Παράγοντες που ευνοούν την προσαρμογή μετά από ψυχοτραυματικό γεγονός
ΠΑΡΑΣΧΑΚΗΣ Α.
Ψυχίατρος

Περίληψη
Οι άνθρωποι ποικίλουν ευρύτατα ανάλογα με την ικανότητά τους να προσαρμόζονται σε δυσάρεστες εμπειρίες. Ορισμένα άτομα, παρότι μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι με τις πιο ακραίες καταστάσεις, καταφέρνουν να αποφεύγουν την ψυχολογική κατάρρευση και να εγκαθιστούν υγιή προσαρμογή. Εδώ και δεκαετίες, αρκετοί ερευνητές προσπαθούν να εξακριβώσουν τις αιτίες που ευοδώνουν την προσαρμοστικότητα. Το άρθρο αυτό παρουσιάζει μια ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με τις ατομικές ψυχολογικές παραμέτρους που καθορίζουν την ικανότητα προσαρμογής και πώς αυτές μπορεί να δράσουν αποτρεπτικά στην εκδήλωση σοβαρών ψυχικών διαταραχών, όπως της μετατραυματικής διαταραχής στρες ή της κατάθλιψης.

Λέξεις κλειδιά: Προσαρμοστικότητα, αναπτυξιακή ψυχοπαθολογία, μετα-τραυματική διαταραχή στρες.

Εισαγωγή

Η έμφαση στην κλινική πρακτική έχει παραδοσιακά στραφεί στην αντιμετώπιση της ήδη εκδηλωθείσας ψυχοπαθολογίας ενώ λιγότερη προσοχή δίδεται στους παράγοντες που μπορεί να δράσουν προστατευτικά ενάντια στην εκδήλωσή της. Στον τομέα της ψυχικής υγείας τελευταία δίδεται έμφαση, μεταξύ άλλων και στις ατομικές ψυχολογικές παραμέτρους που "θωρακίζουν" το άτομο μετά από τραυματικό συμβάν, προφυλάσσοντάς το από ελάσσονα ή μείζονα ψυχοπαθολογία. Η χρονιότητα, η ατελής ύφεση και η μεγάλη αναπηρία που συνοδεύει τις σοβαρές ψυχικές νόσους, όπως λ.χ τη μετατραυματική διαταραχή στρες (PTSD) ή τη μείζονα κατάθλιψη, δικαιολογεί μια απόπειρα προσέγγισης των παραμέτρων αυτών.

Εστίαση στη θετική σημασιοδότηση

Οι άνθρωποι διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό στην ικανότητά τους να προσαρμόζονται σε τραυματικές καταστάσεις. Ορισμένα άτομα είναι ικανά να αντεπεξέρχονται με επιτυχία ακόμα και στις σκληρότερες δοκιμασίες, αποφεύγοντας την ψυχολογική κατάρρευση. Η ικανότητα προσαρμογής αντιπροσωπεύει μια σημαντικότατη ψυχοπροφυλακτική παράμετρο στις περιπτώσεις αυτές, η οποία εμφανίζει αρκετές συνιστώσες1.

Ερευνητές όπως ο Rutter2 υποστήριξαν την άποψη ότι παρατεταμένη έκθεση σε στεσσογόνους αλλά αντιμετωπίσιμους παράγοντες, επιφέρει σταδιακή εξοικείωση στα ψυχοπιεστικά ερεθίσματα. Άλλοι παράγοντες που διευκολύνουν την προσαρμοστικότητα στις ψυχοπιεστικές καταστάσεις είναι η λεκτική άνεση και ο πολύ καλός έλεγχος των παρορμήσεων. Θετική επίδραση έχει επίσης η ικανότητα "ενσυναίσθησης", -συντονισμού και κατανόησης- των δικών μας σκέψεων και συναισθημάτων, των σκέψεων και συναισθημάτων των άλλων και των μεταξύ τους αλληλεπιδράσεων. Το τελευταίο θεωρείται ότι ευοδώνει την ικανότητα επιτυχούς πρόβλεψης μελλοντικών αντιξοοτήτων3.

