Κοινοτικό Κέντρο Ψυχοογκολογίας: Πρώτες εμπειρίες
IAΚΩΒΙΔΗΣ Β., ΚΑΡΚΑΝΙΑΣ ΑΘ., ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ Φ., ΜΠΕΝΤΕΝΙΔΗΣ Χ.
Κοινοτικό Κέντρο Ψυχοογκολογίας Αντικαρκινικού Νοσοκομείου Πειραιά "Μεταξά"

Περίληψη
Πολλοί ασθενείς με καρκίνο αλλά και αυτοί που περάτωσαν επιτυχώς τη θεραπεία τους υποφέρουν μόνοι, βιώνοντας ένα αβέβαιο μέλλον. Πολλοί υποφέρουν από τη μείωση της λειτουργικής τους ικανότητας, βιώνοντας την φθορά και την ψυχική εξουθένωση. Η ανάγκη συνεχιζόμενης ψυχοκοινωνικής υποστήριξης, μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο σε μη φορτισμένο συναισθηματικά περιβάλλον μιας εξω-νοσοκομειακής δομής, ήταν ο πιο σημαντικός παράγοντας για την ίδρυση του πρώτου κοινοτικού ψυχοογκολογικού κέντρου στον Ελλαδικό χώρο. Το σύνολο των θεραπευτικών παρεμβάσεων της ψυχιατρικής, βιολογικών και ψυχοθεραπευτικών, έχουν τη θέση τους στο ψυχοογκολογικό κέντρο. Ομαδικές ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις, που στηρίζονται στην παροχή εκμάθησης τρόπων αντιμετώπισης νέων καταστάσεων στην ενθάρρυνση έκφρασης συναισθημάτων και στο μοίρασμα κοινών εμπειριών, είναι όχι μόνο εφαρμόσιμες αλλά φαίνεται να έχουν εν δυνάμει σημαντικά οφέλη για τους ασθενείς με καρκίνο. Προβληματίζει το γεγονός ότι η παραπομπή των ασθενών στο κέντρο ψυχοογκολογίας από τους θεράποντες ογκολόγους κατέχει τη μικρότερη αναλογικά θέση. Το μεγαλύτερο ποσοστό παραπέμπονται από φίλους και γνωστούς. Από την ανάλυση των στοιχείων των πρώτων ασθενών στους 18 μήνες λειτουργίας του φαίνεται ότι στο κέντρο προσέρχονται άτομα όλων των εντοπίσεων καρκίνου (με συνηθέστερη εντόπιση τον μαστό), με έντονη δυσφορία λόγω της ασθένειας και με επιβαρημένη ψυχοπαθολογία (κατάθλιψη και ψυχαναγκαστικότητα). Αυτά τα δεδομένα ενισχύουν την ανάγκη ύπαρξης κοινοτικών δομών για αυτή την ιδιαίτερη ομάδα ασθενών. Εγκέφαλος 2009, 46(1):21-27.

Λέξεις κλειδιά: Καρκίνος, ψυχοογκολογία, κοινοτικό κέντρο.

Εισαγωγή

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, περίπου 400 εκατομμύρια άνθρωποι σήμερα υποφέρουν από ψυχικές ή νευρολογικές διαταραχές και πολλοί υποφέρουν μόνοι. Πέρα από τον πόνο και την απουσία φροντίδας, βρίσκονται τα εμπόδια του στίγματος, της ντροπής και του αποκλεισμού1.

Σύμφωνα με το Διεθνές Γραφείο για την Έρευνα στον Καρκίνο (IARC), το έτος 2000 υπήρξαν περίπου 10 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις καρκίνου παγκοσμίως, 6,2 εκατομμύρια θάνατοι και 22,4 εκατομμύρια ζούσαν με καρκίνο. Για την Ελλάδα υπήρξαν 36,5 χιλιάδες περίπου νέες περιπτώσεις2.

Κάπως παρόμοια με τους ψυχικά πάσχοντες, οι ασθενείς με καρκίνο πολλές φορές υποφέρουν μόνοι βιώνοντας την κοινωνική, εργασιακή ή και την οικογενειακή απομόνωση, ως αποτέλεσμα της μυθολογίας και του αρνητικού αντίκτυπου που συνοδεύει τον καρκίνο. Πολλοί υποφέρουν από τις δυσκολίες στην ενημέρωση και επικοινωνία στη σχέση με τον θεράποντα ιατρό. Όλοι σχεδόν βιώνουν ένα αβέβαιο μέλλον που θα έκαμπτε και την πιο δυνατή ψυχική άμυνα. Πολλοί υποφέρουν από τα προκαταβολικά συμπτώματα ναυτίας και εμέτων και πολλοί με προχωρημένη νόσο υποφέρουν από τη μείωση της λειτουργικής τους ικανότητας, βιώνοντας την αργή φθορά, την παρακμή και την ψυχική εξουθένωση.

