Ο ρόλος τον οποίον διαδραματίζει ο υποθάλαμος και το μεταιχμιακόν σύστημα εις την διαμόρφωσιν του σωματικού βάρους
ΜΠΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ Σ.Ι.
Α΄ Νευρoλoγική Κλιvική ΑΠΘ, Εργαστήριov Νευρoπαθoλoγίας και Ηλεκτρονικής Μικροσκοπήσεως, Νοσοκομείον ΑΧΕΠΑ

Περίληψη
Η παχυσαρκία, συνισταμένη εις την υπέρμετρον ανάπτυξιν του σωματικού βάρους, δυσανάλογον προς την ηλικίαν, το φύλον και το ύψος του ατόμου, αποτελεί έκφρασιν της διαταραχής του ενεργειακού ισοζυγίου, κατά την οποίαν τα πλεονάζοντα ενεργειακά αποθέματα κατατίθενται και προστίθενται εις την σωματικήν μάζαν αυτού, υπό την μορφήν λιπώδους ιστού. Φυσιολογικώς, τόσον περιφερικοί όσον και κεντρικοί ρυθμιστικοί μηχανισμοί ενορχηστρώνονται εις την διαμόρφωσιν αρμονικού μεταβολικού ισοζυγίου, διά του οποίου η εκάστοτε ενεργειακή απώλεια αναπληρούται ισοτίμως υπό της εντός βραχέων χρονικών πλαισίων προσλήψεως καταλλήλου τροφής, ποσοτικώς ικανής να καλύψη τας συναρτήσει της λειτουργικής δραστηριότητος του ατόμου ενεργειακάς δαπάνας αυτού. Ευρεία σειρά συντελεστών προερχομένων εκ του λιπώδους ιστού, του γαστρικού βλεννογόνου, του λεπτού εντέρου, του παγκρέατος και ετέρων ιστών κινητοποιούν, εισερχόμενοι εις τον εγκέφαλον, ορεξιγενείς και ανορεξιγενείς παράγοντας, υπό των οποίων αφ' ενός μεν εγείρεται η επιθυμία προς λήψιν και κατάλληλον επιλογήν τροφής, αφ' ετέρου δε σταθμίζεται το μέτρον της ποσοτικής διαστάσεως της προσλαμβανομένης τροφής, διά της επελεύσεως του αισθήματος της πληρώσεως και της δυσανεξίας διά την περαιτέρω σίτησιν εις τον κατάλληλον χρόνον. Αι λεπτίναι, προερχόμεναι κυρίως εκ του λευκού λιπώδους ιστού διαδραματίζουν ουσιώδη ρόλον εις την σταθεροποίησιν του σωματικού βάρους διά της ανταγωνιστικής δράσεως αυτών εις το επίπεδον του υποθαλάμου επί των υποδοχέων και του μηχανισμού της δράσεως του Νευροπεπτιδίου Υ, το οποίον μετά των υποκρετινών αποτελεί ουσιώδη συντελεστήν αυξήσεως των ενεργειακών αποθεμάτων, διά της επιτάσεως της επιθυμίας του ατόμου προς σίτισιν. Ο υποθάλαμος αποτελεί ουσιώδες κέντρον καθορισμού και διαμορφώσεως του σωματικού βάρους του ατόμου, αφ' ενός μεν διά της κινητοποιήσεως της επιθυμίας προς σίτισιν, αφ' ετέρου δε διά της διαμορφώσεως του όλου περιγράμματος της έσω εκκρίσεως και των ενεργειακών δαπανών. Παραλλήλως προς τον υποθάλαμον, αι προμετωπιαίαι περιοχαί ασκούν σημαντικόν ρόλον επί της διαμορφώσεως του σωματικού βάρους, διά του καθορισμού της βουλητικής συμπεριφοράς του ατόμου και των διαιτητικών επιλογών αυτού, συναρτήσει του συναισθηματικού υποβάθρου, της κοινωνικής συμπεριφοράς αυτού και των αξιολογικών συστημάτων και αρχών υπό των οποίων τούτο διαπνέεται. Ο κροταφικός λοβός, τόσον διά του ιπποκάμπου όσον και διά του αμυγδαλοειδούς πυρήνος, επιδρά καθοριστικώς εις την διαμόρφωσιν του σωματικού βάρους, δεδομένου ότι ασκείται υπ' αυτού σημαντικός έλεγχος επί της επιθυμίας προς λήψιν τροφής και τίθεται η κατάλληλος εκάστοτε συναισθηματική επένδυσις επί της διαιτητικής συμπεριφοράς του ατόμου υπό του αμυγδαλοειδούς πυρήνος και του ιπποκάμπου. Εκ του ουσιώδους ρόλου, τον οποίον διαδραματίζει ο εγκέφαλος εις την διαμόρφωσιν του σωματικού βάρους, καθίσταται αντιληπτόν, ότι παραλλήλως προς την επιλογήν καταλλήλων διαιτητικών σχημάτων και την κατάστρωσιν προγραμμάτων φυσικής ασκήσεως, διά την αντιμετώπισιν της παχυσαρκίας, ιδιαιτέραν βαρύτητα έχει η ανάλυσις του ενδοκρινολογικού περιγράμματος του ατόμου, η εξέτασις της διεγκεφαλικής και φλοιϊκής λειτουργίας, ο έλεγχος του αυτονόμου νευρικού συστήματος και η εμβάθυνσις εις την ψυχικήν σφαίραν αυτού, καθ΄ όσον υπ' αυτών εξαρτάται τα μέγιστα η εναρμόνισις του ενεργειακού ισοζυγίου και η τελική διαμόρφωσις του σωματικού βάρους του ατόμου.

Λεξικαί κλείδες: Παχυσαρκία, υποθάλαμος, αμυγδαλοειδής πυρήν, μεταιχμιακόν σύστημα, λεπτίναι, νευροπετίδιον Υ.

Εισαγωγή

Η διαμόρφωσις των σωματικών χαρακτήρων του ατόμου αποτελεί, κατά κύριον λόγον, την έκφρασιν των γενετικώς καθοριζομένων εγγενών πληροφοριών, αι οποίαι συν τω χρόνω επηρεαζόμεναι υπό εξωγενών ή επικτήτων συντελεστών, μετά των οποίων σταδιακώς συνυφαίνονται διαπλάθουν το ανά πάσαν ηλικίαν σωματικόν περίγραμμα, το οποίον μεταβάλλεται συναρτήσει της ηλικίας και των επιπροστιθεμένων εξωγενών παραμέτρων (Barsh και συνεργ. 2000).

Ο εγκέφαλος διαδραματίζει ουσιώδη ρόλον εις την ανάπτυξιν των σωματικών χαρακτήρων του ατόμου, τόσον διά του ελέγχου της έσω εκκρίσεως και των μεταβολικών διεργασιών, όσον και διά της υλοποιήσεως και εκφράσεως ψυχικών συντελεστών, οι οποίοι είναι δυνατόν να ασκήσουν άμεσον επίδρασιν επί των χαρακτηριστικών και της εκφράσεως του προσώπου, της εκτάσεως και του τύπου της πολιώσεως της κώμης. της γηράνσεως του δέρματος, του καθορισμού του σωματικού βάρους και του τύπου της κατανομής του λιπώδους ιστού.

