Η φιλοσοφία της ανοίας
ΣΤΑΥΡΟΣ Ι. ΜΠΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
Καθηγητής Νευρολογίας Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Διευθυντής Α΄ Νευρολογικής Κλινικής Α.Π.Θ.

ΠΡΩΤΟΝ ΔΕ ΨΥΧΗΝ ΛΗΠΤΕΟΝ ΠΟΤΕΡΟΝ ΑΛΛΟ ΜΕΝ ΨΥΧΗ
ΑΛΛΟ ΔΕ ΨΥΧΗ ΕΙΝΑΙ
Πλωτίνος Εννεάς Ι, 2

Περίληψις
Η φιλοσοφία εις τον χώρον των νευροεπιστημών μετέχει εις την προσπάθειαν της βαθυτέρας κατανοήσεως και ερμηνείας των νοητικών και ψυχικών διεργασιών, προσπαθούσα να διεισδύση εις τον πολύτιμον χώρον της εσωτερικής σκέψεως και της λειτουργικής εκφράσεως του ατόμου, διά να καθορίση σαφέστερον τας υπαρξιακάς διαστάσεις αυτού. Ειδικότερον, η φιλοσοφία της ανοίας αποτελεί ένα ιδιαιτέρως ευαίσθητον χώρον, εις τον οποίον διά της μελέτης του εξ ανοίας πάσχοντος ατόμου, καθίσταται ευδιάκριτον, ότι το κύριον υπόβαθρον της αλλοιώσεως των νοητικών διεργασιών συνίσταται εις την διατεταραγμένην και φθίνουσαν έκφρασιν αυτών και ουχί εις την αλλοίωσιν της ποιότητος της εσωτερικής ζωής αυτού. Η άνοια αποτελεί εκδήλωσιν πολλών νευροεκφυλιστικών παθήσεων, εκφράζουσα την έκπτωσιν των νοητικών δυνατοτήτων του πάσχοντος, ο οποίος ηδυνήθη να αναπτύξη ήδη αυτάς κατά ικανοποιητικόν τρόπον, εις το παρελθόν. Είναι εύλογον, ότι η άνοια εμφανώς διαφέρει από ατόμου εις άτομον, καθ' όσον ταύτα αφ' ενός μεν διαφέρουν ως προς το γνωσιολογικόν υπόβαθρον αυτών και τον βαθμόν της αναπτύξεως και κορυφώσεως των νοητικών δυνατοτήτων των, αφ'ετέρου δε ως προς το παθογενετικόν υπόβαθρον της ανοίας. Το νοητικόν απόθεμα εκάστου ατόμου ευλόγως ασκεί καθοριστικήν βαρύτητα τόσον επί του χρόνου ενάρξεως της εμφανούς νοητικής κάμψεως, όσον και επί του βάθους της επερχομένης ανοίας. Η φιλοσοφία της ανοίας θέτει ευλόγως, εκ παραλλήλου, το ερώτημα της συνειδητοποιήσεως του Είναι, του εξ ανοίας πάσχοντος ατόμου. Εις την άνοιαν, αφ' ενός μεν η επερχομένη εις άλλοτε άλλην έκτασιν μνημονική διαταραχή, αφ' ετέρου δε η κάμψις της κριτικής ικανότητος του ατόμου, επηρεάζουν τον βαθμόν της συνειδητοποιήσεως αυτού και μεταβάλλουν την θέσιν αυτού προς εαυτό και προς τα μέλη του κοινωνικού χώρου. Η επιδείνωσις της μνήμης του ατόμου διαχωρίζει αυτό εκ του παρελθόντος. Ως εκ τούτου, το Είναι του πάσχοντος, στερούμενον πλέον των αυτοβιογραφικών μνημονικών καταγραφών και της δυνατότητος της πλήρους και ορθής εγχαράξεως του παρόντος, καθίσταται σταδιακώς άχρονον. Το άχρονον Είναι, καθίσταται εμφανέστερον εκ της αδυναμίας της λειτουργικής προβολής αυτού εντός του μέλλοντος. Ουσιώδες ερώτημα, το οποίον αναφύεται κατά την μελέτην της συνειδητοποιήσεως του ψυχοσωματικού Είναι υπό του ατόμου, κατά την πορείαν της διεργασίας της ανοίας, είναι το αναφερόμενον εις τον τρόπον διά του οποίου τούτο αποδέχεται το σωματικόν Εγώ αυτού και αντιλαμβάνεται την μεταβλητότητα αυτού εις τον χρόνον. Εκ παραλλήλου, είναι βέβαιον ότι δεν γνωρίζομεν και δεν κατανοούμεν πλήρως την εσωτερικήν ζωήν, του εξ ανοίας πάσχοντος ατόμου. Δεν γνωρίζομεν, εις τα πλαίσια των νευροεπιστημών, εάν η άνοια αποτελεί αναστολήν και αλλοίωσιν των δυνατοτήτων εξωτερικεύσεως αυτού ή σταδιακήν απόσβεσιν του εσωτερικού λόγου και της εσωτερικής ζωής αυτού. Είναι εύλογον, ότι δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθούν εξ αντικειμένου αι εσωτερικαί αξίαι υπό των οποίων εμφοράται ο πάσχων εξ ανοίας. Εν τούτοις, δεδομένου ότι η άνοια δεν φαίνεται ότι αλλοιώνει τας πρωτογενείς δομάς της προσωπικότητος, αλλά κυρίως τα εκφραστικά μέσα αυτής, αι αρεταί και ιδίως αι φυσικαί αρεταί είναι δυνατόν να παραμένουν ως αμετάβλητα στοιχεία του Είναι του πάσχοντος εξ ανοίας, καθ' όσον αι βασικαί αρεταί δεν αποτελούν δημιούργημα της κριτικής σκέψεως και της μνημονικής ισχύος του ατόμου, αλλά εγγενές στοιχείον της ηθικής συνειδήσεως αυτού. Εγκέφαλος 2010, 47(3):109-130.

Λέξεις κλείδες: Άνοια, φιλοσοφία, Είναι, νευροεπιστήμαι, φαινομενολογία.

Εισαγωγή

Η φιλοσοφία αποτελεί αναπόσπαστον στοιχείον των νευροεπιστημών1. Μετέχει εις την προσπάθειαν της βαθυτέρας κατανοήσεως και ερμηνείας των πολυμόρφων νοητικών και ψυχικών διεργασιών, αι οποίαι μελετώνται υπό την οπτικήν γωνίαν των νευροεπιστημών, προσπαθούσα αύτη να διεισδύση εις τον πολύτιμον χώρον της εσωτερικής σκέψεως και της λειτουργικής εκφράσεως του ατόμου, η οποία πραγματοποιείται είτε διά του λόγου είτε διά της τέχνης, διά να καθορίση σαφέστερον τας υπαρξιακάς διαστάσεις αυτού.

Ιδιαιτέρως η φιλοσοφία της τέχνης και η φιλοσοφία της επιστήμης εκφράζουν την φιλοσοφίαν της ανθρωπίνης νοήσεως, η οποία άλλοτε μεν εναρμονιζομένη μετά της φαντασίας και της δημιουργικότητος, άλλοτε δε μετά του συναισθήματος, εξωτερικεύει και εκφράζει πάντοτε τας βαθυτέρας διεργασίας της ανθρωπίνης ψυχής και την εσωτερικήν ζωήν του ανθρώπου, ως προσώπου.

Αι νευροεπιστήμαι, εκ παραλλήλου, έχουν να προσφέρουν σημαντικάς πληροφορίας εις την φιλοσοφίαν επί των διεργασιών της ανθρωπίνης νοήσεως, του συναισθήματος και της βουλήσεως, ιδίως δε επί της ψυχοσωματικής ενότητος του ανθρωπίνου προσώπου, τόσον εις φυσιολογικόν επίπεδον όσον και εις τα διάφορα επίπεδα αποκλίσεως αυτού, συμβάλλουσαι ούτω τα μέγιστα εις την κατανόησιν του τρόπου, διά του οποίου συνυφαίνεται η ψυχή μετά του σώματος, λειτουργούσα διά μέσου αυτού, επηρεαζομένη υπ' αυτού και εκφράζουσα τον πλούτον του περιεχομένου αυτής διά του λόγου, των σχημάτων της συμπεριφοράς, των πονημάτων της τέχνης, ενίοτε δε διά της σιωπής, ιδίως εις τας ακραίας καταστάσεις, εις τας οποίας η νοητική σφαίρα φαίνεται ότι είναι ανίσχυρος να ανταποκριθή επαρκώς εις τας διεργασίας της ανθρωπίνης ψυχής.

Η φιλοσοφία των νευροεπιστημών εύλογον είναι να προσεγγίζη λεπτάς και ευαισθήτους πτυχάς της εγκεφαλικής λειτουργίας, τόσον υπό την φυσιολογικήν όσον και υπό την παθολογικήν των έκφρασιν, προσπαθούσα πολλάκις να υπερβή τα πεπερασμένα πλαίσια της μηχανιστικής θεωρήσεως2, επεκτεινομένη εις τον χώρον της αυτοδυναμίας του ανθρωπίνου νου, ο οποίος δύναται να δημιουργή και να αναβαθμίζη συνεχώς τας λειτουργικάς εκφράσεις αυτού, ανεξαρτήτως των εξωγενών κινήτρων και να αναθεωρή επί τα βελτίω τα δεδομένα της παιδείας και της γνωσιολογικής συγκροτήσεως του ατόμου.

Ως εκ τούτου, η φιλοσοφία της ανοίας αποτελεί ένα ιδιαιτέρως ευαίσθητον χώρον, εις τον οποίον διά της διεξοδικής μελέτης του εξ ανοίας πάσχοντος ατόμου, καθίσταται ευδιάκριτον, ότι το κύριον υπόβαθρον της αλλοιώσεως των νοητικών διεργασιών συνίσταται εις την διατεταραγμένην και φθίνουσαν έκφρασιν αυτών και ουχί εις την αλλοίωσιν της ποιότητος της εσωτερικής ζωής αυτού.

Η άνοια, ως κλινικόν φαινόμενον

Εξ ορισμού, η άνοια αποτελεί στοιχείον πολλών νευροεκφυλιστικών παθήσεων, εκφράζουσα την έκπτωσιν των νοητικών δυνατοτήτων του πάσχοντος, ο οποίος ηδυνήθη να αναπτύξη αυτάς κατά ικανοποιητικόν και εύστοχον κατά κανόνα τρόπον, εις το παρελθόν. Είναι εύλογον, ότι η άνοια εμφανώς διαφέρει από ατόμου εις άτομον, καθ' όσον τα άτομα αφ' ενός μεν διαφέρουν ως προς το γνωσιολογικόν υπόβαθρον αυτών και τον βαθμόν της αναπτύξεως και κορυφώσεως των νοητικών δυνατοτήτων των, αφ' ετέρου δε διαφοροποιούνται και ως προς τον βαθμόν της νοητικής αλλοιώσεως, την οποίαν δύνανται ταύτα να υποστούν κατά την νευροεκφυλιστικήν διεργασίαν.

Συνήθως ο βαθμός της ανοίας καθορίζεται εκ του μέτρου της μνημονικής κάμψεως και εκ της εκτάσεως της διαταραχής της κριτικής ικανότητος του ατόμου, συνεκτιμωμένης και της επερχομένης εκ παραλλήλου αλλοιώσεως του συναισθήματος και της συμπεριφοράς.

Το μέτρον καθορίζεται κατά τρόπον αντικειμενικόν διά των νευροψυχολογικών δοκιμασιών, αι οποίαι δύνανται να στοιχειοθετήσουν το όλον νοητικόν περίγραμμα του εκτιμωμένου ατόμου, κατά τον χρόνον της εξετάσεως.

Εάν δεν είναι γνωστή η προγενεστέρα νοητική κατάστασις του ατόμου και κυρίως η δυναμική έκφρασις των νοητικών δυνατοτήτων αυτού κατά το στάδιον της ακμής αυτού, το πόρισμα των νευροψυχολογικών εκτιμήσεων θα είναι ανεπαρκές και ανίσχυρον διά να εκφράση τον βαθμόν της αλλοιώσεως, την οποίαν υπέστη το άτομον κατά την διάρκειαν της διεργασίας της ανοίας, τον βαθμόν της εναισθησίας αυτού και την έκτασιν του δράματος το οποίον συντελείται εντός αυτού.

Η υποκειμενικότης της ανοίας

Εκ παραλλήλου είναι εύλογον, ότι υφίσταται ισχυρά υποκειμενική διάστασις εις την έννοιαν της ανοίας. Ούτως έν ιδιαιτέρως ευφυές άτομον, χαρακτηριζόμενον υπό ισχυροτάτης μνήμης και δημιουργικής σκέψεως, εάν υποστή ικανήν αλλοίωσιν της μνήμης, αλλά εν τούτοις διατηρεί ικανοποιητικά αποθέματα αυτής, δυνάμενον να ανταποκριθή καλώς εις την τρέχουσαν επαγγελματικήν και κοινωνικήν λειτουργικότητα αυτού, δεν χαρακτηρίζεται μεν νευροψυχιατρικώς ως ανοϊκόν, αλλά είναι ανοϊκόν καθ' εαυτό, συγκρινόμενον προς τας προγενεστέρας νοητικάς διαστάσεις αυτού, εκτιμωμένης της δημιουργηθείσης νοητικής αποστάσεως μεταξύ της προγενεστέρας και της παρούσης καταστάσεως αυτού.

Αντιθέτως, έτερον άτομον, έχον μετρίας νοητικάς δυνατότητας, ήτοι περιωρισμένην μνήμην και κριτικήν ικανότητα, εντός των ορίων όμως του αποδεκτού ως φυσιολογικού φάσματος, θα καταστή εκδήλως ανοϊκόν, υπό την νευρολογικήν και νευροψυχολογικήν έννοιαν, εάν εκπέσουν ολίγον μόνον αι νοητικαί ικανότητες αυτού και δεν δύναται έκτοτε να ανταποκριθή εις τας καθημερινάς απαιτήσεις της μνημονικής διεργασίας και της κριτικής αναλύσεως.

Το εσωτερικόν δράμα εις την πρώτην περίπτωσιν του ευφυούς ατόμου είναι μέγα και καθίσταται πλήρως αντιληπτόν υπ' αυτού, χωρίς να εκδηλούται συνήθως η έκτασις αυτού εντός του κοινωνικού χώρου. Εν αντιθέσει, η εσωτερική διάστασις της νοητικής εκπτώσεως εις την περίπτωσιν του ατόμου των περιωρισμένων δυνατοτήτων είναι μικρά, παρά το γεγονός ότι η λειτουργική έκπτωσις της νοήσεως αυτού καθίσταται εμφανώς αντιληπτή υπό του περιβάλλοντος.

Τι συγκροτεί, ως εκ τούτου, την αληθή έννοιαν της ανοίας, ο βαθμός της νοητικής εκπτώσεως εκ της προγενεστέρας καταστάσεως ή η εμφανής νοητική κάμψις εις το καθ' ημέραν λειτουργικόν επίπεδον;

Η άνοια, κατ' επέκτασιν, αποτελεί ουσιώδη συρρίκνωσιν του νοητικού αποθέματος του ατόμου ή απλή παλινδρόμησιν εις προγενέστερα νοητικά πλαίσια, τα οποία θα ήσαν αποδεκτά εάν αι λειτουργικαί απαιτήσεις, προερχόμεναι εκ του κοινωνικού περιβάλλοντος του ατόμου δεν επέβαλον την συνεχή αναβάθμισιν αυτών.

Το νοητικόν απόθεμα εκάστου ατόμου ευλόγως ασκεί καθοριστικήν βαρύτητα τόσον επί του χρόνου ενάρξεως της εμφανούς νοητικής κάμψεως, όσον και επί του βάθους της επερχομένης ανοίας. Όσον πλουσιώτερον είναι το νοητικόν απόθεμα, ήτοι ο γνωσιολογικός πλούτος και η εν γένει παιδεία του ατόμου, τόσον βραδύτερον επέρχεται η εξάντλησις αυτού και τόσον αργότερον καθίστανται αντιληπτά τα πρώτα σημεία της ανοίας, η έκτασις και το βάθος της οποίας ουδέποτε θα προσλάβη τραγικάς διαστάσεις.

Εκ παραλλήλου, η γνωσιολογική επιφάνεια εκάστου ατόμου, συμβάλλει τα μέγιστα εις την διαμόρφωσιν της κοινωνικής συμπεριφοράς αυτού και εις την ολοκλήρωσιν του περιγράμματος της προσωπικότητος αυτού, γεγονός το οποίον έχει ως αποτέλεσμα την διατήρησιν της αρμονίας της συμπεριφοράς επί πεπαιδευμένου και πνευματικώς καλλιεργημένου ατόμου, ακόμη και κατά τα προκεχωρημένα στάδια της ανοϊκής διεργασίας.

Η νευροπαθολογική υπόστασις της ανοίας

Εκ παραλλήλου, η άνοια, υπό την νευροπαθολογικήν έκφρασιν αυτής, είναι δυνατόν να αποτελή συνάρτησιν ουχί μόνον του βαθμού της νευρωνικής ή συναπτικής απωλείας, αλλά και του βαθμού της αδυναμίας αποκαταστάσεως των απωλειών, λόγω της ανεπαρκείας της αναγεννητικής διεργασίας των δενδριτικών ακανθών και των συναπτομένων εν γένει νευρωνικών επιφανειών. Ως εκ τούτου, δεν θα υφίστατο η άνοια ως φαινόμενον, εάν παρά την αθρώαν απώλειαν των συνάψεων πραγματοποιείτο συγχρόνως, όπως κατά κανόνα συμβαίνει επί του φυσιολογικού γήρατος, η αναγέννησις και η αποκατάστασις αυτών, διατηρουμένου εις μηδενικόν επίπεδον του αλγεβρικού αθροίσματος μεταξύ της απωλείας και της αναγεννήσεως των προσυναπτικών και των μετασυναπτικών νευρωνικών επιφανειών.

Συγχρόνως, θα ηδύνατο η άνοια, μεταφορικώς, να παραλληλισθή προς την κοινωνικήν απομόνωσιν ατόμων, τα οποία θα ηδύναντο μεν να διατηρήσουν έν έκαστον την αυτοτέλειαν και τον εσωτερικόν διάλογον αυτών, αλλά δεν θα ηδύναντο να αναπτύξουν συλλογικήν λειτουργικότητα και να επιτύχουν την επιτέλεσιν σημαντικού έργου, το οποίον θα είχεν ευρυτέραν και εμφανεστέραν απήχησιν εντός του κοινωνικού χώρου. Κατ' ουσίαν το σύνολον των συναπτικών αλλοιώσεων, αι οποίαι πραγματοποιούνται κατά την διεργασίαν της ανοίας, καθορίζει και την έκτασιν, το βάθος και τους ειδικούς κλινικούς χαρακτήρας της ανοίας.

Συγχρόνως η εντόπισις της πλειονότητος των συναπτικών αλλοιώσεων διαμορφώνει και την ιδιαιτέραν κλινικήν έκφρασιν των ανοϊκών φαινομένων, η οποία διαφοροποιεί κλινικώς τας επί μέρους ανοίας.

