Αι διαπροσωπικαί σχέσεις εις τον χώρον της οικογενείας
Σ.Ι. ΜΠΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
Καθηγητής Νευρολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Εις την σεπτήν μνήμην των γονέων μου

«φροντίς δε παιδείας αγάπη
αγάπη δε τήρησις νόμων αυτής
προσοχή δε νόμων βεβαίωσις αφθαρσίας»

Σοφία Σολομώντος 6,17-18.

Ο άνθρωπος εις την σύγχρονον κοινωνίαν

Εντός του χώρου της συγχρόνου κοινωνίας, διαμορφούται σταδιακώς μία ιδιάζουσα ψυχολογική ατμόσφαιρα, καθοριζομένη από την υπέρμετρον αξιολόγησιν της τεχνολογίας και των οικονομικών παραμέτρων και την σταδιακήν άμβλυνσιν των ηθικών και πνευματικών αξιών, η οποία, κατ'επέκτασιν, οδηγεί αναποφεύκτως εις τον περιορισμόν και ενίοτε εις την ματαίωσιν των ψυχικών προσδοκιών του έσω ανθρώπου1.

Το διαμορφούμενον ούτω αρνητικόν ψυχολογικόν περίγραμμα, εντός του οποίου υποχρεούται να ζήση και να λειτουργήση ο σύγχρονος άνθρωπος, δημιουργεί πολλάκις βαθείας τομάς εις την ψυχικήν αρμονίαν αυτού, αι συνέπειαι των οποίων είναι ιδιαιτέρως έκδηλοι, κυρίως επί των νέων ατόμων.

Παρά το γεγονός, ότι αι δυνατότητες της παιδείας και της γνωσιολογικής συγκροτήσεως του ανθρώπου σήμερον, βοηθούμεναι και υπό των επιτευγμάτων της συγχρόνου τεχνολογίας, καταφανώς ηυξήθησαν, εν τούτοις τα φαινόμενα της ψυχικής δυσαρμονίας, απορρέοντα από μίαν ασαφή υπαρξιακήν αντίληψιν και από εν ασταθές και ευάλωτον συναισθηματικόν υπόβαθρον, αυξανόμενα διηνεκώς, προσλαμβάνουν τραγικάς διαστάσεις, καθιστάμενα πλέον έν εκ των πρωτευόντων κοινωνικών προβλημάτων2.

Η θλίψις αφήνει σήμερον την σφραγίδα της εις την ανθρωπίνην ψυχήν όλον και περισσότερον3, όσον ο άνθρωπος σταθερώς διαμορφώνει και συστηματoπoιεί την απρόσωπον κοινωνίαν, την οποίαν σταδιακώς και μεθοδικώς μεταβάλλει από πεδίον αγάπης και συνεργασίας εις πεδίον ανταγωνισμού και ψυχικής αποξενώσεως.

Ο άνθρωπος, εις την σύγχρονον εποχήν, έφθασεν να ζη ως ξένος εν μέσω ξένων, χρησιμοποιών μίαν απρόσωπον, επιφανειακήν και άνευ συναισθήματος γλώσσαν μετά των συνανθρώπων του, οι οποίοι έπαυσαν πλέον να είναι οι "πλησίον", αλλά κατέστησαν τα ανταγωνιστικώς αντιμετωπιζόμενα άτομα, μετά των οποίων αι διαπροσωπικαί σχέσεις διαπλέκονται εις ένα ατέρμονα δαίδαλον οικονομικών και επαγγελματικών συσχετίσεων και συγκρούσεων.

Οι άνθρωποι, κατά κανόνα, παραμένουν ψυχικώς άγνωστοι μεταξύ των, έχοντες εγκεκλεισμένην την χαράν και την θλίψιν των, τας προσδοκίας και τας ελπίδας των, τας αναζητήσεις και τας αγωνίας των, εντός των επιμελώς περιχαρακωμένων ορίων του εγώ των, ζώντες και κορυφώνοντες την υπαρξιακήν αγωνίαν των εις ένα εσωτερικόν άκαρπον διάλογον ή αντιθέτως καταστέλλοντες τας εσωτερικάς προσπαθείας της ψυχικής ανατάσεως, βυθίζοντες σταδιακώς την ζωήν των εις το ολισθηρόν τέλμα του υλικού ευδαιμονισμού.

Ο άνθρωπος αποδέχεται πλέον την νοσηράν σιωπήν της αδιαφορίας, η οποία διακόπτεται από τον βόμβον του εκάστοτε κοσμικού αντιλάλου, ο οποίος όμως δεν δύναται να αντιρροπίση την συνεχώς αυξανομένην στάθμην της εκδήλου ή κεκαλυμμένης θλίψεως4.

Η θλίψις και το άγχος συνθέτουν σήμερον, όσον oυδέποτε άλλοτε εις την ιστορίαν, την μυστικήν συγχορδίαν της ανθρωπίνης δυστυχίας, η οποία επεκτεινομένη εκ του ατόμου εις τον κοινωνικόν χώρον καθίσταται κραυγή απελπισίας και εκκλήσεως βοηθείας, η οποία συνήθως παραμένει αναπάντητος, με αποτέλεσμα το άτομον να εγκλείεται έτι μάλλον και να περιχαρακώνεται σταθερώτερον εντός των τραγικών τειχών του ατομικισμού, δυσπνέον πνευματικώς και ψυχικώς και μεταθέτον εις το υλικόν πεδίον το επίκεντρον των επιδιώξεων και των προσδοκιών του.

Η υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου

Ό άνθρωπος, εις την ηλικίαν των αναζητήσεων και της εντάσεως της υπαρξιακής αγωνίας, της αγωνίας της αμφιβολίας και της αγωνίας της ευθύνης, αγωνίζεται συνήθως διά την υπέρβασιν του εαυτού του και διά την βίωσιν του απολύτου, το οποίον κατ' ουσίαν είναι άχρονον, συνδεόμενον χρονικώς μόνον με την εμπειρίαν των οριακών καταστάσεων.

Η ανάγκη της βιώσεως του απολύτου καθίσταται ενίοτε δίψα άσβεστος, πυρά κατακαίουσα, συγκλονίζουσα την ψυχήν του ανθρώπου και απορροφώσα όλας τας ψυχοπνευματικάς δυνάμεις του, τας οποίας προσπαθεί να οδηγήση ούτος εις την αναζήτησιν και συνάντησιν του ατρέπτου και του αιωνίου5.

Εάν το άτομον δεν εξοικειωθή ταχέως προς την έννοιαν της αιωνιότητος και η αναζήτησις του απολύτου πλανάται εντός των αφηρημένων και απροσώπων φιλοσοφικών πεδίων και δεν οδηγηθή προς το Ζων και Προσωπικόν Απόλυτον, εις την απολυτότητα της αγάπης του Θεού, τότε η όλη πορεία του προσλαμβάνει τον οδυνηρόν χαρακτήρα των διηνεκών αποσβέσεων των προσδοκιών του, ο οποίος παρέχει την αίσθησιν της αβύσσου, εντός της οποίας αιωρείται, εις το πέρας της οποίας διαφαίνεται η φθορά, ο θάνατος και η εκμηδένισις του Είναι6.