Η επιθυμία προς λήψιν τροφής, η οποία διαδραματίζει ουσιώδη ρόλον εις την διαμόρφωσιν του σωματικού βάρους καθορίζεται υπό του εγκεφάλου, ως αίτημα αποκαταστάσεως του ισοζυγίου των ενεργειακών αναγκών αλλά και ως αίτημα συναισθηματικής εκφράσεως και κοινωνικής συμπεριφοράς, μεταβαλλομένη πολλάκις κατά περιόδους, αναλόγως προς το εκάστοτε διαμορφούμενον συναισθηματικόν υπόβαθρον και την λειτουργικότητα του ατόμου εντός του κοινωνικού χώρου (Fabricatore και Wadden 2006). Εκ παραλλήλου, είναι εύλογον ότι μία εκ των βασικών λειτουργιών του εγκεφάλου και ιδίως των αρχαιοτέρων μοιρών αυτού, είναι η προσπάθεια ρυθμίσεως του ενεργειακού ισοζυγίου και ελέγχου της μεταβολικής δραστηριότητος του ατόμου, δεδομένου ότι αι διεργασίαι αύται είναι κεφαλαιώδους βαρύτητος διά την προέκτασιν της επιβιώσεως αυτού.

Ο καθορισμός των νευρωνικών μηχανισμών, οι οποίοι αναπτύσσονται διά την διαμόρφωσιν του σωματικού βάρους του ατόμου περιλαμβάνει κυρίως (α) ευρείας περιοχάς του φλοιού των εγκεφαλικών ημισφαιρίων, αι οποίαι είναι ουσιώδους σημασίας διά την ανάπτυξιν του συναισθήματος και της συμπεριφοράς του ατόμου, (β) ευρείας περιοχάς του κρικοειδούς λοβού ή μεταιχμιακού συστήματος, αι οποίαι συμμετέχουν συνήθως εις την ανάπτυξιν της συναισθηματικής ομοιοστάσεως και (γ) περιοχάς του υποθαλάμου, διά των οποίων διαμορφούται το αρμονικόν περίγραμμα, το οποίον ασκεί καθοριστικήν βαρύτητα εις τον έλεγχον του σωματικού βάρους και σταθμίζεται η μεταξύ των σκελών του αυτονόμου νευρικού συστήματος εναρμόνισις.

Το εγκεφαλικόν στέλεχος, εκ παραλλήλου, συμμετέχει εις τας διεργασίας διαμορφώσεως του σωματικού βάρους, διά της αναπτύξεως αντανακλαστικών απαντήσεων συναρτήσει των οσφρητικών και γευστικών διεγέρσεων και διά της κινητοποιήσεως του φλοιού και των μεταιχμιακών σχηματισμών, διά τον καθορισμόν του μέτρου της επιθυμίας προς λήψιν τροφής και την αναζήτησιν των καταλλήλων διά τας ενεργειακάς και συναισθηματικάς απαιτήσεις του ατόμου εδεσμάτων (Cummings και Schwartz 2003).

Η αδυναμία του εγκεφάλου να ελέγξη τας ενεργειακάς απαιτήσεις του ατόμου, να εναρμονίση αυτάς προς τας εκάστοτε συναισθηματικάς συνθήκας, να αναπτύξη το αίσθημα της επιθυμίας προς λήψιν τροφής και να διαμορφώση το κατάλληλον περίγραμμα ενεργειακών προσλήψεων και δαπανών, οδηγεί εις μεταβολάς του σωματικού βάρους είτε προς την κατεύθυνσιν της ηυξημένης εναποθέσεως ενεργειακών αποθεμάτων και της αναπτύξεως παχυσαρκίας είτε προς την κατεύθυνσιν της πλημμελούς αναπληρώσεως των ενεργειακών δαπανών και της επελεύσεως απισχνάσεως.

Η κατάλληλος προσαρμογή προς τας ενεργειακάς απαιτήσεις του ατόμου, τόσον επί τη βάσει των περιβαλλοντολογικών συνθηκών, της δραστηριότητος και των διακυμάνσεων της σωματικής και ψυχικής ομοιοστάσεως αυτού όσον και υπό την επήρειαν των κλιματολογικών συνθηκών και των μεταβολών του μαγνητικού πεδίου της γης, πραγματοποιείται υπό του εγκεφάλου και αποτελεί συνεχή διεργασίαν, η οποία επιτελείται διηνεκώς κατά την εγρήγορσιν και τον ύπνον, εμπλέκουσα ικανόν αριθμόν νευροδιαβιβαστών, νευροχημικών και ορμονικών συντελεστών (Berthoud και Morrison 2008).

Εις τον σύγχρονον δυτικόν κόσμον τα φαινόμενα της παχυσαρκίας προσλαμβάνουν σημαντικάς διαστάσεις, ενώ η απίσχνασις, εξαιρουμένης της νευρογενούς ανορεξίας και των καταβολικών νοσημάτων, τείνει συνεχώς να περιορισθή. Το φαινόμενον αυτό ευλόγως οδηγεί εις την προσπάθειαν διερευνήσεως όλων των νευρωνικών μηχανισμών, ήτοι των νευροδιαβιβαστών, των νευροπεπτιδίων και των ορμονών, οι οποίοι ασκούν ουσιώδη ρόλον εις την ανάπτυξιν της παχυσαρκίας, επί μεταβολής του ρυθμιστικού μηχανισμού αυτών1. Εις την πλειάδα των συντελεστών, οι οποίοι μεταβάλλουν τα ενεργειακά αποθέματα επί το θετικώτερον, ιδιαιτέραν βαρύτητα έχουν τα ενδοκανναβοειδή, το νευροπεπτίδιον Υ, αι ορεξίναι, αι μελανοκορτίναι, η ορμόνη η συγκεντρώνουσα την μελανίνην και η σεροτονίνη, συναρτήσει προς τους ετέρους παράγοντας του μονοαμινεργικού συστήματος (Harrold και Halford 2006).

Η παχυσαρκία και η αντικειμενική εκτίμησις αυτής

Ο καθορισμός του σωματικού βάρους υπό των κατανεμομένων ενεργειακών αποθεμάτων, επί αρμονικής συντονιστικής λειτουργίας του εγκεφάλου, επιτρέπει την συμμετοχήν του λιπώδους ιστού εις την διαμόρφωσιν του σωματικού βάρους εις μεν τους άνδρας κατά 15-20%, εις δε τας γυναίκας κατά 25-30% επί του ολικού σωματικού βάρους2.

Η παχυσαρκία σήμερον αποτελεί σημαντικόν ιατρικόν πρόβλημα, δεδομένου ότι αποτελεί συχνόν υπόβαθρον μετά της υπερλιπιδαιμίας και του σακχαρώδους διαβήτου της αναπτύξεως πλειάδος καρδιαγγειακών και νευρολογικών νοσημάτων, συμβάλλουσα ουχί σπανίως εις την επιβράχυνσιν του προσδοκουμένου χρόνου επιβιώσως των ατόμων.

