Νέες μορφές οικογένειας. Τάσεις και εξελίξεις στη σύγχρονη Ελλάδα
Λ. ΜΑΡΑΤΟΥ-ΑΛΙΠΡΑΝΤΗ
Δρ Κοινωνιολογίας, Université Paris X-Nanterre, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, ΕΚΚΕ
Εγκέφαλος 2010, 47(2):55-66.
Εισαγωγή
Οι αλλαγές στο οικονομικό πλαίσιο των αναπτυγμένων κοινωνιών στο δεύτερο μισό του αιώνα μας, οι οποίες σηματοδοτούνται από την επικράτηση της καταναλωτικής κοινωνίας και τις διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας επέφεραν σημαντικές μεταβολές και ανακατατάξεις στη δομή, στις λειτουργίες, στη μορφή της οικογένειας, στους κοινωνικούς ρόλους των μελών της καθώς και στη διαδικασία μετάβασης και περάσματος των νέων από την νεανική στην ενήλικη φάση της ζωής τους.
Η σταδιακή μετατροπή της παραδοσιακής αγροτικής-γεωργικής κοινωνίας σε σύγχρονη αστική-βιομηχανική, μεταβάλλει ουσιαστικά τη δομή, τη λειτουργία της οικογένειας και τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη. Οι κύριοι παράγοντες που συμβάλλουν στις μεταβολές αυτές, θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής (Μαράτου, 1999, Μουσούρου, 2005):
Σε σχέση με τη δομή της οικογένειας παρατηρούνται σημαντικοί μετασχηματισμοί που αφορούν τη λειτουργία αυτής και τους ρόλους των δυο φύλων. Μέχρι τη δεκαετία του 70, η οικογένεια έχει «συμπληρωματικούς ρόλους»: ο πατέρας έχει τον «εκτελεστικό ρόλο», έχει δηλαδή το ρόλο του «κουβαλητή», του συνδέσμου με την κοινωνία για τη διασφάλιση των απαραίτητων υλικών αγαθών και την επιβίωση της οικογένειας. Η μητέρα έχει τους «εκφραστικούς ρόλους» και έχει επιφορτιστεί τις οικιακές εργασίες και τη φροντίδα των παιδιών και των εξαρτημένων μελών. Μαράτου-Αλιπράντη, 1999, Μουσούρου, 2005, Μουσούρου, Στρατηγάκη, 2005). Μετά την περίοδο αυτή σταδιακά καταγράφονται σημαντικές μεταβολές στο πλαίσιο και της οικογένειας διεθνώς και πιο συγκεκριμένα οι αλλαγές έχουν σχέση με τη γαμήλια συμπεριφορά του πληθυσμού (γάμος και διαζύγια), τη γεννητικότητα καθώς και με τις σύγχρονες τάσεις όσον αφορά τη μορφή και τη σύνθεση της σύγχρονης οικογένειας, τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας τα προβλήματα που συνδέονται με τη συμφιλίωση οικογένειας και εργασίας κλπ (Lewis, 2001b, Sullerot,2000, Μπαλούρδος, 2006, Μουσούρου, Στρατηγάκη, 2005, Maratou-Alipranti, 2007, Mαράτου-Αλιπράντη, 2008).
Τα κεντρικά ερωτήματα που θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο πλαίσιο της παρούσης μελέτης είναι τα ακόλουθα:
Γαμηλιότητα-Διαζυγιότητα
Θα εξετάσουμε αρχικά τις αλλαγές όσον αφορά τη γαμηλιότητα- διαζυγιότητα. Οι αναδυόμενες τάσεις αποτελούν ενδείξεις των σημαντικών μεταβολών που συντελούνται στη δομή της οικογένειας και τη σύνθεση των νοικοκυριών στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, καθώς και στον τρόπο ρύθμισης της αναπαραγωγής συμπεριφοράς.
Ακόμη, οι εξελίξεις σχετικά με τη δημιουργία και τη διάλυση της οικογένειας συνδέονται με την επικράτηση νέων σχημάτων και εναλλακτικών μορφών οικογενειακής διαβίωσης, όπως η συμβίωση χωρίς γάμο, οι οικογένειες σε ανασύνθεση, οι μονογονεϊκές οικογένειες, τα μοναχικά άτομα, τα μονομελή νοικοκυριά, το νέο εναλλακτικό τύπο συμβίωσης που ορίζεται ως «συμβίωση μαζί και χωριστά/living-apart-together LAT ενώ παράλληλα παρατηρείται μεγαλύτερη ποικιλία στις ατομικές οικογενειακές διαδρομές (Roussel, 1989, Gonzalez Lopez, Pairo, 2000, Sullerot, 2000, Lewis, 2001a, Μουσούρου, 2005, Lewis, 2006).
