Στοιχεία ψυχοπαθολογίας των παραφιλιών-ανάλυση της επιδειξιομανίας
ΓΚΟΛΙΑ Ι., ΚΑΡΠΟΥΖΑ Β.
Γ' Τμήμα Βραχείας Νοσηλείας, Ψ.Ν.Θ.

Περίληψη
Στη μελέτη αυτή γίνεται βιβλιογραφική αναφορά στην ανάλυση των στοιχείων της ψυχοπαθολογίας των παραφιλιών και ιδιαίτερα της επιδειξιομανίας.

Σύμφωνα με τον J.A. Hadfield, εξερευνώντας την προέλευση των σεξουαλικών παρεκκλίσεων, διαπιστώνουμε ότι δεν διαφέρουν ουσιαστικά στην αιτιολογία ή στο μηχανισμό τους απ'άλλες ψυχονευρώσεις. Είναι η στέρηση της αγάπης και η απωθημένη ανάγκη για αγάπη (ασφάλεια και σταθερότητα) που τις προκαλεί. Η πιο ουσιαστική ανάγκη του παιδιού είναι η ασφάλεια και η πιο δυνατή του επιθυμία, αυτή για προστασία και αγάπη. Στερημένο από αυτή την προστατευτική αγάπη, το παιδί νιώθει αβοήθητο αδυνατεί να προσαρμοστεί στη ζωή και γίνεται νευρωτικό.

Οι σεξουαλικές παρεκκλίσεις διαφέρουν από την υστερία και τους καταναγκασμούς μόνο στον τύπο της αντίδρασης που αυτές οι ανώμαλες συνθήκες της πρώιμης παιδικής ηλικίας προκαλούν.

Όταν ένα παιδί στερείται της αγάπης (αισθαντικής και προστατευτικής), πιθανώς απορρίπτει το αρχικό κανονικό αντικείμενο αγάπης και την κανονική δραστηριότητα και καταφεύγει σε μια νοσηρή αντίδραση σαν υποκατάστατο όπως το να βυζαίνει το δάκτυλο, τον αυνανισμό, ή άλλες αυτό-ερωτικές δραστηριότητες, το οποίο αργότερα συνιστά τις παρεκκλίσεις.

Αυτές οι νοσηρές αντιδράσεις καθηλώνονται και επιμένουν και αποκλείουν τη φυσιολογική σεξουαλικότητα με α) την υπερβολή αυτών των τάσεων και β) την απώθηση.

Αναλύεται επίσης η επιδειξιομανία και η δύναμη που ο επιδειξιομανής θέλει να επιδείξει - τον θρίαμβο που προέρχεται από το να 'χει τον έλεγχο, σε μια προσπάθεια του να αντισταθμίσει την εσωτερική ανασφάλεια και ασημαντότητα που νιώθει. Εγκέφαλος 2008, 45(4):233-236.

Λέξεις κλειδιά: Ψυχοπαθολογία παραφιλιών, επιδειξιομανία.

Εισαγωγή

Οι παραφιλίες είναι η παρέκκλιση σεξουαλικών συμπεριφορών που χαρακτηρίζονται από επαναλαμβανόμενες έντονες σεξουαλικές φαντασιώσεις, σεξουαλικές παρορμήσεις ή συμπεριφορές (Amer. Psych. Assoc. 1994)1 που εμπλέκουν αντικείμενα, όχι ανθρώπους, τον εξευτελισμό ή τον βασανισμό του εαυτού τους ή του συντρόφου ή παιδιά ή άλλους που δεν συναινούν στην πράξη.

Μολονότι πολλές παραφιλίες έχουν ταυτοποιηθεί το DSM-IV περιλαμβάνει κριτήρια για 8 πιο συχνές από αυτές: την επιδειξιομανία, τον φετιχισμό, την εφαψιομανία, την ηδονοβλεψία, την παρενδυσία, την παιδοφιλία, τον σεξουαλικό σαδισμό και μαζοχισμό.

