Προκλητά δυναμικά στη βρεφική και τη νηπιακή ηλικία: Η συμβολή τους στην ανίχνευση της αναπτυξιακής δυσλεξίας
ΒΛΑΧΟΣ Φ.
Επίκουρος Καθηγητής, Παιδαγωγικό Τμήμα Ειδικής Αγωγής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Περίληψη
Σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου είναι η παρουσίαση των πρόσφατων ευρημάτων από την έρευνα με προκλητά δυναμικά σε βρέφη και νήπια που έχουν γενετική επικινδυνότητα να εμφανίσουν δυσλεξία, η συνθετική αξιολόγηση αυτών των δεδομένων, καθώς και των μελλοντικών προοπτικών σε αυτό το ερευνητικό πεδίο. Αρκετές πλέον μελέτες με την χρήση των προκλητών δυναμικών σε βρέφη και νήπια που βρίσκονται σε γενετικό κίνδυνο για την εμφάνιση δυσλεξίας έχουν διαπιστώσει αποκλίσεις στα πρώιμα συστατικά των προκλητών δυναμικών (Ν100, ΜΜΝ), οι οποίες αντικατοπτρίζουν διαφοροποιήσεις στην ακουστική και φωνολογική επεξεργασία, ενώ πρόσφατα ευρήματα υποδεικνύουν και αποκλίσεις στις πρωταρχικές λεξιλογικές και σημασιολογικές διεργασίες. Ως εκ τούτου, η χρήση των προκλητών δυναμικών στην βρεφική ηλικία που σήμερα εξυπηρετεί μόνο ερευνητικούς σκοπούς, πιθανώς στο μέλλον να αποτελέσει ένα σημαντικό και χρήσιμο εργαλείο για την πρώιμη ανίχνευση ελλειμμάτων που σχετίζονται με τη δυσλεξία.
Λέξεις κλειδιά: Βρέφη, νήπια, προκλητά δυναμικά, δυσλεξία.
Εισαγωγή
Η αναπτυξιακή δυσλεξία αποτελεί μια ειδική μαθησιακή δυσκολία του γραπτού λόγου, που επηρεάζει ένα σημαντικό αριθμό παιδιών και έχει σημαντικές εκπαιδευτικές, κοινωνικές και συναισθηματικές συνέπειες γι' αυτά. Αν και πολλοί παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί για την αιτιοπαθογένεια της δυσλεξίας, τα τελευταία χρόνια όλοι σχεδόν οι ερευνητές συμφωνούν ότι η δυσλεξία έχει νευροβιολογική βάση2. Ένας ακόμα παράγοντας που θεωρείται ότι ευθύνεται τουλάχιστον για ορισμένες περιπτώσεις δυσλεξίας είναι ο γενετικός. Η κληρονομική συνιστώσα για την δυσλεξία είναι σήμερα ισχυρά εδραιωμένη από πολλές ερευνητικές κατευθύνσεις4. Το γεγονός αυτό, έχει αυξήσει το ενδιαφέρον των ερευνητών για την μελέτη των παιδιών που βρίσκονται σε γενετικό κίνδυνο για να εμφανίσουν δυσλεξία εξαιτίας της ύπαρξης κάποιου άλλου ατόμου με δυσλεξία στην οικογένειά τους, πριν αυτά αρχίσουν να διδάσκονται την ανάγνωση.
Οι μελέτες των βρεφών και των παιδιών προσχολικής ηλικίας έχουν ορισμένα πλεονεκτήματα σε σχέση με τις έρευνες σε παιδιά σχολικής ηλικίας. Για παράδειγμα είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε την αιτιολογική σχέση ανάμεσα στην ανάγνωση και άλλες γλωσσικές δυσκολίες σε υποκείμενα που έχουν μάθει ήδη να διαβάζουν, καθώς πολλά από τα γλωσσικά ελλείμματα που έχουν αναφερθεί σε παιδιά σχολικής ηλικίας θα μπορούσαν να είναι πρωταρχικά το αποτέλεσμα και όχι η αιτία των αναγνωστικών προβλημάτων22. Η πρώιμη ανίχνευση και εξέταση αυτών των υποκειμένων, μας δίνει πρόσβαση σε άτομα που δεν έχουν ακόμα επηρεαστεί από αντισταθμιστικές του προβλήματος διεργασίες και έτσι μπορεί να λάβουμε σημαντικές πληροφορίες για τη διαφοροποίηση των υποκείμενων γνωστικών ελλειμμάτων και των γνωστικών συνεπειών της διαταραχής. Επιπλέον, ο προσδιορισμός των πρώιμων προειδοποιητικών ενδείξεων της δυσλεξίας μπορεί να κάνει δυνατή την διάκριση κάποιων υποκειμένων που θα χρειαστούν πρώιμη παρέμβαση, με όλες τις θετικές συνέπειες που θα έχει αυτή η παρέμβαση στην αναγνωστική τους επίδοση.