Οι τάσεις αυτές αντανακλούν την αμφισβήτηση της παραδοσιακής οικογένειας, τη διαφοροποιημένη αντιμετώπιση της συμβίωσης (με ή χωρίς γάμο) και της συντροφικότητας στο πλαίσιο της κοινωνίας, ενώ διαμορφώνουν τη νέα κοινωνική δυναμική.
Ωστόσο, όπως θα δούμε στη συνέχεια, τα δεδομένα σχετικά με την οικογένεια στην Ελλάδα ακολουθούν τα ευρωπαϊκά πρότυπα και τις τάσεις αλλά με κάποια καθυστέρηση και παρουσιάζουν αρκετές ιδιαιτερότητες (Charalambis, Μaratou-Alipranti, Hadjiyannis 2004, Μπαλούρδος, 2006).
Γαμηλιότητα-Διαζυγιότητα
Προκειμένου να μελετηθεί η γαμηλιότητα του πληθυσμού της Ελλάδας, πραγματοποιήθηκε δημογραφική ανάλυση των πρώτων γάμων, με διάκριση κατά φύλο και ηλικία για το σύνολο της χώρας. Η δημογραφική ανάλυση καλύπτει την περίοδο από το 1960 έως και το 2006 και πραγματοποιήθηκε μέσω ετήσιων στιγμιαίων πινάκων γαμηλιότητας. Για την ανάλυση χρησιμοποιήθηκαν οι σχετικές ετήσιες εκδόσεις της Ε.Σ.Υ.Ε. στοιχεία φυσικής κίνησης πληθυσμού, στατιστικές δικαιοσύνης, καθώς και οι ετήσιες εκτιμήσεις για το μέγεθος της κατά ηλικία δομή του πληθυσμού της χώρας.
1. Η εξέλιξη των γάμων στην Ελλάδα (1860-2006)
Στην Ελλάδα, η γαμηλιότητα ήταν υψηλή κατά την μεταπολεμική περίοδο. Ο αδρός δείκτης γαμηλιότητας με το τέλος του εμφυλίου πολέμου και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960 ακολούθησε ελαφρά ανοδική τάση αγγίζοντας στα τέλη αυτής της δεκαετίας τις μέγιστες τιμές του. Η ανάκαμψη του αδρού δείκτη είναι το φυσικό επακόλουθο αναπλήρωσης των γάμων, ενώ η αύξηση των δεικτών που παρατηρείται, κυρίως μετά το 1966, συμπίπτει δε με την είσοδο σε ηλικία γάμου των πολυπληθών γενεών που γεννήθηκαν μετά το 1946. Μετά την περίοδο αυτή η γαμηλιότητα παραμένει σταθερή ως τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ακολουθεί μία μακρά περίοδος πτώσης του δείκτη, ο οποίος κατά την τρέχουσα δεκαετία έχει σταθεροποιηθεί σε πολύ χαμηλά επίπεδα (5,5‰) (Κοτζαμάνης, 1997, Κοτζαμάνης, 2000, Συμεωνίδου, 2002, Κοτζαμάνης, Σοφιανοπούλου, 2009).
Συγκρίνοντας τον αδρό δείκτη της Ελλάδας με αυτόν των υπολοίπων χωρών της Ευρώπης, κατά την πρόσφατη περίοδο, παρατηρείται ότι η Ελλάδα μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970 κατατασσόταν μεταξύ των χωρών με σχετικά υψηλή γαμηλιότητα. Στη συνέχεια ευθυγραμμίζεται με την χαμηλή γαμηλιότητα των περισσοτέρων χωρών της Ε.Ε. (Chasteland, Pressat, 1962, Proebsting, 1983, Sardon, 2006).
1.2. Οι γάμοι σε συνάρτηση με την προηγούμενη οικογενειακή κατάσταση
Καθ' όλη την εξεταζόμενη περίοδο και ανεξαρτήτως φύλου, η πλειονότητα των τελουμένων γάμων είναι πρώτοι γάμοι, αντιστοιχώντας στο 90% περίπου του συνόλου των τελουμένων γάμων (1960: 95%, 2006: 88%) (Πίνακας 1).
