Εργασία, αεργία και εκκλησία
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Π. ΛΕΚΚΟΣ*
*Θεολόγος, νομικός, συγγραφέας, τ. Δ/ντής της Αποστολικής Διακονίας.

Περίληψη
Το θέμα της εργασίας με την ευρύτατη έννοιά της, αλλά και της τάσης ορισμένων να την αποφεύγουν με διάφορα προσχήματα, μπορεί να απασχολεί τα τελευταία χρόνια άτομα, οικογένειες, κυβερνήσεις και διεθνείς Οργανισμούς, δεν είναι όμως άγνωστο ή νέο στην Εκκλησία. Τα ιερά κείμενά της, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, η διδασκαλία του Ιησού Χριστού, η σοφία των αγίων Πατέρων, η εμπειρία των ασκητών της ερήμου, η διακριτικότητα των Γερόντων, δεν σιωπούν πάνω στο ενδιαφέρον τούτο ζήτημα. Επομένως, σε μια περίοδο κατά την οποία ακούγονται συνετές και ψύχραιμες φωνές ή απελπισμένες κραυγές για την εργασία, την ανεργία και τις ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις τους, ας αφουγκραστούμε και «τι το Πνεύμα του Θεού λαλεί» στις ψυχές μας.

Αυτός είναι και ο σκοπός της Εισήγησής μας. Εγκέφαλος 2010, 47(4):170-175.

Λέξεις κλειδιά: Εργασία, αεργία, οκνηρία, εκκλησία, πατέρες, Αγία Γραφή, Γέροντες.

Εισαγωγικά

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που με βάση την οργανωμένη εργασία και τις σύγχρονες αντιλήψεις γι' αυτήν, νομίζουν ότι η Αγία Γραφή, το ιερό βιβλίο της Εκκλησίας μας, αγνοεί ή δεν ασχολείται όσο πρέπει με το θέμα εργασία. Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που με αφετηρία μερικά χωρία της Γραφής προσπαθούν να στηρίξουν τις όποιες απόψεις τους. Και όμως. Οι άνθρωποι της Βίβλου εμφανίζονται να εργάζονται ως τεχνίτες, ποιμένες, γεωργοί, αμπελουργοί, ναυτικοί, οικοδόμοι κ.λπ. Έτσι, από τη συνδυαστική χρήση πολλών αναφορών, τα ιερά κείμενα μας εισάγουν στην πραγματικότητα της εργασίας, της σημασίας, της αξίας του κόπου, και της λυτρωτικής συμβολής της στην ψυχοκοινωνική υγεία του ανθρώπου.

Η αξία της εργασίας ως εντολή του Θεού

Δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι η εντολή του Δημιουργού στον άνθρωπο να εργάζεται δεν αποτελεί ενός είδους «τιμωρία», όπως υποστηρίζουν κάποιοι ημιμαθείς, ως συνέπεια της πτώσης των πρωτοπλάστων. Διότι, μετά την πλάση του πήρε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπο και τον έβαλε μέσα στον κήπο της Εδέμ (τον παράδεισο) για να τον καλλιεργεί και να τον προσέχει.1 Ερμηνεύοντας το χωρίο αυτό ο ιερός Χρυσόστομος γράφει: «Κοίταξε τί πρόνοια λαμβάνει για τον άνθρωπο που δημιούργησε ο Θεός... Αφού τον έβαλε στον παράδεισο της τρυφής, λέει: Για να τον καλλιεργεί και να τον προσέχει. Κι αυτό είναι ένδειξη ιδιαίτερης πρόνοιας. Επειδή η εδώ ζωή του ήταν γεμάτη από κάθε ευχαρίστηση, αφού και τη χαρά της θέας του παραδείσου είχε και την ικανοποίηση από την απόλαυσή του, για να μη ξεφύγει (από τον προορισμό του) εξαιτίας της υπερβολικής ανάπαυσης (διότι η Γραφή λέει πως η αργία είναι ο δάσκαλος κάθε αμαρτίας - Σοφία Σειράχ 33, 28), γι' αυτό διέταξε να τον καλλιεργεί και να τον προσέχει».2