Σύμφωνα με τον Μαδιανό3, το 1996, για τις ψυχικές διαταραχές υπήρχαν στην Ελλάδα 123 ενδιάμεσες δομές, περιλαμβανομένων των κέντρων ψυχικής υγείας ενηλίκων και παιδιών, των συμβουλευτικών σταθμών και των συμβουλευτικών για χρήστες ουσιών. Όμως μέχρι το 2004, όσον αφορά το Εθνικό Σύστημα Υγείας, δεν υπήρχε ενδιάμεση δομή παροχής ψυχοκοινωνικών φροντίδων εστιασμένη στους ασθενείς και επιζώντες με καρκίνο.

Νέες τάσεις στην ψυχοογκολογία

Οι μεγάλες αλλαγές στην επιβίωση των ασθενών με καρκίνο και οι πρόοδοι της ψυχοογκολογίας διεύρυναν τα ενδιαφέροντά της στις νέες προκλήσεις της ογκολογίας, ενώ ταυτόχρονα μετατόπισαν το κέντρο ενδιαφέροντός της όχι μόνο στους νοσηλευόμενους ασθενείς αλλά και στους εξωνοσοκομειακούς4. Η αύξηση των δεικτών επιβίωσης αποτέλεσε πρόκληση για την έρευνα και την αντιμετώπιση των ψυχικών αντιδράσεων στην εις βάθος χρόνου πορεία της νόσου, με παράλληλη ανάπτυξη θεραπευτικών παρεμβάσεων και ενδιάμεσων δομών στην κοινότητα. Αυτή η στροφή ήταν αναγκαία, μετά την αρχική εστίαση της ψυχοογκολογίας στις πρώτες αντιδράσεις νεοδιαγνωσθέντων ασθενών και την παρέμβαση στην κρίση.

Οι νέες βιολογικές θεραπείες της νόσου είχαν διαφορετικές ψυχολογικές και ψυχιατρικές επιπτώσεις, κάτι που αποτελούσε πρόκληση για εφαρμογή διαφορετικών θεραπευτικών παρεμβάσεων εκ μέρους της ψυχοογκολογίας. Η ανακάλυψη γονιδίων υπευθύνων για ορισμένες μορφές καρκίνου δημιούργησε την ανάγκη επαρκούς γενετικής συμβουλευτικής σε υγιή κατά τα άλλα άτομα5. Η πρόοδος στα αντιεμετικά φάρμακα μείωσε δραστικά τις άμεσες αντιδράσεις στα προκαταβολικά συμπτώματα που εμφανίζονται και πολύ μετά το πέρας των θεραπειών, αποτελώντας πρόκληση για την εφαρμογή τεχνικών θεραπείας της συμπεριφοράς για τον έλεγχο αυτών των εξαρτημένων συμπτωμάτων6.

Τα ενδιαφέροντα της ψυχοογκολογίας αυξήθηκαν επίσης σε εύρος, καλύπτοντας όλη τη διάρκεια της νόσου και όχι μόνο σε ότι αφορά στην αρχική διάγνωση και θεραπεία. Έτσι ο μικρός αριθμός των υγιών ατόμων, που λαμβάνουν μέρος σε προγράμματα πρόληψης και πρώιμης διάγνωσης, αποτέλεσε πρόκληση για την ανάπτυξη νέων στρατηγικών παρέμβασης, περισσότερο αποτελεσματικών και εναρμονισμένων προς τις νεώτερες εξελίξεις των θεωριών κοινωνικής μάθησης και συμπεριφοράς.

Κοινοτικό Κέντρο Ψυχοογκολογίας

Η Διασυνδετική/Ψυχιατρική στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Μεταξά, μετά την καθιέρωση και αποδοχή της εκ μέρους του ογκολογικού προσωπικού, είχε να αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις:

α) Νέες στρατηγικές που θα οδηγούσαν στη συστηματική παρουσία της στα ογκολογικά τμήματα.

β) Στρατηγικές για την επιμόρφωση του ογκολογικού προσωπικού πάνω στις ψυχοογκολογικές αρχές, την ψυχοσωματική ενότητα και την θεραπευτική σχέση7.