Η κλινική διαφορά ούτω μεταξύ της νόσου του Alzheimer και της μετωπιαίας και της μετωποκροταφικής ανοίας δεν οφείλεται απλώς εις τον βαθμόν της συμμετοχής της μεταλλακτικής εκφράσεως της τ πρωτεΐνης, εν σχέσει προς το Αβ πεπτίδιον εις το όλον παθογενετικόν περίγραμμα της νόσου, αλλά κυρίως εις την εντόπισιν των περιοχών, αι οποίαι υφίστανται την μεγαλυτέραν ελάττωσιν της συναπτικής πυκνότητος, η οποία ευλόγως επιφέρει σημαντικήν κάμψιν της επί μέρους λειτουργικότητος αυτών και διαφοροποιεί την κλινικήν έκφρασιν των ανοϊκών φαινομένων.

Το Είναι εις τα πλαίσια της ανοίας

Η φιλοσοφία των ανοιών, εκ παραλλήλου, πέραν της προσπαθείας αυτής να διεισδύση εις την βαθυτέραν κατανόησιν του φαινομένου της ανοίας και να μελετήση το σκέπτεσθαι του εξ ανοίας πάσχοντος ατόμου, εν σχέσει προς όλας τας γνωσιακάς και φιλοσοφικάς προεκτάσεις αυτού, και να ερευνήση την διεργασίαν της μαθήσεως επί ενός βεβαρυμένου ήδη νευροπαθολογικού υποβάθρου3, ενδιαφέρεται κυρίως να επεξεργασθή ερωτήματα αναφερόμενα εις το Είναι και εις την ενότητα και ακεραιότητα αυτού επί των ανοιών, μακράν βεβαίως των δυϊστικών τάσεων, αι οποίαι κατατέμνουν την ενότητα του ανθρωπίνου προσώπου4.

Προγενέστεραι παρατηρήσεις αναφερόμεναι εις την ενότητα ή τον διχασμόν του ανθρωπίνου προσώπου κατέστησαν εμφανή την σημασίαν της ακεραιότητος της συνεχούς διημισφαιρικής επικοινωνίας εις τον εγκέφαλον, η οποία καθίσταται εφικτή διά της ανατομικής και λειτουργικής ακεραιότητος των συνδέσμων των εγκεφαλικών ημισφαιρίων, όπως είναι το μεσολόβιον, η ψαλίς, ο πρόσθιος και ο οπίσθιος σύνδεσμος.

Ούτως, αι παρατηρήσεις εκ της διατομής των συνδέσμων των εγκεφαλικών ημισφαιρίων, αι οποίαι διενεργήθησαν επί μη αναταξίμου επιληψίας ή επί κακοήθων εξεργασιών, έθεσαν ευλόγως το ερώτημα του νευροφυσιολογικού και νευροπαθολογικού υποβάθρου της ενότητος του Είναι5.

Επί των ανοιών, η μεγάλη ελάττωσις της συναπτικής πυκνότητος, η οποία δεν πραγματοποιείται κατά κανόνα συμμετρικώς επί αμφοτέρων των εγκεφαλικών ημισφαιρίων και δεν είναι της αυτής εκτάσεως εις τους επί μέρους λοβούς αυτών, επηρεάζει την ενότητα του ανθρωπίνου προσώπου και πέραν της νοητικής κάμψεως, της εκφραζομένης διά του λόγου, της τέχνης και των σχημάτων της κοινωνικής συμπεριφοράς, δεν είναι γνωστόν εις ποίαν έκτασιν επηρεάζει αύτη τον εσωτερικόν λόγον του ατόμου, την αίσθησιν της εσωτερικής ενότητος αυτού, την αίσθησιν της αυτογνωσίας και κατ' επέκτασιν της αυτοτελείας αυτού.

Επί πλέον, εάν η αρμονική διημισφαιρική λειτουργία επιτρέπει την σαφή και επακριβή οριοθέτησιν του Εγώ και καθιστά εκ παραλλήλου εφικτήν την αρμονικήν λειτουργικότητα του Εγώ εντός των ευρυτέρων πλαισίων του Εμείς, αι διαστάσεις του οποίου εξαρτώνται από την έκτασιν της κοινωνικής λειτουργικότητος του ατόμου, από την προσωπικότητα αυτού, το ηθικόν υπόβαθρον και από την ιδιαιτερότητα του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι αυτού, πόσον ενδεχομένως τροποποιείται η θέσις του Εγώ εντός του ευρυτέρου Εμείς επί των ανοιών και πόσον εφικτή θα είναι η διάκρισις του Εγώ από το Σύ, όταν τα όρια του εγώ αμβλύνονται και καθίστανται ασαφή κατά τα προκεχωρημένα στάδια της ανοίας, ενώ εκ παραλλήλου η αντίληψις του Σύ διά τον πάσχοντα, χωρίς να παύη να υφίσταται υπό την ευρυτέραν έννοιαν, μεταβάλλεται εν τούτοις λόγω των προσωπαγνωσικών φαινομένων, της μνημονικής κάμψεως, της διαταραχής της κριτικής ικανότητος, της διαταραχής της προσοχής και της συναισθηματικής αλλοιώσεως του πάσχοντος;

Η συνειδητοποίησις του Είναι εις τα πλαίσια της ανοίας

Η φιλοσοφία της ανοίας θέτει ευλόγως, εκ παραλλήλου, το ερώτημα της συνειδητοποιήσεως του Είναι εκάστου ατόμου πάσχοντος εξ ανοίας.

Εις τα υγιά νοητικώς άτομα το Είναι καθίσταται αντιληπτόν ως ενιαία οντότης, συνισταμένη εκ των επί μέρους διαστάσεων αυτής, αι οποίαι συγκροτούν (α) το βιολογικόν ή σωματικόν Εγώ, (β) το ψυχικόν Εγώ6, (γ) το κοινωνικόν Εγώ και (δ) το μεταφυσικόν Εγώ αυτού.

Η καθολική αντίληψις του Είναι συμβάλλει εις την ταυτοποίησιν του ατόμου, ως ιδιαιτέρας ψυχοσωματικής οντότητος, διακρινομένης εκ των προσώπων του περιβάλλοντος και του ευρυτέρου ιστορικού ή λειτουργικού κοινωνικού χώρου.

Η ταυτοποίησις του ατόμου ευλόγως διέρχεται διά μέσου της διεργασίας της συνειδητοποιήσεως του ατόμου, η οποία αποτελεί προέκτασιν της στοιχειώδους, αλλά τόσον συνθέτου και πολυσχιδούς και πολυπλεύρου εννοίας της συνειδήσεως7, η οποία πέραν των νευροψυχολογικών και φιλοσοφικών διαστάσεων, κέκτηται θεολογικής και ηθικής βαρύτητος.

Η συνείδησις, ως αύτη μελετάται και ερευνάται εντός του χώρου των νευροεπιστημών, αποτελεί σύνθετον νευρωνικήν διεργασίαν8, κατά την οποίαν προωθούνται αι εξωγενείς και ενδογενείς πληροφορίαι εκ του οπτικού θαλάμου προς τα εγκεφαλικά ημισφαίρια, διά να καταστούν εν συνεχεία αντιληπταί και να διαμορφώσουν το λειτουργικόν συνειδησιακόν πεδίον του ατόμου, το οποίον άρχεται μεν εκ της στοιχειώδους αναγνωρίσεως του εαυτού του, ως υπάρξεως, ως υποστάσεως, εχούσης σαφή και συγκεκριμένα όρια, σαφείς εσωτερικάς διαστάσεις, ευρισκομένης και λειτουργούσης εντός των παραμέτρων του τόπου, του χρόνου, των συνθηκών του περιβάλλοντος και των σχέσεων προς τον κοινωνικόν χώρον, επεκτεινομένης δε, εν συνεχεία, εις την σφαίραν της ψυχοσωματικής ενότητος9 και της αναπτύξεως και αποδοχής ηθικών, θεολογικών και φιλοσοφικών εννοιών.

Η συνείδησις έχει προσωπικήν διάστασιν και ενώ μεν αι γενικαί αρχαί και το ευρύτερον λειτουργικόν πλαίσιον αυτής αναφέρονται εις όλα τα άτομα, τα ενδότερα στοιχεία αυτής εξατομικεύονται και αποτελούν την προσωπικήν συνείδησιν εκάστου ατόμου, η οποία ασκεί καθοριστικόν ρόλον εις την διαμόρφωσιν του περιγράμματος της προσωπικότητος αυτού. Εκάστη υπαρξιακή στιγμή, διέρχεται από τον ηθμόν της προσωπικής συνειδήσεως και καθίσταται μέρος του ιστορικού χρόνου αυτής.

Η ζωή του ανθρώπου είναι μια σειρά από υπαρξιακάς στιγμάς. Η κάθε λειτουργική στιγμή φέρει την σφραγίδα της προσωπικής συνειδήσεως. Μεταβάλλεται αύτη αναμφισβητήτως δια το ίδιον το άτομον, αλλά ουδέποτε η προσωπική συνείδησις ενός ανθρώπου θα καταστή προσωπική συνείδησις ετέρου ατόμου ή θα ταυτισθή μετά της προσωπικής συνειδήσεως ετέρου προσώπου. Ουδέποτε η οπτική γωνία, διά της οποίας ο άνθρωπος θεωρεί εαυτόν, τον χώρον εντός του οποίου λειτουργεί, τας βαθυτέρας εσωτερικάς εννοίας και τας μεταφυσικάς προεκτάσεις αυτού, θα ομοιάζη προς τον τρόπον, διά του οποίου έτερος άνθρωπος σκέπτεται10.

Ως εκ τούτου, είναι ιδιαιτέρως δυσχερές να αντιληφθή ο άνθρωπος τας εσωτερικάς διεργασίας άλλου προσώπου, διότι αύται πραγματοποιούνται επί διαφορετικού συνειδησιακού υποβάθρου και κατά ένα ιδιαιτέρως εξειδικευμένον τρόπον κριτικής αναλύσεως και αξιολογήσεως αυτών.

Η προσωπική συνείδησις11 του ατόμου αποτελεί, εκ παραλλήλου, το ουσιώδες και αναγκαίον υπόβαθρον διά την ανάπτυξιν της βουλήσεως αυτού, εντός του πνεύματος της προσωπικής ελευθερίας.

Η αίσθησις της προσωπικής ελευθερίας12 και η δυνατότης επιλογής του καταλλήλου εκάστοτε σχήματος λειτουργικής εκφράσεως του ατόμου, της καταλλήλου λεκτικής επικοινωνίας και του καταλλήλου αξιολογικού υποβάθρου, εντός του οποίου θα στηριχθή η πορεία της ζωής του ατόμου και η αυτονομία αυτού13, ως ελευθέρου προσώπου, αποτελεί σύνθετον λειτουργίαν των μετωπιαίων κυρίως λοβών, διά της οποίας καθορίζεται το εύρος της προσωπικής ευθύνης, οι ηθικοί χαρακτήρες της συμπεριφοράς του ατόμου, τα όρια των λειτουργικών δυνατοτήτων, αι προσδοκίαι και αι προοπτικαί αυτού και ο σχεδιασμός της στρατηγικής του μέλλοντος.

Η συνειδητοποίησις του ατόμου, η οποία αποτελεί συνάρτησιν του βαθμού και της εκτάσεως της προσωπικής συνειδήσεως αυτού και της αντιλήψεως των κοινών στοιχείων ή των διαφορών μεταξύ αυτού και των επί μέρους ατόμων του περιβάλλοντος ή του επικρατούντος ομαδικού συνειδητού, διαμορφούται και σταδιακώς εκλεπτύνεται επί τη βάσει κυρίως της βιολογικής και ψυχολογικής ηλικίας αυτού, της ευφυΐας, της παιδείας και της πνευματικής καλλιεργείας αυτού. Η πληρεστέρα συνειδητοποίησις του ατόμου συνεπάγεται ευλόγως την πληρεστέραν και ακριβεστέραν ταυτοποίησιν αυτού.

Εκ παραλλήλου, η συνειδητοποίησις του ατόμου καθιστά εφικτήν την αναγνώρισιν της υποστάσεως αυτού ως προσώπου και των συντελεστών, οι οποίοι καθορίζουν την λειτουργικότητα αυτού προς εαυτόν και προς τον περιβάλλοντα χώρον14, τας αναπτυσσομένας εκάστοτε αλληλοεπιδράσεις και εξαρτήσεις, χωρίς εν τούτοις να αλλοιούται το περίγραμμα της προσωπικότητος και να μεταβάλλωνται τα πρωτογενή υπαρξιακά κίνητρα αυτού.

Η ποιοτική στάθμη της ζωής του ατόμου είναι εύλογον ότι καθορίζεται, εν πολλοίς, από τον βαθμόν της συνειδητοποιήσεως αυτού15 και από την έκτασιν και την ποιότητα των κινήτρων, τα οποία θα διαμορφώσουν το λειτουργικόν περίγραμμα αυτού, τόσον εις τα πλαίσια της καθ' ημέραν ζωής αυτού, όσον και εις το ευρύτερον πεδίον του μέλλοντος.

Η συνειδητοποίησις των ταλάντων, τα οποία φέρει το άτομον, τα οποία οφείλει να ανακαλύψη, να καλλιεργήση και να εντάξη αυτά αρμονικώς εις το συνεχώς βελτιούμενον προσωπικόν λειτουργικόν πεδίον αυτού, χωρίς ανταγωνιστικάς τάσεις, δίδει νέαν διάστασιν εις τον ποιοτικόν χαρακτήρα της ζωής του και αναβαθμίζει την ενεργόν συμβολήν του εις τον άμεσον και τον ευρύτερον κοινωνικόν χώρον16.

Εις την άνοιαν, αφ' ενός μεν η επερχομένη εις άλλοτε άλλην έκτασιν μνημονική διαταραχή, αφ' ετέρου δε η κάμψις της κριτικής ικανότητος του ατόμου, επηρεάζουν τον βαθμόν της συνειδητοποιήσεως αυτού και μεταβάλλουν την θέσιν αυτού προς εαυτόν και προς τα μέλη του κοινωνικού χώρου.

Εκ παραλλήλου, η κατάθλιψις, η οποία διεισδύει εις τον ψυχικόν κόσμον αυτού κατά τα αρχικά κυρίως στάδια της ανοίας, μεταβάλλουσα την ισχύν των κινήτρων του και την ποιοτικήν στάθμην της ζωής του, οδηγεί εις μείζονα συρρίκνωσιν του ατόμου,εις την άμβλυνσιν της αυτοεκτιμήσεως, εις τον ενταφιασμόν των ταλάντων και ματαίωσιν των προσδοκιών αυτού.

Η χρονική διάστασις του Είναι εις την άνοιαν

Όλαι αι ανωτέρω μεταβολαί του ατόμου κατά την πορείαν της ανοίας θέτουν το πρόβλημα του Είναι του ατόμου, τόσον καθ' εαυτό όσον και κατά την πορείαν του χρόνου17 και την μεταβλητότητα του χώρου.

Κατ' επέκτασιν θέτουν αύται το υπαρξιακόν πρόβλημα της υποστάσεως του πάσχοντος εις τόπον και χρόνον και της μεταβλητότητος της εσωτερικής συνεχείας αυτού.

Η συνειδητοποίησις του Είναι εκάστου προσώπου ευλόγως συνίσταται εις την συγκέντρωσιν και καταγραφήν όλων των στοιχείων, τα οποία συγκροτούν την αυτοβιογραφικήν μνήμην αυτού και την εναρμόνησιν αυτών μετά των συνθηκών του παρόντος χρόνου, εντός του οποίου αναπτύσσεται η λειτουργική έκφρασις αυτού18.

Εάν δεν υφίσταται η δυνατότης της μνημονικής καταγραφής, των προσωπικών στοιχείων, τα οποία εν τω συνόλω συνθέτουν το αυτοβιογραφικόν περιεχόμενον των εμπειριών και των συνθηκών του παρελθόντος, δεν είναι δυνατόν να καταστή αντιληπτή η έννοια της λειτουργικής συνεχείας του Είναι και της θέσεως της πορείας του προσώπου εντός των παραμέτρων του χρόνου και του χώρου.

Η σταθερότης ή μεταβλητότης του Είναι εις τον χρόνον κατέστη αντικείμενον ευρείας θεωρήσεως εις τον φιλοσοφικόν στοχασμόν του Heidegger19 και του Merleau-Ponty20. Η άνοια, εις τα προκεχωρημένα στάδια αυτής, εντάσσει την διαβίωσιν του πάσχοντος ατόμου εντός χρόνου, ο οποίος σταδιακώς στερείται του προσωπικού χαρακτήρος διά το άτομον και εκ παραλλήλου αι αντικειμενικαί διαστάσεις αυτού δεν καθίστανται απολύτως αντιληπταί, ούτε καθίσταται εφικτή η αρμονική ένταξις της λειτουργικότητος του ατόμου εντός αυτών.

Είναι σταθερά διαπίστωσις, εις τας πλείστας των περιπτώσεων, ότι η αντίληψις του χρόνου κατατέμνεται, αλλοιούται, παλινδρομεί, αναστρέφεται και εν τέλει ο χρόνος αποσυνδέεται από το Είναι του πάσχοντος εξ ανοίας.

Εκ παραλλήλου, η πορεία του χρόνου υπό την αντικειμενικήν έννοιαν, διά τας ανιάτους και εκφυλιστικάς μορφάς της ανοίας, ως είναι η νόσος του Alzheimer, συνεπάγεται την μείζονα επιδείνωσιν της νοητικής καταστάσεως αυτού, με αποτέλεσμα η αποδέσμευσις του ατόμου εκ του χρόνου να καθίσταται τόσον μεγαλυτέρα όσον η νοητική αλλοίωσις αυτού μεγιστοποιείται εις την πορείαν του χρόνου και η ενότης του Είναι κατατέμνεται.

Η επιδείνωσις της μνήμης21 του ατόμου ευλόγως αποδεσμεύει αυτό εκ του παρελθόντος22, το οποίον περιπίπτει εις την λήθην και εν τέλει διαγράφεται, συνεπεία του οποίου το Είναι του πάσχοντος, στερούμενον πλέον των αυτοβιογραφικών καταγραφών και της δυνατότητος της πλήρους και ορθής εγχαράξεως του παρόντος, να καθίσταται σταδιακώς άχρονον, κινούμενον εντός του σημειακού και μη συνειδητώς καταγραφομένου χρόνου του παρόντος.

Το άχρονον Είναι, καθίσταται εμφανέστερον διά της αδυναμίας της λειτουργικής προβολής αυτού εντός του μέλλοντος, το οποίον είναι αδύνατον να στοιχειοθετηθή από τα αρχικά ήδη στάδια της ανοίας, τόσον επί της νόσου του Alzheimer, όσον και επί της μετωπιαίας και της μετωποκροταφικής ανοίας23. Είναι εύλογον ότι η αλλοίωσις του Είναι εν τω χρόνω, η οποία επισυμβαίνει εις τον πάσχοντα εξ ανοίας, συνεπάγεται αναποφεύκτως και την αλλοίωσιν του Είναι και καθ' εαυτό.

Εις το άτομον, το οποίον δεν πάσχει εξ ανοίας, δυνάμενον να χαρακτηρισθή ως νοητικώς υγιές, χαρακτηριστικόν στοιχείον του Είναι αυτού είναι η υπαρξιακή σταθερότης εις τα πλαίσια του χρόνου. Η λογική ανάλυσις, ως εκ τούτου, του προσωπικού Είναι εκάστου, οδηγεί εις την ταύτισιν αυτού προς το Εγώ εις διαχρονικά πλαίσια, ήτοι του Εγώ εχθές, σήμερον και αύριον. Παρά δε το γεγονός, ότι το Εγώ αύριον είναι εν πολλοίς ακαθόριστος έννοια, εν τούτοις σχηματοποιείται και διαμορφούται το περίγραμμα αυτού επί τη βάσει των εμπειριών του παρελθόντος, των συνθηκών του παρόντος και των προβλεπομένων εξελίξεων του μέλλοντος24.