Οι μελέτες δυσλεξικών παιδιών έχουν δείξει ότι αυτά μπορεί να αντιμετωπίζουν κάποια πρώιμα προβλήματα στο γλωσσικό τομέα10. Από την άλλη πλευρά, οι μελέτες βρεφών και νηπίων με ή χωρίς κίνδυνο να εμφανίσουν δυσλεξία με παραδοσιακές γλωσσικές δοκιμασίες έχουν επίσης δείξει κάποιες μικρές διαφορές19. Οι περισσότερες όμως από τις γλωσσικές δοκιμασίες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν πριν από την ηλικία των δύο ετών. Αντίθετα, οι σύγχρονες μέθοδοι νευροαπεικόνισης έχουν δώσει ενδείξεις μη τυπικής ανάπτυξης του εγκεφάλου και των λειτουργιών του σε παιδιά με γενετικό κίνδυνο να εμφανίσουν δυσλεξία ακόμα και σε πρώιμα ηλικιακά στάδια26.
Από τις τεχνικές απεικόνισης της εγκεφαλικής λειτουργίας αυτές που χρησιμοποιούνται συχνότερα στα βρέφη, τα νήπια και τα παιδιά είναι οι ηλεκτροφυσιολογικές μέθοδοι, καθώς δεν απαιτούν έκθεση σε ακτινοβολία και δεν επηρεάζονται από την συχνή αδυναμία των παιδιών να κρατήσουν σταθερά τη θέση του κεφαλιού τους σε ένα σημείο. Το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα αποτελεί μια μη επεμβατική και ανώδυνη μέθοδο για την καταγραφή της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου από την επιφάνεια του κρανίου. Καθώς μετρά απλά εγκεφαλικές αντιδράσεις δεν απαιτεί παραγωγή λόγου ή κίνησης. Επιπροσθέτως, η τεχνική αυτή έχει πολύ καλή χρονική ανάλυση, γεγονός που επιτρέπει τη μελέτη γνωστικών διεργασιών όπως π.χ. η αντίληψη του λόγου, σε επίπεδο χιλιοστών του δευτερολέπτου.
Στα βρέφη και τα νήπια η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη ηλεκτοεγκεφαλογραφική τεχνική είναι η μέτρηση των προκλητών δυναμικών. Η μέθοδος αυτή αποτελεί έναν τρόπο για να διαχωρίσουμε την εγκεφαλική αντίδραση που προκαλείται από ένα συγκεκριμένο τύπο ερεθίσματος από τις άλλες εγκεφαλικές λειτουργίες εκείνης της στιγμής. Η κυματομορφή των προκλητών δυναμικών μπορεί να υποδιαιρεθεί σε διαφορετικά τμήματα που ονομάζονται συστατικά του προκλητού δυναμικού. Τα συστατικά αυτά συνήθως προσδιορίζονται με βάση τον λανθάνοντα χρόνο (ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα στην έναρξη του ερεθίσματος και την εμφάνιση του συστατικού), το ύψος (δηλαδή, τη μέγιστη απόκλιση από την ισοηλεκτρική γραμμή), την πολικότητα (αν η απόκλιση είναι θετική ή αρνητική) και την τοπογραφία τους (από ποιες περιοχές του εγκεφάλου εμφανίζονται)25. Αν και τα προκλητά δυναμικά υφίστανται αξιοσημείωτες αναπτυξιακές διαφοροποιήσεις από την βρεφική ηλικία μέχρι την ενηλικίωση5 κάποιες κυματομορφές τους που σχετίζονται με την ακουστική επεξεργασία έχουν μελετηθεί συστηματικά τα τελευταία χρόνια σε βρέφη, νήπια και παιδιά. Σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου είναι αφενός η παρουσίαση των πρόσφατων ευρημάτων από την έρευνα με προκλητά δυναμικά σε βρέφη και νήπια που έχουν γενετική επικινδυνότητα να εμφανίσουν δυσλεξία, και αφετέρου η συνθετική αξιολόγηση αυτών των δεδομένων καθώς και των μελλοντικών προοπτικών σε αυτό το ερευνητικό πεδίο.