Ο αγών και η αγωνία του ανθρώπου, όταν εστιάζονται επί του κοινωνικοοικονομικού μόνον πεδίου και στερούνται βαθέων φιλοσοφικών και πνευματικών προεκτάσεων, προσλαμβάνουν ενίοτε την διάστασιν της ψυχοκοινωνικής κρίσεως, η οποία καθηλώνει αυτόν εις την μονομερή αναζήτησιν συστήματος κοινωνικών αξιών, επί των οποίων θα στηρίξη το βάθρον της προσωπικότητας του και θα αποτελέση τούτο την κινητήριον δύναμιν της κοινωνικής λειτουργικότητος αυτού7.

Εις το αναζητούμενον εκάστοτε αξιολογικόν σύστημα θα στηριχθή εκ παραλλήλου όλη η προσπάθεια ανευρέσεως του αληθούς και αυθεντικού Είναι του ατόμου, η μορφοποίησις και αποκρυστάλλωσις του οποίου θα αποτελέση την απαραίτητον προϋπόθεσιν, της αρμονικής πορείας και εξελίξεως των διεργασιών, αι οποίαι θα οδηγήσουν εις την σταθεράν διαμόρφωσιν του κοινωνικού Είναι αυτού.

H ψυχοκοινωνική κρίσις καθίσταται τόσον αναπόφευκτος, όσον το πεπερασμένον και τρεπτόν στοιχείον της εκάστοτε κοινωνικής πραγματικότητος, επί του οποίου συνυφαίνονται όλαι αι επί μέρους κοινωνικαί παράμετροι, απέχει ουσιωδώς της εννοίας του απολύτου, η οποία υπάρχει μόνον εις την κοινωνίαν του Φωτός και εις την ελευθερίαν των τέκνων του Θεού8.

Η αναζήτησις του απολύτου ενίοτε προσλαμβάνει τας διαστάσεις του μαρτυρίου, της ασιγήτου αγωνίας, της ζωής ή του θανάτου, της υπάρξεως ή της διαλύσεως εις την ψυχικήν και πνευματικήν ανυπαρξίαν, εάν τούτο δεν εστιασθή εις το πρόσωπον του Ανάστατος Κυρίου, ο οποίος φέρει εν εαυτώ, άπαν το πλήρωμα του Είναι9.

H αναζήτησις προτύπων, τα οποία θα ηδύναντο να χρησιμεύσουν ως οδηγοί εις την ανεύρεσιν των γνησίων αξιών και εις την αρμονικήν και αυθεντικήν μορφήν ταυτοποιήσεως του εγώ, αποτελεί εναγώνιον διεργασίαν, η οποία εγκλείει πολλάκις το ενθουσιαστικόν στοιχείον και την βαθείαν αφοσίωσιν10.

Η αναζήτησις του απολύτου και η επί τη βάσει ενός αρραγούς αξιολογικού συστήματος, ενέχοντος το στοιχείον της αιωνιότητος, δόμησις της προσωπικότητος παρέχει εις το άτομον ψυχικήν αυτοδυναμίαν, η οποία το καθιστά κοινωνικώς υπεύθυνον και ικανόν νά λειτουργήση, χωρίς να αναζητή εξαρτήσεις και κοινωνικά στηρίγματα. Αύτη δίδει εις το άτομον την δυνατότητα να παρέχη, χωρίς να επιζητή και να επιδιώκη να τροφοδοτήται από τον κοινωνικόν χώρον, καθ' όσον έχει τούτο εσωτερικώς την πηγήν της αληθούς και αλανθάστου πληρότητος11.

Η οικογένεια ως πρότυπον κοινωνικής λειτουργικότητος

Η οικογένεια αποτελεί το πρότυπον της λειτουργικής κοινωνικής μονάδος. Αποτελεί όντως πρότυπον, διά πολλούς λόγους και κυρίως διότι υπάρχει εντός της οικογενείας γνησία έκφρασις της προσωπικότητας και των χαρακτηριολογικών στοιχείων των μελών της.

Ο άνθρωπος εντός της οικογενείας, είναι ως έχει. Δεν χρησιμοποιεί επίκτητα και επιδαψιλευμένα σχήματα συμπεριφοράς. Είναι γνήσιος και πηγαίος και παραμένει κατά το δυνατόν ούτως από την αρχήν της ζωής του. Εκ παραλλήλου, η οικογένεια αποτελεί πρότυπον καλλιεργείας υψηλών ηθικών αξιών. Εντός της διαπροσωπικής επικοινωνίας των περιωρισμένων μελών της οικογενείας, δύνανται να μεταλαμπαδεύωνται αξίαι, αρχαί, ιδανικά, πρότυπα συμπεριφοράς, ακόμη και μεταφυσικαί προεκτάσεις πέραν του κόσμου τούτου.

Η οικογένεια, εκ παραλλήλου, αποτελεί πεδίον συνεχούς καλλιεργείας. Αύτη είναι το ιδανικότερον σχολείον, παρέχει την ιδανικοτέραν παιδείαν, εις την οποίαν συμμετέχουν κατά το δυνατόν όλα τα μέλη της οικογενείας, από τα νεώτερα έως τα μεγαλύτερα, δεδομένου ότι ταύτα συνδέονται μεταξύ των ουχί μόνον διά κοινών αξιολογικών συστημάτων, αλλά και διά σταθεράς συναισθηματικής μεθέξεως.

Υπό τας αρμονικάς συνθήκας του οικογενειακού βίου, τα πρόσωπα τα συνθέτοντα την οικογένειαν διατηρούν μεν έκαστον την ιδίαν προσωπικότητα, αλλά συχρόνως μετέχουν αρμονικώς εις το συλλογικόν πρόσωπον της οικογενείας, εις το «Εμείς», το οποίον συγκροτεί το ψυχολογικόν και το κοινωνικόν περίγραμμα της οικογενείας.

Έκαστον μέλος ζεί την εσωτερικήν ζωήν αυτού, η οποία έχει απολύτως προσωπικόν χαρακτήρα, διατηρεί την ψυχοσωματικήν του ταυτότητα, αποτελεί ίδιον πρόσωπον, μετέχει διά της ωραιοτέρας συναισθηματικής μεθέξεως αυτού εις την ζωήν της οικογενείας και μετέχει, εκ παραλλήλου, εις το αίσθημα της κοινωνικής ευθύνης, υπό του οποίου διαπνέεται η οικογένεια εν τω συνόλω αυτής, το οποίον κατά κανόνα είναι συμπαγές. Είναι πολύ σπάνιον φαινόμενον, εις οικογένειαν η οποία διατηρεί την εσωτερικήν αυτής ενότητα, τα επί μέρους μέλη αυτής να διαμορφώνουν έκαστον ιδιαίτερον αίσθημα κοινωνικής ευθύνης, ιδίως όταν τα μέλη αυτής έχουν μεγίστην διαπροσωπικήν προσέγγισιν, και διαμορφώνουν κοινήν συναισθηματικήν ατμόσφαιραν.