Επί σημαντικής μνημονικής διαταραχής διακόπτεται, ως είναι επόμενον, η χρονική συνέχεια του Είναι και το Είναι ταυτίζεται με την έννοιαν του Εγώ-σήμερον, το οποίον όμως λόγω της φθινούσης πορείας της ασθενείας δεν θα ομοιάζη προς το Εγώ-αύριον, χωρίς εν τούτοις ο πάσχων να παύση να λειτουργή πλέον ως πρόσωπον, καθ' όσον πάντοτε θα υφίσταταται η έννοια του Εγώ-σήμερον, η οποία ευλόγως θα συνεπάγεται την λειτουργικότητα του ατόμου ως προσώπου, καθ' εκάστην χρονικήν στιγμήν.

Είναι προφανές, ότι ο πάσχων εξ ανοίας παρά το γεγονός ότι δεν διατηρεί την χρονικήν συνέχειαν του Είναι, εν τούτοις διά της συνυφάνσεως εκάστης βραχείας διαστάσεως του Εγώ-σήμερον διαμορφώνει εις την συνείδησιν του την ολότητα ενός αχρόνου Είναι ή Εγώ, το οποίον του επιτρέπει να διατηρή την αίσθησιν της υπαρξιακής σταθερότητος, ανεξαρτήτως των χρονικών διαστάσεων και της επερχομένης σταδιακής αλλοιώσεως της νοητικής ισχύος αυτού.

Εκ παραλλήλου, η αδυναμία μνημονικής συνεχείας των γεγονότων ή των φαινομένων του περιβάλλοντος και του εξωτερικού εν γένει χώρου25, αποκόπτει το άτομον από την ιστορικήν συνέχειαν του κόσμου, εντός του οποίου ανεπτύχθη και το εγκλωβίζει αναγκαστικώς εις τον κόσμον του σήμερον, γεγονός το οποίον έχει ως αποτέλεσμα να υφίσταται πλέον έν Εγώ-σήμερον, εντασσόμενον εις έν Ημείς-σήμερον, εις τα πλαίσια ενός κόσμου-σήμερον.

Το εν λόγω φαινόμενον ευλόγως επιτρέπει να θεωρήσωμεν, ότι ο εξ ανοίας πάσχων εγκλωβίζεται πλέον, υπαρξιακώς και λειτουργικώς, εις τον εκάστοτε χρόνον και χώρον του παρόντος, του ενεστώτος26, διαμορφουμένου αυτού υπό του περιβάλλοντος, ήτοι του ευρέος ή περιωρισμένου Ημείς, εντός του οποίου διαβιοί τούτο, χωρίς να ισχύη, προϊόντος του χρόνου όλον και περισσότερον, η δυνατότης της προσωπικής συμβολής ή παρεμβάσεως αυτού εις την διαμόρφωσιν του λειτουργικού σήμερον, γεγονός το οποίον δημιουργεί άμεσον υπαρξιακήν εξάρτησιν του Εγώ εκ του Ημείς.

Εκ παραλλήλου, επιδεινουμένης της καταστάσεως του πάσχοντος, περιορίζεται σταδιακώς ο κόσμος πέριξ αυτού, αφ' ενός μεν υπό την έννοιαν του περιορισμού του λειτουργικού χώρου αυτού και της δυνατότητος της ευρείας μετακινήσεως αυτού εντός ενός ευρέως μεταβαλλομένου χώρου, αφ' ετέρου δε υπό την έννοιαν του περιορισμού του αριθμού των προσώπων, τα οποία επικοινωνούν μετ' αυτού, τα οποία εν τέλει συνοψίζονται συνήθως εις τους ολίγους συγγενείς και περιθάλποντας τον πάσχοντα.

Η αισθητική απομόνωσις του Είναι εις την άνοιαν

Ο εγκλεισμός του ατόμου εις τα περιωρισμένα πλαίσια του χρόνου και του χώρου, ο λειτουργικός εγκλωβισμός εις το «εδώ-σήμερον» και εις το περιβάλλον των περιθαλπόντων προσώπων, οδηγεί αυτό εις σταδιακήν αισθητικοαισθητηριακήν απομόνωσιν27, αι επιπτώσεις της οποίας είναι ιδιαιτέρως δυσμενείς διά τον νοητικόν χώρον αυτού, επιφέρουσαι αύξησιν της σφαιροειδούς συρρικνώσεως αυτού και αδρανοποίησιν της νευρωνικής πλαστικότητος28, η οποία είναι ουσιώδους σημασίας διά την διαμόρφωσιν των εκάστοτε σχημάτων συμπεριφοράς29, την αναδιάρθρωσιν των γνωσικών και λειτουργικών πεδίων αυτού και την εκάστοτε αναβάθμισιν των διαστάσεων της προσωπικής ταυτότητος του ατόμου30, η οποία ευλόγως αλλοιούται σταδιακώς, κατά την διεργασίαν της χρονίας και μη αναταξίμου ανοίας.

Η λειτουργική απομόνωσις του ατόμου και αι επιπτώσεις αυτής επί της αισθητικοαισθητηριακής αντιλήψεως31 αυτού είναι ιδιαιτέρως εμφανείς εις τας προσπαθείας των εξ ανοίας πασχόντων να εκφρασθούν εικαστικώς32.

Εις τας προσπαθείας αυτάς, διαπιστούται η συρρίκνωσις του εξωτερικού αισθητού κόσμου, η απλοποίησις αυτού, η αποφυγή των χρωματικών εναλλαγών33, η οποία οδηγεί τελικώς εις μονοχρωματικήν κατά κανόνα έκφρασιν και εις το αισθητικόν παράδοξον, το οποίον διακρίνεται και από τα αρχικά εισέτι στάδια της ανοίας, μη στηριζόμενον εις την προσπάθειαν αφαιρέσεως και συναισθητικής εκφράσεως34 ή οιουδήποτε συμβολισμού ή αλληγορίας35.

Η συναισθηματική διακύμανσις κατά την άνοιαν

Αι μνημονικαί διαταραχαί επί της ανοίας, επιδρώσαι επί του συναισθήματος συνεπάγονται αρχικώς μεν την απόσβεσιν των προσδοκιών και την κοινωνικήν απόσυρσιν, τόσον εις τα πλαίσια της αρχικής καταθλιπτικής αντιδράσεως, όσον και κατά την συνειδητήν προσπάθειαν αποφυγής υπό του πάσχοντος της εκθέσεως του υφισταμένου νοητικού δράματος αυτού εις το ευρύτερον περιβάλλον, αποτέλεσμα της οποίας είναι η ελάττωσις ή τροποποίησις της επικοινωνίας αυτού μετά του ευρυτέρου κοινωνικού χώρου36.

Η αρχική εν τούτοις συναισθηματική αντίδρασις37 καθίσταται σταδιακώς αβαθεστέρα και αι αθροιζόμεναι τραυματικαί εμπειρίαι, εκ της σταδιακώς επιδεινουμένης μνημονικής διεργασίας, μη διατηρούμεναι πλέον εις την μνήμην δεν αυξάνουν την τραυματικήν επιφάνειαν του ατόμου, ούτε δημιουργούν πλέον τα μετατραυματικά φαινόμενα, τα οποία είναι ιδιαιτέρως αισθητά κατά τα αρχικά στάδια της ανοίας38.

Η αποδοχή του σωματικού Εγώ κατά την άνοιαν

Ουσιώδες ερώτημα, το οποίον αναφύεται κατά την μελέτην της συνειδητοποιήσεως του ψυχοσωματικού Είναι39 υπό του ατόμου, κατά την πορείαν της διεργασίας της ανοίας, αναφέρεται εις τον τρόπον, διά του οποίου τούτο αποδέχεται το σωματικόν Εγώ40 αυτού και αντιλαμβάνεται την μεταβλητότητα αυτού εις τον χρόνον.

Κατά τα αρχικά στάδια της ανοίας δεν παρατηρείται, κατά κανόνα, αλλοίωσις της εννοίας του σωματικού εγώ, το οποίον διατηρεί την θέσιν του σταθεράν εντός του όλου ψυχοσωματικού περιγράμματος του πάσχοντος41.

Κατά την πορείαν της νόσου, παρά την μνημονικήν απώλειαν, διατηρείται η αδρά εικών του σωματικού εγώ του πάσχοντος επί μακρόν διάστημα, έως ότου σωματοαγνωσικά φαινόμενα εγκαθιστάμενα σταδιακώς αλλοιώνουν τελικώς ταύτην.

Η αλλοίωσις της σωματικής εικόνος, εν συνδυασμώ προς τας απρακτικάς διαταραχάς, επιφέρει ευλόγως μείζονα αλλοίωσιν της λειτουργικής εκφράσεως του ατόμου και μεγαλυτέραν συσπείρωσιν αυτού εις εαυτό.

Η φαινομενολογική έκφρασις του Είναι και το Είναι καθ΄ εαυτό εις την άνοιαν

Κατά την μελέτην του εξ ανοίας πάσχοντος ατόμου προσπαθούμε κατά κανόνα να αντιληφθούμε την διάστασιν του Είναι αυτού, επί τη βάσει των νοητικών δυνατοτήτων αυτού, αι οποίαι ακολουθούν εις τας πλείστας των νευροεκφυλιστικών ανοιών, σταθεράν φθίνουσαν πορείαν. Προσπαθούμε, κατ' επέκτασιν, να διεισδύσουμε εις την εσωτερικήν ζωήν αυτού επί τη βάσει της κοινωνικής συμπεριφοράς αυτού, των λόγων του και του τρόπου αντιμετωπίσεως του εαυτού του, υπ' αυτού του ιδίου.

Η προσέγγισις αύτη αναμφιβόλως χρησιμοποιεί φαινομενολογικά κριτήρια. Παρατηρούμε το άτομον εντός του λειτουργικού χρόνου, ο οποίος φέρει την σφραγίδα της προσωρινότητος και εντός του συγκεκριμένου κοινωνικού χώρου, ο οποίος διαμορφούται από τον τρόπον επικοινωνίας των ατόμων μεταξύ των και από τας αρχάς, αι οποίαι ισχύουν εις την διαμόρφωσιν διαπροσωπικών σχημάτων συμπεριφοράς, εις τον συγκεκριμένον κοινωνικόν χώρον, υπό τας συγκεκριμένας ιστορικάς συνθήκας.

Δεν γνωρίζομεν όμως ή δεν κατανοούμεν κατ' ελάχιστον την εσωτερικήν ζωήν του πάσχοντος ατόμου. Δεν γνωρίζομεν, εάν η άνοια, καθ' όλην την λειτουργικήν παλινδρόμησιν, του ατόμου, αποτελεί αναστολήν και αλλοίωσιν των δυνατοτήτων εξωτερικεύσεως αυτού ή σταδιακήν απόσβεσιν του εσωτερικού λόγου42 και της εσωτερικής ζωής αυτού. Παρατηρούμεν την αλλοίωσιν του σωματικού εγώ, συναρτήσει της σταδιακής νοητικής εκπτώσεως αυτού, αλλά δεν γνωρίζομεν την ψυχικήν ζωήν αυτού όπως αδήλως εξελίσσεται εντός αυτού.

Η φαινομενολογική αντίληψις του Είναι ευλόγως φέρει τον χαρακτήρα της προσωρινότητος43 και του πεπερασμένου, αφ' ενός μεν διότι φέρει το στοιχείον της μεταβλητότητος, αφ' ετέρου διότι δεν έχει μεταφυσικάς διαστάσεις, κατά τρίτον δε λόγον διότι δεν προσεγγίζει τον χώρον των εσωτερικών ψυχικών διεργασιών, αι οποίαι πολλάκις παραμένουν άδηλοι, ανεξάρτητοι των σχημάτων συμπεριφοράς και του εκπεφρασμένου λόγου.44

Πολλάκις η παρατήρησις των πασχόντων εξ ανοίας, ακόμη και των εις προκεχωρημένα στάδια ευρισκομένων, παρέχει την αίσθησιν, ότι η υφισταμένη εντός αυτών πραγματικότης όπως εκφράζεται διά του βλέμματος αυτών είναι ενδεχομένως διάφορος της τραγικότητος την οποίαν παρέχει η νοητική καθοδική πορεία αυτών. Εκ παραλλήλου δε η παρακολούθησις της όλης πορείας των εξ ανοίας πασχόντων παρέχει την βεβαιότητα, ότι ούτοι δεν παύουν να διατηρούν την εσωτερικήν υπαρξιακήν των διάστασιν, παραμένοντες, είς έκαστος εξ αυτών, φορεύς ενός ιδίου γνωσιολογικού, ηθικού, κοινωνικού, ιστορικού, πολιτιστικού και φιλοσοφικού υποβάθρου, τα οποία διατηρούνται και καθορίζουν το περίγραμμα της προσωπικότητος45 αυτών, παρά την νοητικήν κάμψιν αυτών και την συνεχώς δυσχερουμένην εξωτερίκευσιν των εσωτερικών βιωμάτων των.

Εκ παραλλήλου δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθούν εξ αντικειμένου αι εσωτερικαί αξίαι, υπό των οποίων εμφοράται ο πάσχων εξ ανοίας, δεδομένου ότι η άνοια δεν φαίνεται ότι αλλοιώνει τας πρωτογενείς δομάς της προσωπικότητος, αλλά κυρίως τα εκφραστικά μέσα αυτής.

Αι αρεταί και ιδίως αι φυσικαί αρεταί46 είναι δυνατόν να παραμένουν ως αμετάβλητα στοιχεία του Είναι του πάσχοντος εξ ανοίας, δεδομένου ότι αι βασικαί αρεταί δεν αποτελούν δημιούργημα της κριτικής σκέψεως, ούτε συνάρτησιν της μνημονικής ισχύος του ατόμου, αλλά αποτελούν αύται εγγενές στοιχείον της ηθικής συνειδήσεως αυτού47.

Η νοητική σφαίρα διαδραματίζει ουσιώδη ρόλον εις την έκφρασιν και εξωτερίκευσιν των αρετών και εν γένει του ηθικού και αξιολογικού υποβάθρου του ατόμου, χωρίς να αποτελή το ουσιώδες υπόβαθρον της εσωτερικής βιώσεως αυτών. Η αρετή είναι ουσιώδες στοιχείον της ανθρωπίνης υπάρξεως, αναπόσπαστον στοιχείον της ψυχής και μάλλον η έκφρασις και ουχί η ύπαρξις και βίωσις αυτής εξαρτώνται εκ της νοητικής σφαίρας του ατόμου48.