Είναι άξιο προσοχής πόσο ο Δημιουργός του σύμπαντος εξύψωσε τον κατ' εικόνα και ομοίωσίν του3 πλασθέντα άνθρωπο με το να του εμπιστευθεί τη φύλαξη της γης και να του δώσει την εξουσία να την κατοικήσει και να κυριαρχήσει σ' αυτήν.4 Η έννοια ότι ο άνθρωπος οφείλει να «στηρίζει» τη θεϊκή δημιουργία -έννοια τόσο επίκαιρη στις ημέρες μας, με έντονο το πρόβλημα της απειλούμενης οικολογικής καταστροφής- είναι εμφανής στην Παλαιά Διαθήκη. Ο σοφός Σειράχ, για παράδειγμα, αφού περιγράφει την αξία της εργασίας του γεωργού, του τεχνίτη, του αγγειοπλάστη, του σιδηρουργού, καταλήγει: Αυτοί δεν κάθονται στου δικαστή την έδρα, ούτε καταλαβαίνουν της δικαιοσύνης την απονομή. Δεν είναι αυτοί που προάγουν την επιστήμη ή τη νομοθεσία, δεν περιμένει κανείς από αυτούς τα σοφά αποφθέγματα. Ωστόσο αυτοί διατηρούν τον κόσμο στην πορεία του και η άσκηση της τέχνης τους είναι προσευχή (...κτίσμα αιώνος στηρίσουσι, και η δέησις αυτών εν εργασία τέχνης).5 Επισημαίνεται επίσης ότι έχουν βαθύτερη σημασία οι αναφορές για τον τρόπο με τον οποίο ενήργησε ο Δημιουργός Θεός, αφού ο τρόπος αυτός περιγράφεται με κινήσεις εργάτη, που πλάθει τον άνθρωπο από το χώμα της γης,6 φυτεύει τον κήπο στην Εδέμ,7 φτιάχνει από το έδαφος όλα τα ζώα του αγρού και τα πτηνά του ουρανού.8 Ακόμα και τη σύντροφο του Αδάμ την κάνει παίρνοντας μία από τις πλευρές του και συμπληρώνοντάς την με σάρκα.9 Στον 103ο Ψαλμό που εκθειάζεται και υμνείται ο Θεός ως δημιουργός, σημειώνεται ότι καθήκον του ανθρώπου είναι να βγαίνει το πρωί για να πάει στη δουλειά του και με τα έργα του ώς το βράδυ να ασχοληθεί,10 ενώ και ο σοφός Σειράχ συμβουλεύει: μην αποστρέφεσαι την κοπιαστική εργασία ή την αγροτική δουλειά, που ο Ύψιστος τη θέσπισε.11

Ιησούς Χριστός και εργασία

Ενώ αυτές είναι οι αντιλήψεις για την εργασία στην Παλαιά Διαθήκη, από την οποία αυτή θεωρείται νόμος της ανθρώπινης φύσης (εξ ημέρας εργά και ποιήσεις πάντα τα έργα σου)12, ο Ιησούς Χριστός και οι απόστολοι και ευαγγελιστές του, άλλοτε δοξάζουν και κάποτε θεωρούν την εργασία αφ' υψηλού: Την τιμούν και την εξυψώνουν όταν αναφέρουν για τον Ιησού ότι εργαζόταν, προτού αρχίσει το απολυτρωτικό του έργο, ως ξυλουργός,13 κοντά στον επίσης ξυλουργό Ιωσήφ,14 όταν μνημονεύουν τον απόστολο Παύλο που όχι μόνο εργαζόταν, φτιάχνοντας σκηνές,15 επειδή ήταν και σκηνοποιός, αλλά και καυχόταν γι'αυτό όταν έγραφε: Εσείς οι ίδιοι ξέρετε ότι για τις ανάγκες τις δικές μου και των συνοδών μου δούλεψαν αυτά εδώ τα χέρια16 και όταν συμπλήρωνε: Και μοχθούμε να ζήσουμε δουλεύοντας με τα ίδια μας τα χέρια,17 παρόλο που οι χριστιανικές κοινότητες προσφέρονταν με προθυμία να τον φιλοξενούν και να καλύπτουν τις βιοτικές του ανάγκες.

