«Οικογένειες και παιδιά μειονοτήτων και αλλοδαπών στη σύγχρονη Ελλάδα»
ΘΕΑΝΩ ΚΑΛΛΙΝΙΚΑΚΗ
Καθηγήτρια Κοιν. Εργασίας ΔΠΘ. Εισήγηση στην Ημερίδα του Συλλόγου «ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ»: Οικογένεια: Προκλήσεις στη Σύγχρονη Ελληνική Κοινωνία, Αθήνα, 22 Μαΐου 2009.
Περίληψη
Μετά από μια σύντομη αναφορά στη σημαίνουσα κοινωνική μεταβολή, και στις αλλαγές που αφορούν την οικογένεια και συμβαίνουν στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, παρουσιάζονται οι πολιτικές που απευθύνονται στις οικογένειες και τα παιδιά, που ζουν εκεί. Ως αποτέλεσμα της απουσίας μιας συνεκτικής οικογενειακής πολιτικής, η ελληνική οικογένεια παρά την αυξανόμενη ρευστότητα της παραμένει ο πιο σημαντικός φορέας παροχής κοινωνικής πρόνοιας. Παρότι η αρχή του συμφέροντος του παιδιού διαπερνά την εκσυγχρονισμένη νομοθεσία και έχουν προβλεφθεί προσεγγίσεις υποστήριξης των ιδιαίτερων αναγκών και των κοινωνικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων, οι εφαρμοζόμενες πολιτικές δεν είναι επαρκώς αποτελεσματικές.
Η Ελλάδα έχει εξελιχθεί σε χώρα υποδοχής μεγάλου αριθμού μεταναστών και αιτούντων άσυλο χωρίς ταυτόχρονη υιοθέτηση μιας σαφούς και συντονισμένης μεταναστευτικής πολιτικής. Με κρίσιμα κενά νόμου και αντιφάσεις έρχονται αντιμέτωπα τα παιδιά που γεννιούνται από αλλοδαπές μητέρες και παραμένουν ανιθαγενή ως την ηλικία των 18 ετών και τα ασυνόδευτα ή μη παιδιά αιτούντων άσυλο, τα οποία «φιλοξενούνται» σε ακατάλληλες συνθήκες.
Η εργασία εστιάζεται στην πρόσβαση των πολιτισμικά διαφερόντων στην εκπαίδευση, το μοναδικό, ευκρινώς καθολικό σύστημα πολιτικής της χώρας. Υποστηρίζει την άμεση ανάγκη ίδρυσης κοινωνικών και ψυχολογικών υπηρεσιών σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης και τις υπηρεσίες πρώτης γραμμής -υγείας - ψυχικής υγείας, της κοινωνικής φροντίδας-, με στόχο την εφαρμογή μιας στρατηγικής κοινωνικών δικαιωμάτων και συνηγορίας τόσο στο εσωτερικό των εν λόγω υπηρεσιών όσο και στα δίκτυα που θα αναπτύξουν με τις οικογένειες και τις τοπικές κοινωνίες. Εγκέφαλος 2009, 46(4):174-181.
Λέξεις κλειδιά: Κοινωνική πολιτική για οικογένειες-παιδιά, παιδιά μειονοτήτων, παιδιά αιτούντα άσυλο.
Eισαγωγή
H θεματική της Ημερίδας είναι εξαιρετικά επίκαιρη, και είμαι ευγνώμων στην Πρόεδρο κ Διβόλη και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Εγκέφαλος για την ευκαιρία που μου έδωσαν να συμβάλω σε αυτήν.
Η ελληνική οικογένεια και κοινωνία έχουν υποστεί εκτεταμένες, πολύσημες μεταβολές, οι οποίες αποτελούν πρόκληση για τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, τους εκπαιδευτικούς και τους κοινωνικούς επιστήμονες για συνεχή αναπροσανατολισμό-προσαρμογή των υπηρεσιών που παρέχουν και της έρευνας που διεξάγουν, προκειμένου να μπορούν να αποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και τις νέες ανάγκες που δημιουργούνται.
Οι μεταβολές που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη οικογένεια ως τρόπο οργάνωσης του ιδιωτικού βίου εκφράζουν βαθύτατες κοινωνικο-πολιτισμικές αλλαγές και έχουν συμβάλει στη διαμόρφωση μιας άλλης οικογενειακής πραγματικότητας (Μουσούρου, 2004: 77-80), με γνωρίσματα τη μείωση της γονιμότητας-δημογραφική γήρανση, την αύξηση των διαζυγίων, των μη συμβατικών σχημάτων οικογένειας, και των μονογονεϊκών. Η σημαντικότερη αλλαγή έχει επέλθει στη θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία, η αποτύπωση της οποίας στο πλαίσιο της οικογένειας, την καθιστά ρευστή με ενδεχόμενο να λάβει ποικίλες και μεταβαλλόμενες συνθέσεις. Η τάση πολλών φορέων, επιστημόνων και επαγγελματιών να χαρακτηρίζουν τις μεταβολές αυτές ως «κρίση» της σύγχρονης οικογένειας με συνεπαγόμενες αντιλήψεις παθολογικοποίησής-θυματοποίησής της (ανήμπορη, ανάξια να προσαρμοστεί) και στάσεις διάσωσής της, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Άτομα και οικογένειες βιώνουν συχνά μεταβάσεις, από ένα στάδιο εξέλιξης σε ένα επόμενο ή από μια κατάσταση ζωής σε μια άλλη αξιοποιώντας τις δεξιότητες προσαρμογής, που διαθέτουν, και τους αντίστοιχους απαραίτητους πόρους (υπηρεσίες πρόληψης, έγκαιρης παρέμβασης και παροχές) που διατίθενται από το περιβάλλον τους για το σκοπό αυτό. Η ένδεια και η ακαταλληλότητα-ανεπάρκεια των πόρων αυτών είναι υπεύθυνη για την παράταση ή την περιπλοκή των εξελικτικών μεταβάσεων και την εκτροπή τους σε αδιέξοδα και «κρίσεις», (Βεργέτη, 2009).