γ) Νέες στρατηγικές για την ανάπτυξη διασυνδετικών/ ψυχοσωματικών κλινών.

Όμως, σημαντικότερη πρόκληση ήταν η ίδρυση μιας ενδιάμεσης δομής, ενός ψυχοογκολογικού κέντρου στην κοινότητα, για την παροχή συνεχιζόμενης ψυχο-κοινωνικής υποστήριξης αποκλειστικά σε ασθενείς με καρκίνο ή τους συγγενείς τους.

Οι από ετών εισηγήσεις στις επιστημονικές και διοικητικές διευθύνσεις τού Νοσοκομείου καρποφόρησαν την άνοιξη του 2004, με την ίδρυση της πρώτης (όσον αφορά το Εθνικό Σύστημα Υγείας) ενδιάμεσης δομής για ασθενείς με καρκίνο, στην περιοχή της Καστέλλας στον Πειραιά, σε διώροφο κτίριο ιδιοκτησίας τού Νοσοκομείου. Μετά τις αναγκαίες προετοιμασίες άρχισε η λειτουργία του "Κοινοτικού Κέντρου Ψυχοογκολογίας" με στελέχωση από τους ειδικούς ψυχικής υγείας του Νοσοκομείου Μεταξά.

Στόχοι

Ο σκοπός και οι στόχοι αυτής της ενδιάμεσης δομής, αν και αυτονόητοι για τις σημερινές τάσεις παροχής φροντίδων, αξίζει να σημειωθούν. Για πολλούς ασθενείς η έξοδος από το νοσοκομείο συνοδεύεται από ανασφάλεια επειδή για πρώτη φορά μετά τη νόσο έρχονται σε επαφή με την εργασιακή, κοινωνική και ίσως οικογενειακή απομόνωση. Η ζωή σε ένα αβέβαιο μέλλον με τις απαιτούμενες επανεξετάσεις είναι αρκετά δυσβάστακτη. Προοδευτικά εμφανίζονται ένας μεγάλος αριθμός ελαφρών και μέτριων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων και ιδίως στην φάση επανάληψης κάποιας θεραπείας. Αυτά τα προβλήματα δυσκολεύουν την καλή προσαρμογή τού ασθενούς και η ανάγκη συμβουλευτικής από ειδικό ψυχικής υγείας είναι επιβεβλημένη. Αν επισκεφθούν ειδικό ψυχικής υγείας στο Νοσοκομείο, η επίσκεψή τους αναβιώνει δυσάρεστες εμπειρίες ή και προκαταβολικά συναισθήματα άγχους, δυσφορίας και εμέτων.

Η ενδιάμεση δομή του Κέντρου δεν έχει τη συναισθηματική φόρτιση του νοσοκομείου, παρέχοντας συγχρόνως το στοιχείο της συνέχειας στις ψυχοκοινωνικές φροντίδες που ξεκίνησαν στο νοσοκομείο με τη διασυνδετική.

O σεβασμός των ασθενών και των επιζώντων, που κάτω από δύσκολες συνθήκες νοιώθουν ότι έχουν χάσει τον έλεγχο και ότι μειονεκτούν, έγινε η βασική φιλοσοφία όλων των εργαζομένων στο κέντρο ψυχοογκολογίας. Μεγάλο μέρος τής μείωσης της ποιότητας της ζωής τους οφείλεται στα ιατρικά θεραπευτικά προγράμματα π.χ. ακρωτηριαστικές επεμβάσεις κλπ. Συνεπώς, η ψυχοκοινωνική αποκατάσταση πρέπει να αποσκοπεί στην αποδοχή όσων απωλειών δεν είναι δυνατόν να αναπληρωθούν μέσω της ιατρικής. Με δεδομένο ότι οι ασθενείς πρέπει να ζουν με αξιοπρέπεια και όχι απλώς να επιβιώνουν, η ψυχοκοινωνική υποστήριξη συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση ποιότητας ζωής8. Στην καθημερινή πράξη το προσωπικό αυξάνει την αυτοεκτίμηση του ασθενούς με το να είναι ευγενικό, με το να αποφεύγει συμπεριφορές πατροναρίσματος, με το να επικοινωνεί ειλικρινά, με το να συναποφασίζει με τον άρρωστο τις προτεραιότητες των φροντίδων και με το να κάνει αποδεκτή την άρνηση θεραπείας του ασθενούς.