Ο υψηλός δείκτης ευφυΐας συντελεί στον έλεγχο της πραγματικότητας. Η ύπαρξή του θεωρείται απαραίτητη προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελε-σματικότερα ένα σοβαρό ψυχοπιεστικό συμβάν (λ.χ πυρκαγιά, σεισμός, βιασμός, φτώχια, πόλεμος ή πλημμύρα). Η διατήρηση του ελέγχου της πραγματικότητας αποκαλύπτει το μέρος της το οποίο είναι σημαντικό για την επιβίωση. Επιπρόσθετα, συμβάλλει στη δημιουργία μιας νοητικής "νήσου" λογικής, ακόμα και κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Τα άτομα αυτά δεν "παγώνουν" σε τραυματικά συμβάντα (λ.χ βασανιστήρια), ενώ είναι ικανά να αποστασιοποιούνται μερικώς από αυτά. Διατηρούν επίσης την ικανότητα κρίσης περισσότερο ανέπαφη στις καταστάσεις αυτές4.

H αίσθηση του χιούμορ αποτελεί έναν πρόσθετο ψυχολογικό παράγοντα προφύλαξης, στενά συνδεδεμένο τόσο με το δείκτη ευφυΐας, όσο και με την ικανότητα ενσυναίσθησης (άλλωστε το γέλιο επιφέρει ευεργετικές νευροχημικές μεταβολές στον οργανισμό, αυξάνοντας τα επίπεδα ενδορφινών και ενεργοποιώντας το ανοσολογικό σύστημα)5.

Η ικανότητα διατήρησης πολύ καλών φιλικών σχέσεων έχει ουσιώδη προστατευτικό ρόλο. Τα άτομα αυτά παρουσιάζουν ιδιαίτερη ικανότητα να βρίσκουν καταφύγιο σε άτομα που εμπιστεύονται, (knowing where to turn for help) λ.χ σε μέλη της ευρύτερης οικογένειας, στον αγαπημένο τους δάσκαλο (σε περίπτωση παιδιών ), ή σε έμπιστους γείτονες σε περίπτωση σεισμού3.

Η ελπίδα για το μέλλον, εγκαταλείπει τελευταία τα άτομα αυτά αποτελώντας ένα ακόμη γνώρισμά τους. Θεωρείται ότι σε αυτό συντελεί η υψηλή αυτοεκτίμηση που οι άνθρωποι αυτοί έχουν, καθώς και η γενικότερα θετική εικόνα του εαυτού τους, με αποτέλεσμα να ατενίζουν το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία4.

Ψυχοπροστατευτικά φαίνεται επίσης ότι δρα και η ανάγκη που αισθάνονται, παρά τις δυσκολίες και τα τραύματά τους, να δημιουργήσουν κάτι το οποίο θα ανακουφίσει συνανθρώπους τους λ.χ ιδρύοντας οργανώσεις, συμμετέχοντας σε αποστολές παροχής βοήθειας κλπ. Ο αλτρουισμός επιτελεί καθοριστικό ρόλο στη μετατροπή του αισθήματος τραυματικής αβοηθητότητας, σε προσφορά αρωγής3.

Μελέτες σε επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος και σε βετεράνους του πολέμου του Βιετνάμ τόνισαν τον πολύ σημαντικό ρόλο της ικανότητας δημιουργίας δεσμού (bond) με συναδέλφους-συνεργάτες και την επιτυχή διαχείριση του αισθήματος φόβου. Το τελευταίο δεν σημαίνει ότι τα άτομα με ανώτερες προσαρμοστικές ικανότητες δεν αισθάνονται φόβο, αλλά ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν μια επικίνδυνη κατάσταση παρά την παρουσία υποκειμενικού αισθήματος φόβου και ψυχοφυσιολογικών ενοχλημάτων (τρόμος, ταχυκαρδία, ναυτία, ζαλάδες κ.α)4,5.

Ψυχική υγεία και ικανότητα προσαρμογής

Η ψυχική υγεία θεωρείται ότι εκφράζει την κατάσταση συναισθηματικής ευεξίας, όπου το άτομο μπορεί να ζει και να εργάζεται με άνεση μέσα στην κοινότητα και να ικανοποιείται από τα προσωπικά του χαρακτηριστικά και επιτεύγματα. Εκείνο το οποίο πρέπει να επισημανθεί είναι ότι το "περιβάλλον" στην περίπτωση αυτή θεωρείται "προβλέψιμο", δηλαδή χωρίς ακραίες ή ραγδαίες μεταβολές6.