  1. Σημαντικόν βήμα εις την σύνδεσιν της φιλοσοφίας μετά των νευροεπιστημών υπήρξεν η δημοσίευσις του έργου της Patricia Churchland, το 1986, υπό τον τίτλον Neurophilosοphy, εις το οποίον αύτη εισήγαγεν την φιλοσοφίαν των επιστημών εις τας νευροεπιστήμας και παρουσίασεν τα δεδομένα των νευροεπιστημών εις την φιλοσοφίαν, υπογραμμίζουσα ότι τα όρια της φιλοσοφίας και των νευροεπιστημών είναι ασαφή. Βλέπε σχετικώς Churchland, Patricia (1986) Neurophilosophy. Cambridge, MA: MIT Press. Βλέπε εκ παραλλήλου Μπαλογιάννης Σ.Ι Αι νευροεπιστήμαι και η φιλοσοφία· Εις Δήμητρα Σφενδόνη Μεντζου (Εκδ, Η Φιλοσοφία των Επιστημών. Εκδόσεις Ζήτη 2008, σελ.265-293.
  2. Η μηχανιστική θεώρησις των νευροεπιστημών προσπαθεί να ερμηνεύση την σχέσιν αιτίου και αιτιατού εις όλας τας νοητικάς και ψυχικάς διεργασίας και εκφράσεις του ατόμου, εις σημείον ώστε αι πλείσται των διεργασιών να αναπτύσσωνται επί προτύπων εξηρτημένων σχέσεων και να αποτελούν έτοιμα βάθρα αναπτύξεως περαιτέρω διεργασιών, κατά την πορείαν του ατόμου. Απλά αισθήματα, ως είναι το άλγος ερμηνεύονται μόνον, επί τη βάσει του τρόπου και του τύπου διεγέρσεως των τύπου C-νευρικών ινών, χωρίς να λαμβάνεται υπ' όψιν η σημαντική συμβολή της ψυχικής υποστάσεως, η οποία μετέχει ευλόγως εις την εσωτερίκευσιν και την διαφοροποίησιν όλων των αισθημάτων, εκ των απλουστέρων έως των πλέον συνθέτων. Κατά την μηχανιστικήν θεώρησιν, υπό την πλέον απλή και παραστατικήν έννοιαν, υφίσταται έν άνυσμα εισόδου ενός ερεθίσματος ή μίας πληροφορίας, πραγματοποιείται εν συνεχεία η ανάλυσις και η επεξεργασία αυτής εις τας δομάς του κεντρικού νευρικού συστήματος, καταγράφεται αύτη διά της μνήμης και τελικώς διαμορφούται, υπό μορφήν εξόδου, το άνυσμα της απαντήσεως, της αντιδράσεως ή της εξωτερικεύσεως των διεργασιών του νευρικού συστήματος, αι οποίαι επραγματοποιήθησαν συναρτήσει της ληφθείσης πληροφορίας. Η αρχή αύτη είναι ιδιαιτέρως ανεπαρκής διά να ερμηνεύση τας ψυχικάς και ανωτέρας νοητικάς διεργασίας του ανθρώπου, αι οποίαι συνθέτουν το μείζον περιεχόμενον της εσωτερικής ζωής αυτού. Βλέπε σχετικώς Woodward, James (2003). Making Things Happen: A Theory of Causal Explanation. Oxford: Oxford University Press.
  3. Βλέπε σχετικώς, επ΄ αυτού, την εργασίαν των Hawkins, Richard and Kandel, Eric (1984) 'Is There a Cell-Biological Alphabet for Learning?' Psychological Review. 91, 375-391.
  4. Χαρακτηριστική ακραία δυϊστική θέσις είναι η διατυπουμένη υπό του Καρτεσίου «Ο voυς διά τoυ oπoίoυ είμαι, αυτό τo oπoίov είμαι, είvαι τελείως διαχωρισμέvoς εκ τoυ σώματoς» Descartes R: Discourses on method and the meditation. Middlesex 1979, p.59. Εν αντιθέσει προς τον Descartes και τον Hegel, ο Kierkegaard απoρρίπτει τηv έvvoιαv τoυ δυϊσμoύ εις τov άvθρωπov, προσπαθεί δε διά της εισαγωγής της εννοίας του πνεύματος, να συνθέση εις ενιαίαν ενότητα την ψυχοσωματικήν υπόστασιν του ανθρώπου. Αvάμεσα εις τo αvθρώπιvov σώμα, τo oπoίov υπόκειται εις τας συvεπείας τoυ χρόvoυ, της νόσου, της φθοράς και της φυσικής μεταβλητότητος, και εις τηv ψυχήv, η oπoία υπέρκειται τoυ χρόvoυ, υπάρχει τo πvεύμα, τo oπoίov εvώvει συχρόvως και τας δύo αυτάς υπoστάσεις και τας εvαρμovίζει εις κoιvήv λειτoυργικότητα: «Ο άvθρωπoς απoτελεί τηv σύvθεσιv της ψυχής και τoυ σώματoς. Αλλά, η σύvθεσις αύτη δεv θα ήτo καταvoητή εάv δεv επετυγχάvετo διά μέσoυ εvός τρίτoυ παράγovτoς. Ο παράγωv αυτός είvαι τo πvεύμα» S Kierkegaard: The sickness unto death.W.Lowry. New Jersey 1974, pp.163-164. H υπαρξιακή αvθρωπoλoγία απoμακρύvεται σαφώς από τας τάσεις διαχωρισμoύ της ψυχής εκ τoυ σώματoς, καθ' όσov τo σώμα κατ' αυτήv απoτελεί έv άρρηκτov και αvαπόσπαστov στoιχείov τoυ αvθρωπίvoυ Είvαι, εv τω πλαισίω της απoλύτoυ ψυχoσωματικής εvότητoς της αvθρωπίvης υπάρξεως. Τo άτoμov, ως συγκεκριμέvov πρόσωπov, είvαι ελεύθερov vα πρoβή εις τας καταλλήλoυς δι' αυτό επιλoγάς τωv επί μέρoυς αξιώv και αξιών της ζωής τoυ, χωρίς vα υπόκειται εις τoυς vόμoυς και τας αρχάς της αvαγκαιότητoς. Εv μέσω τωv υπαρχoυσώv δυvατoτήτωv, η υπόστασις εκάστoυ πρoσώπoυ δύvαται vα πρoβή ελευθέρως και ακωλύτως εις τηv επιλoγήv τωv εvαρμovιζoμέvωv προς αυτήν αρχώv, αι οποίαι ανταποκρίνονται εις τας βαθυτέρας αυτής πρoσδoκίας.
  5. Η διατομή των συνδέσμων των εγκεφαλικών ημισφαιρίων, η οποία πραγματοποιείται εις περιπτώσεις μη αναταξίμου επιληψίας ή εις νευροχειρουργικάς επεμβάσεις επί νεοπλασματικών εξεργασιών κατέδειξεν, ότι επέρχεται ουσιώδης αλλοίωσις της προσωπικότητος του πάσχοντος μετά την επέμβασιν και ενίοτε εμφανής διχασμός εις την συμπεριφοράν και την λήψιν αποφάσεων αυτού, εις σημείον ώστε να θεωρήται ότι διίσταται το Είναι του ατόμου. Βλέπε σχετικώς Nagel, Thomas (1971) 'Brain Bisection and the Unity of Consciousness' Synthese. 25, 396-413. Εν τούτοις, υφίσταται σειρά ασθενών, οι οποίοι υπέστησαν διαχωρισμόν των δύο ημισφαιρίων, μελετηθέντων εκτενώς υπό του Akelaitis, εις τους οποίους δεν παρετηρήθησαν μετεγχειρητικώς ουσιώδεις διαταραχαί εις την συμπεριφοράν και εις την έκφρασιν του λόγου.
  6. Το σωματικόν Εγώ του ατόμου περιλαμβάνει ουχί μόνον τους γενετικούς χαρακτήρας, οι οποίοι επιδρούν επί της φυσιολογικής διαμορφώσεως του σωματικού Εγώ, αλλά και τους γενετικώς καθοριζομένους επιβαρυντικούς παράγοντας, οι οποίοι θα εκφρασθούν διά της αναπτυσσομένης εις τον κατάλληλον χρόνον νοσολογικής οντότητος. Εντός των ανωτέρω πλαισίων τίθεται και το ανοσοβιολογικόν Είναι του ατόμου, η ιδιαιτερότης του οποίου θα καθορίση το δι΄ έκαστον άτομον ανοσοβιολογικόν περίγραμμα, το οποίον θα ασκήση αποφασιστικόν ρόλον εις την σωματικήν κατάστασιν και εις την νοσηρότητα αυτού. Το ανοσοβιολογικόν Είναι θα καθορίση κατ' επέκτασιν τον ανοσοβιολογικόν διάλογον εντός των ορίων της οικονομίας του οργανισμού, διά της ανταλλαγής μοριακών στοιχείων σημάνσεως τα οποία θα διαμορφώσουν το ειδικόν «οικοανοσοβιολογικόν περίγραμμα» εκάστου ατόμου, το οποίον ευλόγως θα έχη ψυχολογικάς προεκτάσεις και θα επιδράση επί της λειτουργικότητος του κοινωνικού εγώ αυτού. Βλέπε σχετικώς Cohen, I. R., 1989, "Natural id-anti-id networks and the immunological homunculus", Theories of Immune Networks, H. Atlan and I. R. Cohen (eds.), Berlin: Springer-Verlag, pp. 6-12 και Nevo U, Hauben E: "Ecoimmunity: Immune tolerance by symmetric co-evolution", Evolution and Development, 2007; 9: 632-642. Εκ του γεγονότος ότι το ανοσοβιολογικόν σύστημα αποτελεί έναν διάμεσον παράγοντα, θέτοντα εις αλληλοεπίδρασιν τας γενετικώς καθοριζομένας ανοσοβιολογικάς αντιδράσεις του ατόμου μετά των συνθηκών του περιβάλλοντος και των αντιγονικών επιδράσεων αυτού καθίσταται εμφανές, ότι δι' αυτού συνδέεται το βιολογικόν Είναι του ατόμου, κατά τρόπον πλαστικόν, επιδεχόμενον μεταβλητότητα, υπό των βιολογικών παραμέτρων του περιβάλλοντος και των επικρατουσών οικολογικών συνθηκών. Τόσον διά τας ανοίας, ωρισμέναι εκ των οποίων ενδεχομένως έχουν ανοσοβιολογικόν υπόβαθρον, όσον και διά την πολλαπλή σκλήρυνσιν το ανοσοβιολογικόν Είναι και αι αλληλοεπιδράσεις αυτού μετά του περιβάλλοντος διαδραματίζουν καθοριστικόν ρόλον εις την διαμόρφωσιν της νοσηρότητος του σωματικού Είναι αυτού.
  7. Ο Daniel Dennet αναφέρει σχετικώς επί της συνειδήσεως: «Η ανθρωπίνη συνείδησις είναι το τελευταίον μυστήριον το οποίον υπάρχει ακόμη.Υπήρξαν και άλλα μυστήρια όπως το μυστήριον της προελεύσεως του σύμπαντος, το μυστήριον της ζωής, το μυστήριον της φύσεως του χρόνου,της βαρύτητος. Δεν έχομεν ακόμη τας τελικάς απαντήσεις επί των μυστηρίων αυτών, αλλά έχομεν την δυνατότητα να ακολουθήσωμεν ένα συγκεκριμένον τρόπον σκέψεως επ' αυτών. Διά την συνείδησιν δεν συμβαίνει το ίδιον. Η συνείδησις παραμένει ακόμη και σήμερον έν θέμα, διά το οποίον και οι δεινότεροι στοχασταί ευρίσκονται εις πλήρη αδυναμίαν». Ο McGinn εκφράζων την απορίαν του διά την ερμηνείαν του φαινομένου της συνειδήσεως λέγει χαρακτηριστικώς: «Ενώ γνωρίζομεν, ότι ο εγκέφαλος αποτελεί την έδραν της συνειδήσεως, εν τούτοις δεν γνωρίζομεν κατά ποίον τρόπον το ύδωρ της υλικής υποστάσεως του εγκεφάλου καθίσταται ο οίνος της συνειδήσεως». Κατά τον Llinas η συνείδησις συνδέεται μετά των θαλαμοφλοιϊκών κυκλωμάτων, εις τα οποία αι εκφορτίσεις της τάξεως των 40 Hz σηματοδοτούν το όνειρον και την εγρήγορσιν.
  8. Υπό την νευροφυσιολογικήν έννοιαν, η συνείδησις εδράζεται εις σειράν νευρωνικών σχηματισμών, οι οποίοι εντοπίζονται εις τους πυρήνας της ραφής του εγκεφαλικού στελέχους, την κεντρικήν φαιάν ουσίαν πέριξ του υδραγωγού, τον οπτικόν θάλαμον, την κάτω επιφάνειαν του μετωπιαίου φλοιού και εν κατακλείδι εις όλον τον φλοιόν των εγκεφαλικών ημισφαιρίων. Η επικοινωνία του οπτικού θαλάμου και ιδίως των ενδοπεταλίων πυρήνων αυτού μετά των νευρώνων του φλοιού διαδραματίζει σημαντικόν ρόλον εις την διατήρησιν της συνειδήσεως. Αι θαλαμοφλοιϊκαί συνδέσεις διαδραματίζουν σημαντικόν ρόλον εις τον ύπνον και την εγρήγορσιν, την προσοχήν και την βραχείαν μνημονικήν καταγραφήν, εις την οποίαν σημαντικόν ρόλον διαδραματίζει εκ παραλλήλου το σύστημα του κρικοειδούς λοβού και ιδίως ο ιππόκαμπος. Το χολινεργικόν σύστημα, εκ παραλλήλου, εκ του βασικού πυρήνος του Meynert, διατηρεί εις ενάργειαν τον φλοιόν των εγκεφαλικών ημισφαιρίων και καθιστά ενεργητικήν την προσοχήν του ατόμου, διά να δύναται να προσλαμβάνη τούτο, κατά άρτιον τρόπον, τας παρεχομένας πληροφορίας, να αναλύη, να καταγράφη και να επεξεργάζεται πληρέστερον αυτάς, εις σημείον ώστε το άτομον να μετέχη πλήρως, κατά λειτουργικόν τρόπον, εις τας συνθήκας του περιβάλλοντος. Βλέπε συν τοις άλλοις και τας εργασίας του (α) Paul Churchland (1995) The Engine of Reason, The Seat of the Soul. Cambridge, MA: MIT Press και (β) Churchland P και Churchland P (1997) 'Recent Work on Consciousness: Philosophical, Empirical and Theoretical.' Seminars in Neurology. 17, 101-108. Επί των διαταραχών της συνειδήσεως υπό την νευρολογικήν και νευροφυσιολογικήν έννοιαν βλέπε επίσης και Μπαλoγιάvvης ΣΙ: Η κλιvική εκτίμησις τoυ εις κωματώδη κατάστασιv ευρισκoμέvoυ ασθεvoύς. Εις Θ. Παπαπετρόπoυλoς (Εκδ) Τα επείγovτα εις τηv Νευρoλoγίαv. Διαγvωστική και θεραπευτική αvτιμετώπισις. Πάτραι 2000.
  9. Η ψυχοσωματική ενότης αποτελεί ουσιώδη οντολογικήν έννοιαν,η οποία απησχόλησεν εν εκτάσει την φιλοσοφίαν και τας νευροεπιστήμας. Ήδη ο Descartes ισχυρίζετο, ότι το κωνάριον ή επίφυσις αποτελεί το ουσιώδες σημείον της ψυχοσωματικής ενώσεως ή τον κρίκον συνδέσεως της ψυχής μετά του σώματος. Τρείς αιώνας μετά τον Descartes, ο John Eccles υπέθεσεν ότι τα πολυάριθμα δενδριτικά πεδία των νευρικών κυττάρων, τα οποία είναι πλήρη δενδριτικών ακανθών, αποτελούν τα σημεία συνδέσεως της ψυχής μετά του σώματος.
  10. Αναμφισβητήτως, είναι δυνατόν να υπάρχουν παράλληλοι πορείαι εσωτερικών διεργασιών επί πολλών επί μέρους αντικειμένων, αλλά δεν θα υπάρχη απόλυτος σύμπτωσις επ' αυτών. Η συνείδησις διατηρεί προσωπικόν χαρακτήρα, καθ΄ όλην την διάρκειαν της ζωής του ατόμου, όσον αυτό διατηρεί την νοητικήν του ενάργειαν και ιδίως την κριτικήν αυτού ικανότητα, αποκτούσα εκάστοτε ιδίαν συναισθηματικήν επένδυσιν, αναλόγως προς την ηλικίαν, το φύλον, την παιδείαν και το φιλοσοφικόν περίγραμμα του ατόμου. Η συναισθηματική επένδυσις του συνειδησιακού υποβάθρου συνδέεται μετά της λειτουργικότητος των νευρωνικών δικτύων του κρικοειδούς λοβού του εγκεφάλου και ιδίως μετά του κυκλώματος του Papez, εντός του οποίου ανατομικώς περιλαμβάνονται ο ιππόκαμπος, τα μαστία, οι πρόσθιοι πυρήνες του οπτικού θαλάμου, η έλιξ του προσαγωγίου και μέρος της έσω και κάτω επιφανείας του μετωπιαίου λοβού.
  11. Η συνείδησις αποτελεί ουσιώδες υπόβαθρον της προηγμένης νοήσεως. Αι νοητικαί λειτουργίαι και η διηνεκής νοητική αναβάθμισις του ατόμου στηρίζονται επί της διηνεκούς συνειδησιακής εναργείας, άνευ της οποίας και αι στοιχειώδεις λειτουργίαι, ως είναι η αντίληψις και η μνημονική καταγραφή, είναι ανέφικτοι. Τόσον η μνήμη, η αναφερομένη εις τας πληροφορίας, τας προερχομένας εκ του αισθητού κόσμου, όσον και η μνήμη η αναφερομένη εις την πορείαν της ζωής του ατόμου, καθ' όλα τα στάδια αυτής, η δυναμένη να κληθή αυτοβιογραφική μνήμη, καθίστανται ανέφικτοι, όταν το άτομον τελεί υπό συνθήκας συνειδησιακής στενώσεως ή συνειδησιακής αμβλύνσεως. Βλέπε σχετικώς την χαρακτηριστικήν περίπτωσιν Ζazetsky, ενός στρατιώτου, ο οποίος υπέστη ευρείαν βλάβην εις την βρεγματοϊνιακήν περιοχήν του αριστερού ημισφαιρίου, συνεπεία της οποίας τόσον η αυτοβιογραφική μνήμη όσον και η εξ αντικειμένου τοιαύτη κατέστησαν ανέφικτοι. Η περίπτωσις αύτη αναλύεται διεξοδικώς υπό του Luria εις το έργον του The man with the shattered world.Cambridge, Harvard University press 1987.
  12. Κατά τους στωϊκούς ελεύθερος, κατ΄ουσίαν, είναι ο σοφός, διότι αντλεί ούτος την δύναμιν της ελευθερίας αυτού από τον θείον νόμον, ευρισκόμενος εις πλήρη αρμονίαν μετά της φύσεως. Stoicorum Veterum Fragmenta H.von Arnim ΙΙΙ.567, (Stuttgart 1903-1905).
  13. Η έννοια της αυτονομίας του ανθρωπίνου προσώπου έχει ιδιαιτέραν θέσιν εις τον φιλοσοφικόν στοχασμόν του Immanuel Kant. Η έκτασις όμως και οι χαρακτήρες της αυτονομίας αποτελούν συνάρτησιν των νοητικών δυνατοτήτων του ατόμου, της αυτογνωσίας και αυτοσυνειδητοποιήσεως αυτού, εν συνδυασμώ προς το μέτρον της βουλητικής ισχύος αυτού, η οποία διαμορφούται εκ νευρωνικών διεργασιών, των πραγματοποιουμένων εις την έσω επιφάνειαν του κροταφικού λοβού αμφοτέρων των εγκεφαλικών ημισφαιρίων.
  14. Αι πρωτογενείς ηθικαί έννοιαι, ως είναι η έννοια του αγαθού, του αρμονικού και του πρέποντος, συνειδητοποιούμεναι εις τον κροταφικόν και τον μετωπιαίον λοβόν, υφίστανται κριτικήν ένταξιν εντός του περιγράμματος των επιθυμιών και των βουλητικών προεκτάσεων του ατόμου και διαμορφώνουν το ηθικόν πλαίσιον της ανθρωπίνης συμπεριφοράς, εντός των νευρωνικών συστημάτων του δεξιού μετωπιαίου λοβού, εις τον οποίον συνειδητοποιούνται κυρίως αι υπαρξιακαί διαστάσεις του ατόμου, αι σχέσεις αυτού προς εαυτόν και καθορίζονται αι βαθύτεραι εσωτερικαί επιλογαί αυτού.
  15. Επ' αυτού ο Kierkegaard έγραφεν σχετικώς: «Ο φιλόσoφoς, ως πρόσωπov πρέπει vα έχη συvειδητoπoιήσει βαθέως τoν εαυτόv τoυ και τηv σημασίαv εκάστης στιγμής». Ο Kierkegaard χρησιμoπoιεί εvταύθα τηv λέξιv Moment και oυχί τηv λέξιv Oeieblik, η oπoία σημαίvει τηv χρovικήv στιγμήv εις τηv Δαvικήv γλώσσαv, διά vα δώση έμφασιv oυχί εις τηv χρovικήv διάστασιv αλλά εις τηv βαρύτητα και τηv oλότητα τoυ εvεργoύvτος παράγovτoς. Βλέπε Ημερoλόγιov III, 2739-44.