O δεύτερος σημαντικός στόχος του κέντρου είναι η απομυθοποίηση του καρκίνου στην κοινότητα με σκοπό την αύξηση της συμμετοχής των ατόμων σε προγράμματα πρόληψης και πρώιμης διάγνωσης4. Το ποσοστό των ατόμων που παίρνουν ενεργό μέρος στην φροντίδα της υγείας τους δεν είναι ακόμα ικανοποιητικό και το πιό σημαντικό είναι οι λανθασμένες αποφάσεις που παίρνουν για την υγεία τους. Δυο παράγοντες θεωρούνται σημαντικοί για αυτή τη χαμηλή συμμετοχή στα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου. Πρώτον, ο αρνητικός απόηχος που συνοδεύει τον καρκίνο και δεύτερον, οι μέχρι τώρα τακτικές των ειδικών υγείας, που προσπάθησαν να αφαιρέσουν μόνο τα αντικίνητρα, πηγαίνοντας σε απομακρυσμένα μέρη για πραγματοποίηση στο γυναικείο πληθυσμό του παπ τεστ. Σύμφωνα με τις θεωρίες κοινωνικής μάθησης και συμπεριφοράς, η συμπεριφορά μας δεν είναι μια απλή παθητική αντίδραση στις εξωτερικές πιέσεις αλλά τροποποιείται από τα επακόλουθα της αλλαγής μέσα από τον μηχανισμό της επανατροφοδότησης. Για να αλλάξει μια συμπεριφορά υπάρχουν κίνητρα και αντικίνητρα. Τα κίνητρα υιοθέτησης μιας συμπεριφοράς υγείας είναι, μεταξύ άλλων, η κατανόηση της απειλής από την ασθένεια και τα αναμενόμενα οφέλη από την εφαρμογή των προληπτικών μέτρων. Τα αντικίνητρα είναι οι προτεινόμενες αλλαγές ζωής και το κόστος σε φασαρία, δαπάνη κλπ. Για να γίνει αύξηση της συχνότητας εμφάνισης συμπεριφορών πρόληψης πρέπει τα κίνητρα να υπερτερούν των αντικινήτρων και όχι μόνο να αφαιρεθούν τα δεύτερα. Μόνο η κατανόηση από το άτομο ότι δυνητικά μπορεί να είναι ευπαθές στον καρκίνο και ότι μπορεί να έχει πολλά οφέλη από την πρόληψη και πρώιμη διάγνωση αποτελεί τον πιό ουσιώδη παράγοντα για την αλλαγή της συμπεριφοράς και την υιοθέτηση συμπεριφορών υγείας.

Πρώτες εμπειρίες

Η παραπομπή των ασθενών στο κοινοτικό κέντρο από τους θεράποντες ογκολόγους κατέχει αναλογικά την μικρότερη θέση, με το μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών να παραπέμπονται από φίλους, γνωστούς ή τα φυλλάδια που υπάρχουν στο νοσοκομείο. Αυτό είναι σύμφωνο και με τα ευρήματα έρευνας σε τυχαίο δείγμα Ελλήνων ψυχιάτρων, που αφορούσε στη θεραπευτική τους εργασία με ασθενείς με καρκίνο, όπου το μεγαλύτερο ποσοστό είχε παραπεμφθεί από γνωστούς και φίλους και όχι από τους θεράποντες ογκολόγους, αλλά και με ευρήματα ερευνών του εξωτερικού9.

Σε κάθε ασθενή που εξετάζεται στο κέντρο, εκτός του τυπικού ψυχιατρικού ιστορικού, δίνονται πέντε ψυχολογικές δοκιμασίες/αυτοσυμπληρούμενα ερωτηματολόγια. Η κλίμακα κατάθλιψης του κέντρου επιδημιολογικών ερευνών CES-D10, η κλίμακα ικανοποίησης ζωής11, το ερωτηματολόγιο ενδοπροσωπικού/εξωπροσωπικού ελέγχου ως προς την υγεία12, η κλίμακα ψυχοπαθολογίας SCL 90-R13 και το θερμόμετρο δυσφορίας14. Το τελευταίο είναι μια οπτική αναλογική κλίμακα που εκτείνεται από το 0 (καθόλου δυσφορία) μέχρι το 10 (υπερβολική δυσφορία) που ο ασθενής καλείται να σημειώσει τον αριθμό που περιγράφει καλύτερα το βαθμό δυσφορίας που νοιώθει. Στο δεύτερο σκέλος του ερωτηματολογίου ο ασθενής καλείται να σημειώσει με ένα ναι ή όχι διάφορα σωματικά, συναισθηματικά, πνευματικά, οικογενειακά ή και πρακτικά προβλήματα που θεωρεί ως πιθανά αίτια της δυσφορίας του. Το ερωτηματολόγιο κατασκευάστηκε από το Εθνικό Δίκτυο Αντικαρκινικών Κέντρων των Ηνωμένων Πολιτειών και προτάθηκε για χρήση στα αντικαρκινικά νοσοκομεία ως ένα εργαλείο γρήγορης ανίχνευσης της δυσφορίας. Στην ουσία είναι παρόμοιο με την ακουστική αναλογική κλίμακα, που πολλοί θεραπευτές χρησιμοποιούν για να έχουν πιο αντανακλαστικές απαντήσεις σε ενοχλήματα ή του ποσοστού βελτίωσης.