Η προσαρμοστικότητα παρατηρείται σε άτομα τα οποία ξεπερνούν ψυχοτραυματικό γεγονός, και/ή παραμέληση ενώ μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον με πολλές ακρότητες. Μπορεί να παρατηρηθεί όμως και σε ανθρώπους οι οποίοι μετά από μια παιδική ηλικία χωρίς σημαντικούς τραυματισμούς, τα καταφέρνουν -καλύτερα από άλλους- στο χειρισμό πολύ δυσάρεστων γεγονότων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία ανθρώπων που εκτίθενται σε ψυχοτραυματικές καταστάσεις αναπτύσσουν κλινικά σοβαρές ψυχικές διαταραχές. Η σχέση με την εκδήλωση των ψυχιατρικών νοσημάτων δεν είναι το ίδιο ισχυρή για όλες τις νόσους. Είναι εξακριβωμένη για τη μονοπολική κατάθλιψη, τις αγχώδεις διαταραχές (σημαίνουσα θέση ανάμεσα στις τελευταίες κατέχει η μετατραυματική διαταραχή στρες-PTSD), τα ψυχοσωματικά νοσήματα, όχι όμως στον ίδιο βαθμό για τη διπολική διαταραχή ή τη σχιζοφρένεια6.

Με βάση όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως, γίνεται σαφές ότι η ικανότητα εφαρμογής ανώτερων ικανοτήτων προσαρμογής παρουσιάζεται όταν το τραυματικό γεγονός εκδηλωθεί και δεν μπορεί να εκτιμηθεί με βάση τη λειτουργικότητα του ατόμου στην καθημερινότητά του. Η θετική ψυχική υγεία κάτω από συνθήκες μέσης ζωής δεν σημαίνει ότι το άτομο διαθέτει απαραίτητα την ικανότητα προσαρμογής σε εξαιρετικά δυσάρεστες καταστάσεις3. Με άλλα λόγια το "φίλτρο" θα το κάνει το stress.

Σημαντικό μέρος της έρευνας σχετικά με την προσαρμοστικότητα, προέρχεται από μελέτες σε παιδιά. Η ικανότητα επιτυχούς διαχείρισης ακόμα και μικρής ή μέτριας έντασης ψυχοπιεστικών γεγονότων, μπορεί να αποκαλύψει την ικανότητα προσαρμογής ενός παιδιού. Υπό αυτό το πρίσμα, ιδιαίτερη σημασία αποκτά η ανατροφή των παιδιών. Η γονική υπερπροστασία μπορεί να βλάψει την ανάπτυξη προσαρμοστικών ικανοτήτων από τα παιδιά. Είναι χρήσιμο να δίδεται στα παιδιά ελευθερία να αντιμετωπίζουν ορισμένες δύσκολες καταστάσεις, υπό την επίβλεψη των γονέων τους και όχι με την απευθείας λήψη αποφάσεων για λογαριασμό τους7-9. Οικογένειες οι οποίες διατηρούν ξεκάθαρα όρια, αποτελεσματική επικοινωνία, σταθερούς και λειτουργικούς κανόνες, ευοδώνουν την προσαρμοστικότητα των μελών τους10.

Η προσαρμοστικότητα δεν είναι κάτι στάσιμο και σταθερό, αλλά έχει μια δυναμική στη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου. Μεταβάλλεται ανάλογα με νευροβιολογικές παραμέτρους, την ηλικία, τη χρονική συγκυρία, το φύλο, τη φυλή, το περιβάλλον, -οικογενειακό και ευρύτερα κοινωνικό- και το πολιτισμικό υπόβαθρο11-13. Μπορεί να εκτιμηθεί με την κλίμακα Connor-Davidson Resilience Scale, ενώ με την Sheehan Stress Vulnerability Scale μπορεί να καταγραφεί η "αντιλαμβανόμενη ευαλωτότητα" στις συνέπειες ενός στρεσσογόνου γεγονότος14,15. Οι δυο κλίμακες είναι εύχρηστες, αυτοσυμπληρούμενες, εύκολα μεταφράσιμες, χρειάζονται όμως στάθμιση ανάλογα με τον πληθυσμό στον οποίο πρόκειται να χορηγηθούν. Υποστηρίζεται ότι, ειδικά για την μετατραυματική διαταραχή στρες, η βελτίωση στην προσαρμοστικότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης επιτυχούς ανάρρωσης15.