Σημαίνουσα συνιστώσα της κοινωνικής μεταβολής αποτελεί η αυξανόμενη παρουσία οικογενειών μεταναστών με κατακόρυφα αυξανόμενη εκείνων που εισέρχονται από θαλάσσια σύνορα2. Επίσης η παρουσία παιδιών και οικογενειών της δεύτερης γενιάς των παλιννοστούντων από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της Ανατολικής Ευρώπης. Σταδιακά η Ελλάδα έχει εξελιχθεί σε χώρα υποδοχής, με πολυπολιτισμική σύνθεση και μέλημα την κοινωνική ένταξη των διαφερόντων.
Οι μεταναστευτικές ομάδες γεννούν νέες ανάγκες για υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης, απασχόλησης, κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής φροντίδας, οι οποίες αναμένεται να καλυφθούν από τα ήδη υπάρχοντα συστήματα υγείας και κοινωνικής προστασίας (Ψημμένος και Σκαμνάκης, 2008:306). Οι πιέσεις που ασκούνται στα συστήματα αυτά αναμένεται να φέρουν αναπροσαρμογές στην οργάνωση και την παροχή των υπηρεσιών τόσο στη γεωγραφική της διάσταση, με ισότιμη διανομή αγαθών στις διάφορες γεωγραφικές περιοχές και τα νησιά-, όσο και στην οικονομική διάσταση δηλαδή την καθολική, ισότιμη διάθεση των εν λόγω κοινωνικών αγαθών ανάλογα με τις ανάγκες που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες και όχι ανάλογα με την ανταποδοτικότητα τους. Κρίσιμη είναι η πολιτισμική διάσταση, ο βαθμός στον οποίο η διαφορά συνιστά εμπόδιο στη διαδικασία παροχής υπηρεσιών αλλά και η ποιότητα την αποτελεσματικότητα και ο δημόσιος λόγος - η υποστήριξη που δέχονται στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας.
Η παρούσα εργασία πραγματεύεται τις πολιτικές, τα ρητά δικαιώματα που αφορούν οικογένειες και παιδιά με διαφέρουσα πολιτισμική προέλευση, όπως αντικατοπτρίζονται στις αντιλήψεις και την πρακτική των υπηρεσιών που απευθύνονται σε αυτά τα παιδιά και τις οικογένειες τους. Επιχειρεί να συμβάλλει σε μια συζήτηση με θέμα την αναμόρφωση της κοινωνικής εργασίας και των συναφών υπηρεσιών που παρέχονται στην πρώτη γραμμή και ιδίως στα κέντρα υποδοχής μεταναστών, στην υγεία, την ψυχική υγεία, την εκπαίδευση και την κοινωνική πρόνοια, με σαφή προσδιορισμό και πρακτικές που αντλούν από την προσέγγιση ενάντια στις διακρίσεις και την καταπίεση (anti-oppressive), εμπλουτισμένη από μια πολιτισμικά ευαισθητοποιημένη (culturally sensitive and culturally competent) πρακτική.
1. Βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής για το παιδί και την οικογένεια
Στην Ελλάδα όταν αναφερόμαστε σε παιδιά αναφερόμαστε στην πληθυσμιακή ομάδα με ηλικία ως 15 ετών, η οποία σύμφωνα με την απογραφή του έτους 2001 αριθμεί 1.660.899 μέλη και αντιπροσωπεύει ποσοστό 15.5% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Σε αυτήν την ομάδα περιλαμβάνονται τα παιδιά των Ρομά, των παλιννοστούντων από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, εκείνα της Μειονότητας των Μουσουλμάνων της Θράκης και 150.000 του ίδιου ηλικιακού φάσματος παιδιά μεταναστών.