Παρεχόμενες θεραπευτικές παρεμβάσεις

Όπως και στη διασυνδετική ψυχιατρική στο αντικαρκινικό νοσοκομείο, έτσι και στην ενδιάμεση δομή του κέντρου, αξιοποιείται το σύνολο των θεραπευτικών παρεμβάσεων της ψυχιατρικής15.

Σε επίπεδο βιολογικών θεραπειών οι παρενέργειες ηρεμιστικών ή αντικαταθλιπτικών δεν είναι σημαντικές στους ασθενείς με καρκίνο, όχι μόνο γιατί οι κίνδυνοι από τη μη χορήγηση υπερτερούν αυτών των παρενεργειών αλλά και γιατί στην ψυχοογκολογία η αναγκαία θεραπευτική δόση είναι μικρότερη απ' ότι στους μη σωματικώς πάσχοντες. Η εκλογή ενός ηρεμιστικού ή αντικαταθλιπτικού, όπως και στην φαρμακοθεραπεία σε μη σωματικώς πάσχοντες, εξαρτάται εν πολλοίς και από τις παρενέργειές του, το χρόνο ημιζωής ή την οδό αποβολής του. Συμβατικά και άτυπα ηρεμιστικά, βενζοδιαζεπίνες, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης, αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης και νοραδρεναλίνης, έχουν τη θέση τους στην ψυχοογκολογία της ενδιάμεσης δομής.

Σε επίπεδο ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων, εφαρμόζονται επίσης ατομικές ή ομαδικές θεραπείες. Γενικότερα, ομαδικές θεραπείας που στηρίζονται στην παροχή εκμάθησης νέων τρόπων αντιμετώπισης, στην ενθάρρυνση έκφρασης συναισθημάτων και στο μοίρασμα κοινών εμπειριών έχουν εν δυνάμει σημαντικά οφέλη για τους ασθενείς με καρκίνο. Η ομαδική ψυχοθεραπευτική παρέμβαση στην ψυχοογκολογία διακρίνεται από κάποιες ιδιαιτερότητες σε σχέση με άλλες ομαδικές θεραπείες. Για παράδειγμα, για τους ασθενείς με καρκίνο υπάρχει ομοιογένεια ως προς την κοινή εμπειρία της νόσου και την εκφραζόμενη δυσφορία και ετερογένεια ως προς τη δύναμη του εγώ. Αντίθετα, στους ασθενείς χωρίς σωματικό νόσημα υπάρχει ομοιογένεια ως προς τη δύναμη του εγώ16.

Με την έναρξη σχεδόν της λειτουργίας του κέντρου, εγκαταστάθηκαν δύο ομάδες αμοιβαίας υποστήριξης17. Αυτές δεν συνιστούν μεθόδους για την ενδοψυχική διερεύνηση ή την ανασύσταση της προσωπικότητας, αλλά χαρακτηρίζονται από την ανταλλαγή της κοινής εμπειρίας, το πνεύμα ομάδας και την ανάπτυξη νέων στρατηγικών αντιμετώπισης των προβλημάτων ή την ενθάρρυνση χρησιμοποίησης παλαιότερων που είχαν αποδειχθεί αποτελεσματικές. Η έρευνα έχει δείξει ότι τέτοιες ομάδες που στηρίζονται στην εκμάθηση νέων τρόπων αντιμετώπισης, στην ενθάρρυνση έκφρασης συναισθημάτων και στο μοίρασμα των κοινών εμπειριών έχουν εν δυνάμει σημαντικά οφέλη για τους ασθενείς με καρκίνο. Είναι σημαντικό για τα μέλη της ομάδας, με συντονιστή ειδικά εκπαιδευμένο, να δεχτούν την πραγματικότητα, να προσδιορίσουν τι έχουν χάσει, τι μπορεί να χάσουν αλλά και να πενθήσουν και να θρηνήσουν για αυτές τις απώλειες18. Ένα από τα σημαντικά στοιχεία των ομάδων αμοιβαίας υποστήριξης είναι ότι τα μέλη εκτίθενται σε πρακτικές εναλλακτικές λύσεις προβλημάτων μαθαίνοντας από τα άλλα μέλη που το έχουν επιτύχει. Η διαφορά των δύο ομάδων που λειτούργησαν στο κέντρο ήταν ότι η μια ήταν κλειστή σε νέα μέλη, με διάρκεια τεσσάρων μηνών, κα η άλλη ανοικτή σε νέα μέλη.