Εντός της ατμοσφαίρας της οικογενείας, της χαρακτηρζομένης υπό των αρμονικών και εν μεγίστη αγάπη διαπροσωπικών σχέσεων υπάρχει η εξιδανίκευσις της ανθρωπίνης συμπεριφοράς, η οποία διαμορφούται υπό το κράτος υψηλών αξιολογικών συστημάτων.

Οι γονείς αποτελούν τους ακρογωνιαίους λίθους της οικογενείας. Δύνανται ούτοι να συγκριθούν προς δύο κίονας επί των οποίων στηρίζεται όλο το οικοδόμημα της οικογενείας.

Είναι άξιον θαυμασμού, ότι οι γονείς όντες κατ' ουσίαν δύο διαφορετικοί άνθρωποι, έχοντες πολλάκις διαφορετικόν οικογενειακόν υπόβαθρον έκαστος και διαφορετικήν προγενεστέραν παιδείαν συνδέουν και συνυφαίνουν αρμονικώς την ζωήν των, δημιουργούντες κοινόν άξονα, γύρω από τον οποίον περιελίσσεται η όλη ζωή της οικογενείας και διαμορφούται η προσωπικότης των τέκνων των.

Παρ' όλην την υπάρχουσαν διαφοράν εις την συναισθηματικήν δομήν εκάστου γονέως, τόσον λόγω του φύλου, όσον και λόγω της προσωπικότητος αυτών, αναδύουν και αναπέμπουν αμφότεροι κοινόν συναίσθημα, χαρακτηριζόμενον υπό μεγίστης στοργής και αγάπης. Δημιουργούν αμφότεροι κοινήν συναισθηματικήν ατμόσφαιραν και σταθεράν επιφάνειαν αγάπης διά την ψυχικήν και πνευματικήν ανάπτυξιν των τέκνων των.

Είναι ιδιαιτέρως δυσχερής η κατανόησις του μυστηρίου της αληθούς συντήξεως της ψυχής και της καρδίας των γονέων εις την βίωσιν της αγάπης των τέκνων των. Θα ήτο ίσως αδύνατος η κατανόησις όλων των υψηλών ψυχικών διεργασιών και των ιερών εκφάνσεων, των χαρακτηριζόντων την θέσιν των γονέων έναντι των τέκνων των, εάν δεν ετίθεντο ταύτα υπό την θεώρησιν του μυστηριακού χαρακτήρος της οικογενείας, ως κατ' οίκον Εκκλησίας.

Το κοινόν και αρραγές μεταφυσικόν υπόβαθρον αμφοτέρων των γονέων και η εξ αυτού απορρέουσα υπαρξιακή σταθερότης δίδουν την δύναμιν να προβαίνουν ούτοι εις συνεχείς υπερβάσεις του εαυτού των, να ζουν διά αναλλοιώτους αξίας, αι οποίαι προεκτείνονται πέραν του χρόνου τούτου, μη αναλισκόμενοι εις βιωτικάς μερίμνας και περισπασμούς, οι οποίοι στερούνται ουσιώδους χρονικής διαστάσεως.

Η αγάπη μεταξύ των γονέων και αμφοτέρων προς τα τέκνα των αποτελεί την νίκην του αιωνίου και αναλλοιώτου προς το σχετικόν και πεπερασμένον. Είναι αδύνατον να υφίσταται η ανατείνουσα ατμόσφαιρα της οικογενείας και αύτη να αποτελεί φυτώριον επιμελούς καλλιεργείας των αρετών, εαν δεν υφίσταται βαθεία αγάπη μεταξύ των γονέων και αμφοτέρων προς τα τέκνα αυτών, λειτουργούσα αύτη ως ο μεγαλύτερος, ο ιερότερος και ο αρραγέστερος συντελεστής ενότητος της οικογενείας.

Η βαθεία αγάπη, η έχουσα υπαρξιακάς προεκτάσεις, η εκπηγάζουσα εκ του ιεροτέρου χώρου της ανθρωπίνης ψυχής, συνοδεύεται κατά κανόνα υπό βαθέος αισθήματος σεβασμού και αποδοχής της προσωπικότητος των άλλων προσώπων, υπερβαίνουσα όλας τας χαρακτηριολογικάς διαφοράς, αι οποίαι ενδεχομένως και ευλόγως υφίστανται μεταξύ των μελών της οικογενείας, καθ΄ όσον έκαστον αναπτύσσει ή ανέπτυξεν ελευθέρως την ιδίαν προσωπικότητα. Αι διαφοραί αύται συμπληρώνουν το ψυχολογικόν περίγραμμα της οικογενείας και ενορχηστρώνουν την αρμονικήν μελωδίαν της οικογενειακής ζωής, καθ' όν τρόπον ο αρμονικός ήχος εκάστου μουσικού οργάνου συμβάλλει εις την μελωδίαν της συμφωνικής μουσικής.

Εκ παραλλήλου έχει ιδιαιτέραν αξίαν το γεγονός, ότι η οικογένεια δεν αποτελεί έν στατικόν σύνολον, αλλά είναι μία δυναμική μονάς, έχουσα ιδίαν δυναμικήν πορείαν, εντός του προσωπικού αλλά και του αντικειμενικού χρόνου, υφισταμένην διηνεκή αναβάθμισιν διά της συνεχούς και ακαταπονήτου καλλιεργείας των αρετών.

Η παθολογία της οικογενειακής ζωής

Αναμφισβητήτως υπάρχει και η παθολογία της οικογενειακής ζωής, εκ της οποίας προέρχεται και η παθολογία της κοινωνίας. Η ανάλυσις της παθολογίας της οικογενείας αποτελεί έν πραγματικόν παράθυρον διεισδύσεως εις την ψυχοπαθολογίαν του ατόμου και ευρύτερον εις την ψυχοπαθολογίαν της κοινωνίας.

Είναι γνωστόν, ότι η ζωή της οικογενείας διαφέρει από χώραν εις χώραν, από πολιτισμόν εις πολιτισμόν, από περιοχήν εις περιοχήν της γης, από εποχήν εις εποχήν. Σήμερον υφίσταται ακόμη εις τας μεσογειακάς χώρας και εις την πατρίδα μας η παραδοσιακή πατριαρχική οικογένεια και η πυρηνική οικογένεια, ενώ εκ παραλλήλου σταδιακώς καταλαμβάνει έδαφος ο σύγχρονος τύπος της δυτικής οικογενείας.

Οι γονείς εκ παραλλήλου, οι συνθέτοντες τον οικογενειακόν κορμόν προέρχονται από διαφορετικάς οικογενείας έκαστος, διαπαιδαγωγήθησαν ούτοι ενδεχομένως εντός διαφορετικής ατμοσφαίρας, υπό το κράτος διαφορετικών αξιολογικών συστημάτων και απεδέχθησαν ιδίους τρόπους θεωρήσεως των επί μέρους θεμάτων. Ίσως έχουν έκαστος διαφορετικόν γνωσιολογικόν υπόβαθρον, διαφορετικάς φιλοσοφικάς αρχάς, ιδίαν μητρικήν γλώσσαν ή ανεπτύχθη η προσωπικότης αυτών υπό το κράτος διαφορετικών ηθών και εθίμων. Επί πλέον δε τούτων είναι έκαστος ίδιον πρόσωπον, το οποίον διεμόρφωσεν ιδιαίτερον συναισθηματικόν και χαρακτηριολογικόν περίγραμμα.