Στην πολυπληθή αυτή ομάδα ανηλίκων απευθύνονται οι πολιτικές για την οικογένεια, οι οποίες αποτελούν σύνθετο, πολυδύναμο προϊόν, ορισμένο από ιστορικές πολιτισμικές επιρροές, οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες, ευρύτερες κοινωνικές τάσεις, πρακτικές και ιδεολογίες, που διαρκώς εξελίσσονται-αλλάζουν. Στην περίπτωση της Ελλάδας η διαδρομή προς τον εξευρωπαϊσμό και η συνεπαγόμενη συμφιλίωση με την ευρωπαϊκή πολιτική τα τελευταία τριάντα χρόνια έφερε πολλά θετικά στοιχεία εκσυγχρονισμού και εξασφάλισε συναινέσεις και αποδοχές διεθνών συμβάσεων και την υιοθέτηση σύγχρονων όρων και πολιτικών (ψυχιατρική αποασυλοποίηση, ευ ζην, ποιότητα και αξιολόγηση αποτελεσματικότητας παρεχομένων υπηρεσιών). Ιδιαίτερα θετικά έχει γίνει δεκτή η υιοθέτηση του ευεργετικού μέτρου της άδειας στις λεχώνες τον πρώτο χρόνο της ζωής του μωρού, το οποίο προήλθε από Σκανδιναβικό μοντέλο κοινωνικής πρόνοιας. Ωστόσο υιοθετήθηκε μερικώς, χωρίς το πλαίσιο στήριξης της μητρότητας στο σπίτι και την κοινότητα και ισχύει επιλεκτικά μόνο για τις εργαζόμενες στον δημόσιο τομέα.
Όμως η κοινωνική μεταρρύθμιση δεν συνέβαλε σε μια πολυαναμενόμενη διαμόρφωση μιας συνεκτικής οικογενειακής πολιτικής. Η οικογένεια διατηρεί τον παραδοσιακό ρόλο της, ως φορέας κοινωνικής πρόνοιας και θεσμός απορρόφησης των κρίσεων και τη δυναμική, που έχουμε χαρακτηρίσει «ατελή /ανίσχυρη παντοδυναμία», (Καλλινικάκη, υπό δημ.). Οι οικογένειες τείνουν να εξαντλούν το σύνολο των πόρων τους για να εξασφαλίζουν στοιχειώδη φροντίδα στα αδύναμα μέλη της, άλλοτε παραμελώντας και άλλοτε συσκοτίζοντας τις πραγματικές ανάγκες τους. Η έλλειψη υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας και πρώιμης παρέμβασης για οικογένειες και παιδιά ενθαρρύνει την αναβολή της αυτονόμησης, την κατίσχυση της αλληλεγγύης ή και υπερπροστατευτικότητας εντός της οικογένειας, και εξελίσσεται σε μέτρο στήριξης των σύγχρονων μορφών ευέλικτης απασχόλησης, της ανεργίας και της οικονομικής ανέχειας των γονέων.
Οι πολιτικές κοινωνικής προστασίας εξαντλούνται στις «αναγνωρισμένες κατηγορίες» ευάλωτων παιδιών και των γονέων τους με παραδοσιακές μεθόδους, τα επιδόματα. Ενώ οι παροχές για τις πολύτεκνες οικογένειες και τα παιδιά τους συνιστούν περισσότερο μέτρα δημογραφικής πολιτικής και λιγότερο οικογενειακής (Mατσαγγάνης 2002, Μουσούρου 2005). Οι δε σύγχρονες πολιτικές για τη συμφιλίωση οικογενειακής ζωής και εργασίας των γυναικών (ολοήμεροι παιδικοί σταθμοί, σχολεία, κλπ) δύσκολα μπορούν να εκληφθούν ως πολιτικές για την οικογένεια αφού γνώμονας τους είναι η διευκόλυνση της απασχόλησης και όχι οι ανάγκες του παιδιού και των γονέων.
Η παιδική προστασία εξακολουθεί να παρέχεται εκτός φυσικής οικογένειας με εγκλεισμό σε ιδρύματα3 ενώ παραγνωρίζονται ή και ευθέως αγνοούνται οι «νέες κατηγορίες» κακομεταχείρισης-εκμετάλλευσης όπως η παιδική πορνεία, παιδική εργασία/επαιτεία και ευάλωτων παιδιών όπως τα ασυνόδευτα και τα παιδιά των αιτούντων άσυλο και των μεταναστών.
Οι αδυναμίες-ανεπάρκειες της εν λόγω ελλειμματικής κοινωνικής πολιτικής και εκείνες που δημιουργεί η απουσία μιας συνεκτικής πολιτικής για την οικογένεια μεγεθύνονται δραματικά στις περιπτώσεις οικογενειών αλλοδαπών, μεταναστών και προσφύγων4. Η υπερμεγέθυνση της αλληλεγγύης στο εσωτερικό των ομάδων προέλευσης τους και εκείνη που εξασφαλίζουν από ΜΚΟ και οργανώσεις πολιτών αφήνει ακάλυπτες πολλές από τις επιβαρυμένες κοινωνικές ανάγκες τους και σε εκκρεμότητα τα δικαιώματα πρόσβασης στα κοινωνικά αγαθά.