Τα Ευαγγέλια όμως εκ πρώτης όψεως φαίνεται να τηρούν σχετική σιωπή πάνω στο θέμα εργασία. Ακόμα και όταν χρησιμοποιούν τη λέξη, εννοούν κατά κανόνα τα έργα του Θεού. ΄Ελεγε ο Ιησούς στους Ιουδαίους: Ο Πατέρας μου εξακολουθεί να εργάζεται ώς τώρα, γι' αυτό κι εγώ εργάζομαι.18 Εκείνοι άλλη φορά τον ρώτησαν: Τί πρέπει να κάνουμε, για να εκτελούμε τα έργα του Θεού; Για να λάβουν την απάντηση πως έργο του Θεού είναι να πιστέψουν στον απεσταλμένο του.19 Υπάρχει έντονη στα Ευαγγέλια και η παρότρυνση: Μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιείτε, ούτε για το σώμα σας, τι θα ντυθείτε, φέρνοντας ως παράδειγμα τα πουλιά που δεν σπέρνουν ούτε θερίζουν και τα λουλούδια του αγρού που δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν κι όμως τρέφονται τα μεν και ντύνονται με μεγαλοπρέπεια τα δε.20 Αυτή η αντίφαση -μη μεριμνάτε από τη μια και ενδιαφέρον για την εργασία από την άλλη- είναι φαινομενική και δείχνει τους δύο πόλους μιας ουσιαστικής χριστιανικής θεώρησης, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια.

Φθαρτή και άφθαρτη εργασία

Ο Ιησούς Χριστός ενανθρώπησε για να φέρει στον κόσμο τη Βασιλεία του Θεού. Προτρέπει λοιπόν διαχρονικά: Πρώτα απ' όλα να επιζητείτε τη Βασιλεία του Θεού και την επικράτηση του θελήματός του, κι όλα τα άλλα θα ακολουθήσουν.21 Συνέπεια αυτής της αρχής είναι και η σύστασή του να μη κοπιάζουμε για τη φθαρτή τροφή, που προσωρινά συντηρεί, αλλά για την τροφή που τρέφει μόνιμα για την αιώνια ζωή, κι αυτή την τροφή θα σας τη χαρίσει ο Υιός του Ανθρώπου.22 Αυτό δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι η στέγη, η τροφή, το ένδυμα δεν έχουν τη δική τους αναγκαιότητα και αξία, αλλά την έννοια ότι όποιος μεριμνά πολύ ή μόνο γι' αυτά και χάσει τη Βασιλεία του Θεού, ακόμα κι αν κερδίσει τον κόσμο όλο, στο τέλος ζημιωμένος θα είναι.23

Παράλληλα με αυτήν την άφθαρτη πνευματική εργασία, υπάρχει και η θετική αξία της εργασίας, όταν βρίσκεται στο ύψος της. Τότε είναι πολύτιμη. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο ο Θεός Πατέρας όσο και ο Θεός Υιός, ο Ιησούς Χριστός, από τον κόσμο της εργασίας δανείζονται και χρησιμοποιούν ονόματα για τη διδασκαλία και τις παραβολές τους. Έτσι, άλλοτε αποδίδουν στον εαυτό τους την ιδιότητα του ποιμένα ή του αμπελουργού, άλλοτε του γιατρού ή του σποριά.24 Ακόμα και η δράση του Χριστού και των αποστόλων του παρουσιάζεται ως θερισμός ή ψάρεμα,25 απευθύνεται δε σε ανθρώπους που εργάζονται: Το γεωργό στο χωράφι του, τη νοικοκυρά που σκουπίζει το σπίτι της26 κ.λπ.

Κατηγορηματική είναι η αγιογραφική εντολή για την καταβολή της αμοιβής εργασίας, διότι είναι άξιος ο εργάτης της τροφής αυτού,27 στον εργάτη πρέπει να δοθεί ο μισθός που του αξίζει,28 δεδομένου ότι στον εργαζόμενο ο μισθός ου λογίζεται κατά χάριν, αλλά κατά οφείλημα, δηλαδή υποχρεωτικά.29

Καταδίκη της αεργίας (οκνηρίας)