Όσον αφορά τους γάμους των χήρων, το ποσοστό των τελούμενων γάμων στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλό (1960: 2%, 2006: 1%) και διαχρονικά μειώθηκε ακόμη περισσότερο. Το ποσοστό των χήρων ανδρών που συνάπτουν νέο γάμο είναι ελαφρά υψηλότερο εκείνου των γυναικών. Αντιθέτως, εξαπλασιάστηκε το ποσοστό των γάμων διαζευγμένων (1960: 2%, 2006: 12%), με τη σημαντικότερη αύξηση να καταγράφεται μετά την πρόσφατη μεταβολή του θεσμικού πλαισίου Ν.1329/83. Η διαχρονική εξέλιξη του ποσοστού των διαζευγμένων που συνάπτουν νέο γάμο δεν παρουσιάζει αξιόλογες διαφορές διακύμανσης μεταξύ των δύο φύλων. Ακόμη, τα ποσοστά των γυναικών που ξαναπαντρεύονται είναι συστηματικά χαμηλότερα εκείνων των ανδρών, με την απόκλιση των δύο φύλων να μειώνεται κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες.
2. Εξέλιξη του αδρού δείκτη διαζυγιότητας
Στην Ελλάδα κατά την εξεταζόμενη περίοδο και μέχρι το 2000 το φαινόμενο των διαζυγίων παραμένει ένα περιθωριακό φαινόμενο στην ζωή των ζευγαριών (Πίνακας 2): Έως το 1984 ο αδρός δείκτης διαζυγίων παραμένει σταθερός και κινείται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα (λιγότερα από 5 διαζύγια επί 10.000 κατοίκων), κατά τη διάρκεια της περιόδου 1984 -1992 (αλλαγή του θεσμικού πλαισίου) ακολουθεί ανοδική πορεία, σταθεροποιείται στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας (6-8 διαζύγια επί 10.000 κατοίκων). Μετά το 1995 καταγράφεται έντονη αύξηση και το 2007 ανέρχεται σε 12 διαζύγια επί 10.000 κατοίκων. Αν και κατά την τελευταία εικοσαετία αυξήθηκε σημαντικά η ένταση του φαινομένου, αυτή παραμένει σε χαμηλά επίπεδα σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ε.Ε.
Με βάση την εξέλιξη του αδρού δείκτη διαζυγιότητας θα μπορούσαν να διακριθούν τέσσερις περίοδοι (Σχήμα 2). Η πρώτη περίοδος χαρακτηρίζεται από τις εξαιρετικά χαμηλές τιμές του αδρού δείκτη διαζυγιότητας και φτάνει έως το 1978. Το 1979 θεσπίζεται το αυτόματο διαζύγιο για ζευγάρια τα οποία βρίσκονται σε μακροχρόνια διάσταση (υπερεξαετή διάσταση) με τον N. 868/79. Η δεύτερη αυτή περίοδος, ξεκινώντας από το 1979 διαρκεί μία δεκαετία περίπου (μέχρι τις αρχές του 1990), με αύξηση του αδρού δείκτη.
Κατά τη δεκαετία του 80, η δυνατότητα του αυτόματου διαζυγίου προκαλεί μία σαφή αύξηση της διαζυγιότητας, ρυθμίζοντας τις εκκρεμότητες νεκρών γάμων και αυξάνοντας τον αριθμό των διαζυγίων κατά 10% μέσα σε ένα έτος. Ακόμη, ο νόμος 1329 του 1983 με τον οποίο προωθείται ο εκσυγχρονισμός του Οικογενειακού Δικαίου, θεσμοποιεί επίσης το συναινετικό διαζύγιο, διευκολύνοντας ακόμη περισσότερο την διάλυση των ανεπιθύμητων γάμων.
Πράγματι, ο νέος νόμος οδήγησε σε περαιτέρω και συγκριτικά σημαντικότερη αύξηση των διαζυγίων, με τον αδρό δείκτη να ανέρχεται σε 9‰. Κατά την πενταετία 1990-1995 ο αδρός δείκτης φαίνεται να σταθεροποιείται. Την σταθεροποίηση ακολουθεί μία νέα περίοδος διαρκούς αύξησης του δείκτη, ο οποίος το 2006 φτάνει την μέγιστη τιμή του 1,3‰.