2. Οικογένειες και παιδιά με προέλευση από μειονότητες
Στην Ελλάδα πυρήνας της μειονοτικής ιδιότητας και ταυτότητας αποτελεί η εθνική, γλωσσική ή θρησκευτική ιδιαιτερότητα (Τσιτσελίκης και Χριστόπουλος, 1997:431), και πολλές μειονοτικές ομάδες χαρακτηρίζονται από την εθνική τους ταυτότητα ή από την ιδιότητα που αποκτούν με βάση τον τρόπο εισόδου στη χώρα, νόμιμοι ή παράνομοι μετανάστες, πρόσφυγες αιτούντες άσυλο, διερχόμενοι, κλπ. Στο παρόν κείμενο ο όρος μειονότητα5 δεν αντιμετωπίζεται με την επίσημη νομική απόδοση του, ως ποιότητα ενδογενών σχέσεων εξουσίας ή εκπροσώπησης, οι οποίες προσδιορίζουν τη σχέση της με το κράτος ή ως συλλογική συνείδηση της ίδιας της μειονοτικής ομάδας σχετικά με την ιδιαιτερότητα που τη διαφοροποιεί και ενδιαφέρεται να διατηρήσει, (Τσιτσελίκης και Χριστόπουλος, 1997:431-2). Ούτε περιορίζεται στην μοναδική επίσημα αναγνωρισμένη θρησκευτική μειονότητα εκείνη των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης με την τριπλή της υπόσταση Τουρκογενείς, Πομάκοι και Τσιγγάνοι. Ο όρος μειονότητα αντιμετωπίζεται με την έννοια ενός συνόλου ανθρώπων που μοιράζονται κάποια πρωτογενή, εμπειρικά εντοπίσιμα χαρακτηριστικά (εθνική προέλευση, γλώσσα, θρησκεία, παράδοση) τα οποία το διαφοροποιούν από το υπόλοιπο του πληθυσμού. Ένα τέτοιο σύνολο αποτελεί η ανομοιογενής ομάδα των Ρομα οι οποίοι σύμφωνα με το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι για τα δικαιώματα των μειονοτήτων ανέρχονται σε 300.000 άτομα (www.greekhelsinki.gr), οι περισσότεροι είναι μόνιμα εγκατεστημένοι σε οικισμούς, οι οποίοι εδράζονται στις παρυφές μεγάλων πόλεων.
Η κοινωνική ένταξη των Ρομά έχει περιληφθεί σε πλήθος διοικητικών κειμένων και σχεδίων δράσης, στρατηγικής και κοινωνικής ένταξης τα τελευταία 30 χρόνια με δυσανάλογα περιορισμένα αποτελέσματα. Το ελπιδοφόρο «ολοκληρωμένο σχέδιο» με σημαίνουσες παροχές στον τομέα της κατοικίας και της απασχόλησης και η ίδρυση ιατροκοινωνικών κέντρων στους Οικισμούς δεν έχουν επαρκώς υλοποιηθεί, (Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, 2008). Ο αναλφαβητισμός και η αποχή-πρόωρη διακοπή από την εκπαίδευση παρατείνονται. Σε έρευνα που πραγματοποίησε το Παν/μιο Ιωαννίνων σε δείγμα ενηλίκων Ρομά ηλικίας 18 έως 47 ετών, ποσοστό 69,7% δήλωσε ότι δεν έχει παρακολουθήσει ποτέ σχολείο, ενώ το 10% δήλωσε ότι έχει ολοκληρώσει το δημοτικό, το 2,1% το γυμνάσιο και το 0,9% το λύκειο, ενώ σε ότι αφορούσε την ταχτική φοίτηση μόνο 30% των μαθητών δήλωσε ότι παρακολουθεί τακτικά τα μαθήματα στο δημοτικό, το 14,4% στο γυμνάσιο και κανένας μαθητής στο λύκειο, (Παν/μιο Ιωαννίνων, 2004). Ποσοστό που υπερβαίνει κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο όπου ποσοστό 50% των Τσιγγάνων μαθητών που εγγράφεται, καταφέρνει να αποφοιτήσει από το Δημοτικό σχολείο6. Σύμφωνα με τους Κάτσικα και συνεργάτες (1999, σ. 66) 30.000 Ρομά μαθητές δεν παρακολουθούν τακτικά το σχολείο. Ενώ το πρόγραμμα «Ένταξη Τσιγγανοπαίδων στην εκπαίδευση 2005-2007» κατέγραψε τη σχολική διαρροή σε 170 σχολεία τριάντα εννέα (39) Νομών της χώρας, το σχολικό έτος 2006-2007 η οποία ανερχόταν σε ποσοστό 30%. Από τους εγγεγραμμένους 8.065 μαθητές (4.362 αγόρια και 3778 κορίτσια) διέρρευσαν οι 2.301 από τους οποίους 1.249 ήσαν αγόρια και 1.052 κορίτσια. (ΕΕΔΑ, 2008: σελ. 116).