Όπως αναμένονταν, οι γυναίκες υπερτερούσαν αριθμητικά και στις δύο ομάδες, πράγμα που εξηγείται από την μεγαλύτερη ευκολία των γυναικών να εκφράζονται συναισθηματικά. Οι γυναίκες επικοινωνούν καλύτερα κατά τη διάρκεια ψυχοπιεστικών γεγονότων και τείνουν να έχουν πιό πολλές φίλες και περισσότερες πηγές υποστήριξης. Πιστεύουν ότι με το να εκφράζουν τα συναισθήματά τους θα αισθανθούν καλύτερα. Αντίθετα, οι άνδρες φαίνεται να προτιμούν περισσότερο την πληροφόρηση, να κατέχουν ένα πλάνο χειρισμού της νόσου και επιλέγουν λιγότερο τη συναισθηματική έκφραση19.

Η έξω από το κέντρο αλληλοϋποστήριξη των μελών της ομάδας παρατηρήθηκε στα μέλη και των δυο ομάδων με σύναψη σχέσεων που παρείχαν αποδοχή και συναισθηματική υποστήριξη. Η ικανότητα για ενσυναίσθηση, που αποκτάται από τις διεργασίες τής ομάδας, δίνει στα μέλη τη δυνατότητα να ανέχονται τις δυσκολίες τής νόσου ή των θεραπειών και λειτουργεί προστατευτικά από τα συγκλονιστικά αρνητικά συναισθήματα, επιτρέποντας στο άτομο να λειτουργεί χωρίς να κατακερματίζεται20.

Οι ατομικές προσεγγίσεις ήταν κατά κύριο λόγο ψυχοϋποστηρικτικές, συνδυαζόμενες σε μερικά περιστατικά με ελάσσονα ηρεμιστικά ή αντικαταθλιπτικά. Οι ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις εστιάζονταν στην παρούσα ψυχοπιεστική κατάσταση του ατόμου αλλά και στα συναισθηματικά ελλείμματα και τις συγκρούσεις με τους γονείς. Η δυσλειτουργική επικοινωνία και τα στεγανά μεταξύ των μελών τής τωρινής οικογένειας του ασθενούς, που παρατηρείται συχνά στην οικογένεια του ασθενούς με καρκίνο και προ της νόσησης, δεν είναι παρά επαναλήψεις των διαταραχών επικοινωνίας που προέρχονται από συναισθηματικά ελλείμματα και συγκρούσεις που είχαν βιώσει οι ασθενείς όταν ήταν παιδιά21.