Η επιδειξιομανία είναι μία από τις παραφιλίες που, σύμφωνα με το DSM-IV, το άτομο παρουσιάζει επαναλαμβανόμενες, επίμονες σεξουαλικές φαντασιώσεις, παρορμήσεις ή συμπεριφορές που εμπλέκουν την έκθεση των γεννητικών οργάνων σε ανυποψίαστους ξένους για μια περίοδο τουλάχιστον 6 μηνών.

Τα άτομα με παραφιλίες νιώθουν έντονη και επίμονη επιθυμία να κάνουν συγκεκριμένες πράξεις, προκειμένου να ανακουφίσουν την ένταση τους μετά την πράξη. Οι παραφιλίες έχουν κάποια από τα χαρακτηριστικά των διαταραχών ελέγχου των παρορμήσεων. Πιο συχνά τις συναντούμε στους άντρες. Η ηλικία των παραφιλιών εκτείνεται από την εφηβεία μέχρι τη νεαρή ηλικία και οι ασθενείς συχνά παρουσιάζουν πολλαπλή παραφιλία· όταν μία παραφιλία υποχωρεί, μπορεί να εμφανίζεται κάποια άλλη (Abel et al, 1988)2.

Όσον αφορά τους επιδειξιομανείς διαφέρουν από τους ετεροφυλικούς συμμέτοχους στον τρόπο της σεξουαλικής διέγερσης και δεν έλκονται από ομοφυλοφιλικές πράξεις ούτε έχουν ιστορικό ομοφυλοφιλίας (Elisabeth B. Saunders, 1990)3.

Στοιχεία ψυχοπαθολογίας των παραφιλιών

Σύμφωνα με τον J.A. Hadfield4 (1933), εξερευνώντας την προέλευση των σεξουαλικών παρεκκλίσεων, διαπιστώνουμε ότι δεν διαφέρουν ουσιαστικά στην αιτιολογία ή στο μηχανισμό τους απ'άλλες ψυχονευρώσεις.

Ο Freud έχει προτείνει ότι οι ψυχονευρώσεις οφείλονται στην απώθηση των παιδικών σεξουαλικών επιθυμιών.

Σύμφωνα με τον J.A. Hadfield4 (1933), οι ψυχονευρώσεις οφείλονται στη στέρηση της αγάπης. Είναι η απωθημένη ανάγκη για αγάπη (ασφάλεια και σταθερότητα) που τις προκαλεί. Η πιο ουσιαστική ανάγκη του παιδιού είναι η ασφάλεια και η πιο δυνατή του επιθυμία για προστασία και αγάπη. Στερημένο από αυτή την προστατευτική αγάπη, το παιδί νιώθει αβοήθητο αδυνατεί να προσαρμοστεί στη ζωή και γίνεται νευρωτικό. Αντίθετα όταν του έχει δοθεί αυτή, το παιδί αντιμετωπίζει με εμπιστοσύνη τη ζωή, μπορεί να αγαπά τους άλλους και μέσα σ'αυτήν την προστασία και την ασφάλεια είναι ελεύθερο να εκφραστεί και να αναπτυχθεί, να γίνει ψυχικά υγιής. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι σεξουαλικές παρεκκλίσεις δεν είναι ουσιαστικά διαφορετικές τόσο στην αιτιολογία όσο και στο μηχανισμό από τις άλλες ψυχονευρώσεις και πραγματικά πρέπει να θεωρούνται ως ένας τύπος ψυχονεύρωσης.

Οι σεξουαλικές παρεκκλίσεις διαφέρουν από την υστερία και τους καταναγκασμούς μόνο στον τύπο της αντίδρασης που αυτές οι ανώμαλες συνθήκες της πρώιμης παιδικής ηλικίας προκαλούν.