Εκτιμήσεις της εκτάσεως της παχυσαρκίας εις τας Ηνωμένας Πολιτείας της Αμερικής αποκαλύπτουν ότι οι 31% των ανδρών, έχοντες ηλικίαν άνω των 19 ετών και αι 35% των γυναικών της αυτής ηλικίας υπερβαίνουν το διά την ηλικίαν και το ύψος των προβλεπόμενον σωματικόν βάρος. Το αυτό ισχύει εις τας πλείστας ευρωπαϊκάς χώρας διά τους 15% των ανδρών και τας 22% των γυναικών.

Παθολογοφυσιολογικοί μηχανισμοί της παχυσαρκίας

Το σωματικόν βάρος ρυθμίζεται και σταθμίζεται διά σειράς συνεχών ανταλλαγών πληροφοριών μεταξύ του εγκεφάλου και των περιφερικών συστημάτων και ιδίως του λιπώδους ιστού και του γαστρεντερικού συστήματος, κατά τας οποίας πραγματοποιείται άλλοτε μεν κινητοποίησις ορεξιγενών παραγόντων, άλλοτε δε καταστολή αυτών και αντιστοίχου κινητοποιήσεως ανορεξιγενών συντελεστών, αναπτυσσομένου ούτως ενός δυναμικού ισοζυγίου, σκοπός του οποίου είναι να αναπτύσσεται αρμονικώς το σωματικόν βάρος, συναρτήσει της καθ' ύψος αναπτύξεως του σώματος και να σταθεροποιήται τούτο εντός των καταλλήλων ορίων διά την ηλικίαν και το φύλον του ατόμου, αποφευγομένων των ευρέων διακυμάνσεων αυτού.

Ούτω περιφερικά συστήματα σημάνσεως και μεταφοράς πληροφοριών εις τον εγκέφαλον διαμορφώνουν το παθοφυσιολογικόν περίγραμμα της παχυσαρκίας, εις το οποίον θα συμμετάσχη ούτος ως ο κύριος συντελεστής της τελικής εκβάσεως, αναπτυσσομένου κατ' ουσίαν, συνεχούς διαλόγου μεταξύ των περιφερικών συστημάτων και των νευροδιαβιβαστών, των νευροπεπτιδίων και των συντελεστών της έσω εκκρίσεως.

Κατά την λήψιν των γευμάτων, η απελευθερουμένη εκ του γαστρεντερικού συστήματος χολοκυστοκινόνη φέρεται προς το εγκεφαλικόν στέλεχος διά των απολήξεων του πνευμονογαστρικού νεύρου, μέσω της αντιδρόμου αξονοπλασματικής ροής, συμβάλλουσα, υπό την έννοιαν ενός βραχέος συστήματος σημάνσεως και μεταφοράς πληροφοριών, εις την απελευθέρωσιν ανορεξιγενών πεπτιδίων (Moran, 2000) και την αναστολήν της περαιτέρω επιθυμίας προς λήψιν τροφής.

Εκ των ετέρων περιφερικών συστημάτων ιδιαιτέραν βαρύτητα έχουν κυρίως η λεπτίνη, η ινσουλίνη και η γρελίνη3, ενώ εκ των ταχέως ανταποκρινομένων κεντρικών παραγόντων ιδιαιτέραν βαρύτητα έχουν αι ορεξίναι.

Ήδη από του 1994 κατέστη γνωστόν, ότι η αύξησις του σωματικού βάρους συνδέεται μετά της δράσεως της λεπτίνης4, η οποία περιεγράφη υπό του Friedman και των συνεργατών αυτού. Αύτη ασκεί καθοριστικόν ρόλον, ως παρατεταμένον σύστημα σημάνσεως, εις την λήψιν της τροφής και την αίσθησιν της πληρώσεως, κατ' επέκτασιν δε και εις την εναπόθεσιν του λιπώδους ιστού.

Η λεπτίνη φερομένη εις τον εγκέφαλον, διά μέσου του αιματοεγκεφαλικού φραγμού ασκεί την δράσιν της επί του υποθαλάμου, εις τον οποίον υπάρχουν εξειδικευμένοι υποδοχείς αυτής5 (LRb), αναστέλλουσα τα ορεξιγενή πεπτίδια και ευοδούσα την απελευθέρωσιν και δράσιν των ανορεξιγενών πεπτιδίων (Sakurai και συνεργ. 1998).

Η κινητοποίησις των υποδοχέων της λεπτίνης διά της STAT3 αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεσιν διά την δράσιν της λεπτίνης επ' αυτών6 (Myers και συνεργ. 2008). Τόσον η πλημμελής απελευθέρωσις της λεπτίνης ή αντιθέτως η διαμόρφωσις υψηλών επιπέδων αυτής εις το πλάσμα, όσον και η πλημμελής ενεργοποίησις των υποδοχέων αυτής συνεπάγονται, ευλόγως, την απορρύθμισιν των μηχανισμών των σταθεροποιούντων το σωματικόν βάρος και την, ως εκ τούτου, ανάπτυξιν παχυσαρκίας (Jeanrenaud και Rohner-Jeanrenaud 2001).

Ουσιώδη ρόλον, επιπροσθέτως, εις την επιθυμίαν προς λήψιν τροφής και εις την εμφάνισιν του αισθήματος της πληρώσεως διαδραματίζουν αι ορεξίναι ή υποκρετίναι, διακρινόμεναι εις την ορεξίνην Α και Β, αμφότεραι των οποίων επιδρούν κυρίως εις την πλαγίαν μοίραν του υποθαλάμου. Η απελευθέρωσις και η δράσις αυτών καθορίζεται μεταξύ των ετέρων συντελεστών και υπό της λεπτίνης, του νευροπεπτιδίου Υ, της υπογλυχαιμίας και της νηστείας7.

Παραλλήλως προς την διαμόρφωσιν του σωματικού βάρους αι ορεξίναι διαδραματίζουν σημαντικόν ρόλον εις την εναλλαγήν του ύπνου και της εγρηγόρσεως, εμπλεκόμεναι εις το φαινόμενον της ναρκοληψίας, μετέχουν δε εις τας συναισθηματικάς διακυμάνσεις του ατόμου, εις την διεργασίαν της μαθήσεως, της μνημονικής εγχαράξεως και εις την ανάπτυξιν της κοινωνικής συμπεριφοράς αυτού.

Η συμβολή του εγκεφάλου εις τον καθορισμόν του σωματικού βάρους

Ο καθορισμός της ομοιοστάσεως του σωματικού βάρους πραγματοποιείται, όπως σταδιακώς καθίσταται αντιληπτόν, διά σειράς ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της περιφερείας και του εγκεφάλου, εις τον οποίον το μεταιχμιακόν σύστημα και ο υποθάλαμος καταλαμβάνουν κεντρικήν θέσιν διά την διαμόρφωσιν όλου του μηχανισμού ελέγχου και καθορισμού του ενεργειακού ισοζυγίου.