Δημογραφικά και ψυχοπαθολογικά χαρακτηριστικά των προσερχομένων ασθενών

Στους 18 μήνες λειτουργίας του Κέντρου, από τις 610 περιπτώσεις ασθενών ή συγγενών που εξετάστηκαν ψυχιατρικά ή ψυχολογικά, 70 νέες περιπτώσεις ασθενών με καρκίνο είχαν συμπληρώσει όλες τις ψυχομετρικές δοκιμασίες. Εξ αυτών, 81,4% ήταν γυναίκες. Η μέση τιμή τής ηλικίας ήταν 51 έτη (±14,16). Όσον αφορά στην οικογενειακή κατάσταση, η πλειοψηφία (62,9%) ήταν έγγαμοι ενώ 20% ήταν άγαμοι. Ως προς την εντόπιση του καρκίνου, 45,7% είχαν διαγνωστεί με καρκίνο μαστού, 11,4% με καρκίνο γεννητικού συστήματος (π.χ. καρκίνος τραχήλου μήτρας), 11,4% με καρκίνο ρινοφάρυγγα, 10,0% με καρκίνο γαστρεντερικού συστήματος (π.χ. καρκίνος στομάχου ή παχέος εντέρου), ενώ ακολουθούσαν τα λεμφώματα (8,6%) και τα σαρκώματα (4,3%). Η μέση τιμή της κατάθλιψης βάσει της κλίμακας CES-D ήταν 29,25 (±12,74) και 62,3% είχαν βαθμολογία μεγαλύτερη από 2410. Η μέση τιμή στο Θερμόμετρο δυσφορίας ήταν ίση προς 7,24 (±2,24) ενώ μόνο 26,1% είχαν τιμή μικρότερη ή ίση με 5. Σημειωτέον ότι τιμές στο Θερμόμετρο δυσφορίας μεγαλύτερες από 5 έχει βρεθεί να σχετίζονται με σημαντική δυσφορία στην κλίμακα Hospital Anxiety and Depression Scale14. Η μέση τιμή στην κλίμακα ικανοποίησης ζωής ήταν 40,10 (±8,79). Όσον αφορά την ψυχοπαθολογία βάσει του SCL 90R, όπως φαίνεται στον Πίνακα 1, οι υψηλότερες μέσες τιμές των κλιμάκων (μέσος όρος κάθε κλίμακας διαιρεμένος δια του αριθμού των θεμάτων που την απαρτίζουν) εμφανίζονται στις κλίμακες της ψυχαναγκαστικότητας, της κατάθλιψης και του άγχους, ενώ οι μικρότερες τιμές εμφανίζονται στις κλίμακες του φοβικού άγχους και του ψυχωτισμού.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

Συμπεράσματα

Για τον ασθενή με καρκίνο που, πέραν των προβλημάτων εκ της νόσου ή εκ των θεραπειών της, έχει να αντιμετωπίσει τον κοινωνικό και εργασιακό αποκλεισμό, η έξοδος από το νοσοκομείο πρέπει να οδηγεί σε ένα δίκτυο εναλλακτικών δομών μέσα στην κοινότητα.

Στην σημερινή εποχή της διαχειριζόμενης φροντίδας, μέχρι να βρεθούν οριστικές βιολογικές θεραπείες για τον καρκίνο, η συνεχιζόμενη ψυχοκοινωνική στήριξη ασθενών και συγγενών είναι εκ των ουκ άνευ. Σε μια εποχή όπου οι θεραπείες γίνονται όλο και πιο επιθετικές με σημαντική επίδραση στην ποιότητα ζωής και όπου οι χρόνοι νοσηλείας των ασθενών τείνουν να γίνονται όλο και βραχύτεροι, με αποτέλεσμα η διασυνδετική ψυχιατρική να μην προλαβαίνει να χτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης με τον ασθενή, η συνεχιζόμενη ψυχοκοινωνική υποστήριξη μέσω της ενδιάμεσης δομής του κέντρου ψυχοογκολογίας, αποτελεί το κύριο έργο του κέντρου. Ωστόσο, πρέπει παράλληλα να συνοδεύεται με δραστηριότητες που αποσκοπούν στην απομυθοποίηση του Ca στο γενικό πληθυσμό της κοινότητας.