Μελέτες βρεφών
Η διερεύνηση των ηλεκροφυσιολογικών αντιδράσεων στα βρέφη που βρίσκονται σε γενετικό κίνδυνο για την εμφάνιση δυσλεξίας εστιάζεται κυρίως σε πρώιμα συστατικά των προκλητών δυναμικών, τα οποία υποδεικνύουν φωνολογική διάκριση, όπως η προσαρμοσμένη αρνητική κυματομορφή (mismatch negativity, MMΝ). Το ΜΜΝ είναι ένα αρνητικό προκλητό δυναμικό, που προκαλείται από μια αλλαγή σε ένα ακουστικό ερέθισμα (όταν τύχει ένα ασυνήθιστο ερέθισμα να παρουσιάζεται στο μέσο μιας σειράς συνηθισμένων ερεθισμάτων), ανεξάρτητα από την προσοχή που δίνουμε στο ερέθισμα. Το ΜΜΝ κορυφώνεται 150-200 msec μετά το ερέθισμα.
Οι έρευνες, που αποσκοπούν στην καταγραφή του ΜΜΝ αντιστοιχούν στο κύριο σώμα αυτών που μελετούν την υπόθεση ενός ακουστικού ελλείμματος στη δυσλεξία. Αν η δυσλεξία συνδέεται εγγενώς με ένα ακουστικό-αντιληπτικό έλλειμμα, το ερώτημα είναι, σε ποιο επίπεδο; Σε αυτό των στοιχειωδών ακουστικών χαρακτηριστικών (είναι δηλαδή ένα πλήρες ακουστικό έλλειμμα) ή είναι ειδικό για τους ήχους της γλώσσας (δηλαδή φωνολογικό); Το ΜΜΝ μπορεί επίσης να αντιπροσωπεύει λειτουργικές διαφοροποιήσεις της ακουστικής επεξεργασίας και ως εκ τούτου οι καταγραφές του έχουν εφαρμοστεί για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της παρέμβασης σε δυσλεξικούς, καθώς μια αύξηση στο εύρος του ΜΜΝ αντικατοπτρίζει ευχέρεια στη διάκριση διαφορών ανάμεσα στα ερεθίσματα14.
Μια από τις πρώτες ερευνητικές προσπάθειες σε βρέφη με σκοπό τη μελέτη των πρώιμων αιτίων εμφάνισης αναγνωστικών δυσκολιών εξέτασε τα πιθανά στοιχεία για πρώιμες λειτουργικές ανωμαλίες στην ανάπτυξη των φλοιωδών συστημάτων που σχετίζονται με τη φωνολογία, μέσω αντιδράσεων στα προκλητά δυναμικά σε ήχους ομιλίας11. Καθώς η κυματομορφή ΜΜΝ αποτελεί μια αυτόματη αντίδραση και δεν χρειάζεται την εμπλοκή της προσοχής, αποτελεί μία ιδανική μέθοδο για τη μελέτη των ακουστικών- αντιληπτικών ελλειμμάτων σε βρέφη και παιδιά. Η μελέτη αυτή, που διεξήχθη στη Φινλανδία, εξέτασε τις αντιδράσεις στα προκλητά δυναμικά σε βρέφη τριών έως πέντε ημερών σε απλούς ήχους του λόγου. Η μελέτη αυτή αξιοποίησε ευρήματα για υψηλές τιμές κληρονομησιμότητας σε σχέση με την αναγνωστική ανικανότητα, για να συγκρίνει ομάδες βρεφών με και χωρίς γενετικό κίνδυνο για αναγνωστική ανικανότητα. Οι συγκρίσεις μεταξύ των ομάδων έδειξαν σαφώς διακριτές κυματομορφές στα προκλητά δυναμικά στα παιδιά με γενετικό κίνδυνο αναγνωστικής ανικανότητας, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερο ύψος και εκτεταμένο λανθάνοντα χρόνο στις περιοχές του δεξιού ημισφαιρίου για συγκεκριμένα ερεθίσματα λόγου (π.χ. γκα). Το πιο σταθερό εύρημα της παραπάνω έρευνας ήταν η διαφοροποιημένη ημισφαιρική ενεργοποίηση μεταξύ των ομάδων, όπου τα βρέφη της ομάδας υψηλού κινδύνου για δυσλεξία εμφάνιζαν κυριαρχία του δεξιού ημισφαιρίου σε αντίθεση με τα υπόλοιπα που παρουσίαζαν κυριαρχία του αριστερού ημισφαιρίου11.