Όπως διαπιστώνουμε την τελευταία εικοσαετία αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός και η συχνότητα των διαζυγίων. Ωστόσο αυτά παραμένουν σε χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ε.Ε. (Symeonidou, Mitsopoulos, 2003, Prioux, 2006).
3. Σύνθεση νοικοκυριών και μορφές οικογένειας
3.1. Σύνθεση και μέγεθος των νοικοκυριών
Όπως ήδη είπαμε, μετά τη δεκαετία του 70 οι αλλαγές στους ρόλους των δυο φύλων στο πλαίσιο της οικογενειακής ζωής που αφορούν κυρίως τη διάσπαση του μοντέλου: «άνδρας κουβαλητής/γυναίκα νοικοκυρά που προέκυψε κυρίως από τη ραγδαία αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, διαμορφώνουν τη νέα κοινωνική δυναμική και συντελούν στο ευκολότερο διαζύγιο και στην επικράτηση νέων σχημάτων οικογενειακής ζωής (Μουσούρου, 2005, Gonzalez Lopez, Pairo, 2000, Lewis, 2001).
Έτσι, οι νέες κοινωνικές συνθήκες συντελούν στη σταδιακή μείωση της συγκατοίκησης των τριών γενεών (δηλαδή στην παρουσία των διευρυμένων οικογενειών) αυξάνοντας τον αριθμό των νοικοκυριών από 2.142.968 που ήταν το 1961 σε 3.664.392 το 2001. Παράλληλα, το μέσο μέγεθος των νοικοκυριών σταδιακά μειώνεται και από 3,78 άτομα που ήταν το 1961 αντιστοιχεί σε 2,98 άτομα το 2001 (Πίνακας 3).
Ακόμη, η αναλογία των μονομελών νοικοκυριών αυξάνεται και από 10,1% που ήταν το 1961, σαράντα χρόνια αργότερα αντιστοιχεί σε 19,7%. Την ίδια περίοδο, όμως, παρατηρείται συνεχής μείωση των πολυμελών νοικοκυριών: το 1961 νοικοκυριά με έξι ή περισσότερα μέλη αποτελούσαν σχεδόν το 24% όλων των νοικοκυριών, ενώ το 2001 αποτελούν μόνο το 3,8% του συνόλου των ιδιωτικών νοικοκυριών. Οι αλλαγές αυτές συνδέονται με την αστικοποίηση, την επικράτηση καινούργιων μορφών οικογένειας και τρόπων ζωής, τη μείωση των γεννήσεων και σχετίζονται με την αυτόνομη κατοικία πλέον κάθε οικογενειακής ομάδας.
Οι αλλαγές στις συμπεριφορές και στους τρόπους ζωής αντανακλώνται λοιπόν, στη σύνθεση των νοικοκυριών. Η μεγαλύτερη παρουσία μονομελών νοικοκυριών έχει σχέση εξάλλου και με τη γήρανση του πληθυσμού, η οποία τείνει να παράγει χήρους και περισσότερα μονομελή νοικοκυριά. Το γεγονός εξάλλου ότι οι γυναίκες ζουν περισσότερα χρόνια (7 χρόνια κατά μέσο όρο) από τους άνδρες συντελεί στη μεγαλύτερη παρουσία αυτών τόσο στην πληθυσμιακή κατηγορία των 65+ όσο και στα μονομελή νοικοκυριά.
Οι αλλαγές σχετικά με το μέγεθος των νοικοκυριών αντανακλούν μια γενική τάση προς τη «νεοτοπική-πυρηνική» μορφή του νοικοκυριού, στο οποίο τόσο τα νέα ζευγάρια -με ή χωρίς γάμο- όσο και οι συνταξιούχοι, δημιουργούν ή διατηρούν ξεχωριστά πλέον νοικοκυριά.
3.2. Μορφές οικογένειας
Θα εξετάσουμε στη συνέχεια τις εξελίξεις όσον αφορά τη σύνθεση των νοικοκυριών και την παρουσία νέων μορφών οικογένειας με βάση τα δεδομένα της απογραφής του 2001. Όπως έχει επισημανθεί σε διάφορες μελέτες, η Ελλάδα, αποτελεί μια ευρωπαϊκή χώρα όπου ο θεσμός της οικογένειας έχει μεγαλύτερη βαρύτητα απ' ότι στις υπόλοιπες χώρες (Γεώργας,1997, Μαράτου-Αλιπράντη, 2002, Charalambis, Maratou-Alipranti and Hadjiyanni, 2004, Kalmijn, 2007).