Τα πενιχρά αποτελέσματα των παρεμβάσεων ένταξης στην εκπαίδευση φαίνεται ότι επιβαρύνθηκαν από το γεγονός ότι δεν είχαν εισάγει εξ αρχής (τέλη δεκαετίας 1980 - αρχές δεκαετίας 1990) την προσχολική αγωγή, που προετοιμάζει τα παιδιά για ένταξη σε ομάδα με όρια και στόχευση, ενώ επέτρεψαν την παράταση της φοίτησης των μαθητών Ρομά στις τάξεις ένταξης ακόμη και ως και την αποφοίτησή τους. Επίσης οι δυσκολίες που προκαλούνται από τη μαζική εγγραφή παιδιών Ρομά σε μια τάξη και ένα σχολείο δεν έχουν αντιμετωπιστεί με διασπορά σε περισσότερα δημοτικά σχολεία, χρηστικό μέτρο για τον περιορισμό των αντιδράσεων απόρριψης-ρατσισμού από μαθητές και γονείς της πλειονότητας και για την προσαρμογή εκπαιδευτικών και μαθητών στη νέα πολυπολιτισμική πραγματικότητα των τάξεων. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η υπερσυγκέντρωση μαθητών Ρομά στο 7ο δημοτικό σχολείο Κομοτηνής (ως και 45% του συνολικού δυναμικού του), το οποίο λειτουργεί στα όρια του οικισμού Αλαν Κουγιού. Αυτή αντιμετωπίστηκε με την ίδρυση 12ου Δημοτικού εντός του Οικισμού το σχολικό έτος 2007-2008. Ένα σχολείο γκέτο για την ίδρυση του οποίου αντέδρασαν έντονα οι γονείς Ρομά και πολλοί πολίτες πλειονοτικοί και μειονοτικοί.
Τα αυξημένα, συχνά οξέα προβλήματα διαβίωσης που αντιμετωπίζει η πλειοψηφία των Ρομά, ζώντας σε συνθήκες απόλυτης φτώχιας σε γεωγραφικά και συμβολικά αποκομμένους Οικισμούς, με έλλειψη στοιχειώδους συστήματος υγιεινής, αντιστρατεύονται τα προαπαιτούμενα για σχολική ένταξη.
Οι γονείς, λόγω του μακρόβιου εκπαιδευτικού αποκλεισμού της ομάδας προέλευσής τους, είναι αναλφάβητοι, στερημένοι δεξιοτήτων και εμπειριών εκπαιδευτικής διαδικασίας και αδυνατούν να στηρίξουν τα παιδιά τους στις απαιτήσεις της ομάδας-τάξης και στην προετοιμασία των μαθημάτων στο σπίτι τους. Παράλληλα έχουν ελάχιστες προσδοκίες για τη μέσω της εκπαίδευσης βελτίωση των συνθηκών ζωής τους. Πολλές μητέρες δυσπιστούν για τις ικανότητες των παιδιών τους να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του σχολείου ή με την αμφίθυμη στάση τους τα αποθαρρύνουν για να προστατεύσουν από την απόρριψη που θα βιώσουν από τους συμμαθητές και τους κινδύνους της μετακίνησης7.
Σημαντικές αλλαγές, που είχαν δρομολογηθεί από το 1990, έχουν σημειωθεί στα ζητήματα κοινωνικής ένταξης και συμμετοχής των Μουσουλμάνων της Θράκης, οι οποίες καθίστανται ευδιάκριτες στον τομέα της εκπαίδευσης (Ζαϊμάκης και συν. 2004: 283). Η θεσμοθέτηση ενός ποσοστού 0,5% θέσεων υποψηφίων για την εισαγωγή μουσουλμάνων αποφοίτων Λυκείου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση8 και η υλοποίηση των τριών φάσεων του υποστηριζόμενου από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο προγράμματος «Ένταξη Μουσουλμανοπαίδων στην εκπαίδευση» έχουν αποδώσει σημαντικούς καρπούς με σημαντική μείωση της διαρροής από την υποχρεωτική εκπαίδευση και συνέχιση της φοίτησης στο Λύκειο, (Ασκούνη, 2006, Φραγκουδάκη, 2008).
3. Οικογένειες και παιδιά αλλοδαπών και μεταναστών
Η μετανάστευση και η παλιννόστηση συνιστούν σύνθετες, δυναμικές ψυχοκοινωνικές διεργασίες αποχωρισμού των ατόμων από την έσω ομάδα/εθνοομάδα και διαχείρισης ψυχοπιεστικών γεγονότων για να φθάσει στην εναρμόνιση - την πλέον θετική τακτική προσαρμογής στο χώρο εγκατάστασης
Το σύγχρονο μεταναστευτικό φαινόμενο στην Ελλάδα έχει μελετηθεί από πολλούς κοινωνικούς επιστήμονες ιδίως σε ότι αφορά στην κοινωνική προσαρμογή, την απασχόληση ανδρών και γυναικών και τις μορφές κοινωνικού διαχωρισμού και κοινωνικού αποκλεισμού που οι μετανάστες βιώνουν από τον γηγενή πληθυσμό. Μια ενδιαφέρουσα σύνοψη και κριτική των μελετών αυτών έχει δοθεί από την ειδική στο πεδίο Έμκε-Πουλοπούλου (2007). Πρόσφατες μελέτες εστιάζουν στη συμβολή των μεταναστών στην αλλαγή των έμφυλων και εθνοτικών διαχωρισμών στην αγορά εργασίας της χώρας, την υποταγή τους σε οικονομική εργασιακή αστάθεια, χαμηλό κύρος και σε υποτυπώδη κοινωνική προστασία που τους ωθούν σε προνοιακή περιθωριοποίηση (welfare marginalization9), (Ψημμένος, 2008: 28).