Επειδή πολλοί από τους άλλους εκλεκτούς και ειδικευμένους εισηγητές θα αναφερθούν στο θέμα της ανεργίας, δηλαδή της ακούσιας αργίας των επιθυμούντων να εργαστούν, κρίναμε σκόπιμο να εξετάσουμε επιτροχάδην το ζήτημα της αεργίας. Αεργία είναι η αποχή από την εργασία και άεργος ο μη θέλων να εργαστεί, ο οικειοθελώς σχολάζων (κοινώς τεμπέλης), ο ράθυμος, ο οκνηρός και φυγόπονος.30 Η Αγία Γραφή είναι ιδιαίτερα αυστηρή απέναντι στην οκνηρία. Ιδού, κατεπιλογήν, μερικές ρήσεις της: Το χέρι του τεμπέλη φέρνει φτώχεια, ενώ του φιλόπονου πλουτίζει.31 Στείλε τεμπέλη σε δουλειά, και θα τον νιώσεις όπως τα δόντια νιώθουνε το ξίδι, όπως τα μάτια τον καπνό.32 Ό,τι κι αν επιθυμεί ο οκνός, δεν μπορεί και να το έχει, ενώ εκπληρώνονται οι πόθοι εκείνων που μοχθούν.33 Ο οκνός δεν οργώνει το φθινόπωρο, μα στη συγκομιδή δεν θα βρει να θερίσει.34 Είναι ανόητος αυτός που σταυρώνει τα χέρια του και πεθαίνει της πείνας,35 εκτός κι αν τον «γηροκομούν», θα πρόσθετα, οι συνταξιούχοι γονείς του, πράγμα δυστυχώς συνηθισμένο στους καιρούς μας...

Την οκνηρία καταδικάζει απερίφραστα και σκληρά ο Ιησούς Χριστός στο πρόσωπο του πονηρού και οκνηρού δούλου, στη γνωστή παραβολή των ταλάντων,36 ενώ κατηγορηματικός είναι και ο απόστολος Παύλος, γράφοντας σχετικά στους Θεσσαλονικείς: Κι όταν είμασταν κοντά σας, αυτό σας παραγγέλλαμε: Ο μη εργαζόμενος, μηδέ εσθιέτω [όποιος δε θέλει να εργάζεται, αυτός να μη τρώει κιόλας]. Γιατί μαθαίνουμε ότι μερικοί από σας είναι αργόσχολοι, δηλαδή δεν εργάζονται, αλλά περιεργάζονται τους άλλους. Σ' αυτούς παραγγέλλουμε να ηρεμήσουν και να εργάζονται κανονικά, για να κερδίσουν το ψωμί τους.37 Σχολιάζοντας τα παραπάνω ο Θεοδώρητος, επίσκοπος Κύρου Αντιοχείας, γράφει ότι είναι «ασχημοσύνη το εν αργία ζην» και το «μη εξ εργασίας την χρείαν πορίζεσθαι, αλλά πρόσαυτον βίον αιρείσθαι και την άλλων προσμένειν φιλοτιμίαν».

Επισημαίνεται ότι η Γραφή θεωρεί την αεργία, την οκνηρία, κατάπτωση και φτάνει στο σημείο να περιγελά τον τεμπέλη με τα λόγια: Όπως γυρίζει η πόρτα στους αρμούς, το ίδιο και ο τεμπέλης στο κρεβάτι του,38 διότι τον παρομοιάζει με πέτρα λασπωμένη και με μια χούφτα ακαθαρσίες, που είναι για πέταμα.39

Εργασία και αμαρτία

Όπως όλες οι θεμελιώδεις δομές, έτσι και η εργασία έχει θιγεί από την αμαρτία, με την έννοια της παρακοής και της παράβασης του θείου νόμου, όπως αυτό φαίνεται καθαρά από την προειδοποίηση του Θεού: Εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου40 και εν λύπαις τέξη τέκνα.41 Τα λόγια αυτά δεν είναι κατάρα εναντίον της εργασίας ή του τοκετού της γυναίκας. Όπως ο τοκετός είναι η επώδυνη νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο, έτσι ο καθημερινός κόπος του ανθρώπου στην εργασία δείχνει την άσκηση της ισχύος που ο Θεός του εμπιστεύθηκε πάνω στη δημιουργία του.42 Και ο τομέας της εργασίας -όπως τόσοι άλλοι- είναι ένα πεδίο στο οποίο η πολυκέφαλη αμαρτία, σαν λερναία ύδρα, ξεδιπλώνει τη δύναμή της. Η αδικία, η αυθαιρεσία, η αρπακτικότητα, το ανικανοποίητο του κέρδους, όχι λίγες φορές καθιστούν την εργασία βάρος και χώρο διακρίσεων, καταπιέσεων, ανταγωνισμών, μίσους.