Καλούνται, εν τούτοις, αμφότεροι οι γονείς εντός της ατμοσφαίρας της οικογενείας να βιώσουν κοινόν και εν πολλοίς ισοτίμως κατανεμόμενον αίσθημα ευθύνης, οδηγούμενοι εις ειρηνικήν υπέρβασιν των διαφορών και των ιδαιτεροτήτων αυτών και εις ισότιμον μετά σεβασμού και αγάπης αποδοχήν των χαρακτηριολογικών ιδιαιτεροτήτων εκάστου.
Η παθολογία του οικογενειακού βίου οφείλεται κατά κανόνα εις τον μη αρμονικόν διάλογον μεταξύ των γονέων, εις την ανισότιμον κατανομήν της οικογενειακής ευθύνης, την μη αποδοχήν μετά σεβασμού των χαρακτηριολογικών στοιχείων εκάστου, την μεγιστοποίησιν των ατελειών και των σφαλμάτων εκάστου, την έλλειψιν κατανοήσεως και συγχωρητικότητος, την τάσιν υπεροχής και επικρατήσεως επί του ετέρου των γονέων και κατ΄ επέκτασιν και επί των τέκνων, την ανισότιμον έκφρασιν της στοργής και της αγάπης προς τα τέκνα και εν κατακλείδι εις την έλλειψιν μεθέξεως και περιχωρήσεως ενός εκάστου, εντός του ανακαινιστικού πνεύματος της αγάπης.

Κυριαρχούσαι παθολογικαί τάσεις εντός της οικογενείας είναι αι ανταγωνιστικαί προσπάθειαι μεταξύ των γονέων, η καλλιέργεια των ανταγωνιστικών τάσεων εν μέσω των τέκνων, η οφειλομένη κατά το πλείστον εις την ανισότιμον συμπεριφοράν των γονέων προς αυτά, αι τάσεις επικρατήσεως και κυριαρχίας, αι προσπάθειαι έλξεως της αγάπης και του σεβασμού των τέκνων εξ εκάστου εκ των γονέων, γεγονός το οποίον δημιουργεί ισχυράς συναισθηματικάς αντιθέσεις και δονήσεις εις τον χώρον της οικογενείας.

Αι ανταγωνιστικαί τάσεις εκφράζονται κατά κανόνα πολυτρόπως, αναλόγως προς το χαρακτηριολογικόν υπόβαθρον, την παιδείαν και την καλλιέργειαν εκάστου, άλλοτε μεν λεκτικώς άλλοτε δε διά αλγεινών τύπων συμπεριφοράς, εκφραζόντων αποδοκιμασίαν και ειρωνείαν, επεκτεινομένων και εκδηλουμένων ουχί σπανίως και πέραν των αυστηρών ορίων της οικογενείας.

Αι προσπάθειαι διαφοροποιημένης συναισθηματικής έλξεως των τέκνων δημιουργούν ενίοτε αληθή διελκυστίνδαν εν μέσω των γονέων, η οποία προσπαθή να ελκύση ετεροπλεύρως το ενδιαφέρον και την συναισθηματικήν μέθεξιν και υποστήριξιν αυτών.

Αι παθολογικαί αύται τάσεις εις την οικογένειαν κατακερματίζουν την εσωτερικήν συνοχήν αυτής και δημιουργούν άλλοτε άλλης εκτάσεως εσωτερικήν δυσρυθμίαν, συνεπεία της οποίας η πορεία της οικογενείας είναι ιδιαιτέρως δύσβατος, καθισταμένη ενίοτε πορεία επί ακανθών, καθ΄ όσον ουδέν αιχμηρότερον της ειρωνείας, της επιθετικότητος, της εριστικής διαθέσεως, της αποδοκιμασίας και της συναισθηματικής απομονώσεως.

Υπόβαθρον των παθολογικών τάσεων εις τον χώρον της οικογενείας αποτελεί η έλλειψις ψυχικής και πνευματικής καλλιεργείας των γονέων, συνεπεία της οποίας
αναπτύσσεται η φιλαυτία, η οποία αποτελεί εγωκεντρικήν έκφρασιν και εγκύστωσιν της αγάπης, αναστέλλουσα την δι' υπερβάσεως των ορίων του Εγώ προέκτασιν αυτής εις τα μέλη της οικογενείας και κατ' επέκτασιν εις τον ευρύτερον κοινωνικόν χώρον. Η φιλαυτία συγχρόνως υπαγορεύει την πλημμελή ανάληψιν των ευθυνών, η οποία προκαλεί μείζονας διαπροσωπικάς επιβαρύνσεις εις την οικογένειαν και καθίσταται ισχυρά τροχοπέδη διά την βίωσιν των αρετών, διά την οποίαν απαραίτητος είναι η αυτοεπίγνωσις, η ταπείνωσις, η μετριοπάθεια, η μεταμέλεια και η συνεχής έφεσις προς εσωτερικήν αναγέννησιν.

Εκ παραλλήλου, ουσιώδης πρόξενος οικογενειακής δυσαρμονίας είναι η εξωτερίκευσις της επιθετικότητος την οποίαν εγκλείει εντός αυτού έκαστος των γονέων, η οποία είναι πολλάκις απότοκος της πλημμελούς παιδείας και της αδοκίμου αγωγής, την οποίαν υπέστη ούτος κατά την παιδικήν αυτού ηλικίαν.

Η οικογενειακή αρμονία είναι ο βασικός συντελεστής της αρμονικής αναπτύξεως της προσωπικότητας των παιδιών. Αδιακρίτως του γνωσιολογιακού επιπέδου της οικογενείας, της κοινωνικής ή οικονομικής στάθμης αυτής, η αρμονία δύναται να ανθίση, ως εύοσμον άνθος, το οποίον θα φέρη τον εύχυμον καρπόν της εσωτερικής ειρήνης, εντός του θερμοκηπίου της αγάπης και των θετικών διαπροσωπικών σχέσεων των μελών αυτής, τα οποία θα αγωνίζωνται διά την πνευματικήν των τελείωσιν, την ανάπτυξιν ενός υγιούς συναισθηματικού υποβάθρου, διακατεχόμενα υπό του πνεύματος της αυταπαρνήσεως και της θυσίας.