Πλήθος Νόμων αναφέρονται σε ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα ενώ ανεξάρτητες αρχές και ΜΚΟ έχουν αναλάβει το έργο της αναγνώρισης, παρακολούθησης και αξιολόγησης της εφαρμογής τους. Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Γενεύης, το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης, τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, που έχει κυρωθεί από την Ελλάδα, αλλά και το Ελληνικό Σύνταγμα προστασία των παιδιών προσφύγων σημαίνει ότι σε όλες τις αποφάσεις που τα αφορούν, είτε λαμβάνονται από δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα, είτε από αρχή, οργανισμό ή νομοθετικό όργανο, λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον τους, και ότι λαμβάνονται εκείνα τα μέτρα που θα διασφαλίζουν ότι τα παιδιά απολαμβάνουν την κατάλληλη προστασία και ανθρωπιστική βοήθεια.
Στην πράξη η εφαρμογή των παραδοχών αυτών χωλαίνει ή καταστρατηγείται ακόμη και ρητά. Συχνά τα δικαιώματα που αποδίδονται από το Διεθνές Δίκαιο και κυρωμένες διεθνείς συμβάσεις εξαντλούνται με παραγωγή ελκυστικών εγχειριδίων και φυλλαδίων, με τα οποία διαδίδεται η διεθνής παραδοχή για την αέναη ύπαρξη παιδιών και ενηλίκων που για λόγους που αφορούν την προστασία ή επιβίωσή τους χρειάζεται να απομακρυνθούν από τη χώρα τους και τονίζεται ότι χρειάζονται υποστήριξη, αλληλεγγύη και ισότιμη συμμετοχή στις χώρες διέλευσης και εγκατάστασης τους.
Θεσπισμένα κοινωνικά δικαιώματα συνεπάγονται αναμφισβήτητη, αυτόματη και αυτοτελή κατίσχυση για όλους όσους αφορούν, χωρίς καμιά διαμεσολάβηση, η δε χρονοβόρα, κοστοβόρα και περίπλοκη διαδικασία διεκδίκησης δικαιωμάτων δεν είναι επιλέξιμη από τους αλλοδαπούς και τα μέλη των μειονοτήτων. Οι εν λόγω ενδιαφερόμενοι, άτομα και ομάδες, αδυνατούν να εμπλακούν σε δαιδαλώδεις ένδικες και εξώδικες διαδικασίες. Οι περισσότεροι τις αγνοούν και οι πολλοί τις αποφεύγουν επειδή φοβούνται τυχόν συνέπειες (αρνητική αξιολόγηση στο αίτημα τους για άδεια παραμονής, εργασίας ή για άσυλο).
Ρητές, τεκμηριωμένες επισημάνσεις για την αδυναμία της ισχύουσας μεταναστευτικής πολιτικής να εγγυηθεί επαρκή επίπεδα δικαιωμάτων των μεταναστών επαφίενται στις δηλωμένες καλές προθέσεις πολιτικών και κυβερνητικών στελεχών και αρμόδιων υπηρεσιακών παραγόντων και σε υπεσχημένες για μελλοντική υιοθέτηση ευνοϊκότεροι όροι και προϋποθέσεις. Η ανάδειξη από ΜΚΟ, ΜΜΕ και από ενδιαφερόμενους των δυσεπίλυτων ζητημάτων που δημιουργούνται «από κούνιας» στα παιδιά που έχουν γεννηθεί και εξακολουθούν να γεννούνται σήμερα από αλλοδαπές μητέρες και μεγαλώνουν στην Ελλάδα, επειδή παραμένουν ανιθαγενή, δεν έχει οδηγήσει σε αναπροσαρμογή της νομοθεσίας. Ήδη γίνεται λόγος για σύνολο 300.000 γεννήσεων, εκ των οποίων εκείνες που συνέβησαν την τριετία 2004-2007 αντιπροσώπευαν ποσοστό 17% του συνόλου των 435.700 γεννήσεων την ίδια περίοδο.
Αντίστοιχα ειδικές εκθέσεις και δελτία τύπου του Συνηγόρου του Παιδιού αναφέρονται στο ζήτημα της κράτησης και απέλασης αλλοδαπών ανηλίκων από τη χώρα με ιδιαίτερη μνεία στην ευαλωτότητα και τις αυξημένες ανάγκες εκείνων κάτω των 14 ετών10.
Οι κίνδυνοι στους οποίους είναι εκτεθειμένα τα ασυνόδευτα αλλοδαπά παιδιά που δεν γνωρίζουν τη γλώσσα, τους θεσμούς, το σύστημα λειτουργίας, τα ήθη της χώρας επιτάσσουν την εξασφάλιση αυξημένης προστασίας των δικαιωμάτων τους, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς ή τη χώρα προέλευσης.