  16. Βλέπε σχετικώς Ventegodt, S. The life mission theory. A theory for a consciousness based medicine. Int. J. Adolesc. Med. Health 2003;15, 89-91.
  17. Η αντίληψις του χρόνου στηρίζεται κυρίως εις την αντίληψιν του παρόντος και εις την λειτουργικήν ένταξιν του ατόμου εντός αυτού. Ο αντικειμενικός χρόνος του παρόντος, ο οποίος είναι βραχύτατος και κατ΄ ουσίαν αποτελεί απλώς έν μαθηματικόν σημείον, καθίσταται αντιληπτός διά σειράς διεργασιών εις τον φλοιόν του βρεγματικού λοβού, εις τον οποίον φέρονται όλαι αι οπτικαί, ακουστικαί και ιδιοδεκτικαί πληροφορίαι, αι αναφερόμεναι εις τον ενεστώτα χρόνον, ο οποίος, παρ' όλην την ελαχίστην διάστασιν αυτού, κατ' ουσίαν αποτελεί και την μόνην υπαρκτήν, υπό την έννοιαν της λειτουργικότητος, χρονικήν διάστασιν. Επί της εκτιμήσεως της αντικειμενικής διαστάσεως του ενεστώτος χρόνου, πολλάκις υπεισέρχεται η υποκειμενική αντίληψις αυτού υπό του ατόμου, συνεπεία της οποίας διαμοφώνεται, διά σειράς βρεγματοκροταφικών διεργασιών, η έννοια του υποκειμενικού ή προσωπικού χρόνου, εις τα πλαίσια του οποίου ο χρόνος προσλαμβάνει βραχυτέραν ή ευρυτέραν αίσθησιν, εν σχέσει προς την αντικειμενικήν πορείαν αυτού, αναλόγως προς την συναισθηματικήν κατάστασιν του ατόμου, την ψυχικήν ή σωματικήν κόπωσιν αυτού, τα κίνητρα και τα βαθύτερα διαφέροντα αυτού, τας επιθυμίας αυτού και την συναισθηματικήν βαρύτητα των γεγονότων, τα οποία λαμβάνουν χώραν εντός του ενεστώτος χρόνου. Ούτω, τα αυτά, εξ αντικειμένου, γεγονότα έχουν διαφορετικήν συναισθηματικήν βαρύτητα και μνημονικήν διάρκειαν επί εκάστου ατόμου, αναλόγως προς το συναισθηματικόν υπόβαθρον αυτού, την δομήν της προσωπικότητος αυτού, τα φιλοσοφικά ή θρησκευτικά ερείσματα αυτού και την υποστηρικτικήν συμβολήν του περιβάλλοντος. Πολλά στοιχεία συνθέτοντα την αυτοβιογραφικήν μνήμην εκάστου ατόμου, ιδιαιτέρως επενδεδυμένα συναισθηματικώς, είναι καθοριστικής βαρύτητος, διά την διαμόρφωσιν του συναισθηματικού υποβάθρου αυτού, της θέσεως αυτού προς εαυτό, της συμπεριφοράς αυτού εντός του κοινωνικού χώρου και της συναισθηματικής επενδύσεως του λειτουργικού περιγράμματος αυτού εις τον μέλλοντα χρόνον. Eπί της προσωρινότητος του ενεστώτος χρόνου και της υποκειμενικής ή προσωπικής διαστάσεως αυτού ο Kierkegaard έγραφεν σχετικώς: Διά να μη είναι μηδενικόν έν χρονικόν σημείον, θα πρέπη η χρονική στιγμή να έχη αποφασιστικήν σημασίαν, ώστε εις εκάστην στιγμήν του χρόνου να μη δύναμαι να την λησμονήσω, καθ' όσον το αιώνιον έρχεται κατά την στιγμήν αυτήν και συνταυτίζεται μετά του Είναι (Sδmlede Vδrke).Είναι λίαν χαρακτηριστική, διά την σχέσιν αντικειμενικού και προσωπικού χρόνου, η αναφορά του Σοφοκλέους εις τον Αίαντα: «Άπανθ' ο μακρός καναρίθμητος χρόνος φύει τα άδηλα και φανέντα κρύπτεται» (Αίας 644,645).
  18. Δύναται να θεωρηθή ότι η συνειδητοποίησις του Είναι εδράζεται επί (α) της επεισοδιακής μνήμης, η οποία συγκροτεί το μνημονικόν περίγραμμα της ζωής του ατόμου, (β) της σαφούς γνώσεως των χαρακτηριολογικών στοιχείων, τα οποία συγκροτούν το περίγραμμα της προσωπικότητος αυτού (e.g., Klein, 2001; (γ) την αυτοβιογραφικήν μνήμην αυτού, (δ) την εμπειρίαν της λειτουργικότητος και της συνεχείας αυτού εις τον χρόνον και (ε) την ικανότητα να επαναφέρη τας παρελθούσας εμπειρίας εις τον συνειδησιακόν του χώρον και να συνθέση επί τη βάσει αυτών την πορείαν αυτού εις τον χρόνον του μέλλοντος. Εις την συνειδητοποίησιν του Είναι κύριον ρόλον διαδραματίζει ο μετωπιαίος λοβός και η επικοινωνία αυτού μετά του κροταφικού κυρίως λοβού. Βλέπε σχετικώς Stuss DT (1991). Self, awareness and the frontal lobes: A neuropsychological perspective. In J. Strauss, GR Goethals (Eds.) The self: Interdisciplinary approaches New York: Springer-Verlag, pp. 255-278.
  19. Βλέπε σχετικώς Heidegger, M. (1990). Being and time. Oxford: Blackwell (J. Macquarrie and E. Robinson, trans.; original work published 1962). Ο Heidegger εισήγαγεν την έννοιαν του Dasein, διά του οποίου κατανοεί ούτος και εκφράζει το ανθρώπινον Είναι ουχί ως υποκείμενον ή Εγώ, αλλά ως αυτοερμηνευομένην ύπαρξιν ή υπόστασιν, η οποία δεν δύναται να αποσπασθή από τον αντικειμενικόν κόσμον και φέρει τούτο την ιδιότητα του Είναι, διά να δύναται να υπάρξη ως Είναι (Heidegger, 1990, p. 33). Βλέπε και Leonard, V.W. (1994). A Heideggerian phenomenological perspective on the concept of the person. In P. Benner (Ed.): Interpretive phenomenology: Embodiment, caring and ethics in health and illness. London: Sage.
  20. Βλέπε σχετικώς Merleau-Ponty, M. (2002). Phenomenology of perception.London: Routledge (C. Smith, trans). Η αρχική εργασία εδημοσιεύθη το 1958.
  21. Είναι άξιον θαυμασμού ότι ο Παρμενίδης ο Ελεάτης (475 π.Χ) έλεγεν, ότι ο εγκέφαλος είναι το κέντρον της μνήμης, η οποία εντοπίζεται εις το μέσον αυτού, πλησίον της κάτω επιφανείας αυτού. Ο Αριστοτέλης επίστευεν, ότι η μνήμη είναι η διατήρησις των αισθήσεων, των αισθητηριακών εμπειριών και των νοητικών διεργασιών, μετά την αποδρομήν της αμέσου αισθητικοαισθητηριακής εμπειρίας. (Αριστοτέλης «Περί ψυχής» 425 b 25). Κατά τον στωϊκόν Χρύσιππον, ο άνθρωπος από της γεννήσεως του αρχίζει να εντυπώνη τας εννοίας εις το ηγεμονικόν μέρος της ψυχής αυτού, ενώ εκ παραλλήλου η μνήμη παρέχει την δυνατότητα της διατηρήσεως των εννοιών και της συνθέσως των λογικών ολοκληρωμάτων αυτών. Εις το ηγεμονικόν μέρος της ψυχής εδράζεται η συνείδησις, διά της οποίας καθορίζεται ο έλλογος βίος και εκ της οποίας απορρέει η διεργασία της «εξοικειώσεως», διά της οποίας το άτομον αφ' ενός μεν γνωρίζει τας εαυτού δυνάμεις, αφ' ετέρου δε εξοικειούται προς το περιβάλλον και διαμορφώνει καταλλήλως την κοινωνικήν συμπεριφοράν αυτού.
  22. Αι συσσωρεύσεις και καταθέσεις όλων των παρελθόντων λειτουργικών χρονικών σημείων, τα οποία συνεκρότουν τον εκάστοτε ενεστώτα χρόνον, καταγράφονται εις τον ιππόκαμπον, ο οποίος ευρίσκεται εις τον κροταφικόν λοβόν, εντός του κροταφικού κέρατος των πλαγίων κοιλιών και συνθέτουν κατ΄ επέκτασιν την μνημονικήν υπόστασιν του παρελθόντος, η οποία δεν έχει μεν αμεσότητα και ιδίαν λειτουργικότητα, επηρεάζει όμως την συμπεριφοράν του ατόμου, εις τον παρόντα χρόνον και ασκεί καθοριστικής βαρύτητος επίδρασιν επί της διαμορφώσεως της εννοίας του μέλλοντος και τον προγραμματισμόν του ατόμου εις αυτό. Η παροχή πληθώρας πληροφοριών προς μνημονικήν εγχάραξιν, συνεπάγεται την κινητοποίησιν νευροτροφινών και την ενεργοποίησιν της διεργασίας της παρετεταμένης μετασυναπτικής ενισχύσεως, επί των ΑΜΡΑ υποδοχέων των διεγειρόντων αμινοξέων εις τον ιππόκαμπον, εις τα πλαίσια των δυνατοτήτων της νευρωνικής πλαστικότητος και ιδίως της συναπτικής τοιαύτης. Κατά τας ανοίας και ιδίως κατά την νόσον του Alzheimer τόσον η δραματική ελάττωσις της πυκνότητος των δενδριτικών ακανθών και των συναπτικών εν γένει περάτων, όσον και η σταδιακή απόσβεσις της νευρωνικής πλαστικότητος καθιστά δυσχερή την εγχάραξιν της προσφάτου μνήμης και ανέφικτον την μακράν μετασυναπτικήν ενίσχυσιν.
  23. Ο χρόνος, ο οποίος συγκροτεί την έννοιαν του μέλλοντος κατ΄ ουσίαν δεν είναι υπαρκτός. Αποτελεί ούτος την συνισταμένην των προβολικών διεργασιών των στοιχείων, τα οποία κατεγράφησαν εις τον ιππόκαμπον, τα μαστία, τους προσθίους πυρήνας του οπτικού θαλάμου, την έλικα του προσαγωγίου και τον φλοιόν των εγκεφαλικών ημισφαιρίων και συνεκρότησαν, ως εκ τούτου, τον συνεχώς αυξανόμενον χρόνον του παρελθόντος, ο οποίος εναρμονιζόμενος μετά των αντικειμενικών παραμέτρων των συνθηκών του παρόντος, υπό το κράτος των οποίων λειτουργεί το άτομον, προβάλλονται εις ένα μη ορατόν και αντικειμενικώς αντιληπτόν χρόνον, η διάστασις του οποίου εκτείνεται από το επόμενον χρονικόν σημείον, το οποίον μετ' ολίγον θα συγκροτήση το παρόν, έως της αιωνιότητος.
  24. Η διαμόρφωσις του μέλλοντος είναι συνυφασμένη μετά του προγραμματισμού της λειτουργικότητος του ατόμου εντός των διαστάσεων αυτού. Όσον η ευφυία και η κριτική ικανότης του ατόμου είναι υψηλότεραι τόσον βαθυτέρα είναι η διείσδυσις αυτού εις τον χρόνον του μέλλοντος και τόσον πλέον αντικειμενικάς, σκοπίμους και εφικτάς διαστάσεις δύναται να προσλάβη ο προγραμματισμός και η στρατηγική κατάστρωσις της λειτουργικότητος του ατόμου εις αυτό. Αμφότεροι οι μετωπιαίοι λοβοί συνεργάζονται εις την διαμόρφωσιν του μέλλοντος. Ο δεξιός μεν εκτιμά και κρίνει την αξίαν των υποκειμενικών προβολικών τάσεων εις τον χρόνον του μέλλοντος, ο αριστερός δε εκτιμά τας ενδεχομένας αντικειμενικάς συνθήκας, αι οποίαι θα υπάρξουν εις τον μέλλοντα χρόνον, επί τη βάσει των εμπειριών του παρελθόντος και των ισχυουσών συνθηκών του παρόντος, σταθμίζων, εκ παραλλήλου, τας δυνατότητας της ευρείας ή εξειδικευμένης λειτουργικότητος του ατόμου εντός αυτών. Το παρελθόν παρέχει συνεχώς, διά της κριτικής αναλύσεως αυτού, την δυνατότητα διαμορφώσεως νέων λειτουργικών πλαισίων, διά τον προκαθορισμόν της πορείας του ατόμου εντός του χρόνου του μέλλοντος. Η έννοια του μέλλοντος και ο προγραμματισμός εντός αυτού έχει σαφώς μεγαλυτέραν υποκειμενικήν διάστασιν, εν σχέσει προς την έννοιαν του παρόντος και του παρελθόντος. Άτομα ευφυά, έχοντα πνευματικήν καλλιέργειαν αντιλαμβάνονται το μέλλον υπό την γραμμικήν ευθυασμένην μορφήν αυτού, ήτοι ως χρόνον, ο οποίος δεν επαναλαμβάνεται και παρ΄ όλην την ενδεχομένην ομοιότητα ωρισμένων στοιχείων αυτού προς αντίστοιχα στοιχεία του παρελθόντος, εν τούτοις ούτος έχει, ευρύτερον, ιδίαν πορείαν και ίδιον περιεχόμενον. Επί ελλείψεως υψηλών κινήτρων, αι προοπτικαί διαμορφώσεως του μέλλοντος είναι ιδιαιτέρως περιωρισμέναι, με αποτέλεσμα τούτο να εκφράζη την κυκλοποίησιν των συνθηκών του παρόντος και του παρελθόντος και να αποβάλλη, κατά το μέγιστον, την ευθειασμένην γραμμικήν διάστασιν αυτού. Εν τούτοις, η κυκλοποίησις δεν εκφράζει πάντοτε την στασιμότητα. Ενίοτε δύναται να συμβολίζη αύτη και την αναγεννητικήν προσπάθειαν. Ο κύκλoς δύναται να εκφράζη και τηv πvευματικήv πoρείαv της αvθρωπίvης ψυχής, διά τηv oπoίαv εκάστη στιγμή είvαι δυvατόv vα απoτελέση τo τέλoς τoυ παλαιoύ αvθρώπoυ και τηv αρχήv τoυ vέoυ, τo τέλoς εvός πvευματικoύ σταδίoυ και τηv αρχήv εvός vέoυ και εv γέvει εκάστη στιγμή της ζωής δύvαται vα εκφράζη τo τέλoς και τηv αρχήv, εις τα πλαίσια της υπαρξιακής συνεχείας.
  25. Η οργάνωσις του ατόμου εις ένα ευαίσθητον εσωτερικόν λειτουργικόν χώρον, ο οποίος αδιαλλείπτως επικοινωνεί μετά του εξωτερικού κόσμου, εις τον οποίον διοχετεύεται η εσωτερική λειτουργικότης του ατόμου, απαιτεί συνειδησιακήν διαύγειαν και προηγμένην βρεγματικήν λειτουργίαν, η οποία στηρίζεται εις την ανάπτυξιν θαλαμοβρεγματικών συνδέσεων και συνεχούς επικοινωνίας του βρεγματικού λοβού μετά του μετωπιαίου. Η ευφυΐα του ατόμου και η κριτική ικανότης αυτού, συμβάλλουν τα μέγιστα εις την αρτίαν οργάνωσιν του εσωτερικού λειτουργικού χώρου και εις την αρμονικήν ένταξιν αυτού εις την καθολικήν λειτουργικότητα του περιβάλλοντος.
  26. Εις τον εξ ανοίας πάσχοντα είναι αδύνατος η αντίληψις του τετραδιαστάτου χρόνου και χώρου, αποτεμνομένης πλήρως της διαστάσεως του μέλλοντος, αποσβεννυμένης σταδιακώς της διαστάσεως του παρελθόντος και αδυνατούσης της εντάξεως του χώρου εντός του χρόνου, τόσον υπό την αντικειμενικήν όσον και υπό την προσωπικήν έννοιαν. Η σύλληψις και η ανάπτυξις της εννοίας του μέλλοντος είναι ιδιαιτέρως διατεταραγμέναι επί μετωπιαίας και μετωποκροταφικής ανοίας. Εις την νόσον του Alzheimer αρχικώς αλλοιώνεται η σύνθεσις και η διαμόρφωσις των χρονικών συντεταγμένων και η αρμονική μετάβασις εκ του παρελθόντος εις το παρόν και εκ του παρόντος εις το μέλλον, εν συνεχεία δε επέρχεται πλήρης απόσβεσις των δυνατοτήτων διαμορφώσεως του μέλλοντος.
  27. Η αισθητική αντίληψις είναι μία σειρά διεργασιών, αναλύσεως των πληροφοριών, αι οποίαι εισρέουν εις τον εγκέφαλον διά των αισθητηρίων οργάνων και των αισθητικών οδών, αξιολογήσεως και αξιοποιήσεως αυτών, έχουσα ως κύριον σκοπόν την δυνατότητα της επικοινωνίας του ατόμου μετά του περιβάλλοντος, της εγκαίρου αντιλήψεως των μεταβολών, αι οποίαι επέρχονται εις αυτό και της καταλλήλου και σκοπίμου απαντήσεως εις αυτάς. Η αισθητική αντίληψις είναι κατ΄ ουσίαν η αναγνώρισις και συνειδητοποίησις των φαινομενολογικών στοιχείων ή των φαινομενολογικών μεταβολών του περιβάλλοντος, διά των ιδιαιτέρων και εξατομικευμένων δυνατοτήτων εκάστου υποκειμένου να προβή εις την ανάλυσιν και κατανόησιν των αισθητικοαισθητηριακών πληροφοριών, τας οποίας τούτο προσλαμβάνει. Ούτως οπτικαί εικόνες, ήχοι, χημικαί αισθήσεις, μηχανικαί επιδράσεις και ιδιοδεκτικαί πληροφορίαι οδηγούν το άτομον, διά της αισθητικοαισθητηριακής αποδοχής αυτών, εις την αναγνώρισιν και αντίληψιν του εαυτού του, του αισθητού κόσμου, των ετέρων προσώπων και των συνθηκών, εντός των οποίων τούτο ευρίσκεται, υπό τας οποίας τούτο διαβιοί, διατελεί και λειτουργεί και εις την ανάπτυξιν σχημάτων συμπεριφοράς, καθοριζομένων κατά κύριον λόγον, υπό της φύσεως, του χαρακτήρος και της εντάσεως των προσλαμβανομένων πληροφοριών. Βλέπε Steven Priker:Visual cognition, An introduction.Cognition 1984;18:66. Όλη η διεργασία, εκ της προσλήψεως των πληροφοριών, διά της αισθητικής και αισθητηριακής αποδοχής και της εν συνεχεία αναγνωρίσεως και πλήρους αντιλήψεως αυτών, έως της παραγωγής της σκέψεως, τόσον της φιλοσοφικής όσον και της δημιουργικής τοιαύτης, συνίσταται εις σειράν συνθέτων νευρωνικών διεργασιών, εις τα πλαίσια των οποίων πολυάριθμα νευρωνικά δίκτυα και σημαντικός αριθμός νευροδιαβιβαστών μεταφέρουν και διεργάζονται την πληροφορίαν, αναγνωρίζουν, απομνημονεύουν, εντάσσουν και κατατάσσουν ταύτην, χρησιμοποιούν δε, εν συνεχεία αυτήν ή μέρος αυτής, διά την δόμησιν των αδρών πλαισίων της διαμορφώσεως του λόγου, εσωτερικού και εξωτερικευμένου, της συμπεριφοράς, του συναισθήματος και κατ' επέκτασιν του φιλοσοφικού σκέπτεσθαι, το οποίον διέπει και καθορίζει την θέσιν του ατόμου προς εαυτόν και την συμπεριφοράν αυτού προς έκαστον των μελών του κοινωνικού χώρου.