Υπό την απλουστέραν έννοιαν καθίσταται αντιληπτόν, ότι υπό του εγκεφάλου αναπτύσσονται μηχανισμοί, οι οποίοι (α) επηρεάζουν την συμπεριφοράν του ατόμου ως προς την λήψιν τροφής και την επίτασιν της σωματικής δραστηριότητος, (2) επηρεάζουν την λειτουργικότητα του αυτονόμου νευρικού συστήματος, διά του οποίου καθίσταται εφικτός ο έλεγχος του ενεργειακού ισοζυγίου και αι διεργασίαι του μεταβολισμού, (3) κινητοποιούν την έσω έκκρισιν και ιδίως την απελευθέρωσιν αυξητικής ορμόνης, θυροξίνης, ινσουλίνης, στεροειδών των επινεφριδίων και των γονάδων, διά των οποίων διαμορφούται και υλοποιείται ο τρόπος και ο τύπος της καταθέσεως ή της άρσεως των ενεργειακών αποθεμάτων.

Ο ρόλος του υποθαλάμου

Ο υποθάλαμος διαδραματίζει ουσιώδη ρόλον εις την αίσθησιν της ορέξεως και του κορεσμού, διά ευρέων νευρωνικών δικτύων, τα οποία ανεπτύχθησαν εις την πλαγίαν μοίραν αυτού, η διαταραχή της λειτουργικότητος των οποίων συνεπάγεται την ανάπτυξιν παχυσαρκίας (Elmquist και συνεργ. 1999). Επί πλέον, επί του υποθαλάμου εστιάζεται η δράσις ευρείας σειράς ορμονών, όπως είναι αι λεπτίναι, η γρελίνη, τα οιστρογόνα, η προλακτίνη, τα κορτικοειδή του φλοιού των επινεφριδίων, και η ρεζιστίνη, αι οποίαι εμπλέκονται εις πλείστας μεταβολικάς διεργασίας και συμβάλλουν τα μέγιστα εις την εναρμόνισιν του ενεργειακού ισοζυγίου.

Ικανά νευρωνικά δίκτυα της πλαγίας μοίρας του υποθαλάμου περιέχουν νευρώνας ευαισθήτους εις την δράσιν της υποκρετίνης (ορεξίνης), ενώ έτερα είναι ευαίσθητα εις την δράσιν της ορμόνης, η οποία συγκεντρώνει την μελανίνην (MCH). Οι εν λόγω νευρώνες, οι οποίοι ευλόγως είναι ευαίσθητοι εις την δράσιν της γρελίνης και των λεπτινών, ασκούν καθοριστικόν ρόλον εις την επιθυμίαν προς λήψιν τροφής, εις την διεργασίαν της μαθήσεως, της μνημονικής εγχαράξεως και της συναισθηματικής κινητοποιήσεως του ατόμου. Η επίδρασις της σεροτονίνης, της νορεπινεφρίνης, της ντοπαμίνης επί των εν λόγω νευρωνικών δικτύων επηρεάζει τα μέγιστα την συμπεριφοράν του ατόμου, ως προς την λήψιν τροφής και την διαμόρφωσιν του ενεργειακού ισοζυγίου αυτού. Οι εν λόγω νευρώνες διεγείρονται τα μέγιστα επί νηστείας και καταστέλλονται υπό των λεπτινών και υπό εντόνων διεγέρσεων του μονοαμινεργικού συστήματος.

Ιδιαιτέραν βαρύτητα επί της διαμορφώσεως του σωματικού βάρους έχει η επίδρασις επί του υποθαλάμου του νευροπεπτιδίου Υ (NPY), το οποίον ευρίσκεται ικανώς εις τας περισσοτέρας δομάς του κεντρικού νευρικού συστήματος8. Το εν λόγω πεπτίδιον απελευθερούμενον συμβάλλει τα μέγιστα εις την αύξησιν της επιθυμίας προς λήψιν τροφής και εις τον περιορισμόν των ενεργειακών δαπανών, προάγον ούτω την ανάπτυξιν παχυσαρκίας.

Ανταγωνιστικόν ρόλον επί της απελευθερώσεως του Νευροπεπτιδίου Υ και της δράσεως αυτού επί του υποθαλάμου ασκεί η ινσουλίνη (Schwartz και συνεργ. 2000), η οποία φερομένη εις το κεντρικόν νευρικόν σύστημα καταστέλλει την όρεξιν και αυξάνει τας ενεργειακάς δαπάνας.

Εκ των ετέρων επί μέρους μοιρών του υποθαλάμου η έσω κοιλιακή μοίρα διαδραματίζει ουσιώδη ρόλον εις την αύξησιν του μεταβολισμού και τον περιορισμόν της επιθυμίας προς λήψιν τροφής, δεδομένου ότι τα νευρωνικά δίκτυα αυτού, κατ΄ αναλογίαν προς τους νευρώνας του τοξοειδούς πυρήνος, είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητα εις την επίδρασιν των λεπτινών και συγχρόνως ασκούν διεγερτικήν δράσιν επί των νευρώνων, οι οποίοι φέρουν υποδοχείς της προοπιομελανοκορτίνης (POMC) και είναι, ως εκ τούτου, ευαίσθητοι εις την δράσιν αυτής.

Επιπροσθέτως εις τους πλαγίους πυρήνας του υποθαλάμου εκφράζεται εκδήλως η δράσις του νευροτρόφου παράγοντος του προερχομένου εκ του εγκεφάλου (BDNF), ο οποίος παραλλήλως προς την ουσιαστικήν συμβολήν του εις την συναπτογένεσιν του κεντρικού νευρικού συστήματος και την νευρωνικήν πλαστικότητα, ασκεί ηπίαν ανορεκτικήν δράσιν και συμβάλλει εις τον περιορισμόν της εναποθέσεως του λιπώδους ιστού και ενίοτε εις την απώλειαν του σωματικού βάρους.

Οι ραχιαίοι μέσοι πυρήνες του υποθαλάμου, συμπεριλαμβανομένου και του υπερχιασματικού πυρήνος, εντάσσουν εντός των νευρωνικών δικτύων αυτών, νευρώνας οι οποίοι φέρουν υποδοχείς των λεπτινών και της γρελίνης, εμπλεκόμενοι ούτω εις τον ενεργειακόν ισολογισμόν και την διαμόρφωσιν του σωματικού βάρους9. Βλάβαι των νευρωνικών δικτύων της εν λόγω περιοχής έχουν ως αποτέλεσμα, ως εκ τούτου, την υποφαγίαν και την ελάττωσιν του σωματικού βάρους.

Είναι ουσιώδους σημασίας το γεγονός ότι όλαι αι εκ της περιφερείας επιδράσεις επί του υποθαλάμου και αι συναρτήσει αυτών απαντήσεις τροποποιούνται συνεχώς, δεδομένου ότι η συναπτική πλαστικότης του υποθαλάμου, επιτρέπει την ανάπτυξιν διεργασιών εξοικειώσεως προς τας περιφερικάς επιδράσεις και αναπροσαρμογής των λειτουργικών εκφράσεων αυτού, εις σημείον ώστε να καταβάλλεται πάντοτε προσπάθεια επιτεύξεως ενεργειακών ισοζυγίων και ομοιοστατικής ισορροπίας και αποφεύξεως ακραίων και ενδεχομένως τραγικών μεταβολών του σωματικού βάρους του ατόμου.

