Μακρόχρονα επαναλαμβανόμενη προφυλακτική θεραπεία για την ημικρανία
ΝΙΚΟΛΑΚΑΚΗ Ε., ΚΟΥΡΟΥΜΑΛΟΣ Ν., ΚΟΡΑΚΑΚΗ Δ., ΚΑΛΑΜΑΥΚΙΑΝΑΚΗ Α., ΛΑΜΠΙΡΗΣ Χ., ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗΣ Λ., ΑΝΔΡΙΝΟΣ Δ., ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΑΚΗ Μ., ΓΕΩΡΓΑΚΑΚΗΣ Γ.
Ειδικό Ιατρείο Κεφαλαλγίας, Γενικό Νοσοκομείο Χανίων
Περίληψη
Κατά την προφυλακτική θεραπεία της Ημικρανίας (Μ) το αποτέλεσμα δεν είναι μακρόχρονο. Οι ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε προφυλακτική θεραπεία για την βελτίωση της ημικρανίας τους και βελτιώνονται με αυτήν, μερικούς μήνες μετά τη διακοπή της, οι κρίσεις τους αρχίζουν και πάλι να αυξάνονται σε συχνότητα, ένταση και διάρκεια.
Αυτό μας οδήγησε στη σκέψη να επαναχορηγήσουμε στους αποθεραπευθέντες ασθενείς μας, προφυλακτική θεραπεία ανά τακτά χρονικά διαστήματα (τελικώς ανά 4μηνο για 2 μήνες) χωρίς αυτοί να εμφανίζουν υποτροπή. Ελέγξαμε τους ασθενείς μας 24 μέχρι και 36 μήνες μετά τη διακοπή της αρχικής προφυλακτικής θεραπείας και παρατηρήσαμε ότι αυτοί στους οποίους επαναχορηγήσαμε προφυλακτική θεραπεία, διατήρησαν το αποτέλεσμα που είχε επιτευχθεί μετά τη πρώτη πολύμηνη προφυλακτική θεραπεία, σε αντίθεση με τους ασθενείς που δεν επαναχορηγήσαμε και που σε αυτούς υποτροπίασαν οι ημικρανικές κρίσεις.
Λέξεις κλειδιά: Προφυλακτική θεραπεία για Μ, επαναλαμβανόμενη προφυλακτική θεραπεία, αναμνηστική θεραπεία.
Εισαγωγή
Ο τρόπος προσέγγισης και διαχείρισης του προβλήματος της Μ, αφορά καθέναν ασθενή χωριστά, υπόκειται όμως σε μερικές βασικές αρχές1. Οδηγίες για αποφυγή προδιαθεσικών παραγόντων, αντιμετώπιση των κρίσεων, με μη φαρμακευτικές και φαρμακευτικές μεθόδους ανακούφισης και τέλος προφυλακτική των κρίσεων φαρμακευτική αγωγή, αν ή συχνότητα, η διάρκεια και η ένταση των κρίσεων είναι τέτοιες που να απαιτείται.
Παρ' όλο που η γνώση για τον τρόπο δράσης στην Μ είναι για τις περισσότερες φαρμακευτικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στην προφυλακτική θεραπεία, μερικώς ή εξ ολοκλήρου άγνωστη προς το παρόν, όμως είναι γεγονός ότι επιτυγχάνονται σημαντικά αποτελέσματα στο να μειώσουν σημαντικά έως και να εξαφανίσουν τα επεισόδια των κρίσεων για το διάστημα λήψης της θεραπείας αλλά και για αρκετό διάστημα μετά την διακοπή αυτής2-5.
Και μετά τι;
Είναι γεγονός ότι μετά την απομάκρυνση από την προφυλακτική αγωγή, ξεκινούν σε άλλοτε άλλο χρόνο, συνήθως μήνες μετά να επανεμφανίζονται κρίσεις6. Αρχικά είναι ήπιες και αραιές και σιγά σιγά πυκνώνουν και επιδεινώνονται σε διάρκεια και ένταση ώστε αρκετούς μήνες μετά, οι ασθενείς δυνατόν να επανέλθουν στην προτέρα κατάσταση7.
Η ιδέα για την εργασία μας γεννήθηκε κατά την αντιμετώπιση ασθενών μας με ανθεκτική ημικρανία οι οποίοι μετά πολύμηνη προφυλακτική θεραπεία βελτιώθηκαν σε ποσοστό περισσότερο από 70% ή και απαλλάχθηκαν από τις κρίσεις τους αλλά μετά την απομάκρυνση από την θεραπεία άρχισαν πολύ γρήγορα να επανεμφανίζουν κρίσεις οι οποίες σύντομα πύκνωναν και επιδεινώνονταν σε ένταση και διάρκεια.
Έτσι ξεκινήσαμε να επαναχορηγούμε ανά τακτά και για σύντομα χρονικά διαστήματα την προηγούμενη προφυλακτική αγωγή, με σκοπό την σταθεροποίηση και διατήρηση επί μακρόν της βελτίωσης που είχε επιτευχθεί στην αρχική πολύμηνη προφυλακτική θεραπεία.