Το φαινόμενο δεν είναι σημερινό. Η Αγία Γραφή κάνει λόγο για εργαζόμενους απογοητευμένους από το μισθό τους. Προειδοποιεί ο προφήτης Ιερεμίας: Αλίμονο σ' αυτόν που χτίζει το παλάτι του με αδικίες και προσθέτει σ' αυτό ορόφους με ατιμίες. Που εκμεταλλεύεται τη δουλειά των εργατών του και δεν πληρώνει το μισθό τους για τον κόπο τους.43 Προσθέτει ο απόστολος Ιάκωβος: Ακούτε! Κραυγάζει ο μισθός των εργατών που θέρισαν τα χωράφια σας κι εσείς τους τον στερήσατε, οι δε κραυγές των θεριστών έφτασαν ώς τα αυτιά του παντοδύναμου Κυρίου.44 Περιγράφει ο σοφός Σειράχ τις απαράδεκτες συνθήκες εργασίας των δούλων.45 Και υπενθυμίζουμε τις απάνθρωπες συνθήκες κάτω από τις οποίες έζησαν οι απόγονοι του Ιακώβ στην Αίγυπτο, όντας υποχρεωμένοι επί 400 χρόνια να προσφέρουν εξαντλητική εργασία,46 συνθήκες που παραπέμπουν σε νεότερα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας...

Η εργασία στην Παράδοση της Εκκλησίας

Με αφετηρία τις αγιογραφικές θέσεις περί εργασίας και αεργίας, οι άγιοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας εμβάθυναν σ' αυτές και έκαναν αξιοπρόσεκτες παρατηρήσεις, μας έδωσαν δε συνετές συμβουλές με διαχρονική αξία. Αναφέρουμε επιλεκτικά μερικές:

Ο άγιος Κλήμης, επίσκοπος Ρώμης (τέλη του α΄ αιώνα): «Διδάσκετε τα τέκνα υμών επιτηδείους και αρμοζούσας τω λόγω τέχνας, ίνα μη διά της ευκαιρίας στρηνιάσαντα και ανεπιτίμητα υπό των γονέων μείναντα..., αφηνιάσωσιν του καλού».47 Ο μεγάλος εκκλησιαστικός συγγραφέας και απολογητής Ωριγένης (γ΄ αιώνας): Επιθυμώντας ο Θεός να εξασκεί σε όλα την ανθρώπινη νοημοσύνη, ίνα μη μένη αργή και ανεπινόητος των τεχνών, έπλασε τον άνθρωπο επιδεή (να έχει ανάγκες), ώστε... να αναγκαστει να επινοήσει τέχνες.48

Ο Μέγας Βασίλειος (δ΄ αιώνας) ονομάζει σοφή εργάτιδα τη μέλισσα, παροτρύνει τους οκνηρούς νέους να μιμηθούν το μυρμήγκι και να ζηλώσουν αυτού τας πράξεις, ερμηνεύοντας δε κάποιο σημείο του προφήτη Ησαϊα γράφει: Ο Θεός, τοις μεν αλόγοις εύκολον έδωκε την προς το ζην αφορμήν, τροφάς αυτομάτους και σκέπην αυτοφυά... Τον δε άνθρωπον γυμνόν παραγαγών, λόγον [λογικό] έδωκεν αντί πάντων, δι' ου αί τε ποριστικαί συνέστησαν τέχναι, οικοδομική, υφαντική, γεωργία, χαλκευτική, το τοις σώμασιν ενδέον αναπληρούσης της ψυχής τη παρουσία του λόγου... Διότι, εξαιτίας της ενδείας των αναγκαίων, γυμνάσιον ημίν της διανοίας εμηχανήσατο... Πρώτον μεν, ίνα τούτοις ενασχολούμενος (ο νους) των χειρόνων αφέλκηται. Έπειτα ότι τα πόνω κτηθέντα μάλλον πως αγαπάται, και τα διά μακρού χρόνου προσγενόμενα, μονιμώτερον παραμένει. Ων δε ραδία η κτήσις, ου περισπούδαστος η απόλαυσις.49

Ο «καθηγητής της ερήμου» Μέγας Αντώνιος (δ΄ αιώνας), δίνει και πνευματικό/φιλανθρωπικό νόημα στην εργασία των μοναχών που χειραγωγούσε, καθορίζοντας τα επόμενα: Τοις εργοχείροις υμών διηνεκώς σχολάζετε και αυτοίς αδολεσχείτε, ίνα εξ αυτών των πόνων υμών τον άρτον εσθίοντες έχητε και τοις δεομένοις χορηγείν... Ο γαρ ούτω ποιών, τω Χριστώ ποιεί τω ειπόντι [μεταξύ άλλων], εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου... και όστις ου θέλη εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω.50 Επιπλέον συμβουλεύει και το εξής: Μη γόγγυζε κατά την εργασίαν των χειρών σου.51 Άλλος σπουδαίος εκκλησιαστικός άνδρας, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (η΄- θ΄ αιώνας) γράφει: Καιρός εργασίας; Εργασώμεθα συντόνως,52 δηλαδή με όλες μας τις δυνάμεις.