Επί επικρατήσεως των παθολογικών τάσεων εις τον χώρον της οικογενείας και επί αλλοιώσεως του πνευματικού και ηθικού υποβάθρου αυτής, επέρχεται ισχυρά κρίσις αξιών εντός της συνειδήσεως εκάστου των μελών αυτής, η οποία μεταφέρεται ευρέως εντός του κοινωνικού χώρου. Εις βαρυτέρας δε καταστάσεις η οικογένεια καθίσταται χώρος εκκολάψεως ψυχικών νοσημάτων και κοινωνιοπαθητικών τάσεων εις τα τέκνα αυτής, τα οποία αδυνατούντα να ζήσουν τον σεβασμόν προς τον άνθρωπον και τας ηθικάς αξίας και μη έχοντα ως γνώμονα ζωής την ψυχικήν αυτών καλλιέργειαν, μεταφέρουν ευρέως εντός του σχολικού περιβάλλοντος αρνητικά συναισθήματα και επιθετικάς τάσεις, τα οποίας προβάλλουν εν συνεχεία εντός του ευρυτέρου κοινωνικού χώρου.

Η βίωσις της αγάπης προς τον πλησίον εντός του κοινωνικού χώρου, θα είναι μία ανέφικτος και ανεπιτυχής επιδίωξις, εάν το άτομον δεν υποστή αρχικώς την κατά Χριστόν αναδόμησιν, διά της οποίας θα αποκτήση το απαραίτητον ομοιοστατικόν ισοζύγιον και την αναγκαίαν ψυχικήν δύναμιν, διά της οποίας θα υπερνικά τας εξωγενείς αντιστάσεις και θα ασκή, μέ ιδιαιτέραν εσωτερικήν χαράν και πληρότητα το έργον της προσφοράς και της ειλικρινούς μεθέξεως εις τον πόνον και την χαράν του πλησίον12.

Παθολογικαί κοινωνικαί εκτροπαί των τέκνων

Η δυσαρμονική ατμόσφαιρα της οικογενείας και αι παθολογικαί τάσεις, αι επικρατούσαι εντός του διαπροσωπικού χώρου αυτής, αποτελούν έν εκ των ουσιωδών αιτίων της δραματικής ροπής των νέων σήμερον εις κοινωνιοπαθητικάς εκδηλώσεις. Ο νέος άνθρωπος, εστερημένος των ιδεωδών, αναζητά άλλας οδούς εκπληρώσεως των προσδοκιών του και εισέρχεται πολλάκις ακουσίως εις την οδόν της ψυχικής και κοινωνικής νοσηρότητος και των διατεταραγμένων ψυχικών εκδηλώσεων, φαινόμενον το οποίον αποτελεί συνάρτησιν της αλλοιώσεως, την οποίαν σταδιακώς υφίσταται ή ανθρωπίνη ψυχή εκ της απομακρύνσεως εκ της ψυχοτρόφου Αγάπης του Θεού και εκ της συνεχούς διεισδύσεως εις τον χώρον της θλίψεως και του άγχους, τα οποία καθίστανται «αέναοι συνειδότος βασανισμοί13».

Ως σύνθετος μηχανισμός αμύνης, εκ του υπαρξιακού κενού,επέρχεται ή ψυχονευρωτική αλλοίωσις,εκ της οποίας συνήθεις καρποί είναι η διατεταραγμένη ψυχοσωματική ομοιόστασις14, έχουσα πολυμόρφους εκδηλώσεις και προεκτάσεις, οδηγούσα εις την εις άλλοτε άλλην έκτασιν διατεταραγμένην κοινωνικήν συμπεριφοράν, η οποία αποτελεί έν κορυφούμενον φαινόμενον εις την εποχήν μας15.

Μέσα εις τον αναπτυσσόμενον χώρον των ψυχονευρώσεων, το άτομον χάνει την αίσθησιν της αυθεντικότητας της υπάρξεώς του και γίνεται δέσμιον των ατύπων και επιμόνων ψυχικών βιωμάτων και των πολυσυνθέτων αντιρροπιστικών μηχανισμών, τους οποίους αναπτύσσει, διά των οποίων επέρχεται απώλεια της ψυχικής αρμονίας, η οποία κατά κύριον λόγον στηρίζεται επί της αληθούς απλότητος και της πηγαιότητος, αι οποίαι αποτελούν καρπόν πνευματικής καλλιεργείας16.

Εις την κατάταξιν των νευρωσικών αντιδράσεων, επί τη βάσει των σχέσεων του ατόμου προς τον κοινωνικόν χώρον, η Horney διέκρινεν αυτάς (α) εις τας στρεφομένας προς τον κοινωνικόν χώρον, (β) εις τας στρεφομένας εναντίον του κοινωνικού χώρου και (γ) εις τας στρεφομένας μακράν του κοινωνικού χώρου.

Αι τρείς αυταί μορφαί των κοινωνικών αντιδράσεων των νευρώσεων εκφράζουν την έκδηλον υπαρξιακήν αγωνίαν του πάσχοντος, ο οποίος είτε θα αναζητήση προστασίαν και καταφύγιον εις τον κοινωνικόν χώρον, όταν πιέζεται υπό το βάρος των εσωτερικών αντιθέσεων, είτε θα απομακρυνθή από την κοινωνίαν καί θα αναπτύξη επιθετικήν συμπεριφοράν προς αυτήν, όταν θεωρήση τον κοινωνικόν χώρον υπαίτιον του ψυχικού δράματος, ευρισκόμενος υπό το κράτος προσφάτων τραυματικών εξωγενών επιδράσεων ή υπό την συχνή κατά κανόνα, μνημονικήν ανάπλασιν αναλόγων βιώσεων εκ του παρελθόντος17.

Η απομάκρυνσις από τον κοινωνικόν χώρον, κατά επιπρόσθετον λόγον, αποτελεί ιδιαιτέρως παθολογικήν αντίδρασιν, καθ' όσον οδηγεί σταδιακώς το άτομον εις τον χώρον της εξωπραγματικής ζωής, εις τον οποίον τoύτc προσπαθεί μεν να οριοθετήση την αυτάρκειαν και την αυτοδυναμίαν του, καταργεί όμως σταδιακώς τα όρια του πραγματικού και του φανταστικού και καταφεύγει εις ένα ιδιότυπoν τρόπον ψυχικής ζωής, εις τον οποίον πρυτανεύει το στοιχείον της υποκειμενικότητος και της παρερμηνευτικής τάσεως, επί των οποίων αναλίσκει το πλείστον της ψυχικής του ζωής, απορροφούμενον ενίοτε πλήρως και αποσπώμενον ουσιωδώς εκ του κοινωνικού χώρου.

Τα αισθήματα της ανασφαλείας, τα οποία διακατέχουν την ψυχήν του εκ νευρώσεως διακατεχομένου ατόμου, εισάγουν βαθύτερον την υπαρξιακήν αβεβαιότητα και επιτείνουν την καθήλωσίν του εις το σωματικόν εγώ και εις την θλίψιν και το άγχος, τα οποία απορρέουν εξ αυτής.