Τα αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν παραπάνω ήρθαν να ενισχύσουν και να διευρύνουν προηγούμενα ευρήματα όπου κατά την εφαρμογή ακουστικών προκλητών δυναμικών διάκρισης φωνημάτων σε νεογνά και βρέφη ηλικίας 6 μηνών τα μισά από τα οποία παρουσίαζαν γενετικό κίνδυνο για δυσλεξία και τα υπόλοιπα όχι διαπιστώθηκαν διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο ομάδων στην ηλικία των έξι μηνών23. Μια πιο πρόσφατη προσπάθεια από την ίδια ερευνητική ομάδα πάλι με τη χρήση προκλητών δυναμικών σε βρέφη που είχαν γενετικό κίνδυνο για την εμφάνιση δυσλεξίας διαπίστωσε ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα στον κίνδυνο εμφάνισης δυσλεξίας και τις φτωχές ικανότητες λεκτικής μνήμης στην ηλικία των πέντε ετών12.
Κάποια άλλη μελέτη κατέγραψε τα προκλητά δυναμικά από βρέφη ηλικίας 2 μηνών σε δύο διαφορετικές καταστάσεις εγρήγορσης: ξυπνητά και κοιμισμένα9. Το ερέθισμα που έδωσαν ήταν συλλαβές οι οποίες διαφοροποιούνταν ως προς τη διάρκεια των φωνηέντων (μακρά και σύντομη). Τα προκλητά δυναμικά και από τις δύο ομάδες εμφάνισαν μια ΜΜΝ αντίδραση που αντιπροσωπευόταν από μια ηλεκτροθετική απόκλιση που ακολουθείτο από μια αρνητική. Ενώ η ηλεκροθετική απόκλιση εμφανιζόταν ως αντίδραση στον τύπο του ερεθίσματος (ήταν παρούσα μόνο στις συλλαβές με τα μεγάλης διάρκειας φωνήεντα), η ηλεκταρνητική απόκλιση διαφοροποιείτο ανάλογα με την κατάσταση της εγρήγορσης (ήταν παρούσα μόνο στα ξυπνητά βρέφη). Τα δεδομένα αυτά υποδεικνύουν μια λειτουργική διαφοροποίηση μεταξύ των προγνωστικών και των γνωστικών όψεων της ανίχνευσης του ΜΜΝ, η οποία είναι ουσιαστική για την διάκριση μεταξύ μακρών και σύντομων φωνηέντων στα πρώτα στάδια της ζωής του ανθρώπου9.
Μια πολύ πρόσφατη μελέτη στην Ολλανδία εξέτασε επίσης τα προκλητά δυναμικά σε φυσικούς ήχους ομιλίας σε βρέφη ηλικίας 2 μηνών με και χωρίς κίνδυνο για εμφάνιση δυσλεξίας28. Τα βρέφη της ομάδας ελέγχου εμφάνισαν δύο διακριτές ΜΜΝ αντιδράσεις ενώ τα βρέφη της πειραματικής ομάδας δεν τις εμφάνισαν. Το αποτέλεσμα αυτό, έρχεται να επιβεβαιώσει όλα τα προηγούμενα ευρήματα και να προσφέρει επιπλέον στήριξη στην υπόθεση για ένα έλλειμμα στην ακουστική επεξεργασία στα παιδιά με δυσλεξία.