Έτσι, με βάση τα δεδομένα του Πίνακα 4, τα νοικοκυριά μιας οικογένειας αποτελούν την πλειοψηφία των οικογενειών στη χώρα μας και αποτελούν το 73% του συνόλου (57% ζευγάρια με παιδιά, 31% χωρίς παιδιά και 12% μόνοι γονείς). Το 24% του συνόλου είναι νοικοκυριά άνευ οικογένειας και 3% είναι πολυεστιακά. Εξάλλου, χαρακτηριστικό είναι ότι τα ποσοστά των ζευγαριών που συγκατοικούν, χωρίς να είναι παντρεμένα, κυμαίνονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα (6% στο σύνολο των ζευγαριών που δεν έχουν παιδιά και μόλις 1% ανάμεσα στα ζευγάρια με παιδιά) πράγμα που αποτελεί ένδειξη ότι στη χώρα μας δεν έχει ακόμη υπάρξει διαχωρισμός ανάμεσα στην έγγαμη συμβίωση και στην τεκνοποίηση.
Παρόμοιες τάσεις σε σχέση με τη συμβίωση χωρίς γάμο εμφανίζονται και με βάση τα δεδομένα της EUROSTAT όπου η αναλογία των συμβιούντων ζευγαριών στην Ελλάδα αντιστοιχεί μόλις στο 3% για το σύνολο των ζευγαριών ενώ στο σύνολο των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΕΕ (23 χώρες) το αντίστοιχο ποσοστό είναι 9%. Το γεγονός ωστόσο ότι η αντίστοιχη αναλογία εμφανίζεται πιο αυξημένη ανάμεσα στη νεώτερη ηλικιακή κατηγορία 20-29 χρόνων (12%) αποτελεί ένδειξη των αλλαγών που σταδιακά συντελούνται και στη χώρα μας σε σχέση με τη συμβίωση χωρίς γάμο (European Commission, 2008).
Αναφορικά με τις σύγχρονες τάσεις και τον αριθμό των μονογονεϊκών οικογενειών, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι η ποικιλία των στοιχείων των εθνικών πηγών και οι διαφορετικοί ορισμοί που χρησιμοποιούνται στις χώρες της ΕΕ για τη μέτρηση των νοικοκυριών με παρουσία ενός μόνον γονέα (κυρίως όσον αφορά την ηλικία των παιδιών) δεν μας επιτρέπουν να έχουμε μια σαφή εικόνα για την αριθμητική τους διάσταση. Επίσης, είναι δύσκολο να επισημανθούν οι μόνοι γονείς σε πολυεστιακά νοικοκυριά. Πάντως, με βάση τα επίσημα δεδομένα του Πίνακα 2, τα νοικοκυριά με μόνους γονείς αποτελούν το 12% του συνόλου των οικογενειακών πυρήνων, ενώ η πλειοψηφία τους (84%) έχει αρχηγό γυναίκα. Από παλαιότερες έρευνες προκύπτει ότι στην Ελλάδα οι μονογονεϊκές οικογένειες είναι αποτέλεσμα κυρίως διαζυγίου και δεν αποτελούν σταθερή μορφή οικογένειας, ενώ η πλειονότητα των περιπτώσεων καταλήγει σε κάποια άλλη μορφή συμβίωσης. Ακόμη, όπως έχει διαπιστωθεί, μια στις τρεις μονογονεϊκές οικογένειες κινδυνεύει από φτώχεια και κοινωνικό αποκλεισμό (Μαράτου-Αλιπράντη, 2002, Millar, 2002, Μαράτου-Αλιπράντη, 2005, Κικίλιας, κ.άλ. 2008).
Εξάλλου, το μέσο μέγεθος των οικογενειών διαφοροποιείται και εμφανίζεται πιο αυξημένο ανάμεσα στα παντρεμένα άτομα (3,1 άτομα), ενώ μειώνεται ανάμεσα στους συμβιούντες και στους μόνους γονείς (2,5 και 2,4 αντίστοιχα άτομα) (Πίνακας 5).
Η ύπαρξη παιδιών συνδέεται με τη μορφή οικογένειας. Έτσι, 100% των μόνων γονέων, 65% των οικογενειών με παντρεμένους συζύγους και μόνο 30% από τις οικογένειες με συμβιούντες συντρόφους έχουν παιδιά (Πίνακας 6).