Όταν ένα παιδί στερείται της αγάπης (αισθαντικής και προστατευτικής), πιθανώς απορρίπτει το αρχικό κανονικό αντικείμενο αγάπης και τη κανονική δραστηριότητα και καταφεύγει σε μια νοσηρή αντίδραση σαν υποκατάστατο όπως το να βυζαίνει το δάκτυλο, τον αυνανισμό, ή άλλες αυτό-ερωτικές δραστηριότητες, το οποίο αργότερα συνιστά τις παρεκκλίσεις.

Είναι όμως φανερό ότι ακόμη και τέτοιες νοσηρές αντιδράσεις είναι πολύ συνηθισμένες στην παιδική ηλικία και συγκριτικά λίγοι άνθρωποι παρεκκλίνουν τελικά.

Πώς αυτές οι νοσηρές αντιδράσεις καθηλώνονται και επιμένουν και αποκλείουν τη φυσιολογική σεξουαλικότητα;

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, δύο λόγοι εμφανίζονται ως αναγκαίοι: α) η υπερβολή αυτών των τάσεων και β) η απώθηση.

Η υπερβολή καθορίζει την εμμονή της νοσηρής παρέκκλισης, η απώθηση προκαλεί τη σύλληψη και την καθήλωση. Εάν η νοσηρή τάση δεν μεγαλοποιούνταν, δεν θα είχε ελπίδα να επιμείνει. Εάν δεν είχε απωθηθεί, μέρος της libido θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε πιο φυσιολογική σεξουαλικότητα. Όταν ολοκληρωτικά απωθείται, καθώς και όλα τα αισθησιακά αισθήματα με αυτό, καθηλώνεται και προκαλεί την παρέκκλιση.

Η ανωριμότητα θα επιδεινώσει αυτό το σχήμα. Θα ήταν αληθινό να πούμε ότι άτομα με σεξουαλικές παρεκκλίσεις, αυτό που πραγματικά ψάχνουν δεν είναι η σεξουαλικότητα αλλά η χαμένη αγάπη, δηλ. η παρέκκλιση είναι το σύμβολο μιας βαθύτερης ανάγκης.

Ανάλυση της επιδειξιομανίας

Όσον αφορά την επιδειξιομανία, δεν είναι η φυσιολογική ευχαρίστηση της έκθεσης που βιώνεται από το παιδί, αλλά η δραστηριότητα ενός παιδιού, που στερούμενο την αγάπη, προσπαθεί να την ξανακερδίσει πίσω με την επιδειξιομανία. Τα γεννητικά του όργανα είναι πηγή ευχαρίστησης στον εαυτό του και φυσικά υποθέτει ότι θα είναι αντικείμενο ευχαρίστησης και στους άλλους, προκαλώντας σ' αυτούς ό,τι συναισθήματα προκαλεί στον ίδιο.

Πρώτα σχηματίζεται η αντίδραση παρέκκλισης, π.χ. στην περίπτωση της επιδειξιομανίας το παιδί λαμβάνει αισθησιακή ευχαρίστηση από την περιποίηση-επίδειξη των γεννητικών του οργάνων. Όταν αυτό συνδυασθεί με τη στέρηση της τόσο σημαντικής μητρικής αγάπης, το παιδί μπορεί να υπερβάλει αυτή τη συμπεριφορά για να προσελκύσει τη μητρική αγάπη ή να πάρει αυτοϊκανοποίηση, επέρχεται δηλ. καθήλωση στη συμπεριφορά. Στη συνέχεια, λόγω ενοχών και φόβων προσωπικών (του ιδίου) ή λόγω φόβου από τη δυσαρέσκεια, τη μη έγκριση των γονιών, αναστέλλει, απωθεί την ερωτική συμπεριφορά που είχε ήδη καθηλωθεί. Εμποδίζεται έτσι η φυσιολογική σεξουαλική ανάπτυξη και όταν αρχίζει η σεξουαλική αφύπνιση επανέρχεται στο καθηλωμένο στάδιο της παρέκκλισης.

Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του R.H. Tuch (2008)5 και του K. Stoller6, το βασικό θέμα στην επιδειξιομανία είναι ότι ο επιδειξιομανής θέλει να επιδείξει δύναμη - τον θρίαμβο που προέρχεται από το να 'χει τον έλεγχο, ενώ η άλλη (το θύμα) χάνει τον έλεγχο. Η παράξενη συμπεριφορά του επιδειξιομανή δημιουργεί σύγχυση και παλινδρόμηση, το θύμα του αιφνιδιάζεται χωρίς να ξέρει τι θα συμβεί μετά και νιώθει ανασφαλής πώς να απαντήσει καλύτερα. Με το ξάφνιασμα προκαλείται παλινδρόμηση και ψυχική αποδιοργάνωση. Οι λειτουργίες του Εγώ δεν μπορούν προσωρινά να κινητοποιηθούν. Το άτομο θύμα δυσκολεύεται να σκεφτεί και να αντιδράσει δυναμικά (Siegman, 1964)7.

Σχετικά μ' αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι η πρώτη περίπτωση επιδειξιομανίας που περιγράφεται στη βιβλιογραφία (Lasegue, 1877)8 ήταν αυτή ενός άνδρα που εξέθετε τον εαυτό του σε μια γυναίκα που ήταν γονατιστή για να προσευχηθεί στην εκκλησία - χωρίς αμφιβολία σε μία κατάσταση όπου ήταν εντελώς απροετοίμαστη για αυτό που θα αποκαλυπτόταν. Ο επιδειξιομανής στοχεύει αυτές που κατά τον υπολογισμό του είναι ευάλωτες στην επίθεση.

Ο επιδειξιομανής όμως δεν θα έπρεπε να πάρει την αντίδραση των γυναικών σαν σημάδι ότι είναι εντυπωσιακά "προικισμένος" αλλά συχνά παίρνει αυτή την εντύπωση (γι' αυτό και χρησιμοποιεί το στοιχείο του αιφνιδιασμού).

Στην πραγματικότητα υπάρχουν σεξουαλικές δυσκολίες, αλλά μ' αυτό τον τρόπο αρνείται την πραγματικότητα (Stoller, 1975)6. Αν και όχι ψυχωτικός, υπάρχει διαταραχή στην αντίληψη της πραγματικότητας.

Ο διπλός μηχανισμός της άρνησης της πραγματικότητας και του διαχωρισμού του επιδειξιομανή ευθύνεται για την παρέκκλιση (Freud, 1927)9.

Ομοίως, ο Sanchez-Medina (2002)10 γράφει πως αυτός με παρέκκλιση έχει συγχρόνως δύο ζωές που υπάρχουν δίπλα-δίπλα αλλά προσπαθεί να αγνοήσει η μία την άλλη.

Επίσης ο R. Stoller (1991)11 θεωρεί ότι οι επιδειξιομανείς μεταμορφώνουν το παιδικό τραύμα σε θρίαμβο του ενήλικα, ακολουθώντας το μοντέλο: "Είμαι ταπεινωμένος, είμαι εξευτελισμένος· ανακαλύπτω εκδίκηση· εγώ ταπεινώνω· έχω κυριαρχήσει στο παρελθόν".

Φαίνεται ότι η επιδειξιομανία αναφέρεται στο αρχικό τραύμα (του να είναι, να κρίνεται ως ασήμαντος) και σαν τέτοιος προκαλεί αυτή τη συμπεριφορά για να 'χει την ψευδαίσθηση της υπεροχής, της δύναμης.

Πολλές φορές η επιδειξιομανία εμπλέκεται με κινδύνους, όπως να πιαστεί από την αστυνομία.

Θα ήταν λάθος, μας διαβεβαιώνει ο Stoller, να πιστεύουμε ότι η αστυνομία είναι ο κίνδυνος, δεν είναι. Είναι μάλλον παράγοντας θριάμβου...