Συνολικά, τα αποτελέσματα με προκλητά δυναμικά σε βρέφη συνηγορούν στο ότι τα πρώιμα σημάδια μιας ελλειμματικής ακουστικής επεξεργασίας στη βρεφική ηλικία μπορεί να υποδηλώνουν μια προβληματική κατηγορική αντίληψη σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Μελέτες νηπίων
Το ΜΜΝ έχει χρησιμοποιηθεί και για τη μελέτη των ακουστικών-αντιληπτικών ελλειμμάτων σε νήπια και παιδιά. Σε μια από αυτές τις έρευνες καταγράφηκε το ΜΜΝ για να διερευνήθουν πιθανές διαφοροποιήσεις στην αυτοματοποιημένη ακουστική επεξεργασία ανάμεσα σε νήπια με ή χωρίς γενετικό κίνδυνο να εμφανίσουν δυσλεξία20. Τα αποτελέσματά έδειξαν αποκλίσεις στην αυτόματη επεξεργασία φωνημάτων και απλών τόνων στα παιδιά της πειραματικής ομάδας. Σε μια άλλη πολύ πρόσφατη έρευνα χρησιμοποιήθηκε το MMN για να διερευνηθεί η ύπαρξη και ο τύπος πιθανού ακουστικού ελλείμματος σε παιδιά ηλικίας 6-7 ετών που είχαν εμφανίσει ήδη φωνολογικό έλλειμμα και ως εκ τούτου διέτρεχαν κίνδυνο για εμφάνιση δυσλεξίας3. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το έλλειμμα που παρουσίαζαν τα παιδιά της πειραματικής ομάδας σε σχέση με αυτά της ομάδας ελέγχου, έχει σχέση με τον λόγο καθώς σημαντικές διαφορές στην κυματομορφή ΜΜΝ παρουσιάστηκαν ανάμεσα στις δύο ομάδες μόνο μετά από ερεθίσματα συλλαβών και όχι μετά από ερεθίσματα καθαρών τόνων3.
Αρκετές μελέτες έχουν επίσης δείξει ότι και τα δυσλεξικά παιδιά και ενήλικες παράγουν μειωμένο ΜΜΝ σε συλλαβικά ερεθίσματα σε σχέση με τις ομάδες ελέγχου, γεγονός που υποδεικνύει μια διαταραχή στην πρώιμη ακουστική διάκριση1,6. Οι μελέτες αυτές υποστηρίζουν ότι μια διαταραχή στην ανάλυση συχνοτήτων στους δυσλεξικούς μπορεί να οδηγήσει σε αλλοιωμένες φωνολογικές αναπαραστάσεις και ως εκ τούτου σε φωνολογικά ελλείμματα.
Μα πολύ πρόσφατη μελέτη εστιάστηκε στη διερεύνηση των χρονικά ύστερων συστατικών των προκλητών δυναμικών, τα οποία αντιπροσωπεύουν υψηλότερες τάξης γλωσσικές διεργασίες, στοχεύοντας να διερευνήσει αν τα ελλείμματα στην δυσλεξία περιορίζονται σε χαμηλής τάξης ακουστικές ή φωνολογικές διεργασίες ή αν διακινδυνεύουν επίσης λεξιλογικές, σημασιολογικές και συντακτικές δεξιότητες κατά τα πρώιμα στάδια της γλωσσικής ανάπτυξης. Η μελέτη αυτή εξέτασε παιδιά ηλικίας 20-24 μηνών που παρουσίαζαν γενετικό κίνδυνο για εμφάνιση δυσλεξίας και διερευνήθηκαν οι επιδράσεις των πρώιμων λεξιλογικών και σημασιολογικών διεργασιών, με την μέθοδο των προκλητών δυναμικών και συγκεκριμένα με την αξιολόγηση του Ν40027. Tο Ν400 αποτελεί ένα αρνητικό συστατικό των προκλητών δυναμικών που κορυφώνεται περίπου 400 ms μετά την έναρξη του ερεθίσματος και έχει βρεθεί ότι αντικατοπτρίζει την επεξεργασία σημασιολογικών πληροφοριών15. Τα αποτελέσματά της προαναφερθείσας μελέτης έδειξαν ότι τα πρώιμα ελλείμματα των παιδιών που βρίσκονται σε κίνδυνο για δυσλεξία δεν περιορίζονται μόνο σε ακουστικές και φωνολογικές διεργασίες, αλλά εμπλέκουν επίσης ανώτερης τάξης γλωσσικές δεξιότητες, όπως η λεξιλογική και η σημασιολογική διεργασία27.