Τις ανεπιθύμητες επιπτώσεις της αεργίας στην ψυχή επισημαίνει ο αβάς Αμμωνάς (δ΄ αιώνας), ηγούμενος 3.000 μοναχών στη Θηβαϊδα της Αιγύπτου, με τα λόγια: Εργάζου εν τω εργοχείρω σου, ίνα εύρη πτωχός σον άρτον. Η γαρ αργία, θάνατός εστι και έκπτωσις της ψυχής.53 Επίσης ο άγιος Συμεών, ο Νέος Θεολόγος (ι΄ αιώνας) συνιστά: Αργός μη θελήσης όλως καθεσθήναι..., ίνα μη η αργία διδάξη σε παν κακόν, ό μη θέμις ειπείν... Πρόσεχε σεαυτώ μόνω και τω εργοχείρω σου, οίον δ' αν εστι.54 Και ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης (ι΄ αιώνας) παροτρύνει: Ψυχή νήφε ίνα σωθής, σώμα έργασαι ίνα τραφής, διότι η εργασία για τους μοναχούς, κατά τους Πατέρες, κατεργάζει το σώμα, συγκεντρώνει το νου, ηρεμεί τις αισθήσεις. Και όχι μόνον αυτούς, αλλά και τον κάθε άνθρωπο, ειδικά όταν η εργασία προσφέρεται σύμφωνα με την προτροπή του αποστόλου Παύλου: Και παν ό,τι εάν ποιήτε, εκ ψυχής εργάζεσθε, ως τω Κυρίω και ουκ ανθρώποις,55 σε συνδυασμό με τις συμβουλές του σοφού Σειράχ: Παιδί μου, με πολλά μην ασχολείσαι. Αν τις ασχολίες σου αυξήσεις, δεν θα μείνεις άβλαβος. Ακόμα κι αν τρέχεις δε θα προλαβαίνεις, δε θα μπορέσεις να γλιτώσεις δραπετεύοντας. Συμβαίνει κάποιος να δουλεύει όσο γίνεται πιο σκληρά και με ταχύ ρυθμό, κι ωστόσο να στερείται όλο και περισσότερο.56

Όσο κι αν παρόμοιες απόψεις ηχούν αταίριαστα στην εποχή μας, που και οι έχοντες εργασία δεν αρκούνται σε μετρημένη και ανάλογη με τις δυνατότητές τους ζωή, αλλά αγωνίζονται και αγωνιούν και αγχώνονται να φτάσουν, άραγε πού; με δεύτερη και τρίτη απασχόληση, προβάλλοντας πάντοτε και κάποιους λόγους, άλλοτε πειστικούς, ενίοτε όχι, νομίζω ότι αξίζει να τις προσέξουμε.

Επίλογος

Ελπίζω η εισήγησή μου να μην εκληφθεί ως κήρυγμα. Να μη προκάλεσε σκέψεις του τύπου: Τί σημασία έχουν αυτά που ακούσαμε, ενώ ήδη έχει ξεσπάσει η οικονομική κρίση, η ανεργία καλπάζει, το μέλλον μάς φοβίζει; Ακριβώς επειδή βιώνουμε κιόλας την αρχή της κρίσης και τα επόμενα έτη διαγράφονται εξαιρετικά δύσκολα, ας αφουγκραστούμε και τον αγιογραφικό λόγο, μαζί με τις συνετές φωνές των Πατέρων. Ας θυμηθούμε την ξεχασμένη αρετή της ολιγοδεϊας, δηλαδή της ολιγάρκειας και αυτάρκειας, την οποία απεμπολήσαμε, λησμονώντας τη σύσταση του Παύλου να έχουμε πάντοτε και εν παντί πάσαν αυτάρκειαν.57 Διότι η ευσέβεια είναι μεγάλος πλούτος, μόνον όμως για όποιον ικανοποιείται με όσα έχει.58 Και επειδή το σώμα τροφής δείται ου τρυφής, ολιγοδεϊας ου πλησμονής, αυταρκείας ου πολυτελείας.59 Να μη παραλείπουμε επίσης να εργαζόμαστε όχι μόνο για τη φθαρτή τροφή που προσωρινά συντηρεί, αλλά και για την τροφή που τρέφει μόνιμα για την αιώνια ζωή.60