Ο ρόλος του μετωπιαίου λοβού

Ο μετωπιαίος λοβός διαμορφώνει και εκφράζει τας βουλητικάς τάσεις του ατόμου, διά σειράς διεργασιών, εις τας οποίας πρυτανεύει το κριτικόν στοιχείον και διά των οποίων καθίσταται εφικτός ο προγραμματισμός και η ανάπτυξις στρατηγικής εις την έκφρασιν των εκάστοτε επί μέρους τύπων της συμπεριφοράς αυτού. Επί της λήψεως της τροφής, ισχυρόν βουλητικόν έλεγχον ασκεί η προμετωπιαία περιοχή του δεξιού μετωπιαίου λοβού, διά της οποίας καθίσταται εφικτή η εκλεκτική λήψις τροφής, η ποσοτική και ποιοτική διαφοροποίησις αυτής και η άσκησις νηστείας, συμφώνως προς τας αρχάς και τα αξιολογικά συστήματα του ατόμου. Αμφότεροι δε οι μετωπιαίοι λοβοί εναρμονίζουν την λήψιν τροφής προς τας κοινωνικάς συνθήκας, υπό τας οποίας ευρίσκεται το άτομον και καθιστούν την σίτισιν μέσον εκφράσεως των κοινωνικών συναισθημάτων και αναπόσπαστον μέρος της κοινωνικής συμπεριφοράς.

Αι μετωπιαίαι ρυθμιστικαί ώσεις, αι οποίαι εξαρτώνται εκ της βουλήσεως εν συνδυασμώ προς τας περιφερικάς πληροφορίας, τας φερομένας διά του συστήματος των λεπτινών και της γρελίνης κινητοποιούν εκ παραλλήλου το σύστημα της μελανοκορτίνης εις τον υποθάλαμον, το οποίον εμπλέκεται εις την παρατεταμένην ρύθμισιν του ενεργειακού ισοζυγίου διά της κινητοποιήσεως νευρώνων του τοξοειδούς πυρήνος ή των πλαγίων υποθαλαμικών πυρήνων, οι οποίοι διεγειρόμενοι ασκούν ανορεκτικήν επίδρασιν αφ' ενός μεν μέσω GABA-εργικών νευρώνων, αφ' ετέρου δε μέσω των ενδογενών οπιοειδών και του μονοαμινεργικού συστήματος.

Η διέγερσις επιπροσθέτως των εν λόγω κυττάρων κινητοποιεί την απελευθέρωσιν των ορμονών, αι οποίαι διεγείρουν τα μελανινοκύτταρα (α-, β- και γ-MSH), την β- ενδορφίνην και την φλοιοτρόπον ορμόνην, αι οποίαι αυξάνουν την ενεργειακήν ανάλωσιν και εκ παραλλήλου ασκούν ανορεκτικήν δράσιν επί του ανθρώπου. Μεταξύ των εν λόγω κυττάρων και των νευρωνικών δικτύων, τα οποία διεγείρουν την απελευθέρωσιν του νευροπεπτιδίου Υ και την ευαισθητοποίησιν των υποδοχέων αυτού υφίσταται έντονος ανταγωνιστική δράσις, δεδομένου ότι το εν λόγω νευροπεπτίδιον προάγει την επιθυμίαν προς λήψιν τροφής και περιορίζει την ενεργειακήν δαπάνην.

Ο ρόλος του κροταφικού λοβού

Ο κροταφικός λοβός συνδέεται αρρήκτως μετά της λειτουργίας της μνήμης, της διαμορφώσεως του συναισθήματος και της συμπεριφοράς του ατόμου και της αναπτύξεως του συναισθηματικού και ηθικού υποβάθρου της κοινωνικής λειτουργικότητος αυτού.

Δομαί του κροταφικού λοβού10, αι οποίαι συμμετέχουν εις την διαμόρφωσιν του συναισθήματος και της συμπεριφοράς του ατόμου, όπως είναι ο αμυγδαλοειδής πυρήν και ο ιππόκαμπος συμβάλλουν ουσιωδώς εις την διαμόρφωσιν του σωματικού βάρους και εις τον τύπον της κατανομής του λιπώδους ιστού εις τας επί μέρους περιοχάς του σώματος.

Ο αμυγδαλοειδής πυρήν φαίνεται ότι ασκεί ρυθμιστικόν ρόλον επί του ιπποκάμπου, ως προς την κινητοποίησιν των διεργασιών της ορεξιγενούς ή ανορεξιγενούς δράσεως αυτού και της κατ' επέκτασιν αυξήσεως ή αναλώσεως των ενεργειακών αποθεμάτων.

Τόσον κλινικαί μελέται επί του ανθρώπου όσον και επί πειραματικών προτύπων, απέδειξαν ότι βλάβαι και μορφολογικαί αλλοιώσεις εις τον αμυγδαλοειδή πυρήνα οδηγούν εις υποφαγίαν και απώλειαν σωματικού βάρους. Εν τούτοις, αι πολυάριθμοι πειραματικαί παρατηρήσεις δεν ωδήγησαν εις σταθεράν ομοφωνίαν επί του ρόλου, τον οποίον διαδραματίζουν οι επί μέρους κυτταρικαί ομάδες ή πυρήνες του αμυγδαλοειδούς πυρήνος εις την απώλειαν ή την προσθήκην του σωματικού βάρους (Box και Mogenson 1975).

Ούτως, αλλοιώσεις του κεντρικού πυρήνος άλλοτε μεν επιφέρουν αύξησιν άλλοτε δε ελάττωσιν του σωματικού βάρους εις πειραματικά πρότυπα, αναλόγως προς το είδος και το φύλον αυτών (Bovetto και Richard 1995), γεγονός το οποίον υπό την νευροδιαβιβαστικήν έποψιν παραμένει εν πολλοίς ανερμήνευτον, καθ΄ όσον ούτος εις τα περισσότερα είδη είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητος εις τας μονοαμινεργικάς διεγέρσεις, αι οποίαι κατά κανόνα οδηγούν εις αρνητικόν ενεργειακόν ισολογισμόν (Lenard και Hahn 1985).

Βλάβαι εις την οπισθίαν ραχιαίαν μοίραν του αμυγδαλοειδούς πυρήνος προκαλούν υπερφαγίαν και σαφή αύξησιν του σωματικού βάρους, η οποία συνοδεύεται υπό υπερινσουλιναιμίας (King και συνεργ.1996, 1999).

Μνημονικαί εγχαράξεις επί του ιπποκάμπου, φέρουσαι την κατάλληλον συναισθηματικήν επένδυσιν δύνανται να επιδράσουν θετικώς ή αρνητικώς επί άλλοτε άλλον χρόνον, επί της επιθυμίας προς λήψιν τροφής και επί της κοινωνικής διαιτητικής συμπεριφοράς του ατόμου, έχουσαι θετικάς ή αρνητικάς συνεπείας επί της διαμορφώσεως του σωματικού βάρους.