Το θεραπευτικό σχήμα ονομάσαμε "Μακρόχρονα Επαναλαμβανόμενη Προφυλακτική Θεραπεία για την Ημικρανία" (ΜΕΠΘΗ).
Μεθοδολογία
Πρόκειται για αναδρομική μελέτη στην οποία συμπεριελήφθησαν 83 ασθενείς που προσήλθαν στο Ειδικό Ιατρείο Κεφαλαλγίας του Γενικού Νοσοκομείου Χανίων, σε διάστημα 2 ετών (2000-2002). Τα κριτήρια εισαγωγής των ασθενών αυτών στην εργασία ήταν:
Η αρχική πολύμηνη προφυλακτική αγωγή την οποία είχαν λάβει οι δύο ομάδες ασθενών μας ήταν παρόμοια (πίνακας 2), όπως και το διάστημα που την έλαβαν ήταν από 6 έως 10 μήνες, Μ.Ο. 7.5 (πίνακας 3).
Οι ασθενείς είχαν πάρει προφυλακτική θεραπεία11 με β-αναστολείς (μέχρι 120 mg/24h), με αναστολείς διαύλων ιόντων ασβεστίου(φλουναριζίνη 20 mg/24h), με τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά (αμιτριπτυλίνη μέχρι 25 mg/24h σε μορφή retard) ή συνδυασμό β-αναστολέων & αμιτριπτυλίνης, τοπιραμάτη μέχρι 150 mg και λιγότερο συχνά με εκλεκτικούς ανταγωνιστές των υποδοχέων της σεροτονίνης (SSRI's, ως φλουοξετίνη 20 mg/24h, παροξετίνη 20 mg/24h, σιταλοπράμη 20 mg/24h (πίνακας 2).
Το θέμα της παρούσας εργασίας, αφορά το μετά την διακοπή της δοθείσης προφυλακτικής αγωγής διάστημα.
Σε μερικούς ασθενείς με προηγούμενη σοβαρή ημικρανία παρόλο που πλέον μετά τη διακοπή της προφυλακτικής θεραπείας εμφάνιζαν σημαντική βελτίωση ως προς όλες τις παραμέτρους, συχνότητα, διάρκεια και ένταση των κρίσεων ή δεν εμφάνιζαν καθόλου κρίσεις (πίνακας 4), προτάθηκε επανάληψη θεραπευτικών σχημάτων με το φάρμακο που είχαν λάβει για προφυλακτική αγωγή, παρά το ότι ήταν ελεύθεροι κρίσεων ως εξής:
Το σχήμα αυτό που καταλήξαμε να τυποποιήσουμε, δεν στηρίχτηκε σε κανένα αιτιολογικό κριτήριο αλλά απλά σε λόγους πρακτικούς δηλ. να γνωρίζει ο ασθενής εκ των προτέρων ότι ξεκινά θεραπεία μια φορά στο 6μηνο και για 2 μήνες.
Τα θεραπευτικά σχήματα καθορίστηκαν ως εξής:
Αποτελέσματα
Ενώ οι 44 ασθενείς μας που δεν έλαβαν Μακρόχρονα Επαναλαμβανόμενη Προφυλακτική Θεραπεία για την Ημικρανία είχαν υποτροπιάσει σε άλλοτε άλλο χρονικό διάστημα και χρειάστηκε στο διάστημα 24-36 μηνών μετά το πέρας της αρχικής προφυλακτικής θεραπείας, να ξαναπάρουν προφυλακτική θεραπεία την οποία οι περισσότεροι ελάμβαναν και κατά την παρούσα εξέταση (πίνακας 4).
Συγκεκριμένα 24-36 μήνες μετά:
Συζήτηση
Είναι εντυπωσιακό και για μας το γεγονός, ότι 39 ασθενείς μας 24 έως 36 μήνες μετά την διακοπή της πολύμηνης προφυλακτικής αγωγής, εξακολουθούσαν να διατηρούν το καλό αποτέλεσμα που επετεύχθη με αυτή δηλ. βελτίωση >70% ή και απαλλαγή από τις κρίσεις τους εξακολουθώντας να λαμβάνουν τη θεραπεία προφύλαξης για περίπου 2 μήνες ανά 6μηνο.
Αντίθετα 44 ασθενείς μας, που ελέγχθηκαν και αυτοί 24-36 μήνες μετά τη διακοπή της, είχαν επανέλθει στην προτέρα κατάσταση και μέσα στο διάστημα αυτό είχαν υποβληθεί οι περισσότεροι και πάλι σε πολύμηνη προφυλακτική αγωγή.
Κατόπιν τούτου τίθενται τα ερωτήματα:
Θεωρούμε ότι το αποτέλεσμα δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί στο τυχαίο καθώς η εργασία συμπεριλαμβάνει ικανό αριθμό ασθενών και στις δυο ομάδες.
Παρόλα αυτά η παρατήρησή μας αν ελεγχθεί σε μεγαλύτερο αριθμό ασθενών και κυρίως για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, με τον σχεδιασμό πρόδρομης μελέτης ελπίζουμε να μπορέσει να απαντήσει ικανοποιητικά στα παραπάνω ερωτήματα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