Το τραγικώτερον φαινόμενον της ψυχικής απογνώσεως του νέου ανθρώπου, ο οποίος εβίωσεν βαθέως την μακράν του οικογενειακού χώρου αίσθησιν της εγκαταλείψεως, της μονώσεως, της αποξενώσεως, της αποσβέσεως όλων των προσδοκιών, της εσωτερικής ερημώσεως είναι η εκουσία φυγή του εις τον ιδιαιτέρως νοσηρόν κόσμον των εξαρτησιογόνων παραγόντων, από τον όποιον η έξοδος αυτού είναι ιδιαιτέρως δυσχερής ή μάλλον υπό τας σήμερον επικρατούσας κοινωνικάς συνθήκας είναι πρακτικώς ανθρωπίνως ιδιαιτέρως δυσχερής, καθισταμένη εφικτή μόνον διά της Χάριτος του Θεού.

Η καταφυγή των νέων εις τας εξαρτησιογόνους ουσίας αποτελεί ιδιαιτέρας βαρύτητος κοινωνιοπαθητικήν εκδήλωσιν, διαβιβρώσκουσα ουχί μόνον την ψυχοσωματικήν ακεραιότητα του καταφεύγοντος ατόμου, αλλά επιφέρoυσα παραλλήλως βαρύτατα ηθικά και νομικά πλήγματα εις την κοινωνίαν, τα οποία εν κατακλείδι, βαθμηδόν επεκτεινόμενα, ακρωτηριάζουν σταθερώς το σώμα αυτής.

Η εξάρτησις, η οποία αναπτύσσεται επί των ατόμων, τα οποία εχρησιμοποίησαν κατ' επανάληψιν τους εξαρτησιογόνους παράγοντας, δεν αποτελεί μόνον ψυχικόν φαινόμενον. Αύτη έχει συγκεκριμένον νευροχημικόν και μορφολογικόν υπόβαθρον, οφειλομένη, κατά κύριον λόγον, εις την διαταραχήν και εις την ανεπανόρθωτον αλλοίωσιν των βραχέων νευρωνικών δικτύων του μεταιχμιακού ή κρικοειδούς συστήματος, του διεγκεφάλου, η λειτουργική σημασία του οποίου είναι καθοριστική διά την δόμησιν του συναισθήματος και την διαμόρφωσιν της κοινωνικής συμπεριφοράς του ατόμου.

Παράλληλοι αλλοιώσεις πραγματοποιούνται και επί της κεντρικής φαιάς ουσίας του μέσου εγκεφάλου και του κατεχολαμινεργικού συστήματος του υπομέλανος τόπου και της μελαίνης ουσίας, με αποτέλεσμα να διαταράσσεται το νευροδιαβιβαστικόν ισοζύγιον του εγκεφάλου, με βαρυτάτας επιπτώσεις επί της λειτουργικής αρμονίας αυτού.

'Έχοντες διατεταραγμένον το νευροχημικόν και το μορφολογικόν υπόβαθρον του κεντρικού νευρικού συστήματος, οι εξηρτημένοι πάσχοντες υφίστανται σταδιακήν απόσυρσιν εκ της κοινωνικής λειτουργικότητος, διακατεχόμενοι υπό δυσθυμικής ή καταθλιπτικής διαθέσεως και υπό βαθέων αισθημάτων ανασφαλείας.

Η αξία της καταλλήλου παιδείας εντός του οικογενειακού χώρου

Μέσα εις την τραγικότητα της συγχρόνου κοινωνίας και κατ' επέκτασιν της κοινωνίας όλων των εποχών, εντός της oποίας εκτυλίσσεται όλον το εσωτερικόν δράμα της ανθρωπίνης ψυχής, το άτομον δεν παύει να επιζητή πάντοτε την υπέρβασιν του εαυτού του και την αποδέσμευσιν του από τον νοσηρόν χώρον της ανασφαλείας και της θλίψεως και την απομάκρυνσίν του από το δύσβατων και ολισθηρόν πεδίον των ατύπων κοινωνικών αντιδράσεων καί εξωτερικεύσεων.

Ιδίως σήμερον εις την εποχήν της παγκοσμιοποιήσεως κατά την οποίαν ο άνθρωπος καλείται να αποδεχθή νέας αρχάς, απομακρυνόμενος από τας παραδόσεις, τας αξίας και την ιδεολογίαν των πατέρων του, καλείται να αλλοιώση τον πολιτισμόν του, να μεταβάλη το φιλοσοφικόν υπόβαθρον επί του οποίου εστηρίχθη η ζωή των προγόνων του, να αλλοιώση ή να εγκαταλήψη την γλώσσαν του και να αποδεχθή ένα νέον πρόσωπον πολίτου της γης, η αξία της αναστηλώσεως του υγιούς οικογενειακού προτύπου είναι αναμφισβήτητος.

Εις την κραυγήν απελπισίας του ατόμου, η οποία δυσχερώς καθίσταται αντιληπτή από τον ευρύτερον κοινωνικόν χώρον, έρχεται να απαντήση ευεργετικώς η αρμονική οικογένεια, εντός της οποίας εκπληρούνται αι υπαρξιακαί προσδοκίαι και καλλιεργείται το υγιές θρησκευτικόν και ηθικόν συναίσθημα του νέου.

Η κατάλληλος πνευματική παιδεία, εντός της οικογενείας, διά της οποίας παρέχονται αναλλοίωτοι αξίαι και ιδανικά δύναται να συμβάλη αποφασιστικώς εις την αντιμετώπισιν του προβλήματος της καταφυγής εις ατύπους κοινωνικάς αποκλίσεις διττώς. Αφ' ενός δύναται να πληρώση το υπαρξιακόν κενόν του ανθρώπου προσφέρουσα το Θεανδρικόν πρότυπον του Κυρίου, αφ' ετέρου δε δύναται να συμβάλη εις την ευρυτέραν πνευματικήν αναδόμησιν του ατόμου και να ανοίξη νέους ορίζοντας εις την ζωήν του20.

Ό άνθρωπος εις τον χώρον της υγιούς οικογενείας αποκτά την αίσθησιν της αληθούς του υπάρξεως και κατευθυνόμενος προς την αλήθειαν ανακαλύπτει την πληρότητα της εναρέτου ζωής και την βαθυτέραν αξίαν του Είναι, ως αύτη επακριβώς εκφράζεται υπό του Άγίου Μαξίμου21.

Η κατά Χριστόν παιδεία εντός της οικογενείας θα καταστήση ικανόν το άτομον να αποκτήση ενσυνείδητον θεωρίαν του Θεού και να αποκοπή, κατ' επέκτασιν, εξ όλων των παθολογικών εξαρτήσεων και εκ των τραυματικών καταστάσεων του παρελθόντος, ανευρίσκον το ομοιοστατικόν του ισοζύγιον εις την προσωπικήν επικοινωνίαν του μετά του Θεανδρικού προσώπου του Κυρίου και εις την μυστηριακήν μέθεξιν αυτού εις τον Σταυρόν και την Ανάστασιν του Κυρίου, εντός του χώρου της κατ' οίκον Εκκλησίας.

Μέσα από την αγωνίαν της συνειδητής ή ενίοτε μη συνειδητής υπαρξιακής κρίσεως, ο νέος άνθρωπος εντός της αρμονικής και κατά Χριστόν οικογενείας θα αποκτήση την αληθή διάστασιν της αυτογνωσίας του, η οποία είναι δυνατόν να πραγματοποιηθή μόνον διά της χριστοκεντρικής ζωής.