Ο ρόλος του εγκεφαλικού στελέχους

Το εγκεφαλικόν στέλεχος διά της κοιλιακής καλυπτρικής δεσμίδος, διαδραματίζει σημαντικόν ρόλον εις την διαμόρφωσιν της συμπεριφοράς του ατόμου, ως προς την λήψιν τροφής και την στοιχειοθέτησιν των διαιτητικών συνηθειών αυτού.

Αι συνδέσεις της κοιλιακής καλυπτρικής δεσμίδος μετά του συστήματος των διεγειρόντων αμινοξέων της προμετωπιαίας περιοχής, επιτρέπει την βουλητικήν παρέμβασιν και τον κριτικόν έλεγχον και επιλογήν διά την διαμόρφωσιν του γενικού διαιτητικού πλαισίου, το οποίον χαρακτηρίζει την συνήθη τροφικήν συμπεριφοράν του ατόμου.

Αι συνδέσεις δε της κοιλιακής καλυπτρικής δεσμίδος μετά του υποθαλάμου και των μεταιχμιακών περιοχών του κροταφικού λοβού διαδραματίζουν ουσιώδη ρόλον εις την ρύθμισιν του ενεργειακού ισοζυγίου και την διαμόρφωσιν του σωματικού βάρους.

Η λειτουργικότης του κατωτέρου εγκεφαλικού στελέχους εκ παραλλήλου, η οποία εκφράζεται διά του αυτονόμου κυρίως νευρικού συστήματος και ιδίως διά του παρασυμπαθητικού μέσω του ραχιαίου πυρήνος του πνευμονογαστρικού νεύρου, ασκεί καθοριστικόν ρόλον επί της λειτουργίας του γαστρενετερικού συστήματος. Εκ παραλλήλου κεντρομόλοι ώσεις αναφερόμεναι εις την γεύσιν των τροφών, την σύστασιν και την μηχανικήν αντίστασιν αυτών, φερόμεναι προς τον πυρήνα της μονήρους δεσμίδος και τον πυρήνα της νωτιαίας δεσμίδος του τριδύμου συμβάλλουν τα μέγιστα εις την ανάπτυξιν αντανακλαστικών μηχανισμών, οι οποίοι θα αναχαιτίσουν ή θα διακόψουν πλήρως την λήψιν τροφής ή αντιθέτως θα επιτείνουν την λήψιν αυτής. Είναι ουσιώδους σημασίας διά την ανάπτυξιν της αντανακλαστικής απαντήσεως του εγκεφαλικού στελέχους εις την λήψιν της τροφής, η διαπιστωθείσα παρουσία υποδοχέων της γρελίνης εις τους νευρώνας του πυρήνος της μονήρους δεσμίδος.

Εκ της ουσιώδους παρεμβάσεως του εγκεφάλου εις την διαμόρφωσιν του σωματικού βάρους, καθίσταται αντιληπτόν ότι παρ' όλην την έμφασιν η οποία δίδεται σήμερον εις την διαμόρφωσιν καταλλήλων διαιτητικών σχημάτων ή προγραμμάτων σωματικής ασκήσεως, διά την σταθεροποίησιν του σωματικού βάρους ή την σταδιακήν απώλειαν αυτού επί παχυσαρκίας, το επιζητούμενον αποτέλεσμα δεν είναι δυνατόν να επιτευχθή ή επιτυγχανόμενον μετά από πολλάς διαιτητικάς προσπαθείας θα παραμείνη ασταθές, του ατόμου κατά κανόνα παλινδρομούντος εις το προγενέστερον σωματικόν βάρος, εάν δεν μελετηθή επισταμένως και κατ΄ επανάληψιν το ενδοκρινολογικόν περίγραμμα, η διεγκεφαλική και φλοιϊκή λειτουργία, το αυτόνομον νευρικόν σύστημα και η ψυχική σφαίρα του παχυσάρκου ατόμου, καθ΄ όσον υπ' αυτών κατ' ουσίαν εξαρτάται η εναρμόνισις του ενεργειακού ισοζυγίου και η τελική διαμόρφωσις του σωματικού βάρους του ατόμου.