Η σύλληψη αποδεικνύει ότι αυτός είναι σημαντικός· είναι η νίκη απέναντι στο φόβο της ασημαντότητας.

Να τονίσουμε ότι ο επιδειξιομανής, βίαια αιχμαλωτίζει και κρατά την προσοχή της γυναίκας, διαντιδρώντας με τρόπο που καταπατούν, βιαιοπραγούν και τραυματίζουν ψυχικά τους άγραφους διαπροσωπικούς νόμους, δηλ. 1) την καταπάτηση της ελεύθερης βούλησης - κανείς δεν επιτρέπεται να πιέσει κάποιον άλλον σ' ένα ρόλο χωρίς την ελεύθερη βούλησή του, 2) να βιαιοπραγήσει στη βασική εμπιστοσύνη του άλλου στις διαπροσωπικές σχέσεις.

Πρόσφατα, υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον στην καταναγκαστική και παρορμητική φύση των παραφιλικών και σαν τέτοια εντάσσονται στο OCD spectrum12.

Η κλινική ανταπόκρισή τους στα SSRIs ενισχύει την ανωτέρω υπόθεση (Greenburg et al, 1996)13, (Zohar et al,1994)14 και θεωρούν τις παραφιλίες (Kafka, 1994)15 ως εκδηλώσεις σεροτονινεργικής δυσλειτουργίας, πιθανότατα σε υποθαλαμικό επίπεδο.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. American Psychiatric Association: Paraphilias In: Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, 4th ed., Washington, DC American Psychiatric Association, 1994:522-532.
  2. Abel GG, Becker SV, Cunningham Rathner et al: Multiple paraphilic diagnoses among sex offenders. Bull Am Acad Psychiatry Law 1998;16:153-168.
  3. Elisabeth B. Saunders, Ed D., Ge A. Awad: Male Adolescent Sexual Offenders: Exhibitionism. and Obscene Phone Calls. Child Psychiatry and Human Development, Vol. 21 (3), Spring 1991.
  4. J.A. Hadfield. Some Aspects of the Psychopathology of Sex Perversions, Proccedings of the Royal Society of Medicine, Section of Psychiatry, 1933.
  5. Richard Howard Tuch. Unraveling the riddle of exhibitionism: A lesson in the power tactics of perverse interpersonal relationships. Int. J. Psychoanal. (2008), 89:143-160.
  6. Stoller R. Perversion: the erotic form of hartred, N. York, NI: Pantheon, 1975.
  7. Siegman A. Exhibitionism and fascination, J. Am. Psychoanal. Assoc., 12:315-35, 1964.
  8. Lasegue E. Les exhibionistes, series 3, Union Medicale 23:709-14, 1877.
  9. Freud S. Fetishism, S.E. 21, 152-7, 1927.
  10. Sanchez-Medina A. Perverse thought, Int. J. Psychoanal., 83:1345-59, 2002.
  11. Stoller R., Fogel G., Myers W. The term perversion. In: Perversions and near-perversions in clinical practice, New Haven, CT Yale Up, 36-56, 1991.
  12. A. Abouesh, A. Clayton. Compulsive Voyeurism and Exhibitionism: A clinical Response to Paroxetime.
  13. Greenburg D.M., Brodford J.M.W., Carry S., O'Rourtre A. A comparison of treatment of paraphilias with three SGRIs: A retrospective study. Am. Acad. Psychoanal., Law, 24, 525-532, 1996.
  14. Zohar J., Kaplan Z., Benjamin J. Compulsive exhibitionism successfully treated with fluvoxamine: a controlled case study, J. Clin. Psychiatry, Mar, 55(3), 86-9, 1994.
  15. Kafka M.P. Sertraline pharmacotherapy for paraphilias and paraphilia related disorders. An open trial. Ann. Clin. Psychiatr., 6:189-195, 1994.