Οι ανήλικοι αυτοί βρίσκονται χωρίς οικογενειακή προστασία ή προστασία από το ελληνικό κράτος με κίνδυνο να πέσουν θύματα παράνομης εργασίας ή σεξουαλικής και άλλης εκμετάλλευσης.
Σημαντικά βήματα έχουν γίνει στον τομέα της εκπαίδευσης, με ένταξη στην υποχρεωτική εκπαίδευση η οποία όμως ανακόπτεται στο Λύκειο. Σύμφωνα με διαθέσιμα από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο στοιχεία, το σχολικό έτος 2004-2005 οι μετανάστες μαθητές εκπροσωπούσαν ποσοστό 10,3 % του μαθητικού πληθυσμού υποχρεωτικής εκπαίδευσης αλλά μόνο 4% εκείνου που φοιτούσε στα Λύκεια και τα ΕΠΑΛ-ΤΕΕ. Φαινόμενο που δεν οφείλεται σε οικονομικά αίτια -πρώιμο πέρασμα στην απασχόληση- αφού Λύκεια και ΤΕΕ αρνούνται την εγγραφή ανηλίκων αλλοδαπών «επειδή αυτή δεν ορίζεται ρητά από το Νόμο»11, (Συνήγορος του Παιδιού 2007), αποποιούμενοι δεσμεύσεων έναντι Διεθνών Συμβάσεων παρότι έχουν ισχύ νόμου12.
Σε ότι αφορά την προσβασιμότητα σε υπηρεσίες, μελανά είναι τα δεδομένα από τις υπηρεσίες που είναι υπεύθυνες για απαιτούμενες διοικητικές πράξεις και από τις υπηρεσίες κοινωνικής προστασίας (Ψημμένος και Σκαμνάκης, 2008). Αντίθετα περισσότερο ευαίσθητες προς τους μετανάστες και ως εκ τούτου προσβάσιμες είναι οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας παιδιών που λειτουργούν στην κοινότητα όπου είναι εγκατεστημένοι, (Anagnostopoulos D. et al 2004).
Ενδεικτική είναι και η υποεκπροσώπηση τους μεταξύ των απευθυνόμενων στις μονάδες του ΚΕΘΕΑ, όπου οι μετανάστες αντιπροσωπεύουν μόνο ποσοστό 2%.
Πρωτεύον ζητούμενο από φορείς (Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής, ΙΜΕΠΟ), ανεξάρτητες αρχές (Συνήγορος του Πολίτη, κ.α.) και επαγγελματίες πρώτης γραμμής παραμένει η ίδρυση υπηρεσιών για την οικογένεια και το παιδί στην κοινότητα και η ίδρυση κοινωνικών - ψυχολογικών υπηρεσιών σε όλες τις βαθμίδες εντός των μονάδων εκπαίδευσης που θα λειτουργούν σε ενεργή δικτύωση με τις κοινωνικές υπηρεσίες στους τομείς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας υγείας και ψυχικής υγείας δικαιοσύνης, απεξάρτησης, κοινωνικής πρόνοιας, κλπ.
Σε εκκρεμότητα παραμένουν βασικά ζητήματα όπως η μη κράτηση ανηλίκων, η ρητή απαγόρευση της απέλασης των ασυνόδευτων ανηλίκων, η ενημέρωση κάθε ασυνόδευτου ανήλικου στην γλώσσα που κατανοεί (διερμηνεία) για τις δομές προστασίας και πρόνοιας στη χώρα και η παραπομπή του όταν χρειάζεται, η αύξηση των θέσεων φιλοξενίας για ασυνόδευτους ανήλικους στη χώρα και η ενεργοποίηση του θεσμού της επιτροπείας για κάθε ασυνόδευτο ανήλικο.
4. Επίμετρο
Η κοινωνική μεταβολή συνεπάγεται διαρκή και εναργή ευελιξία προσαρμογής της κοινωνίας και της κοινωνικής πολιτικής με ανάπτυξη πρωτίστως του τομέα της πρόληψης και της κοινωνικής φροντίδας οικογένειας-παιδιού και παράλληλα του τομέα της παρέμβασης και της αντιμετώπισης των κινδύνων που διατρέχουν. Η εξασφάλιση στοιχειώδους επάρκειας των υπηρεσιών για όλους τους πολίτες απαιτεί υιοθέτηση μιας ολιστικής οπτικής, η οποία συνεκτιμά τις ανάγκες επιβίωσης από κοινού με εκείνες της ευημερίας και προωθεί την πρώιμη παρέμβαση παρέχοντας στήριξη στο φυσικό γονικό σχήμα σε δύσκολες φάσεις μετάβασης και σε καταστάσεις κρίσης.