  1. Η αντίληψις ότι ο άνθρωπος, κατ' αναλογίαν προς τα ζώα, τείνει να αποκτά θετικόν ενεργειακόν ισοζύγιον διά να δυνηθή να ανταποκριθή εις περιόδους σιτοδείας, απετέλεσεν το έρεισμα της διατυπώσεως της υποθέσεως του "γονοτύπου της εξοικονομήσεως", η οποία συνεζητήθη κατά την προηγουμένην δεκαετίαν (Neel, 1999). Συμφώνως προς την εν λόγω υπόθεσιν έν παχύσαρκον άτομον βάρους 150 χιλιογράμμων, ηύξησεν ακουσίως το βάρος του διά να έχη την δυνατότητα να επιζήση εις καταστάσεις σιτοδείας επί 150 ημέρας.
  2. Το σωματικόν βάρος δεν καθορίζεται μόνον από τας συγκεντρώσεις των αποθεμάτων του λιπώδους ιστού αλλά και από το οστικόν βάρος και τας μυϊκάς μάζας τoυ ατόμου. Ως εκ τούτου η εκτίμησις του σωματικού βάρους και κατ΄ επέκτασιν της παχυσαρκίας καθορίζεται κυρίως διά του δείκτου Quetelet ή δείκτου της σωματικής μάζης (BMI), ο οποίος υπολογίζεται διά της σχέσεως BMI = βάρος εις χιλιόγραμμα/ύψος εις μέτρα2. Η αναλογία του σωματικού λίπους καθορίζεται διά της εξισώσεως του Deurenberg, η οποία διατυπούται ως ακολούθως: Αναλογία σωματικού λίπους=1,2 (BMI) + 0,23(ηλικία εις έτη)-10,8 (φύλον)-5,4. Ο συντελεστής του φύλου είναι 1 διά τους άνδρας και 0 διά τας γυναίκας. Η αναλογία του λίπους άνω των 25% του σωματικού βάρους διά τους άνδρας και άνω του 33% διά τας γυναίκας καθορίζει την παχυσαρκίαν. Κατά την παγκόσμιον οργάνωσιν υγείας (WHO), η παχυσαρκία χαρακτηρίζεται ως πρώτου βαθμού όταν ο δείκτης σωματικής μάζης (BMI) ευρίσκεται μεταξύ 25-29,9 kg/m2, ως δευτέρου βαθμού όταν ο δείκτης σωματικής μάζης (BMI) ευρίσκεται μεταξύ 30-39,9 kg/m2 και ως τρίτου βαθμού όταν ο δείκτης σωματικής μάζης (BMI) ευρίσκεται μεταξύ 40-50 kg/m2.
  3. Η γρελίνη αποτελεί πεπτίδιον, αποτελούμενον από 28 αμινοξέα, απελευθερούμενον εκ του στομάχου , το οποίον εισερχόμενον εις το κεντρικόν νευρικόν σύστημα επιδρά επί της απελευθερώσεως της αυξητικής ορμόνης. Η ηυξημένη απελευθέρωσις γρελίνης οδηγεί εις υπερφαγίαν και προάγει την ανάπτυξιν παχυσαρκίας, προφανώς μέσω της ενισχύσεως της δράσεως του νευροπεπτιδίου Υ (Tschop και συνεργ. 2000) και της ανταγωνιστικής δράσεως αυτής επί της λεπτίνης. Δύο τύποι υποδοχέων της γρελίνης ( Ia και Ib) περιεγράφησαν ήδη, οι οποίοι κατανέμονται ευρέως εις τα νευρωνικά δίκτυα του υποθαλάμου, τόσον επί των προσυναπτικών όσον και επί των μετασυναπτικών μεμβρανών. Η δράσις της γρελίνης επί των υποδοχέων αυτής ενεργοποιεί συν τοις άλλοις και το σύστημα των G πρωτεϊνών, προάγουσα, κατ' επέκτασιν, την φωσφορυλίωσιν των ινοσιτολών και την υπ' αυτών διακίνησιν του ασβεστίου εντός των δεξαμενών του λείου ενδοπλασματικού δικτύου.
  4. Η λεπτίνη είναι πρωτεΐνη μοριακού βάρους 16-kD, παραγομένη κατά κύριον λόγον εις τον λευκόν λιπώδη ιστόν, τους σκελετικούς μύες, τα οστά, τον θόλον του στομάχου και τον πλακούντα, διαδραματίζουσα σημαντικόν ρόλον εις την ρύθμισιν του σωματικού βάρους. Εν τούτοις, επί υπερμέτρου αυξήσεως του σωματικού βάρους η λεπτίνη παύει να δύναται να ασκήση σημαντικόν ρόλον εις τον έλεγχον αυτού (Considine και συνεργ. 1996). Εκ παραλλήλου υφίστανται ενδείξεις ότι η λεπτίνη ασκεί επίδρασιν επί του ανοσοποιητικού συστήματος, του καρδιαγγειακού συστήματος και των οστών (Ducy και συνεργ., 2000).
  5. Οι υποδοχείς της λεπτίνης (LRs) αποτελούν μέλη της ομάδος gp130, της τάξεως Ι των υποδοχέων των κυττοκινών, οι οποίοι χρησιμοποιούν την κινάσην Jak, διά την μεταφοράν των πληροφοριών (Tartaglia, 1997), την ενεργοποίησιν της οδού επικοινωνίας STAT 3 και την οδόν της ενεργοποιήσεως της κινάσης MAP διά της συμμετοχής και κινητοποιήσεως της φωσφατάσης SHP-2. Εις τα πλαίσια των υποδοχέων της τάξεως Ι των κυττοκινών εντάσσονται και οι υποδοχείς της ιντερλευκίνης 6, της ογκοστατίνης Μ, του παράγοντος αναχαιτήσεως της λευχαιμίας και του μικρολαχνικού νευροτρόπου παράγοντος (CNTF). Ως προς την λεπτίνην περιεγράφησαν έξ επί μέρους τύποι υποδοχέων αυτής, εκ των οποίων τον σημαντικότερον ρόλον, επί της ενεργειακής ομοιοστάσεως διαδραματίζουν οι υποδοχείς β (LRβ) αυτής.
  6. Η λεπτίνη συμβάλλει εις την φωσφορυλίωσιν των Tyr985 επί των υποδοχέων αυτής και εις την καταστολήν του μηχανισμού 3 της κινητοποιήσεως των κυττοκινών. Η πλημμελής έκφρασις των ανωτέρων μηχανισμών οδηγεί εις την αντίστασιν της δράσεως της λεπτίνης και εις την κατ' επέκτασιν ανάπτυξιν της παχυσαρκίας. Εκ παραλλήλου η λεπτίνη διεγείρει την παραγωγήν του α-MSH, ο οποίος αποτελεί συναγωνιστήν των υποδοχέων MC4 και αναστέλλει συγχρόνως την παραγωγήν του παράγοντος AgRP, ο οποίος ασκεί ανταγωνιστικήν δράσιν επί των εν λόγω υποδοχέων. Οι MC4 υποδοχείς ευρίσκονται επί των νευρώνων TRH του παρακοιλιακού πυρήνος του υποθαλάμου, οι οποίοι ασκούν ρυθμιστικόν ρόλον επί της λειτουργίας του θυρεοειδούς και επί των MCH νευρώνων της πλαγίας μοίρας του υποθαλάμου, οι οποίοι ασκούν καθοριστικόν ρόλον επί της λήψεως τροφής.
  7. Η πειραματική χορήγησις αντισωμάτων προς τας ορεξίνας ή η χορήγησις ανταγωνιστών προς τους υποδοχείς αυτών οδηγεί εις την υποφαγίαν και εις την απώλειαν σωματικού βάρους.
  8. Είναι ουσιώδους βαρύτητος το γεγονός ότι οι υποδοχείς Υ1 και Υ2 του νευροπεπτιδίου Υ είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητοι εις την επίδρασιν της υποκρετίνης, γεγονός το οποίον οδηγεί εις την σκέψιν ότι το σύστημα της υποκρετίνης ή ορεξίνης ασκεί ρυθμιστικόν ρόλον εις την συμπεριφοράν του νευροπεπτιδίου Υ επί της σταθμίσεως του ενεργειακού ισοζυγίου του ατόμου.
  9. Τα νευρωνικά δίκτυα της μέσης ραχιαίας μοίρας του υποθαλάμου συμβάλλουν τα μέγιστα εις την διαμόρφωσιν των εναλλασσομένων κυκλικών λειτουργικών ρυθμών του αυτονόμου νευρικού συστήματος, εις την εναλλαγήν του ύπνου και της εγρηγόρσεως, εις την θερμορρύθμισιν και εις την κινητικήν συμπεριφοράν του ατόμου. Η αρμονική εναλλαγή των βιολογικών ρυθμών υπό του υποθαλάμου αποτελεί βασικήν λειτουργίαν αυτού, καθορίζουσα την έσω έκκρισιν, τον ύπνον και την εγρήγορσιν, την εναλλαγήν του τόνου του συμπαθητικού και παρασυμπαθητικού συστήματος, την διαμόρφωσιν του μυϊκού τόνου, την έντασιν της προσοχής και της αισθητικοαισθητηριακής αντιλήψεως, την συμπεριφοράν και το συναίσθημα του ατόμου. Οι κυκλικοί βιολογικοί ρυθμοί επηρεάζονται από την φωτεινότητα του περιβάλλοντος, μέσω των φωτοϋποδεκτικών κυττάρων του αμφιβληστροειδούς, τα οποία συνδεόμενα μετά των έξω γονατωδών σωμάτων μεταφέρουν μέσω αυτών την πληροφορίαν της φωτεινότητος εις τον υποθάλαμον, ο οποίος απαντά εις τας μεταβολάς της εντάσεως του φωτός και ουχί εις την εναλλαγήν των χρωμάτων, το σχήμα των αντικειμένων ή την κινητικήν ή στατικήν κατάστασιν αυτών. Τα εν λόγω κύτταρα του αμφιβληστροειδούς περιέχουν μελανοψίνην και κρυπτοχρώμην, διά των οποίων καθίστανται ιδιαιτέρως ευαίσθητα εις την φωτεινότητα του περιβάλλοντος (Menaker. 2002). Εκ παραλλήλου, πολλά εξ αυτών περιέχουν πεπτίδιον, το οποίον ενεργοποιεί την αδενυλικήν κυκλάσιν εις την υπόφυσιν (PACAP), επηρέζον κατ΄ επέκτσιν την υποθαλαμο-υποφυσιακήν λειτουργίαν, συναρτήσει των φωτεινών ερεθισμάτων, τα οποία δέχεται ο αμφιβληστροειδής. Οι σεροτονεργικοί νευρώνες και οι νευρώνες των πυρήνων της ραφής του εγκεφαλικού στελέχους επηρεάζονται από τα νευρωνικά δίκτυα των έξω γονατωδών σωμάτων, ενώ συγχρόνως ασκούν και ούτοι κατασταλτικήν επίδρασιν επ' αυτών.
  10. Η συμβολή του κροταφικού λοβού εις την διαμόρφωσιν του σωματικού βάρους επεσημάνθη ήδη το 1888 υπό των Brown και Schafer, οι οποίοι παρετήρησαν, ότι κροταφικαί λοβεκτομαί εις ανθρωποειδή προεκάλεσαν αύξησιν της επιθυμίας αυτών προς λήψιν τροφής και σχεδόν πλήρη έλλειψιν του αισθήματος του κορεσμού. Κροταφικαί λοβεκτομαί επί του ανθρώπου επεβεβαίωσαν τας παρατηρήσεις των Brown και Schafer, δεδομένου ότι προεκάλεσαν υπερφαγίαν και συνωδεύθησαν υπό εντυπωσιακής αυξήσεως του σωματικού βάρους των πασχόντων (Marlowe και συνεργ. 1975) εις τα πλαίσια του πλήρους συνδρόμου των Kluver-Bucy.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Barsh GS, Farooqi IS, O'Rahilly S. Genetics of body-weight regulation. Nature;2000. 404:644-651.