Τελειώνω με δύο χαριτωμένα περιστατικά από το «Γεροντικόν»,61 ένα βιβλίο που περιέχει «το άνθος της εν Χριστω σοφίας των αρχαίων Πατέρων της ερήμου» και υπογραμμίζουν έντονα την αναγκαιότητα της εργασίας, ως στοιχείο απαραίτητο για την ψυχοκοινωνική μας υγεία:

«Έλεγαν για τον αβά Ιωάννη τον Κολοβό, ότι είπε κάποτε στον μεγαλύτερο αδελφό του: "Θα ήθελα να είμαι αμέριμνος, όπως αμέριμνοι είναι οι άγγελοι που δεν εργάζονται, αλλά αδιάλειπτα λατρεύουν τον Θεό". Και αφήνοντας το ιμάτιό του, πήγε στην έρημο. Αφού πέρασε εκεί μια εβδομάδα, γύρισε στον αδελφό του. Και σαν χτύπησε την πόρτα, τον ρώτησε εκείνος από μέσα, πριν ανοίξει: "Ποιός είσαι;" Του αποκρίθηκε: "Ο Ιωάννης, ο αδελφός σου". Και του λέει εκείνος: "Ο Ιωάννης έχει γίνει άγγελος και δεν ζει πια ανάμεσα στους ανθρώπους". Αυτός όμως τον παρακαλούσε, λέγοντας: "Εγώ είμαι". Αλλά δεν του άνοιξε και τον άφησε ώς το πρωί να υποφέρει. Ύστερα του άνοιξε και του λέει: "Ανθρωπος είσαι, ανάγκη έχεις πάλι να εργάζεσαι για την τροφή σου". Και έβαλε μετάνοια, λέγοντας: "Συγχώρησέ με"».

«Πήγε ένας αδελφός στον αβά Σιλουανό, στο όρος Σινά. Και βλέποντας τους μοναχούς να εργάζονται, είπε στον Γέροντα: "Μη εργάζεσθε την βρώσιν την απολλυμένην, Μαρία γαρ την αγαθήν μερίδα εξελέξατο" [βλέπε Ιωάννου 6, 27, Λουκά 10, 42]. Λέει ο Γέροντας στον μαθητή του: "Ζαχαρία, δώσε στον αδελφό ένα βιβλίο και βάλε τον σε κελί οπού τίποτε να μην έχει". Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα του γεύματος, ο μοναχός είχε τα μάτια του στη θύρα, αν θα έστελναν να τον καλέσουν σε φαγητό. Και επειδή κανείς δεν τον κάλεσε, σηκώθηκε και πήγε στον Γέροντα και του λέει: "Δεν έφαγαν οι αδελφοί σήμερα, αβά;" Του απαντά: "Ναι". Ρώτησε τότε: "Γιατί δεν με καλέσατε;" Του λέει ο Γέροντας: "Επειδή άνθρωπος πνευματικός είσαι και δεν έχεις ανάγκη από τέτοια τροφή. Ενώ εμείς, όντας σαρκικοί, θέλουμε να φάμε, γι' αυτό εργαζόμαστε. Συ δε, την καλήν μερίδα εξελέξω, διαβάζοντας όλη την ημέρα και δεν θέλεις να φας υλική τροφή". Και σαν το άκουσε αυτό, έβαλε μετάνοια, λέγοντας: "Συγχώρησέ με, αβά".

Του λέει ο Γέροντας: "Πάντως χρειάζεται και η Μαρία τη Μάρθα. Γιατί μέσω της Μάρθας εγκωμιάζεται και η Μαρία"».

Σας ευχαριστώ πολύ για την υπομονή και την προσοχή σας.