Διερευνώντας στη συνέχεια τον αριθμό των παιδιών ανά τύπο οικογένειας διαπιστώνουμε ότι οι συμβιούντες και οι μόνοι γονείς έχουν λιγότερα παιδιά απ'ότι οι παντρεμένοι (Πίνακας 7). Ακόμη, οι συμβιούντες και οι μόνοι γονείς περιλαμβάνονται πιο συχνά στην κατηγορία με ένα μόνο παιδί, ενώ οι παντρεμένοι γονείς αντίθετα έχουν περισσότερο συχνά 2 παιδιά. Στην κατηγορία ωστόσο 3 ή περισσότερα παιδιά, η αναλογία δεν διαφοροποιείται στις οικογένειες με παντρεμένους ή συμβιούντες συντρόφους (13%) και, όπως είναι αναμενόμενο μειώνεται στο 5% ανάμεσα στους μόνους γονείς (Πίνακας 7).
Εξετάζοντας στην ενότητα αυτή τις μορφές των οικογενειών που συναντώνται στην Ελλάδα, διαπιστώνουμε ότι ο γάμος ως ισχύον πρότυπο συμβίωσης και κοινωνικά αποδεκτή προϋπόθεση συμβίωσης εξακολουθεί να αποτελεί το κυρίαρχο μοντέλο στη χώρα μας, ενώ η συμβίωση χωρίς γάμο αποτελεί περιθωριακή πρακτική.
3.3. Μορφές οικογένειας και επαγγελματική κατάσταση των γονέων
Αναμφίβολα, η οικονομική χειραφέτηση των γυναικών και η συνεχής αύξηση των απασχολούμενων γυναικών σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην υιοθέτηση καινούργιων συμπεριφορών στην ιδιωτική σφαίρα και στην «αποδόμηση», όπως συχνά αναφέρεται, των παραδοσιακών οικογενειακών πρακτικών στο πλαίσιο της συζυγικής οικογένειας. Η συζυγική οικογένεια που λειτουργούσε με τη παραδοχή των συμπληρωματικών ρόλων παύει να αποτελεί το κυρίαρχο μοντέλο και η επικράτηση νέων μοντέλων συμβίωσης όπου και οι δύο σύζυγοι έχουν εξωοικιακή απασχόληση και συμμετέχουν εξίσου στις οικογενειακές υποχρεώσεις και στη φροντίδα των παιδιών αποτελεί την ένδειξη των συντελούμενων μετασχηματισμών (Maratou-Alipranti, Carlos 2000, Ηakim, 2003, Maratou-Alipranti, 2007, Βιτσιλάκη, Φώκιαλη, 2008, Μαράτου-Αλιπράντη, 2008β).
Εξετάζοντας τα δεδομένα του Πίνακα 8 που αναφέρεται στην τρέχουσα εργασιακή κατάσταση των γονέων διαπιστώνουμε ότι στις οικογένειες με παιδιά (παντρεμένα/ συμβιούντα ζευγάρια) το σύγχρονο μοντέλο οικογένειας όπου και οι δυο σύζυγοι εργάζονται αφορά το 42% των οικογενειών στη χώρα μας. Ωστόσο, χαρακτηριστικό είναι ότι η ποσοστιαία αναλογία αυξάνεται σημαντικά (54%) ανάμεσα στις οικογένειες με παιδιά μικρής ηλικίας γεγονός που δείχνει την αλλαγή των πρακτικών και την υιοθέτηση σύγχρονων τρόπων ζωής ανάμεσα στα νεώτερα ζευγάρια. Η τάση αυτή είχε επισημανθεί και σε παλαιότερη μελέτη σχετικά με τους τρόπους ζωής των οικογενειών της Αθήνας και την υιοθέτηση πιο προοδευτικών πρακτικών από τους νεώτερους γονείς και συζύγους (Μαράτου-Αλιπράντη, 1999, Κορωναίου, 2007).
4. Η συγκατοίκηση των γενεών και η ανεξαρτητοποίηση των νέων
Οι αλλαγές στο οικονομικό πλαίσιο των αναπτυγμένων κοινωνιών στο δεύτερο μισό του αιώνα μας, οι οποίες σηματοδοτούνται από την επικράτηση της καταναλωτικής κοινωνίας και τις διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας επέφεραν σημαντικές μεταβολές στη διαδικασία μετάβασης και περάσματος των νέων από την νεανική στην ενήλικη φάση της ζωής τους. Έτσι, η χρονική περίοδος από την ενηλικίωση των νέων και μέχρι την πραγματική ανεξαρτητοποίησή τους, που κατά μέσο όρο αντιστοιχούσε στην περίοδο ανάμεσα στα 18 και τα 24 χρόνια, αυξάνεται σταδιακά (Walker, 1996, Galland, 2000, Galland, 2002, Corijn και Klijzing, 2000, Μαράτου, Τσανίρα, 2004).