Η αλήθεια22, την οποίαν προσδοκά ο νέος άνθρωπος ευρίσκεται, πέραν των διαστάσεων της πεπερασμένης τεχνοκρατουμένης και εν πολλοίς ευαλώτου ανθρωπίνης λογικής και της κεκορεσμένης θεωρητικής γνώσεως.

Γνωρίζει εις βάθος το ατομον, με την εσωτερικήν ευαισθησίαν του έσω ανθρώπου, ότι η αλήθεια ευρίσκεται εις το πρότυπον της αγάπης καί της θυσίας, διά του όποίου καθορίζεται και ο χώρος της αληθούς ελευθερίας, ήτοι της ελευθερίας των τέκνων του Θεού (Ρωμ. Η 21). Διακρίνει δε διά των πνευματικών οφθαλμών του ότι η απομάκρυνσις εκ της αληθείας έχει πάντοτε τραγικάς επιπτώσεις διά την εσωτερικήν ζωήν του ατόμου, η έκτασις και η βαρύτης των οποίων αποτελεί συνάρτησιν της αλλοιώσεως των εντός αυτού πνευματικών αξιών23.

Η εντός της οικογενείας κατά Χριστόν ζωή δίδει νέον νόημα και νέας αξίας εις την ζωήν των μελών αυτής. Η φιλοσοφία της στηρίζεται πλέον εις την βίωσιν του ανατείνοντος την ψυχήν πνεύματος της αγάπης. Η όλη λειτουργικό¬της του ατόμου εστιάζεται εις την διακονίαν αυτής της αγάπης.

Η βίωσις της τελείας αγάπης, η οποία αποτελεί καρπόν της κατά Χριστόν αναδομήσεως της ανθρωπίνης ψυχής, καθίσταται πλέον το ουσιώδες κίνητρον της υπάρξεως, η οποία ευρίσκει την εσωτερικήν της πληρότητα και τας αληθείς κοινωνικάς διαστάσεις της εις την αδιάλειπτον επικοινωνίαν μετά του Κυρίου.


  1. Μπαλογιάννης Σ.: Ή ύπαρξιακή αγωνία. Γρηγόριος ο Παλαμάς, 1987, 70: 30-38.
  2. Μπαλογιάννης Σ.: Ψυχιατρική καί Ποιμαντική Ψυχιατρική.Έκδ. Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1986.
  3. Μπαλογιάννης Σ.Ι.: Το μήνυμα του Παρμενίδου εις την εποχήν της παγκοσμιοποιήσεως Εγκέφαλος 41;71-78, 2004.
  4. Μπαλογιάννης Σ.: Διάβασις διά της Ψυχολογίας. Έκδ.Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 309.
  5. Kierkegaard S.: Christian Discourses 1849. Trans. L. Wa1ter Oxford 1940.
  6. Σαχάρωφ Σωφρονίου: Οψόμεθα τoν Θεόν καθώς εστί. Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου. 'Έσσεξ 1993.
  7. Κierkegaard S.: Philosophical Fragments 1844. trans. D. Swenson, 2nd ed. Rev. Η. Hong. Ρrinceton 1962.
  8. Μπαλογιάννης Σ.: Ή ψυχολογική διάστασις της διαταραχής της κοινωνικής συμπεριφοράς τού συγχρόνου ανθρώπου. Γρηγόριος Παλαμάς 1966; 761: 41-65.
  9. Μπαλογιάννης Σ.: Τό άγχος εις την φιλοσοφίαν του Kierkegaard. Γρηγόριος o Παλαμάς 1988; 71: 8-13.
  10. Εricksοn Ε: The problem of ego identity. J. Am. Psych. Ass. 1965; 6: 56-121.
  11. Συμεώνος τού Νέου Θεολόγου. Ηθικ. 1.8,51-64.
  12. Spranger Ε.: Το ιδεώδες της μορφώσεως του παρόντος. Μετ. Βασ. Έξάρχου. Άθηναι 1930.
  13. Ιωάννου Σιναϊτου: Κλίμαξ, σελ. 62.
  14. Pelcovitz D, Kaplan S, Goldenberg Β, Mandel F, Lehare J, Guaπera Ι: Post-traumatic stress disorder ίn physically abused adolescents. Ι. Am. Acad Child Adolesc. Psychiatry 1994, 33: 305-312.
  15. Martturen MJ, Aro ΗΜ, Lonquist JK: Precipitant stresses in adolescent suicide. Ι. Am. Acad. Child. Adolesc. Psychiatry 1993, 32: 1178-1183.
  16. Μπαλογιάννης Σ.: Ψυχιατρική καί Ποιμαντική Ψυχιατρική. Έκδ. Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1986,
  17. Mc Clure G.M.: Suicide ίη children and adolescents ίη England and Weles. Br. J. Psychiat. 1994, 165: 510-514.
  18. Μπαλογιάννης Σ.: Συνέντευξις. Ορθόδοξος Μαρτυρία. Λευκωσία 1990, τεύχος 31, σελ. 47-49.
  19. Μπαλογιάννης Σ., Ψαρούλης Δ., Κώστα Β., Aρζόγλου Λ.: Μορφολογική μελέτη του ιπποκάμπου εις ατομα ηθισθέντα εις τα οπιούχα. Πρακτ. Έλλ Συνεδρ. Τοξικομανιογόνων ουσιών. Θεσσαλονίκη 1993, σελ 282-244.
  20. Μπαλογιάννης Σ.: Η συμβολή της Εκκλησίας εις την ψυχικήν αποκατάστασιν των ηθισμένων εις τα οπιούχα ατόμων. Πρακτ. Έλλ. Συνεδρ. Τοξικομανιογόνων ουσιών. Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 152-158.
  21. Μαξίμου Όμολογητού: Περί διαφόρων αποριών. ρα91,1084BC Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 152-158.
  22. Η αλήθεια είναι μοναδική και αναλλοίωτος. Ήδη η ετοιμολογία της λέξεως εκ του στερητικού α και της λέξεως λήθη καθιστά αυτήν αλησμόνητον, κυρίως λόγω του πραγματισμού τον οποίον εκφράζει και του αξιολογικού συστήματος εντός του οποίου εντάσσεται. Η αποδοχή της αληθείας και η εδραίωσις της ζωής επί της αληθείας αποτελούν ουσιώδη γνώμονα της ζωής του σκεπτομένου ανθρώπου. Μακράν της οδού της αληθείας, οι άνθρωποι ζουν εν μέσω εσωτερικών συγκρούσεων, αι σκέψεις των παύουν να είναι διαυγείς, εύστοχοι, καθίστανται συγκεχυμέναι, οι ίδιοι πλανώνται, ταλαιπωρούνται και παλινδρομούν, διχάζονται, καθίστανται αμφιθυμικοί, συμπεριφέρονται ακρίτως, υποφέρουν.
  23. Pelcovitz D, Kaplan S, Goldenberg Β, Mandel F, Lehare J, Guaπera Ι: Post-traumatic stress disorder ίn physically abused adolescents. Ι. Am. Acad Child Adolesc. Psychiatry 1994, 33: 305-312.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Εricksοn Ε: The problem of ego identity. J. Am. Psych. Ass. 1965,6: 56-121.