  28. Εν γένει, είvαι αvαμφισβήτητoς o ρόλoς τov oπoίov διαδραματίζει η συvαπτική πλαστικότης εις τηv διαμόρφωσιv τωv αvωτέρωv ψυχικώv και voητικώv λειτoυργιώv και ιδίως εις τηv διαμόρφωσιv τωv διεργασιώv της μvήμης και της μαθήσεως. Ιδιαιτέρως, η vευρωvική πλαστικότης, εις περιoχάς, αι oπoίαι λειτoυργoύv ως δίκτυα μvημovικής καταγραφής είvαι δυvατόv vα εκφρασθή και ως μεταπλαστικότης. Συμφώvως πρoς τo θεωρητικόv πρότυπov της μεταπλαστικότητoς, χαμηλά επίπεδα μετασυvαπτικής δραστηριότητoς θα oδηγήσoυv εις τηv μακράv μετασυvαπτικήv καταστoλήv (LDP), εvώ αvτιθέτως υψηλά επίπεδα μετασυvαπτικής δραστηριότητoς oδηγoύv αργότερον εις μακράv μετασυvαπτικήv εvίσχυσιv (LTP). Η φωσφoρυλίωσις και η αυτoφωσφoρυλίωσις της πρωτεϊvικής κιvάσης, η oπoία εξαρτάται εκ τoυ ασβεστίoυ και της καλμoδoυλίvης (CaMKII) φαίvεται, ότι διαδραματίζει σημαvτικόv ρόλov εις τηv διεργασίαv της μεταπλαστικότητoς.
  29. Βλέπε σχετικώς Donald Hebb The Organization of Behavior (1949). Ούτος συνεδύασεν τους νευρωνικούς μηχανισμούς μετά των νευροψυχολογικών φαινομένων και κατέδειξεν την αξίαν της διαμορφώσεως νευρωνικών δικτύων, διά την ανάλυσιν της πληροφορίας, την ορθήν παρατήρησιν και αντίληψιν αυτής και την συνεπεία αυτής εμφάνισιν εκδηλώσεων, αι οποίαι ανάγονται εις την σφαίραν της συμπεριφοράς και αποτελούν καρπόν της επιδράσεως των πληροφοριών επί του ψυχολογικού υποβάθρου του ατόμου. Ομοίως αξιόλογον είναι το έργον του Kandel, Eric: Cellular Basis of Behavior. San Francisco: W.H. Freeman. 1976.
  30. Η έννοια της προσωπικής ταυτότητος του ατόμου περιέχει πολλά υποκειμενικά στοιχεία, τα οποία συγκροτούν την εις χρόνον αντίληψιν των στοιχείων της προσωπικότητος αυτού, τα οποία εκδηλούνται άλλοτε μεν διά μέσου του σκέπτεσθαι αυτού και ιδίως του σκέπτεσθαι καθ' εαυτόν, άλλοτε δε διά μέσου των σχημάτων της συμπεριφοράς αυτού, άλλοτε δε διά μέσου της ψυχικής επικοινωνίας αυτού μετά των προσώπων του περιβάλλοντος και άλλοτε διά της εμβαθύνσεως αυτού εις τον κόσμον της γνώσεως, μεθ' όλων των μεταφυσικών προεκτάσεων αυτού. Διά μέσου της διεργασίας της ταυτοποιήσεως, το άτομον διαμορφώνει την έννοιαν του ιδικού μου εγώ ή του ιδικού μου εσωτερικού χώρου και χρόνου. Κατ' επέκτασιν, το άτομον αποκτά την αίσθησιν του «ιδικού μου Είναι», το οποίον διακρίνει από την ευρείαν έννοιαν του Είναι, ήτοι του ευρυτέρου φιλοσοφικού ή του κοινωνικού Είναι. Η ανάπτυξις της αισθήσεως «του ιδικού μου Είναι», στηρίζεται επί της μνημονικής επιφανείας των «ιδικών μου αναμνήσεων», των «ιδικών μου εμπειριών», της «ιδικής μου διαμορφώσεως του ψυχοσωματικού εγώ», του «ιδικού μου συναισθηματικού χώρου» και των «ιδικών μου προσδοκιών». Επί τη βάσει των διεργασιών ταυτοποιήσεως, το άτομον εις προηγμένον επίπεδον αναπτύσσει τον κόσμον των ιδικών του αξιών, αι οποίαι παρά το γεγονός ότι δύναται να συμπίπτουν μετά των αξιολογικών συστημάτων ετέρων προσώπων, εν τούτοις αποκτούν μία ιδιαιτέραν και εξατομικευμένην εσωτερικήν διάστασιν και βαρύτητα διά το συγκεκριμένον άτομον. Διά της διεργασίας της ταυτοποιήσεως το άτομον, εκ παραλλήλου, δύναται να αποκτήση την δυνατότητα της ιδικής του ερμηνείας τόσον επί των ιστορικών γεγονότων όσον και επί των φαινομένων του εξωτερικού χώρου, διαμορφουμένης διηνεκώς της αυθεντικότητος αυτού. Κατά τov Kierkegaard η παρατήρησις τωv εξωτερικώv φαιvoμέvωv και η διείσδυσις εις τηv ερμηvείαv τωv ιστoρικώv γεγovότωv στερείται ιδιαιτέρας αξίας. Ο άvθρωπoς πρέπει vα διεισδύση εις τα βάθη της ιδικής τoυ ψυχής και vα αvαζητήση κυρίως τηv ερμηvείαv τωv εσωτερικώv γεγovότωv και φαιvoμέvωv. Πρέπει vα ζή επί τη βάσει τωv ιδικώv τoυ εσωτερικώv κιvήτρωv και vα ακoλoυθή, μετά πάθoυς, τηv πoρείαv τωv εσωτερικώv αληθειώv, αvαζητώv πάvτoτoτε τo αιώvιov. Ο άνθρωπος πρέπει να διατηρή πάντοτε την αυθεντικότητα αυτού, πρέπει να είναι και να παραμένη πάντοτε ο αυτός. Τούτο καθίσταται εφικτόν όταν αναζητεί διηνεκώς την γνώσιν του Είναι αυτού, φερόμενος ούτως εκ του Υφίστασθαι εις το Είναι. Κατά τον Παρμενίδη το Είναι δεν εκφράζει στατικότητα, διότι τούτο αποτελεί το σταθερόν υπόβαθρον του Γίγνεσθαι ή την διαμορφουμένην έκφρασιν αυτού, καθ΄ όσον διά του Γίγνεσθαι αγόμεθα εις το Είναι και το Είναι, εκ παραλλήλου, δύναται να διαφοροποιηθή εις έν διηνεκές Γίγνεσθαι. Η έννοια της στατικότητος είναι μακράν της αληθούς λειτουργικότητος του εγκεφάλου, ο οποίος χαρακτηρίζεται υπό διηνεκούς δυναμικότητος, εις τα πλαίσια της οποίας αμφιδρόμως ενισχύονται το Είναι και το Γίγνεσθαι. Εντός του Γίγνεσθαι, περιλαμβάνεται η ολότης του παντός, η οποία ολοκληρούται έτι μάλλον διά της δυνατότητος της συνεχούς μεταβλητότητος και αναβαθμίσεως της ψυχοσωματικής υποστάσεως του ανθρώπου, η οποία αναφερομένη εις έν υψηλόν αξιολογικόν σύστημα διασφαλίζει την συνεχή πορείαν αυτού προς την τελείωσιν και το απόλυτον. Εκ παραλλήλου το Όν κατά τον Παρμενίδην είναι αιώνιον, άναρχον, άπαυστον, αδιαίρετον, αγέννητον, αμετάβλητον (ατέλεστον) αμετάτρεπτον (ανώλεθρον), αμετακίνητον (ατρεμές), άθικτον (άσυλον), συνεχές και έχει την ιδίαν ολότητα (ούλον). Διά της εννοίας του όλου, ο Παρμενίδης εκφράζει την πληρότητα του όντος. Είναι έννοια πολύ ισχυροτέρα από το αμερές του Αναξαγόρου και το αμερές ή άτομον του Δημοκρίτου.
  31. Η αισθητική αντίληψις και αι αισθητικαί ιδιαιτερότητες του ατόμου, αι αναφερόμεναι εις την αντίληψιν του κάλλους και της αρμονίας, καθορίζονται από πλειάδα νευροδιαβιβαστικών διεργασιών και από εξατομικευμένην διαμόρφωσιν νευρωνικών δικτύων, αναφερομένων εις την αισθητικοαισθητηριακήν αντίληψιν και επίκρισιν, εις την ιδιαιτερότητα των οποίων οφείλεται η εκτίμησις της αρμονίας, της συμμετρίας, του κάλλους και του βαθυτέρου νοήματος, το οποίον εκφράζεται. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικόν, ότι κατά τους Νεοπλατωνικούς και ιδιαιτέρως κατά τον Πλωτίνον το κάλλος εις την τέχνην στηρίζεται επί της εννοίας του Είδους, το οποίον ευρίσκεται εις την ψυχήν και ουχί εις τους οφθαλμούς του καλλιτέχνου, υπογραμμιζομένης ούτω της υποκειμενικής διαστάσεως της αισθητικής αντιλήψεως (Ενν, 8.1). Η οπτική και η ακουστική αντίληψις καθίστανται, διά τα περισσότερα άτομα, ουχί μόνον πύλαι εισόδου των περισσοτέρων πληροφοριών, αλλά έν ιδιαίτερον είδος γλώσσης, η οποία προσλαμβάνει παγκόσμιον διάστασιν, υπερβαίνουσα τους τοπικούς και χρονικούς περιορισμούς, καλλιεργούσα διά της τέχνης την επικοινωνίαν των ανθρώπων και την ανάπτυξιν ενός κοινού ή παραλλήλου τρόπου σκέψεως. Αι οπτικαί εικόνες εις την ζωγραφικήν και αι μελωδίαι της μουσικής διατηρούν εις ενάργειαν τον εγκέφαλον και προάγουν την σκέψιν, συμβάλλουσαι εις την διατήρησιν του εσωτερικού λόγου, καθιστάμεναι, επιπροσθέτως, πηγαί αναβλύσεως νέων δημιουργικών και πρωτοποριακών, εν πολλοίς, σκέψεων και ιδεών. Αι ιδέαι αύται προβάλλονται, εκ νέου, είτε υπό οπτικοποιημένην εικαστικήν μορφήν είτε υπό την μορφήν της μουσικής, ενώ άλλοτε εξωτερικεύονται διά του εμμέτρου ή του πεζού λόγου, προσλαμβάνουσαι πλέον πνευματικήν και ιδεαλιστικήν διάστασιν, εις τον χώρον της φιλοσοφίας και της ποιήσεως, εις την οποίαν κατά κανόνα εκφράζεται πληρέστερον ο συναισθηματικός πλούτος του ατόμου.
  32. Βλέπε επ' αυτού την ουσιώδους σημασίας υπό του K. Mauer ανάλυσιν του έργου του Carolus Horn, ενός γνωστού Γερμανού ζωγράφου, ο οποίος ενόσησεν εκ της νόσου του Alzheimer και παρ' όλην την φθίνουσαν νοητικήν πορείαν αυτού συνέχισε να ζωγραφίζη μέχρι του τέλους της ζωής αυτού. Παρατηρείται εις το έργον του εντυπωσιακή αλλοίωσις της αντιλήψεως του χώρου, ο οποίος δεν εκφράζεται πλέον διά των τριών αισθητών διαστάσεων αυτού, καθιστάμενος δισδιάστατος. Επί πλέον διαπιστούται έκδηλος αλλοίωσις της αισθήσεως των χρωμάτων, του σχήματος και του μεγέθους των αντικειμένων και της αρμονικής εντάξεως αυτών εντός του χώρου. Εις τα περισσότερα των έργων αυτού από της ενάρξεως της νόσου ήρχισεν να διακρίνεται η ζωομορφική αντίληψις των ανθρώπων ή αντιθέτως η ανθρωπομορφική αντίληψις των ζώων. Η φθίνουσα πορεία εις την εικαστικήν έκφρασιν του ζωγράφου έβαινεν παραλλήλως προς την επί τα χείρω εξέλιξιν της ανοίας αυτού. Βλέπε σχετικώς Bogousslavsky J, Boller F (eds): Neurological Disorders in Famous Artists.Front Neurol Neurosci. Basel, Karger, 2005; 19: 101-111.και Maurer K, Prvulovic D Paintings of an artist with Alzheimer's disease: visuoconstructural deficits during dementia. J Neural Transm. 2004;111:235-245. Εκ παραλλήλου βλέπε και το έργον του William Utermohlen, ο οποίος ενόσησεν εκ της νόσου του Alzheimer, συνεχίζων εν τούτοις να ζωγραφίζη, καθ' όλην την διάρκειαν της ασθενείας αυτού. Βλέπε σχετικώς επί πλέον και το ακόλουθον πόνημα Μπαλογιάννης Σ: H Νευρολογία όπως εκφράζεται εις την Ζωγραφικήν. Εγκέφαλος 44: 7-25,2007.
  33. Κατά τον Vygotsky έκαστον έργον τέχνης πρέπει να θεωρηθή, ότι αποτελεί έν σύστημα ερεθισμάτων, τα οποία συνειδητώς είναι ωργανωμένα διά να προκαλέσουν αισθητικάς αντιδράσεις. Δυνάμεθα να αντιληφθώμεν και να αναδομήσωμεν την αντίδρασιν, όταν αναλύσωμεν την δομήν του ερεθίσματος. Βλέπε σχετικώς Vygotsky: Psihologija Iskustva. Moskva 1968, pp 39. To σχήμα και το χρώμα, όπως καθίστανται αντιληπτά υπό του καλλιτέχνου είναι δυνατόν να εισαγάγουν νέας διαστάσεις εις την αισθητικήν και να συμβάλλουν εις την διαμόρφωσιν του αισθητικού παραδόξου, συμφώνως προς το οποίον, ενώ η αισθητική εκάστου σχήματος ή εκάστης παραστάσεως απέχει ουσιωδώς της αντικειμενικής ωραιότητος, εν τούτοις, το εκφραζόμενον σύνολον καθίσταται αισθητικώς αποδεκτόν.
  34. Είναι ιδιαιτέρως ευρείαι αι διαστάσεις, τας οποίας προσλαμβάνει η αφαίρεσις εις την ζωγραφικήν. Επί παραδείγματι, δια της αφαιρέσεως ο Kandinsky προσεπάθησεν να προσεγγίση την ζωγραφικήν προς την μουσικήν. Επίστευεν ούτος, ότι οι παρατηρηταί των έργων του θα ηδύναντο να ακούσουν να εκφράζωνται ταύτα διά των ήχων της μουσικής. Ο Seurat, εκ παραλλήλου, ο οποίος είχεν βαθέως επηρεασθή από τας θεωρίας των Blanc και Henry, επίστευεν εις την ιδιαιτέραν ψυχολογικήν επίδρασιν, την οποίαν ασκούν αι απλαί γραμμαί, αι οποίαι έχουν, εκάστη εξ αυτών, διαφορετικόν προσανατολισμόν. Ο Charles Blanc επίστευεν, ότι αι απλαί ευθείαι γραμμαί αποτελούν το σύμβολον της ενότητος, ενώ αι καμπύλαι το σύμβολον του διαχωρισμού. Είναι ενδιαφέρον, ότι το πρώτον εργαστήριον μελέτης της αισθητικής ιδρύθη υπό του Gustav Feschner το 1876, ο οποίος εισήγαγεν μαθηματικάς μεθόδους διά τον έλεγχον της αισθήσεως, αι οποίαι διεμόρφωσαν τα θεμέλια της πειραματικής φυσιολογίας. Εκ των αισθήσεων, άλλαι μεν έχουν εκλεκτικότητα, ως είναι η όρασις, κατά την οποίαν το άτομον δύναται ανά πάσαν στιγμήν να επιλέξη το αντικείμενον της αισθητηριακής προσλήψεως, άλλαι δε στερούνται εκλεκτικότητος, ως είναι η ακοή, κατά την οποίαν το άτομον εκτίθεται εις όλας τας ακουστικάς πληροφορίας του χώρου, εντός του οποίου ευρίσκεται, χωρίς να δύναται εκλεκτικώς να απομονώση ωρισμένας εξ αυτών, άνευ της χρησιμοποιήσεως τεχνητών μέσων ή άνευ της διεργασίας του ψυχικού αποκλεισμού αυτού. Η όρασις εις τον χώρον της συγχρόνου ψυχολογίας χρησιμοποιείται, εν εκτάσει, διά να διαμορφώση έν ιδιαίτερον ψυχολογικόν υπόβαθρον και ενδεχομένως έν ιδιαίτερον φιλοσοφικόν πλαίσιον, εντός του οποίου το άτομον θα αναπτύξη την κοινωνικήν λειτουργικότητα του. Εις ωρισμένας χώρας, οι καλλιτέχναι συνεργάζονται μετά των ψυχολόγων, διά να διαμορφώσουν διά των έργων των, εις τον χώρον των εικαστικών τεχνών και της μουσικής, ένα έμμεσον κώδικα πληροφοριών, ικανόν να εμφυτεύση νοήματα, να προκαλέση συναισθήματα και να κινητοποιήση την έκφρασιν ενός συγκεκριμένου σχήματος συμπεριφοράς.
  35. Η οπτική και η ακουστική αντίληψις καθίστανται, διά τα περισσότερα άτομα, ουχί μόνον πύλαι εισόδου των περισσοτέρων πληροφοριών, αλλά έν ιδιαίτερον είδος γλώσσης, η οποία προσλαμβάνει παγκόσμιον διάστασιν, υπερβαίνουσα τους τοπικούς και χρονικούς περιορισμούς, καλλιεργούσα διά της τέχνης την επικοινωνίαν των ανθρώπων και την ανάπτυξιν ενός κοινού ή παραλλήλου τρόπου σκέψεως, πολλάκις εν μέσω συμβολισμών και αλληγορικών παραστάσεων. Κατά τον Henry, η τέχνη είναι ανάλογος προς την επιστήμην. Η μεν επιστήμη παρέχει την αλήθειαν, η δε τέχνη την ωραιότητα και την αρμονίαν, διά της οποίας ο άνθρωπος ανέρχεται εκ του κόσμου της μετριότητος και της καθημερινότητος εις τον κόσμον των ιδεών και της εσωτερικής ευεξίας και πληρότητος. Ο καλλιτέχνης είναι, κατ΄ ουσίαν, ψυχοθεραπευτής, ο οποίος βοηθεί να εξέλθη το άτομον εκ του χώρου των αντιθέσεων και της καταπιέσεως, η οποία ασκείται εις την σύγχρονον κοινωνίαν και να στραφή προς τον χώρον της εσωτερικής αρμονίας. Ο Henry εισήγαγεν την επιστημονικήν αισθητικήν, επιδράσας σημαντικώς επί του έργου των Seurat και Signac.
  36. Ο τρόπος, διά του οποίου το άτομον επιζητεί να καταστή αντιληπτόν υπό του περιβάλλοντος του, αποσπών την προσοχήν των ανθρώπων διά της όλης εμφανίσεως του, των λόγων του και της συμπεριφοράς του, αντικατοπτρίζει την θέσιν του προς εαυτόν, τον βαθμόν της αυτοεκτιμήσεως του, την βαρύνουσαν αξίαν, την οποίαν δίδει εις την εντύπωσιν, την οποίαν παρέχει εις το περιβάλλον του και εις την γνώμην, η οποία διατυπούται δι΄ αυτό, την ανάγκην της αυτοεπιβεβαιώσεως του, την βαθυτέραν αγωνίαν του, τα φοβικά βιώματα αυτού και την εν γένει βαθυτέραν φιλοσοφίαν αυτού.
  37. Η διάρκεια εν γένει των συναισθημάτων και των συναισθηματικών αντιδράσεων εξαρτάται εκ της εντάσεως, του χαρακτήρος αυτών, του αιτίου εκ του οποίου προεκλήθησαν και εκ της συναισθηματικής ευαισθησίας του ατόμου. Εις την διαμόρφωσιν της χρονικής διαρκείας αυτών συμμετέχει το σύμπλεγμα του αμυγδαλοειδούς πυρήνος και του ιπποκάμπου, η έλιξ του προσαγωγίου και αι περιοχαί του μετωπιαίου λοβού, αι αναφερόμεναι εις την κριτικήν ανάλυσιν του βάθους, της αιτιολογικής συσχετίσεως και του πραγματισμού των συναισθημάτων. Ως εκ τούτου, η διάρκεια εκάστης συναισθηματικής εμπειρίας δεν είναι πάντοτε σταθερά, εξαρτωμένη κυρίως εκ των διεργασιών εκλογικεύσεως του ατόμου, αι οποίαι εκλεπτύνονται και διευρύνονται συναρτήσει της διηνεκούς παιδείας και της πνευματικής καλλιεργείας αυτού.
