huupponen R, Koulu M. Effect of chronic treatment with TFMPP, a 5-HT1 receptor agonist, on food intake, weight gain, plasma insulin and neuropeptide mRNA expression in obese Zucker rats. Eur J Pharmacol 1993, 234: 191-198.
  31. Sargent PA, Sharpley AL, Williams C, Goodall EM, Cowen PJ. 5-HT2C receptor activation decreases appetite and body weight in obese subjects. Psychopharmacology 1997, 133: 309-312.
  32. Fone KCF, Austin RH, Topham IA, Kennett GA, Punhani T. Effect of chronic m-CPP on locomotion, hypophagia, plasma corticosterone and 5-HT2C receptor levels in the rat. Br J Pharmacol 1998, 123: 1707-1715.
  33. Bonhaus DW, Weinhardt KK, Taylor M, DeSouza A, McNeeley PM, Szczepanski K, Fontana DJ, Trinh J, Rocha CL, Dawson MW, Flippin LA, Eglen RM. RS-102221: a novel high affinity and selective, 5-HT2C receptor antag- onist. Neuropsychopharmacology 1997, 36: 621-629.
  34. Vickers SP, Dourish CT, Kennett GA. Evidence that hypophagia induced by d-fenfluramine and d-norfenflu- ramine in the rat is mediated by 5-HT2C receptors. Neuropharmacology 2001, 41: 200-209.
  35. Connelly HM, Crary JL, McGoon MD, Hensrud DD, Edwards BS,Schaff HV. Valvular heart disease associated with fenfluramine-phentermine. New Engl J Med 1997, 337: 581-588.
  36. Khan MA, Herzog CA, St Peter JV, Hartley GG, Madlon- Kay R, Dick LD, Asinger RW, Vessey JT. The prevalence of cardiac valvular insufficiency assessed by transthorar- ic echocardiography in obese patients treated with appetite suppressant drugs. New Engl J Med 1998, 339: 713-718.
  37. Vickers SP, Clifton PG, Dourish CT. Behavioural evidence that d-fenfluramine anorexia in the rat is not mediated by the 5-HT1A receptor. Psychopharmacology 1996, 125: 168-175.
  38. Rosenzweig-Lipson S, Kelly MG, Abrol S, Finn M, Sukoff SJ. Modification of the behavioural effects of d-fenfluramine and mCPP by SB-200646 in rats and monkeys. Soc Neurosci 1997, 23: 102.28.
  39. Curzon G, Gibson EL, Oluyomi AO. Appetite suppression by commonly used drugs depends on 5-HT receptors but not on 5-HT availability. Trends Pharmacol Sci 1997, 18: 21-25.
  40. McNeely W, Goa KL. Sibutramine: a review of its contribu tion to the management of obesity. Drugs 1998, 56: 1093- 1124.
  41. Van der Ploeg LHT. Obesity: an epidemic in need of ther apeutics Curr Op Chem Biol 2000, 4: 452-460.
  42. Tecott LH, Abdallah L. Mouse genetic approaches to feed- ing regulation: serotonin 5-HT2C receptor mutant mice. CNS Spectr 2003, 8(8): 584-588.
  43. Vickers SP, Clifton PG, Dourish CT, Tecott LH. Reduced satiating effect of d-fenfluramine in serotonin receptor mutant mice. Psychopharmacology 1999, 143: 309-314.
  44. Schwartz MW, Woods SC, Porte Jr D, Seeley RJ, Baskin DG. Central nervous system control of food intake. Nature 2000, 404: 661-671.
  45. Guy-Grand B. Clinical studies with d-fenfluramine. Am J Clin Nutr 1992, 55(1) (Suppl.): 173S-176S.
  46. Goodall EM, Cowen PJ, Franklin M, Silverstone T. Ritanserin attenuates anorectic, endocrine and thermic responses to d-fenfluramine in human volunteers. Psychopharmacology 1993, 112: 461-466.
  47. Caccia S, Ballabio M, Samanin R, Zanini MG, Garattini S. m-CPP, a central 5-HT agonist, is a metabolite of trazodone. J Pharm Pharmacol 1981, 33: 477-478.
  48. Kennett GA, Curzon G. The antiemetic drug trimethobenzamide prevends hypophagia due to acetylsalicylate, but not to 5-HT1B or 5-HT1C agonists. Psychopharmacology 1988, 96: 101-103.