Hong HV, Hong ΕΗ: Soeren Κierkegaard's Journals and Papers, Bloomington 1967-1977.

Ιωάννου Σιναuτου: Κλίμαξ, σελ. 62

Κierkegaard S.: Dagboeger. Thaning & Appels Forlag. Koebenhavn 1961.

Kierkegaard S.: Concluding Unscientific Postscript. Trans. D. Swenson and W. Lοwrie. Ρinceton 1940, p. 77.

Κierkegaard S.: Joumal 109. Ιn Hong Ην and Hong ΕΗ: Soeren Κierkegaard's Joumals and Papers, Bloomington, 1967-1977.

Κierkegaard S.: The point of view of my work as an author. Trans.W. Lοwrie. New York 1962, p. 41. 20. Honey L: The neurotic personality of our times.

Kierkegaard S.: Christian Discourses 1849. Trans. L. Walter Oxford 1940.

Κierkegaard S.: Philosophical Fragments 1844. Trans. D. Swenson, 2nd ed. Rev. Η. Hong. Ρrinceton 1962.

Μαξίμου Όμολογητού: Περί διαφόρων αποριών Θ' Ρα 91,1084 BC Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 152-158.

Martin G, Waile S.: Parental bonding and vulnerability to adolescent suicide. Acta Psychiatr. Scand 1994, 89: 246-254.

Martturen MJ, Aro ΗΜ, Lonquist JK: Precipitant stresses in adolescent suicide. Ι. Am. Acad. Child. Adolesc. Psychiatry 1993, 32: 1178-1183.

Mc Clure GM: Suicide in children and adolescents in England and Weles. Br. J. Psychiat. 1994, 165: 510-514.

Μπαλογιάννης Σ.: H ύπαρξιακή αγωνία. Γρηγόριος ο Παλαμάς, 1987, 70: 30-38.

Μπαλογιάννης Σ.: Ψυχολογία. Έκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 341.

Μπαλογιάννης Σ.: O Σωκράτης κατά τoν Kierkegaard. Άρχ. Έλλ. Ιατρ. 1994, 11: 349-359.

Μπαλογιάννης Σ.: Τo άγχος εις την φιλοσοφίαν του Kierkegaard. Γρηγόριος ό Παλαμάς 1988, 71: 8-13.

Μπαλογιάννης Σ.: Η διά Χριστόν σαλότης, μαρτυρία και μαρτύριον. Γρηγόριος ο Παλαμάς 1992, 75: 959-965.

Μπαλογιάννης Σ.: Το μαρτύριον της σαλότητος: Αναφορά εις τον Άγιον Συμεώνα, τον διά Χριστόν σαλόν. Πρακτικά ΙΔ' Θεολογικού συνεδρίου «Η μήτηρ ήμών Έκκλησία» Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 321-460.

Μπαλογιάννης Σ.: Εισαγωγή εις την Ψυχολογίαν. Έκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1980, σελ 105.

Μπαλογιάννης Σ.: Η οριοθέτησις του έργου του Πνευματικού και του Ψυχιάτρου επί του ψυχικώς πάσχοντος. Κοινωνία 1988, 21: 114-117.

Μπαλογιάννης Σ.: H αυτοκτονία καi o θάνατος κατά τους στωίκούς φιλοσόφους. Προσφορά Παντελεήμονι Β', τω Παναγιωτάτω Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, επί τη εικοσιπενταετηρίδι της αρχιερατείας αυτού. Θεσσαλονίκη 1991, σελ 381-391.

Μπαλογιάννης Σ.: Η Ψυχοθεραπεία κατά την αρχαιότητα. Έπιστ. Έπετ. Θεολογ. Σχ. ΑΠΘ. 1992, σελ 431-438.

Μπαλογιάννης Σ.: Κλινική Νευροπαθολογία, Τόμος Α', Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 230.

Μπαλογιάννης Σ., Ψαρούλης Δ., Κώστα Β., Άρζόγλου Λ.: Μορφολογική μελέτη του ιπποκάμπου εις ατομα ηθισθέντα εις τα οπιούχα. Πρακτ. Ελλ Συνεδρ. Τοξικομανιογόνων ουσιών. Θεσσαλονίκη 1993, σελ 282-244.

Μπαλογιάννης Σ.I.: Ψυχιατρική καί Ποιμαντική Ψυχιατρική. Έκδ. Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 100.

Μπαλογιάννης Σ.Ι: Το μήνυμα του Παρμενίδου εις την εποχήν της παγκοσμιοποιήσεως. Εγκέφαλος 41; 71-78, 2004

Μπαλογιάννης Σ.I.: Ή συμβολή της Εκκλησίας εις την ψυχικήν αποκατάστασιν των ηθισμένων εις τα οπιούχα ατόμων. Πρακτ. Έλλ. Συνεδρ. Τοξικομανιογόνων ουσιών.

Μπαλογιάννης Σ.: Διάβασις διά της Ψυχολογίας. Έκδ. Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 309.

Μπαλογιάννης Σ.: Συνέντευξις. 'Ορθόδοξος Μαρτυρία. Λευκωσία 1990, τεύχος 31, σελ. 47-49.

Μπαλογιάννης Σ.: Διάβασις διά της Ψυχολογίας. Έκδ. Π. Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1982.

Μπαλογιάννης Σ.: Ή ψυχολογική διάστασις της διαταραχής της κοινωνικής συμπεριφοράς του συγχρόνου ανθρώπου. Γρήγορος Παλαμάς 1966; 761: 41-65.

Pelcovitz D, Kaplan S, Goldenberg Β, Mandel F, Lehare J, Guaπera Ι: Post-traumatic stress disorder ίn physically abused adolescents. Ι. Am. Acad Child Adolesc. Psychiatry 1994, 33: 305-312.

Pynoos ΜΙ, Frenderick C, Nader Κ, Arroyo W, Steinberg Α, Eth S, Numez F, Fairbanks L: Life threat and posttraumatic stress in school age children. Arch Gen. Psychiatry 1987, 44: 1057-1063.

Σαχάρωφ Σωφρονίου: 'Οψόμεθα τoν Θεόν καθώς εστί. Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου. 'Έσσεξ 1993, σελ. 81.

Spranger Ε.: Το ιδεώδες της μορφώσεως του παρόντος. Μετ. Βασ. Έξάρχου. Αθήναι 1930, σελ. 18.

Συμεώνος του Νέου Θεολόγου: Κεφ. 3,3.

Συμεώνος τού Νέου Θεολόγου: Κατηχ. 1, 72.

Συμεώνος τού Νέου Θεολόγου "Ηθικ. 1.8, 51-64.

Williams R.: Psychiatric morbidity in chidren and adolescents: a suitable cause of concern. Br. J. Gen. Pract. 1993, 366: 3-4.