Επίλογος

Οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι η προσαρμοστικότητα δεν είναι ένα χαρακτηριστικό που κάνει το άτομο "άτρωτο", αλλά ότι είναι συνυφασμένη με την επίδειξη επάρκειας μπροστά σε σοβαρές ή παλαιότερες αντιξοότητες. Καθορίζεται από αρκετούς ενδοπροσωπικούς παράγοντες και ευοδώνεται από την αίσθηση εσωτερικής συνοχής του ατόμου. Επηρεάζεται από την αλληλεπίδραση με εξωτερικούς παράγοντες (οικογενειακούς, κοινωνικούς) οι οποίοι διαπλέκονται δυναμικά. Μεγαλύτερη ελευθερία αντιμετώπισης δύσκολων καταστάσεων κατά την παιδική ηλικία μπορεί να διαμορφώσει αίσθημα αυξημένης αυτοπεποίθησης και ανάπτυξης περισσότερων προσαρμοστικών ικανοτήτων κατά την ενήλικη ζωή.

Το ερευνητικό ερώτημα που παραμένει είναι κατά πόσον μπορούμε να προβλέψουμε την ικανότητα προσαρμογής κατά τη διάρκεια ή μετά από ψυχοτραυματικο γεγονός. Αν και μπορούν να επισημανθούν ορισμένα τέτοια γνωρίσματα κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, η πρόβλεψη του ποιος θα τα καταφέρει καλύτερα μετά το τραυματικό γεγονός, είναι πολύ δύσκολη και μπορεί να απαντηθεί μόνο εάν καταφέρουμε να καθορίσουμε σε ποια έκταση τα γνωρίσματα αυτά κληρονομούνται ή μαθαίνονται.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Kim-Cohen J. Resilience and developmental psychopathology. Child Adolesc Psychiatr Clin N Am 2007; 16:271-83.
  2. Rutter M. Resilience in the face of adversity; protective factors and resistance to psychiatric disorder. Br J Psychiatry 1985; 147:598-611.
  3. Vanderpol Μ. Resilience: A missing link in our understanding of survival. Harvard Review of Psychiatry 2002; 10:302-306.
  4. Charney DS. Psychobiological mechanisms of resilience and vulnerability: implications for succesful adaptation to extreme stress. Am J of Psychiatry 2004; 161:195-216.
  5. Davidson JR, Payne VM, Connor KM, Foa EB, Rothbaum BO, Herzberg MA, Weisler RH. Trauma, resilience and saliostasis: effects of treatment in post-traumatic stress disorder. Int Clin Psychopharmacol 2005; 20:43-8.
  6. Β.Π. Κονταξάκης, Μ.Ι. Χαβάκη Κονταξάκη, Γ.Ν. Χριστοδούλου: Προληπτική Ψυχιατρική και Ψυχική Υγιεινή. Αθήνα 2004. Εκδόσεις Βήτα.
  7. Μc Ewen BS. Early life influences on life long patterns of behavior and health. Ment. Retard. Dev. Disabil. Res. Rev. 2003; 9:139-154.
  8. Connor KM, Zhang W. Resilience: determinants, measurement, and treatment responsiveness. CNS Spectr 2006; 11:5-12.
  9. DuMont KA, Widom CS, Czaja SJ. Predictors of resilience in abused and neglected children grown-up: the role of individual and neighbourhood characteristics. Child Abuse Negl 2007; 31:205-9.
  10. Schuntermann P. The sibling experience: growing up with a child who has pervasive developmental disorder or mental retardation. Harvard Rev Psychiatry 2007; 15:93-108.
  11. Walsh F. Traumatic loss and major disasters: strengthening family and community resilience. Fam Process 2007; 46:207-227.
  12. Charuvastra A, Cloitre M. Social bonds and posttraumatic stress disorder. Annu Rev Psychol 2008; 59:301-328.
  13. Collishaw S, Pickles A, Messer J, Rutter M, Shearer C, Maughan B. Resilience to adult psychopathology following childhood maltreatment: evidence from a community sample. Child Abuse Negl 2007; 31:211-29.
  14. Yehuda R, Flory JD, Southwick S, Charney DS. Developing an agenda for translational studies of resilience and vulnerability following trauma exposure. Ann. N. Y. Acad. Sci. 2006; 1071:379-96.
  15. Connor KM. Assesment of resilience in the aftermath of trauma. J Clin Psychiatry 2006; 67:46-49.