  49. Plata-Salaman CR. Hypothalamus and the control of feed ing: fifteen decades of direct association. Nutrition 1998, 14: 67-70.
  50. Schwartz DH, Hernandez L, Hoebel BG. Serotonin release in the lateral and medial hypothalamus during feeding and its anticipation. Brain Res Bull 1990, 25: 797-802.
  51. Wang Q, Bing C,Al-Barazanji K, Mossokowaska DE, Wang XM, McBay DL, Neville WA, Taddayon M, Pickavance L, Dryden S, Thomas ME, McHale MT, Gloyer IS, Wilson S, Backingham R,Arch JR,Trayhum P,Williams G. Interactions between leptin and hypothalamic neuropeptide Y neurons in the control of food intake and energy homeostasis in the rat. Diabetes 1997, 46: 335-341.
  52. Grove KL, Smith MS. Ontogeny of the hypothalamic neu ropeptide Y system. Physiol Behav 2003, 79(1): 47-63.
  53. Zarjevski N, Cusin I, Rohner-Jeanrenaud F, Jeanrenaud B. Chronic intracerebroventricular neuropeptide Y administra tion to normal rats mimics hormonal and metabolic changes of obesity. Endocrinology 1993, 133: 1753-1758.
  54. Yang YK, Harmon CM. Recent developments in our under standing of melanocortin system in the regulation of food intake. Obes Rev 2003, 4(4): 239-2468.
  55. Elias CF, Saper CB, Maratos-Flier E, Tritos NA, Lee C, Kelly J et al. Chemically defined projections linking the medio-basal hypothalamus and the lateral hypothalamic area. J Comp Neurol 1998, 402: 442-459.
  56. Fletcher PJ, Ming ZH, Zack MH, Coscina DV. A comparison of the effects of the 5-HT agonists TFMPP and RU 24969 on feeding following peripheral or medial hypo thalamic injection. Brain Res 1992, 580: 265-272.
  57. Leibowitz SF, Weiss GF, Shor-Posner G. Hypothalamic serotonin: pharmacological, biochemical, and behavioral analyses of its feeding-suppressive action. Clin Neuropharmacol 1988, 11(Supp 1): 51-71.
  58. Kaplan JM, Song S, Grill HJ. Serotonin receptors in the caudal brainstem are necessary and sufficient for the anorectic effect of peripherally administered mCPP. Psychopharmacology 1998, 137: 43-49.
  59. Leibowitz SF, Weiss GF, Walsh UA, Viswanath D. Medial hypothalamic serotonin: role in circadian patterns of feed ing and macronutrient selection. Brain Res 1989, 503:132- 140.
  60. Weiss GF, Rogacki N, Fueg A., Buchen D, Suh JS, Wong DT, Leibowitz SF. Effect of hypothalamic and peripheral fluoxetine injection on natural patterns of macronutrient intake in the rat. Psychopharmacology 1991, 105: 467- 476.
  61. Ηalford, JCG, Smith BK, Blundell JE. (2000) Serotonin (5-HT) and serotoninergic receptors in the regulation of macronutrient intake. In: Berthoud HA, Seeley RJ (eds). Neural and metabolic control of macronutrient intake. Boca Raton, Florida: CRC Press LLC 2000, chap. 27:425- 454.
  62. Antonatos S., Galanopoulou P. Effects of m-CPP and mesulergine on dietary choices in deprived rats: possible mechanisms of their action.Prog Neuro-Psychopharmacol Biol Psychiatry 2005 (in press).
  63. Αντωνάτος Σ. Διερεύνηση και διαφοροποίηση του ρόλου των και υποδοχέων της σεροτονίνης (5-ΗΤ) στην πρόσληψη και επιλογή τροφής. Πειραματική μελέτη σε επίμυες. Διατριβή για Διδακτορία, Αθήνα 2005. Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, www.ekt.gr
  64. Antonatos S, Giannakopoulos G, Theophanopoulos C, Chasaneas C, Galanopoulou P. Differentiation of the role of 5-HT1A and 5-HT2C serotoninergic receptors on diet selection of rats after administration of buspirone, mesu lergine, m-CPP and apomorphine. Review of Clinical Pharmacology and Pharmacokinetics. International Edition-Proceedings of the 2nd Panhellenic Conference in Pharmacology 2002, 16(1): 54-56.
  65. Leibowitz SF, Alexander JT. Hypothalamic Serotonin in control of eating behavior, meal size, and body weight. Biol Psychiatry 1998, 44: 851-864.