Ήδη από τη δεκαετία του ΄70 οι νέοι αρχίζουν να καθυστερούν να αποχωρούν από την πατρική στέγη εξαιτίας της μεγαλύτερης διάρκειας των σπουδών, των δυσκολιών εξεύρεσης σταθερής εργασίας, της ανεργίας που πλήττει σε μεγαλύτερο βαθμό τους νέους. Όλα αυτά συμβάλουν στην αύξηση του ποσοστού των νέων που μένουν πιο αργά με τους γονείς τους (Corijn and Klijzing, 2000, Maratou-Alipranti, Tsaniras, 2005).
Ας επισημανθεί ωστόσο ότι στο πλαίσιο της ελληνικής οικογένειας η καθυστερημένη ανεξαρτητοποίηση των νέων και αναχώρηση από την πατρική κατοικία δεν αποτελεί καινούργιο φαινόμενο. Οι νέοι αποχωρούν μετά την ολοκλήρωση των σπουδών και μόνον αφού βρουν κάποια καλή και οπωσδήποτε «μη χειρωνακτική» εργασία, ενώ τα νεαρά κορίτσια αποχωρούν συνήθως κατά την περίοδο του γάμου τους. Οι πρακτικές αυτές εντάσσονται στα πλαίσια της παιδοκεντρικής αντίληψης που επικρατεί στο πλαίσιο της ελληνικής οικογένειας, φαινόμενο που έχει επανειλημμένα επισημανθεί σε σχετικές μελέτες (Τσουκαλάς, 1987, Μαράτου-Αλιπράντη, 2001).
Η διερεύνηση των δεδομένων των Πίνακα 9 μας δείχνει καθαρά τις σύγχρονες εξελίξεις αναφορικά με τους τρόπους διαβίωσης των νέων. Έτσι, τα περισσότερα νέα αγόρια σήμερα, 20-24 χρόνων ζουν με τους γονείς τους (74,6%) και λίγοι μένουν μόνοι (6,2%) ή έχουν δημιουργήσει κάποια πιο μόνιμη σχέση και ζουν με σύζυγο/ σύντροφο (5,2%). Αντίθετα, ανάμεσα στα κορίτσια στην ίδια ηλικιακή κατηγορία μειώνεται το ποσοστό (62,6%) που ζουν στην πατρική στέγη, ενώ 21,2% από αυτές ζουν με κάποιο σύντροφο ως ζευγάρι. Στη μεγαλύτερη ηλικιακή κατηγορία των 25-29 χρόνων και πάλι πάνω από τα μισά αγόρια δεν έχουν ακόμη ανεξαρτητοποιηθεί στεγαστικά (56,3%), 6% ζουν μόνοι τους και μόνο το ένα τέταρτο ζει με κάποια σύζυγο/ σύντροφο (25,1%).
Τι συμβαίνει με τα κορίτσια; Όπως διαπιστώνουμε, αντίθετα με τα αγόρια οι μισές από τις νέες κοπέλες σε αυτή την ηλικία έχουν δημιουργήσει κάποια μόνιμη σχέση (51,2%), ενώ μόνο το ένα τρίτο ζει με τους γονείς (32,9%). Οι κατηγορίες εξάλλου «ζει μόνη» και «μόνη μητέρα» συγκεντρώνουν και πάλι πολύ χαμηλά ποσοστά. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το σύνολο των χωρών της ΕΕ 27 διαφοροποιούνται και δείχνουν καθαρά την πιο πρώιμη ανεξαρτητοποίηση των νέων (αγοριών και κοριτσιών) στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ27), τη πιο συχνή διαβίωση των νέων σε ανεξάρτητη κατοικία και τη συμβίωση με κάποιο-α σύντροφο/ σύζυγο. Οι τάσεις αυτές εμφανίζονται πιο έντονες στις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης (European Commission, 2007).