  38. Τα μετατραυματικά φαινόμενα είναι πολλάκις ιδιαιτέρως επώδυνα, φέροντα εις κριτικόν σημείον την έννοιαν της αρμονίας του εγώ και της εσωτερικής συνεχείας αυτού. Αι πολλαί τραυματικαί εμπειρίαι και αι συνεχείς ψυχικαί αναμοχλεύσεις αυτών καθιστούν επιβεβλημένην την καταβολήν προσπαθείας διά συνεχή ανασυγκρότησιν του Είναι και διατήρησιν της αρμονικής συναισθηματικής συνεχείας αυτού και την αποφυγήν τεταμένων, ακραίων και εν πολλοίς χαωδών συναισθηματικών αντιδράσεων και μορφών συμπεριφοράς εντός του κοινωνικού χώρου.
  39. Πολλαί θεωρίαι προσεπάθησαν κατά καιρούς να ερμηνεύσουν το φαινόμενον της ψυχοσωματικής ενότητος του ανθρώπου και να ανεύρουν τας οδούς επικοινωνίας της ψυχής μετά του σώματος. Ούτως ο Πυθαγόρας ο Σάμιος επίστευεν, ότι το κέντρον της συνειδητής ζωής και των συναισθηματικών αντιδράσεων του ανθρώπου δεν είναι η καρδία, ως επρέσβευον οι προγενέστεροι, αλλά ο εγκέφαλος. Ο Πλάτων επίστευεν επίσης, ότι η ζωτική αρχή ήτο εις τον εγκέφαλον και ότι η ζωτική δύναμις εφέρετο εις το σώμα και επενεργούσεν εις αυτό, διά μέσου του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού. Ο Στράτων εθεώρει, ότι η ζωτική αρχή ευρίσκετο εις το πρόσθιον τμήμα του εγκεφάλου, άνωθεν των οφθαλμικών κόγχων. Ο Ιπποκράτης, έθετε τον εγκέφαλον, ως έδραν της συνειδήσεως και της ψυχής. Ο Γαληνός επίστευεν σαφώς, ότι η ψυχή εδράζεται εις την τετάρτην κοιλίαν του εγκεφάλου του ανθρώπου. Ο Ιππόλυτος, τον τρίτον μ.Χ αιώνα, ισχυρίζετο ότι αι λεπταί μήνιγγες κινούνται υπό του πνεύματος, το οποίον κατευθύνεται προς το κωνάριον και δι' αυτού προς την παρεγκεφαλίδα και τον νωτιαίον μυελόν, καθισταμένης ούτω εφικτής της βουλητικής κινητικότητος. Τας επί του κωναρίου απόψεις του Ιππολύτου, εξέφραζεν πολλούς αιώνας αργότερον και ο Καρτέσιος. Ο Άγιος Αυγουστίνος εθεώρει, ότι η ψυχή είχεν ως έδραν την τρίτην κοιλίαν του εγκεφάλου. Οι Αραβες φιλόσοφοι εθεώρουν, ότι η ψυχή και το κέντρον της συνειδητής ζωής εδράζονται εις το κοιλιακόν σύστημα του εγκεφάλου. Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος προέβαλεν την άποψιν ότι η ψυχή, εξορμουμένη εκ του κοιλιακού συστήματος του εγκεφάλου διαχέεται εις όλον το σώμα και ζωοποιεί αυτό.
  40. Η σχηματοποίησις του σωματικού εγώ, αποτελούσα σύνθετον και διηνεκή διεργασίαν πραγματοποιείται κυρίως εις τον φλοιόν του βρεγματικού λοβού από πληροφορίας, αι οποίαι συνεχώς συρρέουν εκ του οπτικού, ακουστικού και αισθητικού φλοιού και επανατροφοδοτούνται από θαλαμικάς ώσεις, ενώ η ψυχική αποδοχή του σωματικού εγώ και η συμφιλίωσις υπό την φιλοσοφικήν έννοιαν μετ΄ αυτού προϋποθέτει, συνεχή βρεγματοκροταφικήν και μετωποκροταφικήν επικοινωνίαν. Η έννοια της ψυχοσωματικής ενότητος απαιτεί την συμμετοχήν του μετωπιαίου λοβού, εις τα νευρωνικά δίκτυα του οποίου, η εγγεγραμμένη αντίληψις και συνειδητοποίησις του σωματικού εγώ συνδέεται κατά τρόπον άμεσον, εις άλλοτε άλλην έκτασιν, μετά της νοητικής και ψυχικής λειτουργικότητος του ατόμου. Είναι αξία ιδιαιτέρας αναφοράς η παρατηρουμένη ενίοτε έλλειψις αποδοχής και συμφιλιώσεως μετά του σωματικού εγώ, η οποία παρατηρείται εις ωρισμένους φιλοσόφους. Ιδιαιτέρως εντυπωσιακόν παράδειγμα είναι ο Πλωτίνος, διά τον οποίον ο Πορφύριος αναφέρεται ως ακολούθως: «Πλωτίνος, ο καθ' ημάς γεγονώς φιλόσοφος, εώκει μεν αισχυνομένω, ότι εν σώματι είη». Εκ παραλλήλου η συνειδητοποίησις του σωματικού εγώ του ατόμου εις τον βρεγματικόν λοβόν και η σύγκρισις αυτού μετά του σωματικού εγώ των ατόμων του περιβάλλοντος, η οποία πραγματοποιείται διά διεργασιών του μετωπιαίου λοβού, συμβάλλει εις την διαμόρφωσιν της ψυχοσωματικής ταυτότητος αυτού και ασκεί κατ' επέκτασιν ουσιώδη επίδρασιν επί του συναισθήματος του ατόμου και της διαμορφώσεως της κοινωνικής συμπεριφοράς αυτού, η ψυχοπαθολογία της οποίας είναι τόσον μεγαλυτέρα, όσον η ψυχική συμφιλίωσις μετά του σωματικού εγώ, η αποδοχή αυτού και η στροφή αυτού προς την πνευματικήν και νοητικήν διάστασιν είναι πλημμελέστεραι. Εις την διατεταραγμένην ή ελλειπή συμφιλίωσιν του ατόμου μετά του σωματικού ή ψυχικού εγώ αυτού οφείλεται, κατά μέγα μέρος, η ψυχοπαθολογία του αισθήματος της κατωτερότητος, ως τούτο περιγράφεται αρχικώς υπό του Julius Ludwig August Koch (1841-1908) εις το σύγγραμμα της Ψυχιατρικής, το οποίον εξέδωσεν το 1888. Η μετ΄ εμφάσεως εστίασις των ατόμων επί των χαρακτήρων του σωματικού εγώ αποτελεί το κύριον αίτιον, εκ παραλλήλου, των διακρίσεων και προκαταλήψεων, αι οποίαι ενίοτε αναπτύσσονται εντός των κοινωνικού χώρου, αναφερομένων εις το χρώμα, την φυλήν και την μορφήν των ανθρώπων, αι οποίαι πολλάκις κορυφούμεναι αλλοιώνουν την ηθικήν συνείδησιν της κοινωνίας και προσβάλλουν την έννοιαν της δικαιοσύνης, της ισοτιμίας, της αξιοπρεπείας και του σεβασμού προς το ανθρώπινον πρόσωπον.
  41. Αναλόγως δε προς τας διαστάσεις, τας οποίας προσλαμβάνει η αποδοχή του σωματικού ή ψυχικού εγώ υπό του ατόμου θα διαμορφωθή και ο ψυχοσωματικός χαρακτήρ αυτού, εις τον οποίον αι προτεραιότητες τόσον περισσότερον αναβιβάζονται και εκλεπτύνονται, όσον ευρυτέραν διάστασιν καταλαμβάνει η ψυχική και νοητική υπόστασις του ατόμου, εις το όλον περίγραμμα του ψυχοσωματικού Είναι αυτού. Διά μέσου των διεργασιών αμφοτέρων των μετωπιαίων λοβών, εν συνεργασία προς τους κροταφικούς λοβούς, αποκαλύπτονται και εκφράζονται αι ψυχικαί λειτουργίαι του ανθρώπου και συνδέονται αύται μετά του σωματικού εγώ, εν συνεργασία προς τον φλοιόν της νήσου του Reil και τον διεγκέφαλον. Διά προηγμένων μετωπιαίων διεργασιών, εις τας οποίας συμμετέχουν ευρύτατα νευρωνικά δίκτυα, ο άνθρωπος δύναται να αντιληφθή την μεταφυσικήν διάστασιν του ψυχοσωματικού Είναι, να αισθανθή την υπέρβασιν του ιστορικού χρόνου και να προγευθή την πορείαν αυτού εντός της αιωνιότητος, εις την οποίαν ούτος θα εξακολουθή να διατηρή την εσωτερικήν συνοχήν και ενότητα αυτού. Αι συσσωρεύσεις και καταθέσεις όλων των παρελθόντων λειτουργικών χρονικών σημείων, τα οποία συνεκρότουν τον εκάστοτε ενεστώτα χρόνον, καταγράφονται εις τον ιππόκαμπον, ο οποίος ευρίσκεται εις τον κροταφικόν λοβόν, εντός του κροταφικού κέρατος των πλαγίων κοιλιών και συνθέτουν κατ΄ επέκτασιν την μνημονικήν υπόστασιν του παρελθόντος, η οποία δεν έχει μεν αμεσότητα και ιδίαν λειτουργικότητα, επηρεάζει όμως την συμπεριφοράν του ατόμου, εις τον παρόντα χρόνον και ασκεί καθοριστικής βαρύτητος επίδρασιν επί της διαμορφώσεως της εννοίας του μέλλοντος και τον προγραμματισμόν του ατόμου εις αυτό. Η παροχή πληθώρας πληροφοριών προς μνημονικήν εγχάραξιν, συνεπάγεται την κινητοποίησιν νευροτροφινών και την ενεργοποίησιν της διεργασίας της παρατεταμένης μετασυναπτικής ενισχύσεως, επί των ΑΜΡΑ υποδοχέων των διεγειρόντων αμινοξέων εις τον ιππόκαμπον, εις τα πλαίσια των δυνατοτήτων της νευρωνικής πλαστικότητος και ιδίως της συναπτικής τοιαύτης. Κατά τας ανοίας και ιδίως κατά την νόσον του Alzheimer τόσον η δραματική ελάττωσις της πυκνότητος των δενδριτικών ακανθών και των συναπτικών εν γένει περάτων, όσον και η σταδιακή απόσβεσις της νευρωνικής πλαστικότητος καθιστά δυσχερή την εγχάραξιν της προσφάτου μνήμης και ανέφικτον την μακράν μετασυναπτικήν ενίσχυσιν.
  42. Ο εσωτερικός λόγος, τα βαθέα συναισθήματα, αι ενδότεραι σκέψεις, παραλλήλως προς την φαντασίαν, αποτελούν μη εκδηλουμένας διεργασίας, αι οποίαι όμως διαδραματίζουν ουσιώδη και πολλάκις καθοριστικής βαρύτητος ρόλον εις την φιλοσοφικήν θεώρησιν του ατόμου, τας αξίας, τας αρχάς, την συμπεριφοράν αυτού και την όλην θέσιν αυτού εντός του κοινωνικού χώρου. Ο λόγος εις την φιλοσοφίαν και ιδίως εις την νεοπλατωνικήν και στωϊκήν τοιαύτην εκφράζει την εμφιλοχωρούσαν εις την ψυχήν ιδιότυπον γνωσικήν δύναμιν.
  43. Η προσωρινότης εκφράζεται καλώς εις την έννοιαν του Dasein υπό του Heidegger, ο οποίος δηλώνει ότι το Είναι του Dasein ανευρίσκει την έννοιαν αυτού εις την προσωρινότητα (Heidegger 1990). Το προσωρινόν στοιχείον των βιολογικών ορίων της ανθρωπίνης ζωής, τα οποία εκτείνονται από της γεννήσεως έως του θανάτου του ατόμου περιορίζουν τον ορίζοντα του Είναι εντός του αισθητού κόσμου και χωρίς την υπέρβασιν αυτών καθίσταται ανέφικτος η δυνατότης αντιλήψεως των μεταφυσικών διαστάσεων του Είναι και κατανοήσεως της αξίας των εσωτερικών διεργασιών αυτού, αι οποίαι πολλάκις έχουν βαρύτητα διά την πορείαν αυτού εις την αιωνιότητα. Είναι εύλογον ότι το σωματικόν Εγώ του ατόμου αντιλαμβάνεται τον αισθητόν κόσμον, όπως αντικειμενικώς έχει και διαμορφώνει την λειτουργικότητα αυτού εντός των καθοριστικών ορίων αυτού επί τη βάσει της εντός αυτού εμπειρίας, η οποία θα αποτελέση έρεισμα πολλών διαφοροποιημένων και συνεχώς αναβαθμιζομένων σχημάτων συμπεριφοράς, τα οποία συντείνουν εις την πλέον σκόπιμον και επακριβή λειτουργικότητα αυτού, ενώ το ψυχικόν Εγώ διαμορφώνει τα ιδικά του αξιολογικά συστήματα, τα οποία αναβαθμίζονται διά της συνεχούς εσωτερικής καλλιεργείας των αρετών και των αιωνίων και αναλλοιώτων αξιών, ως ευγλώττως τούτο εκφράζεται υπό του Πλωτίνου: «Ου γαρ αν πώποτε είδεν οφθαλμός ήλιον ηλιοειδής μη γενόμενος, ουδέ το καλόν αν ίδη ψυχή, μη καλή γενομένη» (Εννεάς Ι,6.9,33-33). Εν γένει, η έννοια της αιωνιότητος δεν είναι ευκόλως αντιληπτή υπό του ατόμου. Χρειάζεται πολλή παιδεία και πνευματική καλλιέργεια, διά να αποκτήση ο άνθρωπος την βεβαιότητα της αιωνιότητος και να δυνηθή να λειτουργήση επί τη βάσει της προοπτικής αυτής. Έγραφεν επ' αυτού ο Κierkegaard "Μόvov o άvθρωπoς, o oπoίoς έφθασεv εις τo σημείov vα αρvήται τηv ζωήv τoυ και vα κρατά σταθεράv διά της Χάριτoς τoυ Θεoύ τηv πίστιv τoυ και τηv αγάπηv τoυ εις τov Κύριov και vα μή αμφιβάλλη μέχρι της βαθυτέρας πτυχής της ψυχής τoυ, ότι o Θεός Αγάπη εστί, μόvov τότε είvαι ώριμoς διά τηv αιωvιότητα». Ημερoλόγιov ΧI Α 439 (25 Σεπτεμβρίoυ 1855). Ο Παρμενίδης υπογραμμίζει, ότι διά της καθοδηγήσεως υπό των πνευματικών δυνάμεων και της λογικής του σκεπτομένου ανθρώπου και διά της ισχύος, την οποίαν παρέχει η εσωτερική ειρήνη, διανοίγονται αι πύλαι του προσωρινού και προβάλλει η υπέροχος οδός της αιωνιότητος, ήτοι η οδός του δικαίου και του ορθού, η οδός της αληθείας, η οποία παραμένει άβατος υπό των περισσοτέρων ανθρώπων, των καθηλωμένων εις την μεταβλητότητα της προσωρινότητος (Περί Φύσεως 1, 27-28).
  44. Ο εκπεφρασμένος λόγος διαμορφούται επί σειράς συνθέτων νευρωνικών πλεγμάτων, τα οποία περιλαμβάνουν εν τω συνόλω αυτών τας περισσοτέρας φλοιϊκάς περιοχάς των εγκεφαλικών ημισφαιρίων, συγκεκριμενοποιούμεναι, εν τούτοις, επί εξειδικευμένων κέντρων, τα οποία αναπτύσσονται επί του μετωπιαίου, του κροταφικού, του βρεγματικού λοβού και της βρεγματοϊνιακής περιοχής. Η λειτουργία του λόγου συνίσταται εις την επιλογήν ευρείας σειράς συμβολικών εννοιών, διατυπουμένων διά καταλλήλων ήχων, ήτοι των φωνημάτων και των οπτικών συμβόλων, των εγγραμμάτων, τα οποία δύνανται να έχουν ιδεογραφικόν ή φωνογραφικόν χαρακτήρα, διά των οποίων εκφράζονται αι σκέψεις, αι παρατηρήσεις, αι διαπιστώσεις, αι αποφάσεις, αι προσδοκίαι και αι ψυχικαί, εν γένει, διεργασίαι του ατόμου και καθίστανται αντιληπταί αι σκέψεις των άλλων προσώπων, αναπτυσσομένης ούτω λεκτικής ή γραπτής επικοινωνίας μεταξύ των ατόμων. Η αναγνώρισις και κατανόησις του λόγου, υπό την προφορικήν ή την γραπτήν μορφήν αυτού, καθίσταται εφικτή διά της αναπτύξεως εξειδικευμένων αισθητηριακών κέντρων, τα οποία συνεργάζονται αφ' ενός μεν μετά των αντιστοίχων πρωτογενών φλοιϊκών κέντρων της ακοής και της οράσεως, αφ' ετέρου δε μετά των εξειδικευμένων μετωπιαίων κέντρων της κριτικής αναλύσεως των προσλαμβανομένων προφορικών και γραπτών πληροφοριών. Ιδιαιτέραν βαρύτητα διά την φιλοσοφίαν έχει η εξωτερίκευσις της εσωτερικής ζωής του ατόμου, υπό την μορφήν του γραπτού λόγου, των σχημάτων συμπεριφοράς ή των έργων της τέχνης, διά των οποίων αποκαλύπτεται ο εσωτερικός κόσμος του ατόμου, καθ΄ όσον αποτελούν ταύτα αληθείς θυρίδας, διά των οποίων προβάλλονται αι εσωτερικαί ψυχικαί διεργασίαι. Η εξωτερίκευσις αύτη, υπό την νευρολογικήν απλουστευμένην μάλλον έννοιαν, στηρίζεται εις έν σύστημα αποδοχής των εξωτερικών πληροφοριών, εναρμονίσεως αυτών μετά των εσωτερικών ψυχικών στοιχείων του ατόμου και εξωτερικεύσεως αυτών, υπό την ιδιαιτέραν διά το άτομον σχηματοποιημένην μορφήν, διά υποκειμενικής επιλογής των μέσων και των τρόπων εκφράσεως. Η επιλογή της καταλλήλου εκάστοτε λέξεως, διά την αρμονικήν, καταληπτήν και πλήρη διαμόρφωσιν ενός νοήματος, αποτελεί εξαιρετικώς σύνθετον νευρωνικήν λειτουργίαν, εις την οποίαν μετέχουν τα εξειδικευμένα φλοιϊκά κέντρα διαμορφώσεως του λόγου και συνεργάζονται μετ΄αυτών πυκνά φλοιοθαλαμικά και θαλαμοφλοιώδη νευρωνικά δίκτυα, επικοινωνούντα μετά εκτεταμένων περιοχών κριτικής αναλύσεως, εντοπιζομένων εις τον μετωπιαίον λοβόν, αμφοτέρων των ημισφαιρίων. Όσον περισσότερον δε καλλιεργείται και εμπλουτίζεται ο λόγος, τόσον περισσότερα νευρωνικά δίκτυα εντάσσονται εις την διαμόρφωσιν της ευστοχίας και της γλαφυρότητος αυτού, εντός των δυνατοτήτων, τας οποίας παρέχει η νευρωνική πλαστικότης και η μετασυναπτική διαφοροποίησις των δενδρτικών ακανθών. Το περιεχόμενον του λόγου, προφορικού ή γραπτού και ο εύγλωττος τρόπος εκφράσεως αυτού, διά της καταλλήλου επιλογής της γλώσσης, των λέξεων, της συντάξεως, του τονισμού και της προσωδίας αυτού, αποτελούν συνάρτησιν της παιδείας, της πνευματικής καλλιεργείας, του χαρακτήρος, της προσωπικότητος και του συναισθηματικού υποβάθρου του ατόμου, καθ΄ όσον διά του λόγου εν τω συνόλω αντικατοπτρίζεται ουσιώδες μέρος της εσωτερικής ζωής αυτού, ως σαφώς εκφράζεται υπό του Παρμενίδου: «.το γαρ αυτό νοείν τε εστίν και είναι». Περί Φύσεως, 3.
  45. Ενώ διά τον Hegel η προσωπικότης του ανθρώπου εξαρτάται εκ των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών, εντός των οποίων ανεπτύχθη και εκ της πνευματικής ατμοσφαίρας της εποχής, εις την οποίαν έζησεν ούτος, διά τον Kierkegaard αύτη εξαρτάται κατά κύριον λόγον εκ των συνειδητών επιλογών αυτού και εκ του αξιολογικού συστήματος, το οποίον διαμορφώνει ούτος εντός αυτού, υπερβαίνων τον χρόνον και τας ιστορικάς συνθήκας και προσβλέπων μόνον εις τας απολύτους αξίας και αρχάς. Εις το ηθικόν στάδιov, κατά τον Kierkegaard o άvθρωπoς απoκτά σαφή αvτίληψιv τoυ αιωvίoυ, τo oπoίov αvαζητά ούτος εvτός αυτoύ και διά τωv αξιώv τoυ oπoίoυ πρoσπαθεί vα υπoκαταστήση τηv τραγικότητα τoυ πεπερασμέvoυ της παρoύσης ζωής. Ο άvθρωπoς πρoσπαθεί vα πρoγευθή τo αιώvιov, vα ζήση με τηv πρoσδoκίαv και τηv χαράv τoυ αιωvίoυ και vα αvακαλύψη όλov τo vόημα και τηv αξίαv της υπάρξεως τoυ εις την αιωνιότητα.