Διαχρονικές μελέτες
Δε θα μπορούσαμε σε αυτή την ανασκόπηση να μην αναφερθούμε και σε ορισμένες ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, όσο και προκλητικές διαχρονικές μελέτες στις οποίες διερευνήθηκε η σχέση μεταξύ αντιδράσεων στα ακουστικά προκλητά δυναμικά κατά τη βρεφική ηλικία με τις μετέπειτα αναγνωστικές ικανότητες8,18,21. Στην παλαιότερη από αυτές, εξετάστηκε η σχέση μεταξύ αντιδράσεων στα προκλητά δυναμικά στους ήχους της ομιλίας κατά τη βρεφική ηλικία με τις αναγνωστικές ικανότητες στα ίδια παιδιά 8 χρόνια αργότερα21. Αυτή η μελέτη ξεκίνησε χωρίς προγενέστερα δεδομένα για πιθανές διαφορές μεταξύ των βρεφών, αλλά αντίθετα εφάρμοσε πολυμεταβλητές αναλύσεις, για να συσχετίσει τις αναγνωστικές επιδόσεις στην παιδική ηλικία με τις καταγραφές του ύψους και του λανθάνοντος χρόνου στα προκλητά δυναμικά στη βρεφική ηλικία. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ήταν δυνατή η ταξινόμηση των εξεταζόμενων, με βάση τα δεδομένα των εγκεφαλικών τους καταγραφών στη βρεφική ηλικία, σε τρεις ομάδες ως προς την αναγνωστική τους επίδοση στην παιδική ηλικία, σε μια ομάδα καλών αναγνωστών, σε μια ομάδα φτωχών αναγνωστών και σε μια ομάδα δυσλεξικών, με ακρίβεια 81,3%21.
Ανάλογα ήταν και τα αποτελέσματα μιας πιο πρόσφατης μελέτης όπου συγκρίθηκαν ακουστικά προκλητά δυναμικά παιδιών που βρίσκονταν σε γενετικό κίνδυνο για εμφάνιση δυσλεξίας με τις μετέπειτα γλωσσικές/αναγνωστικές ικανότητές τους λίγο πριν ξεκινήσουν τη σχολική εκπαίδευση και διαπιστώθηκαν ισχυρές προβλεπτικές συσχετίσεις18.
Μία ακόμη διαχρονική μελέτη ανέφερε ότι διαφοροποιήσεις στην εμφάνιση της κυματομορφής Ν100 (η οποία πιστεύεται ότι αντικατοπτρίζει την αρχική διεργασία της εξαγωγής της πληροφορίας από την αισθητηριακή ανάλυση), αποτελεί την πιο εμφανή συσχέτιση ανάμεσα στις αντιδράσεις στα προκλητά δυναμικά μετά από λεκτικά και μη λεκτικά ερεθίσματα παιδιών ηλικίας 1 και 4 ετών και στη μεταγενέστερη ικανότητά τους στην ανάγνωση στην ηλικία των 8 ετών. Σε αυτή τη μελέτη διαπιστώθηκε επίσης ότι το ύψος του Ν100 ήταν σταθερά πιο αρνητικό στους λιγότερο ικανούς αναγνώστες8.
Κάποιοι άλλοι ερευνητές εντόπισαν ότι οι πιο θετικές αντιδράσεις (σε χρόνο περίπου 190 ms) μετά από ένα ηχητικό ερέθισμα διαχωρίζουν τα βρέφη που έχουν γενετικό κίνδυνο για δυσλεξία από αυτά που δεν έχουν, ενώ παράλληλα οι προκαταρκτικές αναλύσεις έδειξαν ότι αυτές οι διαφοροποιήσεις θα μπορούσαν να σχετίζονται με τις μεταγενέστερες φωνολογικές ικανότητες των δύο ομάδων16,17. Παρόλα αυτά δεν είναι ξεκάθαρο το πώς αυτές οι θετικές αντιδράσεις αντικατοπτρίζουν τους ίδιους μηχανισμούς επεξεργασίας πληροφοριών που εκδηλώνονται και στην κυματομορφή Ν100. Βέβαια, κάποια άλλη έρευνα σε ενήλικα δυσλεξικά άτομα και φυσιολογικούς αναγνώστες αναφέρει ότι μία από τις πιο ισχυρές διαφοροποιήσεις των δύο ομάδων στα προκλητά δυναμικά αποτελεί μία μη φυσιολογική και ισχυρή εμφάνιση της κυματομορφής Ν100, ως αντίδραση σε ένα ηχητικό ερέθισμα13.