Η ανάπτυξη πολυεπίπεδων διεπιστημονικών και, σε ότι αφορά την κοινωνική εργασία, διαμεθοδικών παρεμβάσεων στο χώρο των πολιτισμικά διαφερόντων, στο σπίτι της οικογένειας, στον οικισμό, το σχολείο, το πολιτιστικό κέντρο, οι οποίες επιτρέπουν τη διαμόρφωση ολοκληρωμένης εικόνας για τις δυσκολίες και τις ανάγκες τους, καθώς και για τη δυναμική του συστήματος μέσα στο οποίο αυτές οι δυσκολίες και οι ανάγκες «γεννούνται» και αναπαράγονται. Επιπλέον οι επιτόπιες παρεμβάσεις ευνοούν τον εντοπισμό των δεξιοτήτων, των δημιουργικών τάσεων και των ταλέντων τους, η αξιοποίηση των οποίων ενισχύει την ψυχική ανθεκτικότητά και διευκολύνει την προσαρμογή τους.
Επισημαίνεται μια έλλειψη βούλησης και αδυναμία φορέων και επαγγελματιών να εφαρμόσουν το σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο και να συμβάλουν στην αποκωδικοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων στην καθημερινή πρακτική τους. Η χωρίς προκατάληψη ματιά και προσέγγιση των «άλλων» είναι προϊόν μιας σύνθεσης ψυχικής-κοινωνικής διεργασίας ταυτότητας και ετερότητας, η οποία λαμβάνει χώρα στην οικογένεια, το κοινωνικό περιβάλλον και το εκπαιδευτικό σύστημα. Κριτικές προσεγγίσεις των πολιτικών και διαρκής αναστοχασμός των επαγγελματιών σχετικά με τις στάσεις των ίδιων και των υπηρεσιών προς τους διαφέροντες θα οδηγούσε στην «απομάθηση», την απάρνηση πάγιων τρόπων και ταχτικών προσέγγισης-κατανόησης. Χρειάζεται να αποποιηθούν εκείνους τους τρόπους και τις συνήθειες ,που οικοδομούν συνθήκες καταπίεσης και συμμαχίας, οι οποίες συνδέονται με τη δυναμική των διακρίσεων και του αποκλεισμού στην Ελλάδα. Η υιοθέτηση μιας στρατηγικής ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως την έχει εισηγηθεί ο Peter Tawnsent (2006) για την αντιμετώπιση της φτώχιας, αποκτά επείγουσα διάσταση.
Η εστίαση της παρούσας εργασίας στην απουσία αυτής της στρατηγικής των ανθρώπινων δικαιωμάτων στον τομέα της εκπαίδευσης δικαιολογείται από το γεγονός ότι η εκπαίδευση μαζί με τη γλώσσα αποτελούν σημαίνοντες δείκτες κοινωνικής ένταξης στις τρέχουσες συνθήκες ζωής μιας οικογένειας (εφοδιασμός με απαραίτητες κοινωνικές δεξιότητες) αλλά και για το μέλλον των μελών της (πρόληψη κοινωνικού αποκλεισμού και προνοιακής περιθωριοποίησης, περιορισμό των παραγόντων που θα ευνοούσαν εκδήλωση αντικοινωνικής συμπεριφοράς, κ.α.). Επίσης από το γεγονός, που σημειώσαμε, ότι στην αρένα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης συναντιούνται «όλοι» οι ανήλικοι και έμμεσα οι γονείς τους13. Εκεί θα άξιζε να ιδρυθούν άμεσα κοινωνικές και ψυχολογικές υπηρεσίες οι οποίες θα στηρίξουν την από κοινού προσπάθεια της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης με προοπτική διαμόρφωσης μιας πολυπολισμικής κοινωνίας με ισότιμα μέλη.
Η εργασία δεν υπεισήλθε σε διαστάσεις κλινικών προσεγγίσεων όπως, το προσφυγικό τραύμα, οι μεταμορφώσεις-αντιστροφή ρόλων στις οικογένειες μεταναστών ή οι επανεγκαταστάσεις όλων των διασυνδέσεων με οικογένεια, κοινότητα και εαυτό των παλιννοστούντων, (Papadopoulos,2002). Η ελλειμματική ή αμφίθυμη παραχώρηση κοινωνικών δικαιωμάτων θέτει περιορισμούς και παραμορφώσεις στο πλαίσιο εντός του οποίου θα αναπτύσσονταν η κλινική πρακτική. Η ασάφεια, η αβεβαιότητα και οι επώδυνες εμπειρίες κράτησης, που βιώνουν οι αλλοδαποί για μεγάλας χρονικά διαστήματα δεν επιτρέπουν το πέρασμα τους σε σχέσεις εμπιστοσύνης σε ειδικούς και υπηρεσίες, και τη συμμετοχή τους σε αγαθά και υπηρεσίες. Καθαυτή η μεταναστευτική πολιτική όντας «ρητά πολιτική προσωρινότητας» (Μουσούρου, 2006), υπονομεύει την κοινωνική ένταξη των παιδιών. Ιδιαίτερα πλήττονται οι ανήλικοι μετανάστες και αιτούντες άσυλο και εκείνοι που γεννιούνται στην Ελλάδα.
Η εφαρμογή μιας στρατηγικής κοινωνικών δικαιωμάτων και συνηγορίας αξίζει και πρέπει να προηγηθεί, και να λειτουργήσει κατά προτεραιότητα στα κρίσιμα πεδία της υγείας-ψυχικής υγείας, της κοινωνικής φροντίδας και της εκπαίδευσης.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