Berthoud HR, Morrison C: The Brain, Appetite, and Obesity.Annual Review of Psychology 59: 55-92, 2008.

Box BM, Mogenson GJ.: Alterations in ingestive behaviors after bilateral lesions of the amygdala in the rat. Physiol. Behav. 1975, 15: 679-688.

Bovetto S, Richard D.: Lesion of central nucleus of amygdala promotes fat gain without preventing effect of exercise on energy balance. Am. J. Physiol. Regulatory Integrative Comp. Physiol. 1995, 269: 781-786.

Brown S, Schafer EA.: An investigation into the functions of the occipital and temporal lobes of the monkey's brain. Philos Trans R Soc Lond B Biol Sci 1888, 179: 303-327.

Cummings D E, Schwartz M W: Genetics and Pathophysiology of Human Obesity. Annual Review of MedicineVol. 54, 2003: 453-471.

Considine RV, Sinha MK, Heiman ML, Kriauciunas A, Stephens TW, Nyce MR, Ohannesian JP, Marco CC, McKee LJ, Bauer TL.: Serum immunoreactive-leptin concentrations in normal-weight and obese humans. N. Engl. J. Med. 1996, 334, 292-295.

Ducy P, Amling M, Takeda S, Priemel M, Schilling AF, Beil FT, Shen J, Vinson C, Ruegger JM, Karsenty G.: Leptin inhibits bone formation through a hyppothalamic relay: a central control of bone mass. Cell 100, 2000, 197-207.

Elmquist JK, Elias CF, Saper CB.: From lesions to leptin: hypothalamic control of food intake and body weight. Neuron 22, 1999, 221-232.

Fabricatore A N, Wadden T A.: Obesity. Annual Review of Clinical Psychology 2, 2006: 357-377.

Friedman JM.: Obesity in the new millennium. Nature 2000; 404:632-634.

Gallagher D, Heymsfield SB, Heo M, et al.: Healthy percentage body fat ranges: an approach for developing guidelines based on body mass index.Am J Clin Nutr.2000;72:694-701.

Harrold JA, Halford JC.: The hypothalamus and obesity. Recent Patents CNS Drug Discov 2006. 1:305-14.

Jeanrenaud B, Rohner-Jeanrenaud F.: Εffects of Neuropeptides and leptin on nutrient partitioning:dysregulations in obesity Annual Review of Medicine 2001. 52: 339-351.

King BM, Cook JT, Rossiter KN, Theobold LM, Sam HM.: Posterodorsal amygdaloid lesions in rats: long-term effects on body weight. Physiol Behav 60, 1996: 1569-1571.

King BM, Cook JT, Dallman MF.: Hyperinsulinemia in rats with obesity-inducing amygdaloid lesions. Am J Physiol Regulatory Integrative Comp Physiol 271, 1996: 1156-1159.

King, BM, Rollins BL, Stines SG, Cassis SA, McGuire HB, and Lagarde ML.: Sex differences in body weight gains following amygdaloid lesions in rats. Am J Physiol Regulatory Integrative Comp Physiol 277, 1999: 975-980.

Lenard L, Hahn Z.: Amygdalar noradrenergic and domaminergic mechanisms in the regulation of hunger and thirst-motivated behavior. Brain Res 233, 1982: 115-132.

Menaker J:Circadian photoreception. Science 299, 2003: 213.

Marlowe WB, Mancall EL, and Thomas JJ. Complete Kluver-Bucy syndrome in man. Cortex 11, 1975: 53-59.

Μoran TH.: Cholecystokinin and satiety: current perspectives. Nutrition 16, 2000, 858-865.

Myers M G, Cowley MA, Munzberg H: Mechanisms of Leptin Action and Leptin Resistance. Annual Review of Physiology, 2008. 70: 537-556.

Neel JV: The "thrifty genotype" in 1998. Nutr. Rev. 57, 1999. S2-S9.

Sakurai T, Amemiya A, Ishii M, Matsuzaki I, Chemelli RM, Tanaka H, Williams SC,Richarson JA, Kozlowski GP, Wilson S, Arch JR, Buckingham RE, Haynes AC, Carr SA, Annan RS, McNulty DE, Liu WS, Terrett JA, Elshourbagy NA, Bergsma DJ,Yanagisawa M.: Orexins and orexin receptors: a family of hypothalamic neuropeptides and G protein-coupled receptors that regulate feeding behavior. Cell. 92, 1998: 696.

Schwartz MW, Woods SC, Porte Jr. D, Seeley RJ, Baskin DG,: Central nervous system control of food intake. Nature 404, 2000, 661-671.

Tartaglia LA.: The leptin receptor. J. Biol. Chem. 272,1997. 6093-6096.

Tschop M, Smiley DL, Heiman ML.: Ghrelin induces adiposity in rodents. Nature 407, 2000. 908-913.