Μια ακόμα πιο πρόσφατη έρευνα χρησιμοποίησε τη μέθοδο των οπτικών προκλητών δυναμικών για να συγκρίνει την ικανότητα επεξεργασίας οπτικών πληροφοριών σε 24 παιδιά με ιστορικό οικογενούς δυσλεξίας και 14 παιδιά της ομάδας ελέγχου, στις ηλικίες των πέντε και των οχτώ ετών. Οι φτωχοί αναγνώστες, που προέρχονταν είτε από την ομάδα της οικογενούς δυσλεξίας είτε από την ομάδα ελέγχου, παρουσίαζαν μεγαλύτερο εύρος στο Ν100, το οποίο πιθανώς αντισταθμίζει τη μειωμένη νευρωνική δραστηριότητα, που παρουσιάζουν κατά την αρχική επεξεργασία των πληροφοριών. Η ομάδα των φτωχών αναγνωστών εμφάνισε και παρατεταμένο Ρ300, το οποίο υποδηλώνει ανεπαρκή επεξεργασία των πρώιμων αισθητηριακών ερεθισμάτων, η οποία πιθανώς ερμηνεύει τις δυσκολίες που έχουν οι δυσλεξικοί αναγνώστες στην ανάπτυξη αυτοματοποιημένων μηχανισμών στην ανάγνωση24.
Στο σύνολό τους τα ευρήματα από όλες τις μελέτες που παρουσιάστηκαν σε αυτή την ενότητα δείχνουν καθαρά ότι οι αναγνωστικές δυσκολίες συνοδεύονται από κάποιες λεπτές λειτουργικές ανωμαλίες που έχουν σχέση με τη διαδικασία αντίληψης και επεξεργασίας του λόγου, και οι οποίες είναι παρούσες πολύ νωρίς στην ανάπτυξη.
Συζήτηση-Συμπεράσματα
Αρκετές πλέον μελέτες με την χρήση των προκλητών δυναμικών σε βρέφη και νήπια που βρίσκονται σε γενετικό κίνδυνο για την εμφάνιση δυσλεξίας έχουν διαπιστώσει αποκλίσεις στα πρώιμα συστατικά των προκλητών δυναμικών (Ν100, ΜΜΝ), οι οποίες αντικατοπτρίζουν διαφοροποιήσεις στην ακουστική και φωνολογική επεξεργασία, ενώ πρόσφατα ευρήματα υποδεικνύουν και αποκλίσεις στις πρωταρχικές λεξιλογικές και σημασιολογικές διεργασίες. Συνολικά, τα αποτελέσματα των μελετών, που παρουσιάστηκαν σε αυτήν την ανασκόπηση, υποστηρίζουν, ότι η ανάπτυξη και η οργάνωση των νευρικών δικτύων, που εμπλέκονται στην ακουστική/λεκτική επεξεργασία και που εξυπηρετούν τις γλωσσικές και φωνολογικές λειτουργίες, διαφοροποιείται σε πολύ πρώιμα στάδια της ανάπτυξης. Υποστηρίζουν επίσης την άποψη ότι τα άτομα που εμφανίζουν δυσλεξία μπορεί να αντιμετωπίζουν πολύ πρώιμα προβλήματα στην αντίληψη του λόγου, τα οποία με τη σειρά τους συνεισφέρουν στην εμφάνιση δυσκολιών στη φωνολογική επεξεργασία. Οι διαφορές, που διαπιστώθηκαν, στην ενεργοποίηση διαφορετικών περιοχών του εγκεφάλου και οι συσχετίσεις τους με τις μελλοντικές αναγνωστικές δεξιότητες, παρέχουν ισχυρές ενδείξεις ότι ένα πρώιμο έλλειμμα στην ακουστική ή τη λεκτική επεξεργασία, μπορεί να αποτελέσει πιθανό παράγοντα εμφάνισης αναπτυξιακής δυσλεξίας. O βαθμός, στον οποίο αυτές οι πρώιμες διαφοροποιήσεις στα προκλητά δυναμικά, θα μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν στην πρώιμη αναγνώριση της δυσλεξίας ή καλύτερα του πληθυσμού, που βρίσκεται σε υψηλό κίνδυνο να εμφανίσει τη διαταραχή, σίγουρα χρειάζεται πολλές ακόμα έρευνες για να διευκρινιστεί.