Τα πρώτα αποτελέσματα των ψυχομετρικών δοκιμασιών των ασθενών που προσήλθαν στο κέντρο αλλά και τα πρώτα κλινικά συμπεράσματα του οφέλους των ψυχοφαρμακολογικών και ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων επικυρώνουν την ορθότητα ύπαρξης ενδιάμεσης δομής ψυχοογκολογίας. Είναι αναγκαίο επίσης κάθε φροντίδα ψυχοκοινωνικής υποστήριξης να είναι σχεδιασμένη ώστε να καλύπτει και τις υπαρξιακές ανάγκες των ασθενών και να μην περιορίζεται στην εφαρμογή της θεραπευτικής προσέγγισης, ψυχοθεραπευτικής ή ψυχοφαρμακολογικής, που γνωρίζει και έχει εκπαιδευτεί ο ειδικός ψυχικής υγείας22.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Brundtland GΗ. Χαιρετισμός. Στο: Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας Υπουργείου Υγείας & Πρόνοιας (επιμ.): Η Ψυχική Υγεία στον Κόσμο. Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, Γενεύη, 2001.
  2. International Agency for Research on Cancer (IARC). Cancer Incidence, Mortality and Prevalence Worldwide. IARC Press, Lyon, 2001.
  3. Madianos ΜG. Preventive aspects of the mental health care system reform in Greece. In: Christodoulou GN, Lecic-Tosevski D, Kontaxakis VΡ (eds): Issues in Preventive Psychiatry. Karger, Basel, 1999: 47-54.
  4. Holland JC. History of psychooncology: Overcoming attitudinal and conceptual barriers. Psychosom Med 2002, 64:206-221.
  5. Appleton S, Fry A, Rees G, et al. Effects of living with an increased risk of breast cancer: An exploratory study using telephone focus groups. Psychooncol 2000, 9:511-521.
  6. Redd WH. Classical conditioning processes in cancer chemotherapy. Int Proceedings of the Postgraduate Course: Current Concepts in Psychooncology IV. Memorial Sloan-Kettering Cancer Center, New York, 1991:41-45.
  7. Ιακωβίδης Β, Καλλέργης Γ, Σπυροπούλου Β, και συν. Διασυνδετική ψυχιατρική σε ογκολογικό νοσοκομείο: Εκπαίδευση του ογκολογικού προσωπικού. Ψυχιατρική 2004, 15:57-66.
  8. Holland JC. Directions for the future. In: American Cancer Society (ed): Proceedings of the Fifth National Conference on Human Values and Cancer. American Cancer Society, 1987: 129-132.
  9. Curry C, Cossich T, Matthews JP, Beresford J, McLachlan SA. Uptake of psychosocial referrals in an outpatient cancer setting: Improving service accessibility via the referral process. Support Care Cancer 2002, 10:549- 555.
  10. Fountoulakis K, Iacovides A, Kleanthous S, Samolis S, Kaprinis S, Sitzoglou K, Kaprinis G, Bech P. Reliability, validity and psychometric properties of the Greek translation of the Center for Epidemiological Studies- Depression (CES- D) scale. BMC Psychiatry 2001, 1:3.
  11. Φουντουλάκης Κ, Ιακωβίδης Β, Ιακωβίδης Α., Χριστοφίδης Α, Ιεροδιακόνου Χ. Η στάθμιση της Κλίμακας Ικανοποίησης Ζωής στον Ελληνικό πληθυσμό. Ψυχιατρική 1997, 8:292-304.
  12. Wallston BS, Wallston KA, Kaplan GD, Maides SA. Development and validation of the health locus of control (HLC) scale. J Consult Clin Psychol 1976, 44 (4):580- 585.
  13. Ντώνιας Σ, Καραστεργίου Α, Μάνος Ν. Στάθμιση της κλίμακας ψυχοπαθολογίας Symptom Checklist -90- R σε Ελληνικό πληθυσμό. Ψυχιατρική 1991, 2:42-48.
  14. Hoffman BM, Zevon MA, D'Arrigo MC, Cecchini TB. Screening for distress in cancer patients: The NCCN rapid- screening measure. Psychooncol 2004, 13:792- 799.
  15. Ιακωβίδης Β, Ιακωβίδης Α. Θεραπευτικές παρεμβάσεις. Στο: Ιακωβίδης Β, Ιακωβίδης Α. Αρχές Ψυχοογκολογίας. Εκδ. Μαστορίδης, Θεσσαλονίκη, 2001:109-129.
  16. Spira JL. Group therapies. In: Holland JC (ed): Psycho-Oncology. Oxford University Press, New York, 1998: 701-716.
  17. American Cancer Society. Guidelines on Self- help and Mutual Support Groups. ACS, Atlanda, 1988.
  18. Αναγνωστόπουλος Φ, Βελισσαρόπουλος Χ. Ομαδική ψυχοθεραπεία με καρκινοπαθείς. Στο: Αναγνωστόπουλος Φ, Παπαδάτου Δ (επιμ.): Ψυχολογική Προσέγγιση Ατόμων με Καρκίνο. Εκδ. Φλόγα, Αθήνα, 1986: 69-85.
  19. Volkers N. In coping with cancer: Gender matters. J Natl Cancer Inst 1999, 91 (20):1712-1714.
  20. Ornstein A. Survival and recovery: Psychoanalytic reflections. Harvard Rev Psychiatry 2001, 9:13-22.
  21. Renneker RE. Cancer and psychotherapy. In: Goldberg J (ed): Psychotherapeutic Treatment of Cancer Patients. Free Press, New York, 1981: 131-166.
  22. Karasu TB. The advanced practice of psychotherapy. Harvard Rev Psychiatry 2001, 9 (3):118-123.