  1. Γένεσις 2, 15. Η παρατιθέμενη μετάφραση των αγιογραφικών χωρίων προέρχεται από το έργο: Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη), Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα, έκδ. Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας, Αθήνα 1997. Τα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης στο πρωτότυπο από το έργο: Παλαιά Διαθήκη κατά τους Εβδομήκοντα, έκδ. «Ζωής», 1950, και της Καινής Διαθήκης από την έκδοση της Αποστολικής Διακονίας, 2002 .
  2. Λέκκος Ε., Οι Πρωτόπλαστοι, Λύχνος 2004, τόμος 16, 101-102.
  3. Γένεσις 1, 26.
  4. Γένεσις 1, 28.
  5. Σοφία Σειράχ 38, 34.
  6. Γένεσις 2, 7.
  7. Γένεσις 2, 8.
  8. Γένεσις 2, 19.
  9. Γένεσις 2, 21.
  10. Ψαλμός 103, 23.
  11. Σοφία Σειράχ 7, 15.
  12. Δευτερονόμιον 5, 13.
  13. Μάρκος 6, 3.
  14. Ματθαίος 13, 55.
  15. Πράξεις Αποστόλων 18, 3.
  16. Πράξεις Αποστόλων 20, 34.
  17. Α΄ Κορινθίους 4, 12.
  18. Ιωάννης 5, 17.
  19. Ιωάννης 6, 28-29.
  20. Ματθαίος 6, 25-29.
  21. Ματθαίος 6, 33.
  22. Ιωάννης 6, 27.
  23. Λουκάς 9, 25.
  24. Ιωάννης 10, 1. 15, 1. Μάρκος 2, 17. 4, 3.
  25. Ματθαίος 9, 37. Ιωάννης 4, 38. Ματθαίος 4, 19.
  26. Λουκάς 9, 62. 15, 8.
  27. Ματθαίος 10, 10.
  28. Λουκάς 10, 7. Α΄ Τιμοθέου 5, 18.
  29. Ρωμαίους 4, 4.
  30. Εγκυκλοπαιδικόν και γλωσσικόν Λεξικόν, Πάπυρος 1962, τ. Α΄, στ. 267.
  31. Παροιμίαι 10, 4-5.
  32. Παροιμίαι 10, 26.
  33. Παροιμίαι 13, 4.
  34. Παροιμίαι 20, 4.
  35. Εκκλησιαστής 4, 5.
  36. Ματθαίος 25, 14-30.
  37. Β΄ Θεσσαλονικείς 3, 10-12.
  38. Παροιμίαι 26, 14.
  39. Σοφία Σειράχ 22, 1-2.
  40. Γένεσις 3, 19.
  41. Γένεσις 3, 16.
  42. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, μτφρ. από τα γαλλικά Σ. Αγουρίδη κ.ά., έκδ. Βιβλικό Κέντρο «΄Αρτος Ζωής», Αθήνα 1980, στ. 397.
  43. Ιερεμίας 22, 13.
  44. Ιακώβου επιστολή 5, 4.
  45. Σοφία Σειράχ 33, 25-29.
  46. ΄Εξοδος 1, 8-14. 2, 11-15. 5, 6-18.
  47. Κλήμης Ρώμης, Διαταγαί Αποστόλων Δ΄, ΒΕΠΕΣ (Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων), τ. 2, παρ. 11, σελ. 73.
  48. Ωριγένης, Κατά Κέλσου Δ΄, ΒΕΠΕΣ τ. 9, κεφ. 76, 288.
  49. Μέγας Βασίλειος, Εις τον προφήτην Ησαϊαν, Προοίμιον, Migne Patrologia Graeca, τ. 30, 128.
  50. Μέγας Αντώνιος, Εκ των παραινέσεων, ΒΕΠΕΣ τ. 40, 36-37.
  51. Μέγας Αντώνιος, Κανόνες, εν Πετρακάκου Δ., Μοναχικοί θεσμοί εν τη Ορθοδόξω Ανατολική Εκκλησία, Λειψία 1904, τ. Α΄, σελ. 39.
  52. Θεόδωρος Στουδίτης, Μικρά Κατήχησις, ΞΑ΄, έκδ. Auvray, Paris 1891, σελ. 216.
  53. Αβάς Αμμωνάς, Περί της χαράς της ψυχής του αρξαμένου δουλεύσαι τω Θεώ, ΒΕΠΕΣ τ. 40, σελ. 70.
  54. Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Κατήχησις ΚΣΤ΄, Sources Chretiennes, τ. 113, σελ. 76
  55. Κολοσσαείς 3, 23.
  56. Σοφία Σειράχ 11, 10-11.
  57. Β΄ Κορινθίους 9, 8.
  58. Α΄ Τιμοθέου 6, 6.
  59. Αντίοχος ο Πανδέκτης, Λόγος Δ΄, Migne Patrologia Graeca, τ. 89, 1444.
  60. Ιωάννης 6, 27.
  61. Πέντζας Β., Είπε Γέρων... Το « Γεροντικόν» σε νεοελληνική απόδοση, εκδ. Αστήρ, Αθήναι 1983, σελ. 105 και 256 αντίστοιχα.