Ένα κοινό εύρημα στις περισσότερες από τις παραπάνω μελέτες είναι η τάση για κυριαρχία του δεξιού ημισφαιρίου στις αντιδράσεις στα προκλητά δυναμικά σε παιδιά με γενετικό κίνδυνο για εμφάνιση δυσλεξίας, ενώ στα τυπικώς αναπτυσσόμενα παιδιά κυριαρχεί το αριστερό ημισφαίριο. Το εύρημα αυτό υποδηλώνει ότι οι ακουστικές/γλωσσικές περιοχές του εγκεφάλου στα βρέφη που βρίσκονται σε γενετικό κίνδυνο για ανάπτυξη δυσλεξίας δραστηριοποιούνται με διαφορετικό τρόπο από ότι στα τυπικά βρέφη κατά την επεξεργασία των ήχων του λόγου. Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά που βρίσκονται σε κίνδυνο για εμφάνιση δυσλεξίας μπορεί να είναι λιγότερο ικανά στην ταξινόμηση των χρονικών αναπαραστάσεων και των ηχητικών σημάτων, γεγονός που οδηγεί σε φτωχότερα πρότυπα των ήχων του λόγου.
Τα ευρήματα που προέκυψαν από τις μελέτες σε βρέφη και νήπια που έχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν δυσλεξία, βρίσκονται σε συνάφεια με τα ευρήματα ερευνών με τις ίδιες τεχνικές σε δυσλεξικά παιδιά. Τα δεδομένα αυτά επιβεβαιώνουν τη ύπαρξη ελλείμματος στην ακουστική διάκριση στα δυσλεξικά παιδιά και υποστηρίζουν την αντίστοιχη θεωρία1,6.
Οι γενετικές μελέτες και οι μελέτες με την χρήση προκλητών δυναμικών έχουν δείξει επίσης, ότι υπάρχουν πολύ πρώιμα σημάδια και συμπτώματα στον ευρύτερο χώρο της γλωσσικής λειτουργίας που μπορούν να διαφοροποιήσουν βρέφη και νήπια που βρίσκονται σε κίνδυνο για την ανάπτυξη δυσλεξίας από αυτά που δεν διατρέχουν τέτοιον κίνδυνο. Δεδομένου ότι ένα αξιοσημείωτο ποσοστό παιδιών που βρίσκονται σε γενετικό κίνδυνο για την εμφάνιση δυσλεξίας δεν παρουσιάζουν τελικά αναγνωστικά προβλήματα7, η μεθοδολογία των προκλητών δυναμικών μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να διερευνηθεί το πολύ ενδιαφέρον θεωρητικά και πρακτικά ζήτημα, σχετικά με τους τομείς όπου διαφοροποιούνται τα παιδιά που θα αντιμετωπίσουν αναγνωστικές δυσκολίες από αυτά που θα μπορέσουν να διαχειριστούν με επάρκεια την εκμάθηση της ανάγνωσης.
Συμπερασματικά, η έρευνα που χρησιμοποιεί τα βρέφη σαν ένα προγλωσσικό μοντέλο μελέτης παρέχει σημαντικές ελπίδες για τη διερεύνηση συγκρουόμενων μοντέλων για την τυπική και την άτυπη γλωσσική ανάπτυξη. Η χρήση των προκλητών δυναμικών στην βρεφική ηλικία που σήμερα εξυπηρετεί μόνο ερευνητικούς σκοπούς, πιθανώς στο μέλλον να αποτελέσει ένα σημαντικό και χρήσιμο εργαλείο για την πρώιμη ανίχνευση ελλειμμάτων που σχετίζονται με τη δυσλεξία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