Οπωσδήποτε, οι διαφορές που παρατηρούνται έχουν σχέση με τον ρόλο και τη δομή της οικογένειας, αλλά και τις συνθήκες της αγοράς εργασίας και αντανακλούν τη γενικότερη τάση για καθυστέρηση πλέον ως προς την στεγαστική αλλά και γενικότερα ανεξαρτητοποίηση των νέων σε όλες τις χώρες της Ευρώπης εξαιτίας των οικονομικών συνθηκών αλλά και της μεγαλύτερης διάρκειας της περιόδου των σπουδών (Maratou-Alipranti, Tsaniras, 2005).
Συμπεράσματα
Οι δομικές αλλαγές που παρατηρούνται στον θεσμό της οικογένειας, η ανάδυση νέων κοινωνικών καταστάσεων σε συνδυασμό με τις αλλαγές στις συμπεριφορές και στις αντιλήψεις των ατόμων για την συμβίωση, τη συντροφικότητα, διαφοροποιούν, όπως είδαμε και στη χώρα μας, τις μορφές της οικογένειας και τις ατομικές επιλογές στον ιδιωτικό βίο και συντελούν στην στη διαρκή αύξηση της παρουσίας νέων σχημάτων οικογενειακής ζωής (όπως συμβίωση χωρίς γάμο, μονογονεϊκές οικογένειες, μοναχικά άτομα στο ευκολότερο διαζύγιο κλπ).
Στην Ελλάδα κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών η γαμηλιότητα υποχωρεί προοδευτικά, με την συρρίκνωση του αδρού δείκτη γαμηλιότητας ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Διαχρονικά μειώνεται η αναλογία πρώτων γάμων ως προς το σύνολο των γάμων με αύξηση του ποσοστού των διαζευγμένων που συνάπτουν νέο γάμο, ενώ από τη δεκαετία του 1990 καταγράφεται έντονη αύξηση των διαζυγίων.
Τα δεδομένα που παρουσιάσαμε σε σχέση με τη σύνθεση και τη μορφή των οικογενειών μας δείχνουν τη μείωση του μέσου μεγέθους των νοικοκυριών, τη σημαντική αύξηση των μονομελών νοικοκυριών, την παρουσία αρκετών μονογονεϊκών οικογενειών αλλά πολύ λίγων ζευγαριών που συμβιώνουν. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι πλέον σε αρκετές οικογένειες εργάζονται και οι δυο σύζυγοι/σύντροφοι.
Όλες αυτές οι αλλαγές αν και πιο αργές στη χώρα μας συγκριτικά με τις παρατηρούμενες στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, εγγράφονται στη γενικότερη μεταβολή των αναπαραστάσεων και των πρακτικών όσον αφορά την οικογενειακή ζωή και τις διαπροσωπικές σχέσεις.
Σχετικά με την συγκατοίκηση των ενήλικων παιδιών με τους γονείς τους φάνηκε ότι οι νέοι στην Ευρώπη καθυστερούν την αναχώρησή τους από την οικογενειακή στέγη, παντρεύονται σε μεγαλύτερη ηλικία, αποκτούν λιγότερα παιδιά, τα οποία γεννούν σε μεγαλύτερες ηλικίες. Ωστόσο, οι νέοι και οι νέες στη χώρα μας καθυστερούν σε μεγαλύτερο βαθμό την αναχώρηση τους από την πατρική στέγη, λίγοι ζουν μόνοι τους ή δημιουργούν μόνιμη σχέση. Η αναχώρηση από την πατρική στέγη πραγματοποιείται για τα κορίτσια νωρίτερα και συνδέεται κυρίως με τη δημιουργία οικογένειας και όχι με την ανεξάρτητη διαβίωση.
Όπως φάνηκε, η συζυγική ομάδα σήμερα γίνεται πιο αβέβαιη, πιο εύθραυστη και πιο ευάλωτη στο χωρισμό και στη ρήξη. Οι μεταβολές αυτές αντανακλούν τη διαφοροποιημένη αντιμετώπιση πλέον της συμβίωσης (με ή χωρίς γάμο) και της συντροφικότητας από τις νεώτερες γενιές. Περνάμε, λοιπόν σε μια μετα-οικογενειακή οργάνωση της κοινωνίας όπου η οικογένεια δεν θα λειτουργεί πλέον ως ενδιάμεσος φορέας ανάμεσα στο Κράτος και στο άτομο. Θα πρέπει, όμως, όλες οι μεριές να συμβάλουν για τη σταδιακή προσαρμογή στη νέα αυτή εξέλιξη ώστε να ξεπεραστούν τα σημερινά αδιέξοδα που εμφανίζει η σύγχρονη οικογένεια.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