  46. Ο Hume εις το έργον αυτού υπό τον τίτλον «A Treatise of Human Nature» αναφέρει σαφώς ότι ουδεμία αξία του ανθρωπίνου νου είναι φυσικοτέρα της αρετής, ως είναι η δικαιοσύνη. Εις την προσπάθειαν του ο νούς να συνθέση και να επινοήση, τα αξιολογικά του συστήματα, χρησιμοποιεί ως υπόβαθρον τας φυσικάς αρετάς. Βλέπε σχετικώς David Hume, A Treatise of Human Nature, ed. L. A. Selby-Bigge,Oxford: Clarendon, 1960, 484. Kατά τους στωϊκούς Ο σοφός άνθρωπος, ακολουθεί αδιαλλείπτως την οδόν της αρετής και του ορθού λόγου, παραμένων ισχυρός και αδιάφθορος, ζων εν αρμονία προς εαυτόν, τον ορθόν λόγον και τον θείον νόμον, ο οποίος διέπει το σύμπαν. Ο σοφός είναι ελεύθερος, διότι αντλεί την δύναμιν της ελευθερίας από τον θείον νόμον, ευρισκόμενος εις πλήρη αρμονίαν μετά της φύσεως. Stoicorum Veterum Fragmenta H.von Arnim ΙΙΙ.567, (Stuttgart 1903-1905).
  47. Ο Kant αναφέρει χαρακτηριστικώς ότι δεν είναι ο ηθικός νόμος, εκείνος ο οποίος καθορίζει την έννοιαν του αγαθού, αλλά είναι το αγαθόν καθ' εαυτό, προερχόμενον εκ της ηθικής συνειδήσεως αυτό το οποίον διαμορφώνει τον ηθικόν νόμον. Βλέπε σχετικώς Kant Ι: Critique of Practical Reason, 172-73; Kant Ι: Kritik der praktischen Vernunft, 1903-1905).
  48. Η έκφρασις των αρετών αποτελεί συνάρτησιν της ars topica ήτοι της χρονικής διαστάσεως και των καταλλήλων συνθηκών του χώρου και της ars oratoria, ήτοι των καταλλήλων μέσων λεκτικής εκφράσεως αυτής. Το σχήμα δε της συμπεριφοράς υπόκειται εις την βαθυτέραν αναγνώρισιν και την περαιτέρω βελτίωσιν και αναβάθμησιν αυτού διά της ars critica, ήτοι διά της συνεχούς κριτικής αναλύσεως αυτής. Βλέπε σχετικώς Thomas Aquinas, ed. Anton C. Pegis, vol. 1 (New York: Random House, 1945), 817 (Q.85, art. 2). και 830 (Q.86, art. 2). Η κριτική ανάλυσις εν τούτοις δεν εμπεριέχει το στοιχείον της πηγαιότητος, αλλά της αναγνωρίσεως και της κατανοήσεως. Είναι χαρακτηριστικόν το γεγονός ότι ο Hegel, υποστηρίζων τας 12 θέσεις αυτού εις το Πανεπιστήμιον της Jena τον Αύγουστον του 1801, διετύπωσεν την άποψιν, εις την εβδόμην θέσιν αυτού, ότι η κριτική φιλοσοφία στερείται ιδεών, αποτελούσα απλώς έκφρασιν του σκεπτικισμού. Βλέπε σχετικώς Pierre Adler, "G.W.F. Hegel: Philosophical Dissertation on the Orbits of the Planets (1801), Preceded by the 12 Theses Defended on August 27, 1801", Graduate Faculty Philosophy Journal, 12 (1987): 269-309, και Hegel, Phδnomenologie des Geistes, ed. Johannes Hoffmeister, 6th ed. Hamburg: Meiner, 1952.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Abraham WC: Activity-dependent regulation of synaptic plasticity (metaplasticity) in the hippocampus.In: The hippocampus: Function and Relevance ed.Kato N. pp.15-34.Amsterdam Elsevier Sci.1996.
  2. Aristotle: De anima. Greek text and English transl. by WS Hat. London W. Heinemann, Cambridge MA Harvard University Press, 1957.
  3. Aristotle: Nichomacian ethics. Greek text and English transl. by H.Rackham. London W. Heinemann, Cambridge MA Harvard University Press, 1953.
  4. Baloyannis SJ, CostaV: Substance P increases the dendritic arborisation and the axonic sprouting of Purkinje cells of rat's cerebellum cultured in vitro. Clinical Neuropathology 1992;11:167-168.
  5. Baloyannis SJ, Manolidis S, Arzoglou L, Costa V, Manolidis L : The structural organization of layer I of the adult human acoustic cortex. Acta Otolaryngol. (Stockh.) 1993; 113:502-506.
  6. Baloyannis SJ: Substance P increases the synaptogenesis of the cerebellar cortex in vitro. Clinical Neuropathology 1996;15:164.
  7. Baloyannis SJ, Costa V, Deretzi G: Intraventricular administration of Substance P induces unattached Purkinje cell dendritic spines. Int. J. Neurosci. 1992; 62: 251-262.
  8. Baloyannis SJ.Dendritic pathology in Alzheimer's disease. J Neurol Sci. 2009;283:153-157.
  9. Bermudez J.L: The Paradox of Self-Consciousness. Cambridge, MA: MIT Press. 1998
  10. Biemel W: Martin Heidegger: An Illustrated Study Trans. J.L. Mehta.. New York: Harcourt, Brace, Jovanovich. 1976.
  11. Bogousslavsky J, Boller F (eds): Neurological Disorders in Famous Artists.Front Neurol Neurosci. Basel, Karger, 2005; 19: 101-111.
  12. Burnet J. Early Greek Philosophy, New York: Barnes and Noble, 1962.
  13. Chalmers D: The Conscious Mind. Oxford: Oxford University Press. 1996.
  14. Churchland Pat: Neurophilosophy. Cambridge, MA: MIT Press. 1986
  15. Churchland Paul: Scientific Realism and the Plasticity of Mind. Cambridge: Cambridge University Press 1979.
  16. Churchland Paul: The Engine of Reason, The Seat of the Soul. Cambridge, MA: MIT Press. 1995
  17. Churchland Paul, Churchland Patricia: 'Recent Work on Consciousness: Philosophical, Empirical and Theoretical.' Seminars in Neurology. 1997;17: 101-108.
  18. Cohen, I. R., 1989, "Natural id-anti-id networks and the immunological homunculus," Theories of Immune Networks, H. Atlan and I. R. Cohen (eds.), Berlin: Springer-Verlag, pp. 6-12.
  19. Dennett DC: Consciousness explained. Boston, Little Brown 1991.
  20. Descartes R:Traite de l'homme.Paris 1662.
  21. Diels Η, Kranz W: Die Fragmente der Vorsokratiker, Berlin: Weidmannsche Verlags- buchhandlung,1951.
  22. Επικτήτoυ: Εγχειρίδιov Εις. Epicteti Dissertationes ab Arriani digestae H.Schenkl, Stutgardiae aed.Teubneri 1965.
  23. Εricksοn Ε: The prob1em of ego identity. J. Am. Psych. Ass. 1965, 6: 56-121.
  24. Fell J: Heidegger and Sartre: An Essay on Being and Place. New York: Columbia University Press. 1979.
  25. Figurov A, Pozzo ML, Olafsson P, Wang T, Lu B: Regulation of synaptic responses to high-frequency stimulation and LTP by neurotrophins in the hippocampus. Nature 1996; 381:706-709.
  26. Gazzaniga M (ed.) The Cognitive Neurosciences. Cambridge, MA: MIT Press 1995
  27. Goodman N: Language of art: an approach to a theory of symbols, Indianapolis, Hacket Publications 1976.
  28. Hawkins, Richard and Kandel, Eric (1984) 'Is There a Cell-Biological Alphabet for Learning?' Psychological Review. 91, 375-391.
  29. Hebb, Donald (1949) The Organization of Behavior. New York: Wiley.
  30. Heidegger Μ: Plato's Doctrine of Truth, tr. John Barlow, Philosophy in the Twentieth Century , Vol. III, eds. William Barret and Henry D. Aiken. New York: Harper & Row,1971.
  31. Heidegger M: Sein und Zeit Tόbigen,(16 ed) Max Niemeyer Verlag, 1986.
  32. Hegel GWF: Phaenomenologie des Geistes, Werke II, Berlin 1832-1845.
  33. Hegel GWF: Lectures on the History of Philosophy ed. Hoffmeister 1940.
  34. Hegel GWF: Vorlesungen όber die Geschichte der Philosophie, III, Werke XV, ed. Philipp Marheineke. Berlin 1832-1845.
  35. Hegel, Phenomenologie des Geistes, ed. Johannes Hoffmeister, 6th ed. Hamburg: Meiner, 1952.
  36. Heidegger M: Einfόhrung in die Metaphysik ,Tόbingen: Max Niemeyer Verlag, 1953. Heidegger M: Sein und Zeit Tόbigen,(16 ed) Max Niemeyer Verlag 1986.
  37. Heidegger, M. Being and time. Oxford: Blackwell 1990 (J.Macquarrie and E. Robinson, trans).
  38. Heidegger Μ: Plato's Doctrine of Truth, tr. John Barlow, Philosophy in the Twentieth Century, Vol. III, eds. William Barret and Henry D. Aiken. New York: Harper & Row,1971.
  39. Heidegger Martin: Early Greek Thinking , trs. David Farrell Krell and Frank A.
  40. Hume David, A Treatise of Human Nature, ed. L. A. Selby-Bigge,Oxford: Clarendon, 1960.
  41. Kahn C: The art and thought of Heraclitus, Cambridge 1979.
  42. Kandel Eric (1976) Cellular Basis of Behavior. San Francisco: W.H. Freeman.
  43. Kang H, Schuman EM: Long lasting neurotrophin-induced enhancement of synaptic transmission in the adult hippocampus. Science 1995;267:1658-1662.
  44. Kierkegaard Søren: Vδrker I Udvalds. Udg. af FJ Bileskov Jansen. Kψbenhavn 1950.
  45. Kierkegaard S.: Conc1uding Unscientific Postscript. Trans. D. Swenson and W. Lοwrie. Ρrinceton 1940, ρ. 77.
  46. Kierkegaard Søren: Journals and Papers.6 vol. Transl. Howard V. Hong and Edna H. Hong assisted by Gregor Malantschuk. Bloomington, Indiana University Press, 1967.
  47. Κierkegaard S.:Jouma1 109. Ιn Hong Ην and Hong ΕΗ: Sψren Κierkegaard's Jouma1s and Papers, B1oomington, 1967-1977
  48. Κierkegaard S.:The point of view of my work as an author. Trans.W. Lοwry. New York 1962, ρ. 41. 20.
  49. Κierkegaard S.: Philosophica1 Fragments 1844. trans. D. Swenson, 2nd ed. Rev. Η. Hong. Ρrinceton 1962.
  50. Kierkegaard Søren: Diario 1-3. A cura di Cornelio Fabro. Brescia 1948-1951.
  51. Kierkegaard Søren: The Journals. Tranl and Ed. Alexander Dru. Oxford University Press 1938.
  52. Kierkegaard Søren: Upbuilding Discourses in Various Spirits, trans. Howard V. Hong and Edna H. Hong, Princeton, Princeton University Press, 1993.
  53. Kierkegaard.Søren: The concept of dread. Tranl.W. Lowry, N.Jersey, Princeton Univ.Press, 1973.
  54. Kirk GS: Natural changes in Heraclitus.Mind 1951; 60:35-42.
  55. Κirk GS: Heraclitus: The cosmic fragments Cambridge 1954
  56. Kirk G.S, Raven J.E, Schofield M: Τhe Presocratic Philosophers: A critical History with a selection of texts. Second Edition, Cambridge University press 1995
  57. Leonard, V. W. (1994). A Heideggerian phenomenological perspective on the concept of the person. In P. Benner (Ed.),Interpretive phenomenology: Embodiment, caring and ethics in health and illness. London: Sage.
  58. Llinas R.R, Pare D: Of dreaming and wakefulness Neuroscience 1991;44: 521-535.
  59. Llinαs R, Churchland P (eds.) The Mind-Brain Continuum. Cambridge, MA: MIT Press. 1996
  60. Long AA: Stoic studies, Cambridge, Cambridge University Press 1996.
  61. Luria AR: The man with the shattered world. Cambridge, Harvard University press 1987.
  62. Maurer K, Prvulovic D Paintings of an artist with Alzheimer's disease: visuoconstructural deficits during dementia. J Neural Transm. 2004;111:235-245.
  63. McAllister AK: Cellular and molecular mechanisms of dendritic growth. Cereb. Cortex 2000;10:963-973.
  64. Merleau-Ponty, M. (2002). Phenomenology of perception.London: Routledge (C. Smith, trans.; original work published 1958)
  65. Μπαλoγιάvvης Σ: Διάβασις διά της Ψυχoλoγίας. Εκδ. Πoυρvαρά, Θεσσαλovίκη 1982.
  66. Μπαλογιάννης Σ: Η υπαρξιακή αγωνία. Γρηγόριος ο Παλαμάς, 1987,70: 30-38.
  67. Μπαλογιάννης Σ.: Η αυτοκτονία και ο θάνατος κατά τους στωϊκούς φιλοσόφους. Προσφορά Παντελεήμονι Β', τω Παναγιωτάτω Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, επί τη εικοσιπενταετηρίδι της αρχιερατείας αυτού. Θεσσαλονίκη 1991, σελ381-391.
  68. Μπαλoγιάvvης Σ: Σωκράτης κατά τov Kierkegaard. Αρχεία Ελληvικής Iατρικής 1994;11:349-259.
  69. Μπαλογιάννης Σ.: Η Ψυχοθεραπεία κατά την αρχαιότητα. Επιστ. Eπετ. Θεολογ. Σχ. ΑΠΘ. 1992, σελ 431-438.
  70. Μπαλογιάννης Σ.Ι.: Το μήνυμα του Παρμενίδου εις την εποχήν της παγκοσμιοποιήσεως. Εγκέφαλος 41;71-78, 2004
  71. Μπαλογιάννης Σ.I.: Η ψυχολογική διάστασις της διαταραχής της κοινωνικης συμπεριφοράς του συγχρόνου ανθρώπου. Γρηγόριος Παλαμάς 1966; 761: 41-65.
  72. Μπαλoγιάvvης Σ.Ι.: Η κλιvική εκτίμησις τoυ εις κωματώδη κατάστασιv ευρισκoμέvoυ ασθεvoύς Εις Θ. Παπαπετρόπoυλoς (Εκδ) Τα επέιγovτα εις τηv Νευρoλoγίαv. Διαγvωστική και θεραπευτική αvτιμετώπισις. Πάτραι 2000.
  73. Μπαλογιάννης Σ.: Το άγχος εις την φιλοσοφίαν του Kierkegaard. Γρηγόριος ό Παλαμάς 1988,71: 8-13.
  74. Μπαλογιάννης Σ: Ψυχιατρική καί Ποιμαντική Ψυχιατρική. Εκδ. Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1986.
  75. Μπαλoγιάvvης ΣI: Ηράκλειτoς o Εφέσιoς, o πρόδρoμoς της υπαρξιακής φιλoσoφίας Γρηγόριoς Παλαμάς 2000; 83: 291-336.
  76. Μπαλoγιάvvης Σ: Η μελαγχoλία τoυ Kierkegaard εις τηv ζωήv και τo έργov τoυ Γρηγόριoς Παλαμάς 1988; 81:303-351.
  77. Μπαλoγιάvvης Σ: Ο ρόλoς τoυ ασβεστίoυ εις τηv ζωήv και τov θάvατov τoυ vευρικoύ κυττάρoυ. Θεσσαλovίκη 1995
  78. Μπαλoγιάvvης Σ: Οι υπoδoχείς τωv διεγειρόvτωv αμιvoξέωv. Θεσσαλovίκη 1996.
  79. Μπαλογιάννης Σ: H Νευρολογία όπως εκφράζεται εις την Ζωγραφικήν Εγκέφαλος 44: 7-25,2007.
  80. Μπαλογιάννης Σ.Ι Αι νευροεπιστήμαι και η φιλοσοφία Εις Δήμητρα Σφενδόνη Μεντζου (Εκδ),Η Φιλοσοφία των Επιστημών.Εκδόσεις Ζήτη 2008, Σελ.265-293.
  81. McGinn Colin: Can we solve the mind body problem? Mind 1989; 98: 349-366.
  82. McGinn Colin: Consciousness and Content. The problem of the consciousness Oxford, Blackwell 1991 pp.23-43.
  83. Nagel, Thomas (1971) 'Brain Bisection and the Unity of Consciousness' Synthese. 25, 396-413.
  84. Nevo, U. and Hauben, E., 2007, "Ecoimmunity: Immune tolerance by symmetric co-evolution," Evolution and Development, 9: 632-42.
  85. Pe1covitz D, Kap1an S, Go1denberg Β, Mande1 F, Lehare J, Guaπera Ι: Post-traumatic stress disorder in physically abused ado1escents. Ι. Am. Acad Child Ado1esc. Psychiatry 1994, 33: 305-312.
  86. Πλωτίvoυ Εργα:Tomus II, Enneades IV-V Edit. Paul Henry et Hans-Rudolf Schwyzer, Oxonii 1977.
  87. Priker S: Visual cognition, An introduction. Cognition 1984;18:66.
  88. Schaffner K: `Philosophy of Medicine.' In M. Salmon, J. Earman, C. Glymour, J. Lennox, P. Machamer, J. McGuire. J. Norton, W. Salmon, and K. Schaffner (eds.), Introduction to the Philosophy of Science. Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall. 1992
  89. Stuss DT (1991). Self, awareness and the frontal lobes: A neuropsychological perspective.In J. Strauss, GR Goethals (Eds.) The self: Interdisciplinary approaches New York: Springer-Verlag.pp. 255-278.
  90. Ventegodt, S. The life mission theory. A theory for a consciousness based medicine. Int. J. Adolesc. Med. Health 2003;15, 89-91.
  91. Vygotsky: Psihologija Iskustva. Moskva 1968,
  92. Wheelwright P: Heraclitus. New York: Atheneum, 1964.
  93. Woodward, James (2003). Making Things Happen: A Theory of Causal Explanation. Oxford: Oxford University Press.
  94. Zigmond M, Bloom F, Landis S, Roberts J, Squire L. (eds.) Fundamental Neuroscience. San Diego: Academic Press. 1999
  95. Zysset S, Huber O, Ferstl E, et al. The anterior frontomedian cortex and evaluative judgment: an fMRI study. Neuroimage 2002;15:983-91